(Τετράδια Συνεργείου)
Η Λίζα (από την Ξένια)
«Καλησπέρα. Συγγνώμη που μπήκα έτσι φουριόζα μέσα στο Τμήμα αλλά θέλω να δηλώσω την εξαφάνιση της καλύτερης φίλης μου, της Λίζας. Θέλετε το πλήρες όνομά της, έτσι δεν είναι;
Ονομάζεται Ελιζαμπέτε Παπαδογεράκη του Αθανασίου και της Λάουρα, γεννηθείσα στην Ελλάδα στις 05.07.1975, διαμένει, όμως, μόνιμα τα τελευταία δέκα χρόνια στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Ύψος 1,60 μ. και βάρος 58 κιλά. Μαύρα μακριά μαλλιά, μαύρα μάτια, τοξωτά φρύδια και τονισμένοι γλουτοί. Πάντα το αναφέρω αυτό για την Λίζα. Νομίζω ότι είναι το μεγάλο προσόν της. Συγγνώμη μπορώ να καθίσω στην καρέκλα; Σας ευχαριστώ. Νιώθω πως θα λιποθυμήσω από την ταραχή μου… Μήπως θα μπορούσα να έχω κι ένα ποτηράκι νερό..?
Εννοείται πως έχει άδεια παραμονής. Σας καταλαβαίνω κι Εσάς…. Την δουλειά σας κάνετε. Μετά από όλες αυτές τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη, φυλάτε τα νώτα σας. Εμείς πάλι στην Ελλάδα τρομοκράτες δεν έχουμε. Μετανάστες έχουμε πολλούς….
Στο θέμα μας. Η Λίζα, λοιπόν, δουλεύει στην JP Μorgan τα τελευταία έξι χρόνια. Δεν είναι καμία τυχαία η Λίζα ξέρετε… αλλά δεν είναι η ώρα να επεκταθώ περαιτέρω… Σας παρακαλώ να την βρείτε θέλω μόνο και μετά έχουμε τον χρόνο να πούμε όσες ιστορίες θέλετε.
Ποια είμαι εγώ; Εγώ είμαι η Μαίρη Αγγελάκη, η καλύτερη φίλη της Λίζας. Είμαστε φίλες από πέντε χρονών. Η Λίζα δεν έχει αδέρφια, και μεγαλώσαμε μαζί στην Κρήτη μέχρι τα δώδεκα. Ποτέ όμως δεν χάσαμε επαφή παρά την απόσταση όλο αυτά τα χρόνια…
Με ποιον συναναστρέφεται εδώ στο Λονδίνο; Ποιος μπορεί να σας δώσει πληροφορίες…; Ειλικρινά δεν ξέρω. Η Λίζα είναι κλειστός άνθρωπος, κύριε Αστυνόμε. Με λίγες επαφές κι ακόμη λιγότερες παρέες. Όχι σαν κι εμένα που είμαι ανοιχτό βιβλίο . Την χρησιμοποιείται κι εσείς αυτήν την έκφραση στα αγγλικά…; Συγχωρέστε μου την πολυλογία. Έτσι παθαίνω από μικρή. Όταν ταράζομαι ανοίγω το στόμα μου και ξεχνάω να το κλείσω. Αφήστε που πεινάω και ακατάπαυστα από την ταραχή … Μήπως σας βρίσκεται κανένα μικρό σάντουιτς?
Όχι. Όχι. Εγώ δεν μένω μόνιμα εδώ. Μένω στην Σουηδία, στο Μάλμε. Είμαι βιολόγος. Είχαμε συμφωνήσει σήμερα στις 17.00 να περάσω να πάρω την Λίζα από την γέφυρα μπροστά στο London Eye με το αυτοκίνητό μου, έναν πράσινο παλιό σκαραβαίο. Θα κάναμε ένα ταξίδι στην Βιέννη οι δύο μας. Είναι ένα παιχνίδι που παίζουμε πολλά χρόνια τώρα. Δίνουμε ραντεβού σε μια γέφυρα και πάμε ένα ταξίδι σε μία πόλη από Β. Παιδικό σας φαίνεται…; Εμείς κάθε χρόνο τα περνάμε υπέροχα!
Σήμερα την περίμενα τρεις ώρες στην Γέφυρα μπροστά στο London Eye και δεν ήρθε… την πήρα τηλέφωνο και δεν το σήκωνε. Πήγα κι από το σπίτι της στην Canary Wharf και δεν ήταν κανείς! Σας παρακαλώ βρείτε την θα τρελαθώ…
Παραλίγο να ξεχάσω ένα πολύ βασικό στοιχείο. Η Λίζα πάσχει από προσωπαγνωσία. Είναι μία εκ γενετής εγκεφαλική διαταραχή που της απαγορεύει να θυμάται πρόσωπα. Δεν αναγνωρίζει κανένα πρόσωπα… ούτε καν το δικό μου!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Τζος (από τον Γιώργο)
Brooklyn, 1993
Τον Josh τον γνώρισα πρώτη φορά στη δευτέρα δημοτικού. Προς μεγάλη μας χαρά το μάθημα διακόπηκε και άνοιξε η πόρτα της αίθουσας. Ήταν η διευθύντρια του σχολείου κρατώντας απ’το χέρι ένα παιδί στην ηλικία μας. Μέσα σε δευτερόλεπτα, σαν πυρκαγιά ξέσπασαν τα σχόλια των παιδιών.
«Ο γιός της διευθύντριας, ωωω»
«Όχι οχι, η διευθύντρια μισεί τα παιδιά , δεν κάνει παιδιά. Τι χαζή που είσαι.» Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η διευθύντρια είπε γεμάτη αυταρχισμό : «Παιδιά, αυτός είναι ο νέος σας συμμαθητής, ο Josh. Πείτε, όλοι γεια στον Josh. Μπρος, μπρος, φωναχτά, δεν φάγατε το πρωί;» Τα παιδιά σαν ένας άνθρωπος «Γειαααααα σου Joooooosh!»
«Λοιπόν, Josh εάν βρεις κάποια θέση άδεια θέση κάθισε δίπλα σε κάποιο συμμαθητή σου. Αλλιώς κάθισε προς το παρόν μόνος σου, μη φοβάσαι» Του χάιδεψε τα μαλιά με μια προσποιητή μητρότητα και ένα ρομποτικό χάμογελο. Στη συνέχεια κοίταξε αυστηρά τη δασκάλα και έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Η δασκάλα, απροετοίμαστη από το γεγονός, μίλησε πρώτη φορά. «Josh, γεια σου. Εγώ είμαι η κυρία Souzan. Μπορείς να καθίσεις δίπλα…».Ο Josh ήδη είχε καθίσει δίπλα μου και με κοίταξε κάπως σκανταλιάρικα.
Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια για να γίνουμε αυτοκόλλητοι. Ξέρεις πως είναι τα παιδιά. Από ένστικτο οδηγούνται σε αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Μετά ξεχνάνε και απομακρύνονται και.. Τέλος πάντων. Ο Josh..
Ήταν ένα κοκκαλιάρικο παιδάκι και σχετικά κοντός. Η ενέργεια που έβγαζε ήταν αντιστρόφως ανάλογη με το παρουσιαστικό του. Όχι ότι ήταν υπερκινητικός και φασαριόζος. Το αντίθετο. Πρόσεχε πάντα τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του σε σχέση με τα άλλα παιδιά και σπάνια γινόταν στόχος της δασκάλας. Στα παιχνίδια, δεν έκλεβε ποτέ. Ήταν λες και είχε χαρακτεί στον κώδικα του DNA του μια ηθική πυξίδα χωρίς προηγούμενο.
Ούτε φοβόταν. Δεν έδειχνε υποταγή στους κανόνες επειδή έτρεμε τη δαμόκλειο σπάθη κάποιας τιμωρίας. Όχι. Το έχω συζητήσει μαζί του πολλά χρόνια αργότερα και νομίζω ότι συμφώνησε αν και δεν το παραδέχτηκε. Ήταν η αγάπη του να παίζει. Σαν να ξέφυγε από το δρόμο που έχει χαράξει η ζωώδη παρόρμηση να επιβληθείς. Δεν τον ένοιαζε να κερδίσει κάποιον. Και όποτε έχανε, έλεγε: «Πάμε άλλη μία». Ήθελε μόνο να παίζει. Όποτε του πρότεινα να παίξουμε κάτι, το πρόσωπό του φωτοβολούσε και ο κόσμος σταματούσε. Μου έλεγε «Ναι,ναι» και παρατούσε ό,τι και εάν έκανε. Με μια απόδοση ποιητικής δικαιοσύνης, σπανίως έχανε ό,τι και να έπαιζε. Στη ζωή, πολλές φορές τον εκμεταλλεύοταν ή τον κορόιδευαν και ο ίδιος ενώ το καταλάβαινε, άφηνε τους ανθρώπους να τον ποδοπατάνε. Όχι όμως και στη σκακιέρα. Εκεί, και να ήθελε κάποιος να τον κοροϊδέψει, δεν μπορούσε.
Ξέρεις, έχω μια θεωρία, αλλά, περιέργο, δεν το έχουμε συζητήσει. Ο αγαπημένος του ήρωας ήταν ο Spiderman. Νομίζω ότι ο ηρωισμός και αυτοθυσία χαράκτηκαν πάνω στον ψυχισμό του μικρού Josh ανεξίτηλα.
«Spidermaaan, spidermaaan, the amazing Spidermaaaan». Τέντωνε και τα δυο του χέρια παράλληλα με το έδαφος και έκανε ημικυκλικές κηνίσεις σαν αεροπλάνο.
«Josh, o Spiderman έχει αραχνοϊστό και πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, δεν πετάει.»
«Το ξέρω, το ξέρω τώρα είμαι ο Peter Parker. Spidermaaan, spidermaaan, the amazing Spidermaaan»
»Θα πολεμήσω το έγκλημα και το κακό. Ωχ, η θεία Μευ κινδυνεύει Κοντά τα χέρια σου Dr Octopus! Φστιν Φστιν! Φάε τον αραχνοϊστό μου!».
Βοτανικός κήπος του Brooklyn, 2003
Eστριβα το τσιγάρο μου και τον περίμενα στο παγκάκι. Μοναδική παρέα η μελαγχολική κερασιά που σιγοτραγουδούσε στη μουσική του αέρα. Κάθε χρόνο, συνήθως τον Αύγουστο, πήγαινε στο chess camp. Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε βαριόταν όλο και περισσότερο, αλλά δεν του πήγαινε καρδιά να μην πάει. Το είχαμε έθιμο να μου λέει τις εμπειρίες του όταν γυρνούσε. Καθώς άναβα το τσιγάρο, τον είδα να έρχεται από μακριά.
Το περπάτημά του ήταν κάπως αστείο, χωρίς να ξεφεύγει πολύ από τα όρια του φυσιολογικού. Πήγαινε κάπως χοροπηδηχτά, σαν να τον έσμπρωχνε κάτι προς τον ουρανό. Τώρα ερχόταν πιο αργά, πιο προσγειωμένα. Κάτι είχε αλλάξει.
Του χαμογέλασα, μου έριξε ένα πονηρό βλέμμα και κάθισε χωρίς να με χαιρετήσει. Τον κοίταξα με περιέργεια.
«Λοιπόν, πως πέρασες με τα βλαμμένα; Το σήκωσες και φέτος το τουρνουά, έτσι;» Έβγαλε τον καπνό του από το μπουφάν και στάυρωσε τα πόδια του. Έσκασε ένα συνομωτικό χαμόγελο.
«Έχασα στο πρώτο παιχνίδι.»
Ο Josh δεν ήταν και κανένας παγκόσμιος πρωταθλητής. Ίσως να τα κατάφερνε να φτάσει σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά του έτρωγε χρόνο από τα μαθήματά του και δεν ήθελε να θυσιάζει τον ελεύθερό του χρόνο. Άλλα τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο ήταν αστέρι, όποτε πήγαινε στην κατασκήνωση έφτανε πάντα στους τελικούς και τις περισσότερες χρονιές έπαιρνε το κύπελλο σπίτι του. Εξού και η απάντησή μου.
«Ναι, οκ σε πίστεψα. Καλά, χεσ’το αυτό, για πες κανα σκηνικό».
Πάντα ήθελε να μου μάθει το παιχνίδι αλλά εγώ ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελα να τη βλέπω τη σκακιέρα. Σαν να μην με άκουσε : «Και τον άφησα να μου κάνει ματ σε 8 κινήσεις.» Είπε τα τελευταία λόγια με μια δόση υπερηφάνειας καρφώνοντας το βλέμμα του στα σύννεφα.
«Εντάξει, θα τσιμπήσω. Γιατί;»
Γύρισε το κεφάλι του και σηκώνοντας το ένα φρύδι άφησε να φύγει ένας κύκλος καπνού λέγοντας: «Γιατί είχα ραντεβού.» Μόνο τότε άφησε να πλημμυρίσει στο πρόσωπό του όλος ο ενθουσιασμός. Έπιασε και τους δύο ώμους μου με τα χέρια του.
