Όπως και να το δεις, όπως και να το πεις, όταν ο Αριστοτέλης γράφει ότι ο Οιδίποδας Τύραννος είναι η μεγαλύτερη τραγωδία, πρέπει να κάνεις ενός λεπτού σιγή.
Για να σκεφτείς.
Μη σκέφτεσαι. Ένα φως ανάβει στην διπλανή πολυκατοικία. Μια γυναίκα, γυμνή, περνάει μπρος απ’ το παράθυρο. Υποψία γέλιου και το σβήσιμο της λάμπας. Μετά ησυχία. Κάποιοι αγκαλιάζονται.
Δεν πιστεύω στη μοίρα ούτε σε τίποτα άλλο. Δεν πιστεύω στον άνθρωπο.
Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα: “Ο άνθρωπος είναι ζώο άπτερο, δίποδο κι αιματοβαμμένο”. Ισορροπούμε πάνω στην ατέρμονη γραμμή του αίματος. Δεξιά κι αριστερά, όπου κι αν πέσεις, ο θάνατος.
Τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας, τι έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα; Πολέμους. Σφαγές. Γενοκτονίες. Με αστερίσκο σημειώνονται κάποιες εποχές, κάποιοι άνθρωποι. Οι εξαιρέσεις.
Η τέχνη είναι το άλλοθι της δολοφονικής μας μανίας, της δολοφονικής αδιαφορίας. Η επιστήμη γίνεται όπλο. Ό,τι αποδίδει χρήμα επικρατεί. Οι προφήτες, σαν τον Τέσλα, πέθαναν άδοξα. Δοξάζουμε τους στρατηλάτες, τους φονιάδες των λαών. Δοξάζουμε τους μεγιστάνες.
Στο σταθμό του τρένου ένα κορίτσι με κολλητό παντελόνι. Μακριά ξανθά μαλλιά κι άγριο βλέμμα. Όσοι την είδαν να περνά τυφλώθηκαν. Εκείνη το ‘ξερε και συνέχιζε.
Ο Οιδίποδας στάθηκε μπρος στη Σφίγγα με το αίμα του πατέρα του στα χέρια.
– Τι ‘ν’ αυτό που γεννιέται παιδί, ζει σαν θηρίο και πεθαίνει σαν σκουπίδι;
– Ο άνθρωπος.
– Τι ‘ν’ αυτό που δεν ξέρει τίποτα το πρωί, νομίζει ότι ξέρει τα πάντα το μεσημέρι κι ακόμα περισσότερα το βράδυ;
– Ο άνθρωπος.
– Τι ‘ν’ αυτό που γεννιέται αθώο, ζει ένοχα και πεθαίνει με κατάρες;
– Ο άνθρωπος.
Όποια και να ‘ναι η ερώτηση, η απάντηση είναι ίδια: Ο άνθρωπος.
Ο Οιδίποδας δεν νίκησε τη Σφίγγα. Αν απαντούσε λάθος θα πέθαινε πριν ξαπλώσει με την Ιοκάστη, τη μητέρα του, πριν γίνει τύραννος, πριν φέρει τον λοιμό, πριν αυτοτυφλωθεί.
Αν δεν γνώριζε τίποτα θα ζούσε ευτυχισμένος, βόσκοντας τα πρόβατα στον Κιθαιρώνα, βοσκός κι άμοιρος ευθυνών.
Η γνώση είναι ματαιότητα, έτσι λέει ο Εκκλησιαστής.
Το αγόρι και δίπλα του η μητέρα. Απ’ όπου περνάνε, οι άντρες στρέφονται να την κοιτάξουν. Φοράει δεκάποντα τακούνια και φόρεμα που διαγράφει το εσώρουχο της. Όλοι κοιτάνε.
Το αγόρι τους σκοτώνει όλους, έναν έναν, μέχρι που να φτάσει στον ανώτατο τύραννο, αυτόν που μοιράζεται το κρεβάτι μ’ εκείνη.
Ο Οιδίποδας είναι πιο τίμιος κι απ’ τους θεούς.
Δεν γνώριζε ότι εκείνος ο άντρας με τ’ άσπρα μαλλιά ήταν ο πατέρας του. Και τον σκότωσε. Σε άμυνα.
