Η εκδίκηση των χαμένων παιδιών

0
3458

– Ξέρεις τι σκέφτομαι;
– Τι;
– Να μπορούσα να γινόταν να γυρίσω πίσω και να τους καθαρίσω όλους. Να ‘χα υπερδυνάμεις, όχι σαν τον Σπάιντερμαν, πιο δυνατός, σαν τον άλλον με τους μαγνήτες και το κράνος, και πιο δυνατός. Και να τους σκοτώσω όλους.
– Τους κακούς.
– Όλους.
– Δεν είναι δίκαιο.
– Αυτό που κάναν σε μας είναι;

Τα μάτια του ξεσπούν, σούπερ νόβα άπειρου μίσους. Τα χέρια του δείχνουν το καθαρτήριο.

Εκατομμύρια παιδιά. Σύγχρονα κι αρχαία. Από δάση που δεν υπάρχουν πια, από αυτοκρατορίες και βασίλεια και χώρες που άκμασαν, παράκμασαν κι έμειναν στα βιβλία.

Παιδιά με τζιν παντελόνια και με μανδύες, με σορτσάκια και με δέρματα, κάποια γυμνά, κάποια με πάνα.

Όσα δολοφονήθηκαν έχουν μια λεπτή κόκκινη γραμμή κάτω απ’ το μάτι, σα δάκρυ σαν αίμα.

– Αν υπήρχε θεός θα πρεπε να γυρίσω πίσω και να τους σκοτώσω όλους.
– Μη λες τέτοια. Για το θεό. Για το θάνατο. Ξέρεις ότι δεν τα μπορώ αυτά. Λυπήσου με.

Χαιδεύει την κόκκινη γραμμή στο μάγουλο της.

– Εκείνοι. Εκείνοι δεν σε λυπήθηκαν.
– Όχι όλοι.
– Όλοι.
– Κάποιοι είναι αθώοι.
– Καλή μου Μαριόν. Κανείς δεν είναι αθώος. Κανείς μεγάλος. Κοίτα την Τζέλλα. Πέθανε απ’ την πείνα. Δεν το ήξεραν; Τι έκαναν;
– Με τρομάζεις. Δεν μιλάς σαν παιδί. Δεν σκέφτεσαι σαν παιδί.
– Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να γίνω παιδί. Δεν έπαιξα. Ζητιάνευα στο δρόμο, για να φάω. Αυτό θυμάμαι. Την άδεια μου κοιλιά, τη μάνα μου να κλαίει. Και τη λάμψη. Τη φωτιά.
– Δεν είσαι παιδί.
– Δεν μ’ άφησαν να είμαι. Ούτε κι εσένα.

Τους πλησιάζει μπουσουλώντας ένα μωρό, χωρίς όνομα, αβάφτιστο. Στέκεται με δυσκολία στα δυο του πόδια. Απλώνει το χέρι κι αγγίζει τα δάκρυα στο πρόσωπο του Αμπντάλλαχ.

– Κακί, κακί, λέει το μωρό.

– Η μαμά μου ήταν καλή, λέει η Μαριόν. Μου διάβαζε παραμύθια κάθε βράδυ. Μου παιρνε παγωτό και το χειμώνα.
– Παγωτό.
– Και το χειμώνα. Δεν ήταν κακή.
– Κακί, κακί, κάνει το μωρό.
– Θα την αφήσω να ζήσει. Τη μαμά σου.
– Δεν ζει. Μαζί ήμασταν στο θέατρο όταν ακούστηκε το μπαμ.

Η Μαριόν κλαίει. Ο Αμπντάλλαχ την αγκαλιάζει. Το μωρό λέει, κακί, κακί. Θεός δεν υπάρχει.

– Θα γυρίσω πίσω και θα τους σκοτώσω όλους.
– Αυτό κάνουν οι μεγάλοι. Μην το κάνεις.
– Το αξίζουν.
– Μην κάνεις σαν μεγάλος. Πήγαινε τους παγωτό.
– Παγωτό;
– Σε όλους.

Ο Αμπντάλλαχ γελάει.

– Τι σούπερ ήρωας είναι αυτός;
– Αυτός που δίνει παγωτό. Σε όλους.
– Μια φορά έφαγα παγωτό. Ήταν μια κυρία. Ξένη. Μου πήρε παγωτό, μου έδωσε λεφτά και γονάτισε. Κάτι μου είπε, στη γλώσσα της. Δεν κατάλαβα. Αλλά ήταν καλή.
– Κακί, κακί, φωνάζει το μωρό.
– Όχι! Ήταν καλή.
– Μην τη σκοτώσεις, λέει η Μαριόν.

Ο Αμπντάλλαχ παίρνει το μωρό στα χέρια του και το νανουρίζει. Έπειτα ψιθυρίζει, για να μην ξυπνήσει το μωρό.

– Θα θελα να πάω και να τους μιλήσω. Αλλά δε θα μ’ ακούσουν. Θα συνεχίσουν να σκοτώνουν και ν’ αδιαφορούν.
– Κάποιοι θ’ ακούσουν.
– Λίγοι.
– Μπορεί μόνο ένας.
– Ένας;
– Δεν σου φτάνει ένας;
– Τι μπορεί να κάνει ένας;
– Να σου πάρει παγωτό.

Ο Αμπντάλλαχ αφήνει το μωρό σ’ ένα σύννεφο.

– Ένας σούπερ ήρωας που να δίνει παγωτό;
– Καλύτερα απ’ τον άλλο που σκοτώνει.

Την κοιτάζει με λατρεία.

– Αν μεγαλώναμε θα σου ζητούσα να με παντρευτείς.
– Εγώ να μ’ αγαπήσεις.
– Σ’ αγαπάω αφού.
– Το ξέρω, χαζέ.

Κι αγκαλιάζονται. Το μωρό κοιμάται. Τα παιδιά παίζουν. Και υπάρχει θεός.