«Και ρε μαλάκα, τη λένε Mary-Jane!» Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη, είχε ήδη αρχίσει να μου λέει την ιστορία…
Brooklyn , σχολείο, 1994Ο ξανθός άγγελος μπήκε στην τάξη. Έτσι την λέγαμε την κυρία Souzan, ήμασταν σίγουροι με τον Josh ότι ήταν άγγελος. Γρήγορα γρήγορα έπιασε μια κιμωλία και έγραψε στον πίνακα με μεγάλα γράμματα : «Ταξίδι με τους γονείς μου στο τραίνο». «Λοιπόν, παιδάκια, βγάλτε τα τετράδια σας. Μη φοβάστε, δεν είναι τεστ, δεν θα σας βαθμολογήσω. Θέλω να γράψετε λίγες παραγράφους με αυτό το θέμα. Είστε στο βαγόνι με τους γονείς σας και ταξιδεύετε. Αφήστε το μυαλό ελεύθερο να ταξιδέψει. Να θυμάστε: Σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι»
Όταν όλα τα παιδιά κοιτούσαν με απροθυμία προς τον πίνακα και κάποια χέρια σηκώθηκαν για να κάνουν ερωτήσεις, ο Josh έπιασε αστραπιαία το μολύβι του και άρχισε να γράφει :
«Πρώτη φορά με τη μαμά πήγαμε ταξίδι. Εγώ γεννήθηκα στο Brooklyn και δεν έχω πάει αλλού. Είναι πολύ όμορφα εδώ, μου αρέσει πάρα πολύ. Στη γειτονιά με τα παιδιά παίζουμε μπάλα και κρυφτό και περνάμε πολύ ωραία. Έχω δει φωτογραφίες από άλλα μέρη και θέλω να πάω. Ο Πύργος του Άιφελ είναι ο αγαπημένος μου. Η μαμά μου λέει ότι μια μέρα θα πάμε εκεί και θα ανέβουμε μέχρι την κορυφή. Μου λέει ότι καμιά φορά πηγαίνει ο Peter Parker όταν κουράζεται, να κάνει διακοπές. Πήγαμε ταξίδι με το τραίνο πριν μια βδομάδα στη Νέα Οερλάνη που είναι ο θείος μου . Της είπα αν γίνεται να πάμε στον Πύργο του Άιφελ αλλά μου είπε ότι είναι πολύ μακριά, είναι έξω από την Αμερική και δεν γίνεται να πας με το τραίνο. Στην αρχή νευρίασα αλλά ήμουν τόσο χαρούμενος που κάναμε ταξίδι και το ξέχασα. Είναι πολύ ωραία στο τραίνο, έχει πολύ κόσμο και φοβάμαι λίγο. Δεν είχε παιδακια και δεν μπορούσα να παίξω με κανεναν. Αλλά έξω από το παράθυρο εχει τοπία, δάση και άλλες πόλεις και είναι φοβερά. Τοτε μου ήρθε η έξυπνη ιδέα αλλά στη μαμά δεν άρεσε και πολύ. Της είπα ότι τώρα που φύγαμε απ’την πόλη μπορεί να βρούμε τον μπαμπά. Ο μπαμπας δεν είναι στο Brooklyn και της είπα να τον ψάξουμε, τώρα με το τραίνο μπορούμε να πηγαινουμε σε νέες πόλεις και θα τον βρουμε. Μου είπε ότι αυτό δε γίνεται γιατί η Αμερική είναι πολύ μεγάλη. Μετά νευρίασα πάλι και της είπα ότι όλο μου λέει όχι. Της είπα ότι όταν μεγαλώσω θα αγορασω το δικό μου τραίνο, θα γυρίσω όλη την Αμερική και θα τον βρω.»
Άμστερνταμ, 2016
Είχα να δω τον Josh πάνω από δύο χρόνια. Μιλούσαμε διαδικτυακά αλλά λίγες φορές και ποτέ δεν μιλήσαμε για πάνω από 30 λεπτά. Πάντα κάτι τύχαινε και διέκοπτε τη συνομιλία.
Κάθοταν στην καφετέρια, στο μπαλκόνι με φόντο τον Αμστελ, διαβάζοντας το «Εγώ, το Ρομπότ» του Ισαάκ Ασίμωφ. Είχε αυτή την περίεργη συνήθεια, για άλλους γοητευτική αλλά για τους περισσότερους εκνευριστική και ιδίοτροπη όταν σε έβλεπε μετά από καιρό να συμπεριφέρεται λες και είχατε βγει μαζι την προηγούμενη μέρα. Φυσικά, δεν με πείραξε που δεν σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο όταν κάθισα.
«Τι κάνεις, Josh;»
Με το βιβλίο να χωρίζει τα βλέμματά μας μου είπε «Μπάφους». Και αφού αποκάλυψε το πρόσωπο του σκάσαμε στα γέλια.
Διεθνές Αεροδρόμιο JFK, 2006
Έφτασα στο αεροδρόμιο αργά το απόγευμα. O Josh είχε ταξιδέψει για 2 μήνες με την Mary-Jane στην Ευρώπη το καλοκαίρι.
Η μητέρα του φάνηκε στο βάθος. Αδύνατη, πολύ γοητευτική γυναίκα, με γλυκό πρόσωπο και βλέμμα που σε διαπερνούσε. Πάντα μου έκανε εντύπωση πως μια τόσο καλή μαγείρισσα δεν είχε παραπανίσια κιλά.
«Γεια σας κυρία Άνν».
Αμέσως η κυρία Άνν άφησε τη New York Times στα πόδια της, άπλωσε το χέρι της και μου χάρισε ένα μειλίχιο χαμόγελο. «Γεια σου, παιδί μου. Τι κάνεις, τα παιδία δεν ήρθαν ακόμα, η πτήση είχε καθυστέρηση».
Τα παιδιά κατά περιόδους πάντα κάνανε πλάκα στον Josh για τη μητέρα του. Πολλές φορές όταν τη βλέπανε πρώτη φορά τα παιδιά του λέγανε «Αυτή είναι η μάνα σου, αυτή είναι γκομενάρα». Όσο ήρεμος ήταν σε φυσιλογικές συνθήκες άλλο τόσο αγρίμι γινόταν όταν νευρίαζε. Είχε πλακωθεί άπειρες φορές στο σχολείο για αυτό το θέμα. Και ακόμα και τώρα εάν του έλεγες κάτι ενστικτωδώς πήγαινε να αντιδράσει και μετά με αμήχανο τρόπο γελούσε για να δείξει ότι δεν τον πείραξε.
Ο πατέρας της κυρίας Άννας, ο Milton Morphy ήταν τραπεζίτης, δούλευε στο άγιο δισκοπότηρο του καπιταλισμού, την Wall Street. Είχε βγάλει πάρα πολλά χρήματα, σίγουρα με αθέμιτους τρόπους και στρατηγικές που με ξεπερνάνε. Λίγες φορές μιλήσαμε με τον Josh για τον παππού του και όποτε το κάναμε απλώς απαντούσε μονολεκτικά και άλλαζε το θέμα της συζήτησης. Όχι ότι τον μισούσε ή ένιωθε ενοχές που ήταν συγγενής του. Τουλάχιστον απ’όσο κατάλαβα, απλώς αδιαφορούσε, τον θεωρούσε έναν άνθρωπο ανάξιο λόγου. Κάποιος που δεν τον ήξερε τον Josh θα τον έλεγε αχάριστο, γιατί η περιουσία που κληρονόμησε η κυρία Ανν δεν ήταν αμελητέα και ο Josh δεν γνώρισε ποτέ οικονομικές δυσκολίες. Πάντα είχε την άνεση να κάνει αυτά που θέλει. Όμως, η αλήθεια ήταν ότι μισούσε το χρήμα και αηδίαζε με όλο το οικονομικό σύστημα.
Brooklyn, σπίτι του Josh, 2001
«Την έχω πατήσει άσχημα. Αυτό ήταν, θα με διώξουν, πάει, πάει, την γάμησα»
«Σκακιστικό παζλ από τον Φιστ, 1897. Ο λευκός παίζει και κάνει ματ σε δύο κινήσεις.»
Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι από την αδιαφορία του. Ο Josh καθόταν άνετος στο γραφείο του με τα πόδια τεντωμένα και κοιτούσε με δέος τη σκακιέρα.
«Να τον χέσω τον Φάουστ, πώς τον είπες. Μα δεν κατ…»
«Με ταλαιπώρησε πάρα πολύ αυτός ο γρίφος. Βλέπεις, εδώ ο ποιητής είχε έμπνευση. Εάν κουνήσεις τη βασίλισσα και δώσεις την ευκαιρία στον αντίπαλο βασιλιά να κινηθεί, τότε θα σου κάνει σαχ, οπότε είναι αδύνατον να μπορέσεις να κάνεις ματ σε δύο κινήσεις. Εάν δοκιμάσεις όλα τα υπόλοιπα, και πίστεψέ με, τα δοκίμασα όλα, πάλι δε βγαίνει.»
Με το αίμα μου να βράζει και τον φόβο να με έχει κυριεύει πήρα το κομμάτι της βασίλισσας και το πέταξα στον τοίχο. Εάν είχα λίγο ηρεμία θα συνειδητοποίουσα ότι κάτι βρομούσε.
«Έριξα το θρανίο στο αυτοκίνητο της Bradbury. Από τον 2ο όροφο. Τι δεν καταλαβαίνεις;» και ρίχνοντας τους τόνους συνέχισα : « Και από όλα τα αυτοκίνητα, έπρεπε να είναι της Bradbury. Δεν το πιστεύω» και οριζοντιώθηκα στον καναπέ καλύπτοντας το πρόσωπό μου με τα χέρια μου.
Ο Josh συνέχισε σαν να είχε παγώσει ο χρόνος και να μην ήμουν στο δωμάτιο.
«Και η στιγμή που όλοι περιμένατε.Ταρατατάν τατάν! Κουνάς τη βασίλισσα! Την βάζεις πίσω από τον πύργο σου και όταν σου κάνει σαχ ο αντίπαλος, καλύπτεις το βασιλιά σου με τον πύργο και ταυτόχρονα απειλείς τον αντίπαλο βασιλιά με τη βασίλισσα. Και ο αντίπαλος βασιλιάς δεν έχει να πάει σε ελεύθερο τετράγωνο. Κοινώς, ματ. Μαγικό.»
Την οργή μου είχε αντικαταστήσει μια βαθιά απόγνωση. Κοιτούσα το ταβάνι και σκεφτόμουν την αντίδραση των γονιών μου, την επόμενη μέρα, τα βλέμματα των γειτόνων, το επόμενο σχολείο. Τα παιδιά βέβαια θα μου έστρωναν κόκκινο χαλί, μπορεί και να μου έφτιαχναν άγαλμα. Όλοι τη μισούσαν τη Bradbury. Ο Josh ακάθεκτος :
«Βλέπεις μικρέ μου πάνταγουαν, η λύση βρίσκεται μέσα στο ίδιο το πρόβλημα, το μυαλό σου εγκλωβίζεται στο αδύνατο και δεν ψάχνεις πέρα από το προφανές.»
Είχα παραδώσει τα όπλα και για λίγο μου ήρθε να βάλω τα κλάμματα.
«Josh, ποιο αδύνατο, τι είναι αυτά που μου λές. Ποια λύση; Έχω τελειώσει, πάει.»
Για πρώτη φορά μου φάνηκε ότι έπνιξε ένα χαμόγελο.
«Εσύ ας πούμε, έχεις σκεφτεί να μιλήσεις στην Bradbury;»
«Είσαι ηλίθιος; Και να της τα ξεφουρνίσω όλα; Τότε είναι που δεν θα έχω καμία ελπίδα. Τουλάχιστον τώρα μπορεί να μην μάθει ότι ήμουν εγώ. Όχι ότι δεν θα με καρφώσουν. Ο Mike ας πούμε, περίμενε πως και πώς για μια τέτοια ευκαιρία.»
Τότε θα ορκιζόμουν ότι ο Josh χαζογελούσε.
«Α, γιατί εγώ πήγα από το γραφείο της και..»
«Τι; Ε, είσαι ηλίθιος. Γιατί; Γιατί δεν μου το πες; Και τι της είπες. Ωχ, δεν νομίζω να έκανες πάλι καμιά πράξη αυτοθυσίας σαν καμικάζι. Τι εγινε, γιατί δεν απαντάς;»
Ο Josh ήταν έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
«Να.. Της είπα το όνομά μου και μου λέει α βρε, εσύ είσαι ο γιος της Ann, της κολλητής μου στο δημοτικό, τι κάνει η μητέρα σου». Είχα μείνει κάπως αμήχανος από την τελευταία πληροφορία. «Δικέ μου, μόνο καφέ δεν μου έφερε. Και γω πρώτη φορά το έμαθα, μη τρελένεσαι, δεν ξέρω γιατί, η μάνα μου δεν είχε πει τίποτα. Νομίζω ότι θα τη γλιτώσεις με μια γρατζουνιά.»
Και τότε άφησα όλη την αγωνία μου να εκτονωθεί. «Αρχίδι, και τόση ώρα με κοροϊδεύεις με βασίλισσες και φιλοσοφίες». Πήγα να πέσω πάνω του και ο Josh είχε πέσει κάτω και γελούσε υστερικά.«Πάταξον μεν, άκουσον δε!» κατάφερε να αρθρώσει καθώς γελούσε, και σε δευτερόλεπτα έπεσα και γω κάτω και γελούσαμε μαζί.
Junior school, Brooklyn 1993-1994
O Josh είχε λόξα με τις πεταλούδες. Θυμάμαι ένα περιστατικό όταν ήμασταν μικροί, πρέπει να ήταν Τρίτη ή Τετάρτη δημοτικού. Ήταν μια περίοδος που τα παιδιά τον κορόιδευαν «Πεταλούδα». Είχε μια παράξενη αγάπη με αυτά τα πλάσματα. Όποτε τα έβλεπε, τα έπερνε από πίσω να δει που θα πάνε. Λες και πίστευε ότι ήταν από άλλο κόσμο και μπορούν να σε φανερώσουν το δρόμο για τη μυστική είσοδο σε κάποιο μαγικό χωριό. Όταν έφτανε στα κάγκελα του σχολείου και δεν μπορούσε να τις συνοδέψει στα ταξίδια τους, κοιτούσε τις πεταλούδες με μελαγχολικό χαμόγελο, κοκκάλωνε για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα γυρνούσε σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Μια μέρα, ένα τέτοιο πλάσμα προσγειώθηκε σε ένα παγκάκι στο προαύλιο, με τον Josh πιστό ακόλουθό της. Δίπλα στο πλάσμα καθόταν ο Mike. Χωρίς έλεος, πήρε μια μεγάλη πέτρα και την έλιωσε.
«Πως σου φαίνεται αυτό» Σηκώθηκε πάνω και κοιτούσε με μοχθηρία τον Josh.
Τους χώριζε ένα κεφάλι.
«Τι θα κάνεις τώρα πεταλούδα, χαχα, θα βάλεις τα κλάμματα; Θα φωνάξεις τη μαμάκα σου, ε;» Με το πρόσωπό του κόκκινο, όπως τα μαλλιά του και με τα μπροστινά του δόντια πεσμένα έφτασε σε απόσταση χιλιοστών από τον Josh.
«Γιατί δε μιλάς πεταλούδα, θα βάλεις τα κλάμματα για τη λιωμένη πεταλουδίτσα έτσι δεν είναι. Έλα μην ντρέπεσαι, κλάψε»
Η συμμορία του Mike είχε μαζευτεί και με σαδιστική απόλαυση παρακολοθούσε τη σκηνή. Ο Josh ήταν μόνος του. Κάποιος από τη συμμορία είπε: «Δείτε τον παιδιά, θα κατουρηθεί πάνω του» και όλοι χαχάνιζαν.
Μια τέτοια σκηνή θα πρέπει να είχε ξεδιπλωθεί στα μάτια του Γκολντινγκ για να γράψει τον άρχοντα των μυγών.
Ο Mike χαμήλωσε το κεφάλι του και κόλλησε το μέτωπό του στο κεφάλι του Josh.
«Γιατί δε μιλάς Πεταλούδα, κατάπιες τη γλώσσα σου;» Τότε ο Josh έριξε ένα βλέμμα σε αυτό που κάποτε ήταν πεταλούδα και έκανε κάτι που δεν περίμενε κανείς. Ούρλιαξε με όλη του τη μανία, έσμπρωξε τον Mike και τον έριξε στο παγκάκι. Το κεφάλι του Mike συνάντησε την πέτρα καθώς έπεφτε και αίμα άρχισε να κυλάει.
«Ηλίθιε, ηλίθιε. Τη σκότωσες ηλίθιε, τη σκότωσες» φώναζε φτύνοντας, με τις γροθιές του σφιγμένες να κάνουν σπασμωδικές κινήσεις στον αέρα.
«Ωχ, τον σκότωσε,ααα» Είπε ένα κοριτσάκι και άρχισε να βάζει τα κλάμματα.
Όλα τα παιδάκια έκαναν έναν τεράστιο κύκλο και κοιτούσαν παγωμένα, τον Mike ξαπλωμένο στο παγκάκι και τον Josh να λαχανιάζει από την οργή του.
Ποτέ κανείς δεν ξαναείπε τον Josh πεταλούδα στο δημοτικό. Ούτε τόλμησε κανείς να ακουμπήσει κάποια πεταλούδα όταν ήταν μπροστά. Φαντάζομαι, ούτε όταν δεν ήταν. Ο Mike, με λίγα ράμματα, έγινε περδίκι. Πολλά χρόνια αργότερα, εγώ ο Josh και ο Mike θα βγαίναμε στα μπαρ και θα γινόμασταν λιώμα.
Η θεωρία του χάους σε όλο της το μεγαλείο.
Bar, Νεα Ορλεάνη, 2005
«Πεταλούδα, φέρε 3 μπύρες, σειρά σου.» Ο Mike ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που τον αποκαλούσε έτσι.
«Στις διαταγές σας, κόκκινε βαρόνε». Με το που σηκώθηκε ο Josh, μπήκε στο μπαρ ο «Crazy Jesus». Άστεγος, συνήθως με μια μπύρα στο χέρι, φώναζε και κύρηττε για τη Δευτέρα παρουσία και εξυμνούσε τον Ιησού Χριστό «Μετανοείτε, άπιστοι, ο Ιησούς Χριστός θα σας σώσει.» Είχε πλάκα να τον ακούς. Το πιο αστείο ήταν που δεν ανέφερε ποτέ τη λέξη Θεό.
Ο Josh, που ήδη είχε πιει 6 μπύρες, δεν άντεξε στον πειρασμό και έφερε τον Crazy Jesus στην παρέα μας. Τους αγαπούσε τους τρελούς. Και κείνοι πολλές φορές αγαπούσαν αυτόν. Δεν τους κοροϊδευε ούτε έσπαγε πλάκα μαζί τους. Αντιθέτως, έκανε κάτι που οι τρελοί το εκτιμούσαν πολύ. Τους άκουγε. Έστω και για λίγο, τους έδινε αυτό που τους στερούσε η κοινωνία. ΄Για λίγο, νιώθανε ότι κάποιος τους καταλάβαινε. Για λίγο, νιώθανε ότι ανήκουν κάπου. Για λίγο, οι τρελοί μεταμορφώνονταν σε λογικοί. Μια μέρα θα γινόταν και o Josh τρελός. Εγώ πιστεύω ότι δεν ήταν. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία, πολύ πολύ μεγάλη ιστορία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – Σε λάθος χρόνο – (Από τον Γιώργο)
Ένα λιόλουστο απόγευμα, παραπλεύρως του Τάμεση, άνθρωποι πήγαιναν και ερχόντουσαν. Ο Josh ήταν καθισμένος στο παγκάκι και διάβαζε για τον Σωκράτη.
«Ουδείς εκών κακός» μονολόγησε. Ο δρόμος γεμάτος ανθρώπους, φωνές, παιδιά, ζωή. Δίπλα ο Τάμεσης με τα βρόμικα απόνερά του. Καθρέφτης της εσωτερικής αντίφασης της ψυχής του.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε πάνω στην εφημερίδα ενός γέρου που καθόταν δίπλα του. Ο γέρος, που το πρόσωπό του έδειχνε κάποιον που έκλεψε το θάνατο, κοίταξε προς τους ουρανούς, γύρισε προς τον Josh και του είπε:
«Θα πλημμυρίσει.»
Και πλημμύρισε. Όλοι τρέχανε σαν τα ποντίκια με μπουφάν, εφημερίδες και ό,τι άλλο έβρισκαν πάνω από τα κεφάλια τους. Ο Josh κοιτούσε αποχαυνομένα σαν Βούδας. Έβγαλε μια ομπρέλα από το σακίδιό του, την άνοιξε, ανέβασε τα πόδια του στο παγκάκι, έκατσε οκλαδόν και σαν πεισματάρικο παιδί βυθίστηκε στην ανάγνωση.
«Ουδείς εκών κακός» μονολόγησε ξανά και κοίταξε τον άδειο δρόμο με βλέμμα που δεν φανέρωνε τίποτα. Προσπαθούσε να απορροφήσει το μεγαλείο αυτής της σκέψης. Προσπαθούσε να λύσει την αντίφαση. Δύσκολο. Ειδικά όταν το κακό χτυπάει τη δικιά σου πόρτα.
Ξαφνικά, άκουσε φωνές, ένα τετράγωνο μακριά του.
«Φύγε, φύγε» τσίριξε μία γυναίκα. Κάποιες λέξεις από ανδρική φωνή ειπώθηκαν που χάθηκαν μέσα σε μια βροντή και πνίγηκαν από τις κόρνες ενός αυτοκινήτου.
Ο Josh, σήκωσε τα φρύδια του, άφησε το βιβλίο του να πέσει κάτω και άρχισε να τρέχει προς το αυτοκίνητο κόντρα στη βροχή. Γλίστρησε, έπεσε κάτω, είπε κάποιες ανείπωτες λέξεις για τα θεία και πεσμένος είδε μια ανδιρκή φιγούρα να απομακρύνεται από το αυτοκίνητο και να χάνεται στο σκοτάδι.
Με αργό βήμα, έφτασε στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Το μισόκλειστο παράθυρο έκανε προσπάθειες να κλείσει.
«Στα τσακίδια Πέτρο, ξεκουμπίσου, θα καλέσω την αστυνομία.» ούρλιαξε η γυναίκα μέσα στο αυτοκίνητο.
Ο Τζος φάνηκε να διασκεδάζει με αυτό που μόλις άκουσε.
«Βέβαια, να την καλέσεις. Όμως εγώ δεν είμαι ο Πέτρος»
Το μισόκλειστο παράθυρο έκανε προσπάθεις να ανοίξει.
«Άκουσα φωνές. Είσαι καλά; Νομίζω ο Πέτρος σου έφυγε». H γυναίκα είχε κολλημένα τα χέρια της στο τιμόνι, ήταν καμπουριασμένη μπροστά και κοιτούσε στο πουθενά. Η βροχή έπεφτε μέσα στα μάτια του Tζος. Πέρασαν δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Τζος αφού σκούπισε λίγο το πρόσωπό του , έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι του προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου και ρώτησε:
«Είσαι εντάξει;»
Η γυναίκα φανέρωσε το πρόσωπό της φευγαλαία.
«Ναι, μπερδεύτηκα, το μπουφάν σου..Ε, τέλος πάντων, καλά είμαι.» Έπεσε προς τα πίσω στο κάθισμα, σταύρωσε τα χέρια της και κάρφωσε με το βλέμμα της το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ακολούθησαν περισσότερα δευτερόλεπτα σιωπής. Μόνο η οργισμένη βροχή ακούγονταν. Η γυναίκα ανέκτησε λίγο την ηρεμία της, ανακάθισε και πήρε μια βαθιά μεγάλη ανάσα. Γύρισε προς τον Τζος :
«Όλα είναι εντάξει, σε ευχαριστώ»
Ο Τζος κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και κοίταξε αμήχανα αριστερά-δεξιά.
«Τέλεια.» της είπε χαμογελώντας και ξεκίνησε να φεύγει
Τον είδε να απομακρύνεται από τον καθρέφτη, σκεπτική, με τη γροθιά της να στηρίζει το πηγούνι της, βυθισμένη στις σκέψεις της. Επανήλθε για λίγο στην πραγματικότητα, όταν είδε τον άνδρα να σηκώνει από το πλημμυρισμένο δρόμο ένα βιβλίο και να κάθεται στο παγκάκι. Συνέχισε να τον παρατηρεί με περισσότερη περιέργεια με τα τοξωτά φρύδια της να πλησιάζουν τα μαλλιά της. Ο άνδρας έβγαλε από το σακίδιο του μια πετσέτα και την τύλιξε ευλαβικά γύρω από το βιβλίο.
Ξαφνικά, την τσίμπησαν ενοχές. Πάτησε την κόρνα δύο φορές. Ο άνδρας γύρισε προς το μέρος της και έστεκε σαν τοτέμ μέσα στη βροχή. Άλλες δύο παρατεταμένες κόρνες. Κατάλαβε και έφτασε στο παράθυρο του συνοδηγού.
«Λίζα. Σε ευχαριστώ για πρίν.» Πριν προλάβει ο Τζος να συστηθεί, η Λίζα τέντωσε το χέρι της και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
«Μπες μέσα, θα γίνεις μούσκεμα». Ο Τζος αιφνιδιάστηκε με τη μεταμορφωμένη συμπεριφορά της και η διστακτικότητα του να μπει έκανε τη Λίζα να φοβάται ακόμα λιγότερο από πριν.
«Τζος.» φώναξε να ακουστεί πάνω από τη βροχή. «Είμαι ήδη μούσκεμα, ας μη γίνει και το αμάξι σου» Δεν ήταν σίγουρος εάν το είπε από ευγένεια ή το εννοούσε.
«Δεν πειράζει, μπες μέσα.»
Ο Τζος μπήκε μέσα κάπως ατσούμπαλα. Το αναπαυτικό κάθισμα τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Ένιωσε αμήχανα. Οι πρώτες κουβέντες δεν ήταν το δυνατό του σημείο.
«Πολύ βροχή από το πουθενά ε;»
«Ναι, χαμός» του είπε η Λίζα με έναν αδικαιολόγητο ενθουσιαμό.
»Μ’αρέσει η βροχή. Το νερό γενικά.. » σαν να διάβασε τις σκέψεις του.
«Και μένα.»
«Το βλέπω» και του χάρισε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο. Τότε ο Τζος παρατήρησε πρώτη φορά το πρόσωπό της. Την έκανε γύρω στα σαράντα. Το πρόσωπό της είχε αυστηρές, σκληρές γραμμές. Τα μάτια της είχαν μια παιχνιδιάρικη και αθώα λάμψη. Η φυσιογνωμία της απέπνεε κάτι διφορούμενο.
«Τι διαβάζεις;»
«Για τον Σωκράτη»
«Α, φιλοσοφία..ωραία»
Εστρεψε για λίγο το βλέμμα της αλλού. Ο Τζος ενστικτωδώς αντιλήφθηκε μια αποστροφή εκ μέρους της Λίζας για το αφηρημένο. Την παρατήρησε πιο εξεταστικά. Καλαίσθητα, αυστηρά ρούχα, φανταχτερό ρολόι, κοσμήματα. Τάξη και καθαριότητα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Μυρωδιά λεβάντας που για λίγο του ξύπνησε αναμνήσεις που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ένας μυστήριος συνδυασμός επισημότητας και οικειότητας.
»Δεν είσαι από το Λονδίνο, έτσι;»
«Όχι, Αμερικάνος είμαι, από το Brooklyn.» Στη λέξη Brooklyn ο Τζος ένιωσε μια ζεστασιά.
«Α, καλά το κατάλαβα. Και τι γυρεύεις στο Λονδίνο μας; Δουλειά ή διασκέδαση;»
Ο Τζος, ενοχλήθηκε από την ερώτηση αλλά η συζήτηση είχε μπει σε τροχιά και δεν ήθελε να την παγώσει.
«Βασικά, τίποτα από τα δύο. Για.. ας το πούμε οικογενειακή υπόθεση.»
«Α..ωραία» και κούνησε το κεφάλι της αμήχανα.
Ένιωσε την υποχρέωση να πει κάτι παραπάνω.
«Ο πατέρας μου είναι στο Μπίρμιχαμ και ήρθα να τον επισκεφθώ.»
Δυστυχώς, η συζήτηση πάγωσε για λίγο. Καθόντουσαν και οι δύο παρατηρώντας τη βροχή σαν να μην είχαν να πάνε πουθενά. Και όμως, είχαν δρόμο μπροστά τους.
«Θα πάρεις το τραίνο για να πας;»
«Ναι. Έλεγα να φύγω απόψε, αλλά παρασύρθηκα απ’το βιβλίο, μ’επιασε και η βροχή. Δεν ξέρω, λέω να μείνω σε κάποιο ξενοδοχείο.»
Η Λίζα, ένιωσε πως του λέει ψέματα. Έριξε ένα βλέμμα στο φουσκωμένο σακίδιό του. Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και πήρε το θάρρος να ρωτήσει.
«Θα κοιμηθείς έξω, έτσι δεν είναι;»
Ο Josh ένιωσε μια ενόχληση η οποία γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια γέφυρα κατανόησης ανάμεσά τους.
«Το πιο πιθανό.»
Μία από τις λέξεις του Πέτρου πριν φύγει ήταν «πιθανό». Συνειρμικές διεργασίες έγιναν στο δαιδαλώδες υποσυνείδητο της Λίζας, που πυροδότησαν ένα, φαινομενικά, αδικαιολόγητο ξέσπασμα.
«Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Δεν θέλω να δω κανέναν. Έτσι μου έρχεται να φύγω, να το σκάσω».
Έκλεισε τα μάτια της. Βαθιά ανάσα. Μια σκέψη άστραψε. Κοίταξε το ρολόι της.
«Τζος, τι λες να σε πάω εγώ στο Μπίρμιχαμ;»
Ο Τζος έσκασε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
«Σ’ευχαριστώ Λίζα, δεν πειράζει.»
«Όχι, αλήθεια Τζος, θα σε πάω εγώ, δεν είναι πολύ μακριά και έτσι κι αλλιώς, όποτε..» Δίστασε.
»όποτε εκνευρίζομαι πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο. Αλήθεια.. λοιπόν;» και τον ακούμπησε φιλικά στο γόνατο.
Η προηγούμενη αδιαλλαξία του Τζος ξεκίνησε να κλονίζεται.
«Σ’ευχαριστώ Λίζα. Αλλά βρέχει και.. μόλις πρότεινες σε έναν άγνωστο να τον πας κάπου δύο ώρες μακριά». Γέλασε.
»Εξάλλου, σου αρέσει να κάνεις τις βόλτες μόνη σου.». Ξαφνιάστηκε από τη διεισδυτικότητα της τελευταίας του πρότασης. Οι τελευταίες αναστολές της εξανεμίστηκαν.
«Θέλω παρέα. Φύγαμε;» Και έβαλε το χέρι της στο κλειδί, ανάβοντας τη μηχανή, κοιτάζοντάς τον αποφασιστικά.
Ο Τζος έγειρε πίσω στο κάθισμα κοιτάζοντας την οροφή. Παρέδωσε τα όπλα.
«Φύγαμε.»
Τα δάχτυλα της Λίζας πάτησαν ένα κουμπί του ραδιοφώνου.
Ένα τραγούδι ξεκίνησε να παίζει. Ηχητικό χαλί της ταινίας «Σε λάθος Χρόνο» του Στίβεν Νάιτ.
Εκεί, ο πρωταγωνιστής ταξίδεψε με το αυτοκίνητό του από το Μπίρμιχαμ στο Λονδίνο. Έπρεπε να πάει να δει το νεογέννητο παιδί του. Έπρεπε.
Εδώ, o Τζος, από το Λονδίνο στο Μπίρμιχαμ. Έπρεπε να πάει να δει τον πατέρα του. Έπρεπε.
Μια αντίστροφη πορεία. Ένα αόρατο χέρι που κινεί τις επιθυμίες και πράξεις των ανθρώπων αδυσώπητα στο χρόνο. Μια τάση η ιστορια να επαναλάμβανεται σε όλες τις πιθανές αποχρώσεις.
Η Λίζα έστριψε το τιμόνι ευδιάθετη.
Ο Τζος κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Μόνο βροχή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – Σε λάθος χρόνο – (Από την Ξένια)
~~~~~~~~~~~~~
23.11.2009, 16.45, Westminster Bridge, Λίζα.
Τυπική Λίζα. Βρισκόταν ήδη ένα τέταρτο νωρίτερα στο σημείο συνάντησης και περίμενε τον πράσινο σκαραβαίο της Μαίρης να έρθει να την πάρει. Αυτή την χρονιά η Λίζα επέλεξε την γέφυρα Westminster μπροστά από το London Eye και η Μαίρη την Βιέννη. Ήταν η χρονιά της Μαίρης να διαλέξει προορισμό και μετά την περσινή ταλαιπωρία μέχρι να φτάσουν στο Βανκούβερ, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φύγουν εκτός Ευρώπης. Το παιχνίδι τους είχε τους εξής απλούς κανόνες: Κάθε χρονιά μία γέφυρα, ως σημείο συνάντησης, και μία πόλη, ως προορισμός που έπρεπε να ξεκινάει από Βήτα. Ήταν ιδέα της Μαίρης πριν πολλά χρόνια κι Λίζα από την μεγάλη αδυναμία που της είχε δεν διαφώνησε. Δεν μπορούσε για κανένα λόγο να χαλάσει χατίρι στην Μαίρη.
Πως θα γινόταν άλλωστε… Η Μαίρη ήταν το μοναδικό κορίτσι στο σχολείο που δεν την θεωρούσε σνομπ. Η Μαίρη καταλάβαινε – θέλεις από διαίσθηση θέλεις από παιδική σοφία – πως η Λίζα δεν το έκανε επίτηδες. Απλά ξεχνούσε τα πρόσωπα όλων στην τάξη. Κάθε μέρα αυτά τα πρόσωπα της ήταν άγνωστα κι έπρεπε όποιος την αγαπά να της ξανασυστήνεται. Αυτό έκανε η Μαίρη. Κάθε πρωί πήγαινε και την καλημέριζε : «Γεια σου είμαι η Μαίρη με τις κόκκινες μπούκλες και την τσιριχτή φωνή…». Κι έτσι με τα χρόνια την εκπαίδευσε στο να μαθαίνει τις φωνές και να παρατηρεί τα μαλλιά των ανθρώπων, γιατί τα πρόσωπά τους δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθε ότι οι επιστήμονες το ονόμαζαν προσωπαγνωσία και ήταν μία εκ γενετής εγκεφαλική διαταραχή που της απαγορεύει να θυμάται πρόσωπα. Η Μαίρη όμως την είχε εκπαιδεύσει καλά όλα αυτά τα χρόνια κι έτσι ελάχιστοι άνθρωποι γύρω της καταλάβαιναν την γενετική «ατέλειά» της.
Ο αέρας κι ένα φρενάρισμα διέκοψαν τις σκέψεις της και την επανέφεραν στην πραγματικότητα, σε εκείνο το απόγευμα πάνω στην γέφυρα μπροστά από το London Eye, περιμένοντας την Μαίρη για να αναχωρήσουν για την Βιέννη. Έκανε χθες την βαλίτσα της μετά την δουλειά, πήγε στον Άλεξ για να αφήσει την γάτα της, την Αmy, για την εβδομάδα που θα έλειπε και γύρισε σπίτι να ξεκουραστεί πίνοντας το ουίσκι της. Το είχε συνήθιο να πίνει κάθε βράδυ ένα διπλό χωρίς πάγο. Όσο προλάβαινε δηλαδή… Γιατί μετά η Μαίρη θα της το έκοβε για την επόμενη εβδομάδα. Της είχε ήδη προμηνύσει ότι έχει παραγγείλει πέντε νταμιτζάνες ρακή από τα Χανιά. «Οι Κρητικές πίνουν ρακή. Τα ουίσκι είναι για τους Άγγλους» σα να την άκουγε από τώρα να της λέει με την τσιριχτή φωνή της. Τόσα χρόνια οι κόκκινες μπούκλες και η τσιριχτή φωνή της Μαίρης παρέμεναν αναλλοίωτα… Πώς να την ξεχνούσε άλλωστε. Πώς να της χαλούσε χατίρι άλλωστε.
23.11.2009, 16.55, News Stand, Bridge St, Josh
Ο Josh πλησίαζε με τον πράσινο σκαραβαίο του την Westminster Bridge. Είχε απίστευτη κίνηση κι εκείνη την στιγμή μετάνιωνε φριχτά που είχε αποφασίσει να διασχίσει το Λονδίνο μέσα από τον κέντρο.
23.11.2009, 17.00, Westminster Bridge, Λίζα – Josh
Η Λίζα έβλεπε τον πράσινο σκαραβαίο – και μέσα σε αυτόν τα κόκκινα μαλλιά της Μαίρης- να πλησιάζουν. Απόρησε μάλιστα που η Μαίρη ήταν ακριβής στην ώρα της. Δεν το συνήθιζε. Η Λίζα σκέφτηκε στιγμιαία ότι θα απέδωσαν οι περσινοί καβγάδες τους στο Βανκούβερ. Έβλεπε ότι πίσω από τον πράσινο σκαραβαίο ακολουθούσε ένα λεωφορείο και βιάστηκε να πηδήσει στο οδόστρωμα, προκειμένου να μπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα μέσα στο αυτοκίνητο. Μόλις ο σκαραβαίος, πλησίασε αρκετά πετάχτηκε στο δρόμο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα γεμάτη χαρά, λέγοντας : «Μαίρη.. γκρεμίστηκε μάλλον κανένας φούρνος στα Χανιά. Δεν το πιστεύω ότι είσαι συνεπής και πανέτοιμη να ξεκινήσουμε για Βιέννη!»
Η γνώριμη τσιριχτή φωνή της Μαίρης δεν ακούστηκε. Αυτή που απάντησε ήταν μία μπάσα, γοητευτική ανδρική φωνή, η οποία με ένα τρόπο παιχνιδιάρικο αλλά όχι θρασύ της είπε : «Δεν πήγαινα Βιέννη, αλλά είμαι ανοιχτός σε οποιαδήποτε νέα πρόταση».
Η Λίζα ένιωσε να παγώνει από την τρομάρα και την ντροπή. Δεν είχε καμία ιδέα ποιος ήταν ο οδηγός του πράσινου σκαραβαίου στον οποίο είχε μπει μέσα. Γύρισε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι… κι εννοείται δεν της θύμιζε απολύτως τίποτα. Κανένας ποτέ δεν της θύμιζε τίποτα. Αναρωτήθηκε αν τον είχε ξαναδεί πουθενά. Αν τον γνώριζε από κάπου, γιατί ο τρόπος που της απευθύνθηκε ήταν σχεδόν εγκάρδιος. Σαν να μην περιείχε καθόλου έκπληξη. Τα μαλλιά του άγνωστου οδηγού ήταν όντως όπως είναι της Μαίρης, κοκκινωπά και σγουρά, σχεδόν αναγεννησιακά.
Ήταν όμως πιο ατίθασα και ελαφρώς πιο κοντά. «Τι σκεφτόσουν Λίζα..» μονολόγησε, ενώ ο άγνωστος οδηγός του άγνωστου σκαραβαίου συνέχισε να οδηγεί πάνω στην Westminster Βridge, καθώς ήταν αδύνατον να σταματήσει λόγω της κίνησης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.