Δεν γνώριζε ότι η Ιοκάστη, η βασίλισσα, ήταν η μητέρα του. Και την έγδυσε. Σε επίθεση.
Κι όταν βρέθηκε μπρος στον Τειρεσία, προκαλώντας τον μάντη με τα γυναικεία βυζιά, δεν ήξερε ποιος ευθυνόταν για τον λοιμό.
– Ήταν αθώος;
– Κάθε δικαστήριο θα τον αθώωνε.
Όμως εκείνος, σαν έμαθε τι είχε κάνει, έβγαλε τα μάτια του κι άφησε την εξουσία στον Κρέοντα. Ο Οιδίποδας ήταν υπεράνω των ανθρώπων, των θείων νόμων, της μοίρας. Γιατί μόνος αποφάσισε ποια θα είναι η καταδίκη του.
Ένας έφηβος στέκεται στο φανάρι. Γίνεται πράσινο, όλοι περνάνε, εκείνος περιμένει. Όταν νομίζει ότι κανένας δεν τον βλέπει, πηγαίνει στον τοίχο βγάζει το σπρέι και γράφει: “Η λέξη που ψάχνεις είναι… ματαιότητα”. Έπειτα πάει να φύγει, με βλέπει και μου χαμογελάει, ένοχα.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Δεν ήξερα.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Έκανα ό,τι ήταν δυνατόν.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Παρέλαβα καμμένη γη.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Εσείς με εκλέξατε.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Έφταιγε η μοίρα, η ΤΙΝΑ, οι θεοί, η Αγορά.
Ο Οιδίποδας θα μπορούσε να πει: Είμαι αθώος.
Όμως φορτώθηκε το χάος στην πλάτη του. Αποδέχτηκε το βάρος της ύπαρξης του, τη ματαιότητα.
Ένας άστεγος σπρώχνει το καρότσι του. Μια κοπέλα του δίνει λεφτά. Εκείνος κοιτάει τη χούφτα του σαν να είναι κάτι περίεργο.
Περίεργο. Προτού γεννηθεί μια τσιγγάνα είχε διαβάσει τη χούφτα της μάνας του. “Ο γιος σου θα γίνει σπουδαίος“, της είχε πει, ως άλλη Πυθία. Η μάνα το πίστεψε. Το ‘λεγε στο παιδί της απ’ τη μέρα που γεννήθηκε.
Καθώς ψάχνει στα σκουπίδια ο Θωμάς θυμάται τη μάνα του: “Θα γίνεις σπουδαίος”.
Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο. Ο Οιδίποδας είναι ο πιο τραγικός άνθρωπος. Γιατί τα πάντα τον οδηγούν στο λάθος κι εκείνος υπερασπίζεται την αλήθεια του, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς δεν ήξερα δεν άκουσα δεν είδα, χωρίς δεν-φταίω-εγώ-κύριε-η-Εύα-μου-το-δωσε.
Φορτώνεται όλο το βάρος της αιματοβαμμένης ανθρωπότητας και υποφέρει, χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα ή έστω να προσεύχεται να πάρουν το πικρό ποτήρι.
Όταν βγάζει τα μάτια του είναι ο μόνος που στέκεται πάνω απ’ τους θεούς και τη μοίρα. Τραγικός, αλλά σπουδαίος.
Η τελευταία σκηνή απ’ την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, λίγο πριν πέσουν τίτλοι τέλους.
Ο Τόμας με την Τερέζα στο φορτηγό.
– Τι σκέφτεσαι; τον ρωτάει.
– Σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένος είμαι.
Και συνεχίζει να οδηγεί, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η τελευταία κουβέντα που λέει, ότι το φορτηγό δεν έχει φρένα κι ότι η ταινία τελειώνει.
Ο Οιδίποδας κι ο Τόμας. Ο Σοφοκλής κι ο Κούντερα. Διαφορετικοί ήρωες στην ίδια ιστορία. Ο έρωτας σε κρατάει ζωντανό κι η μοίρα, η τύχη, η εξουσία, προσπαθεί να σε συνθλίψει.
Και δεν υπάρχει τίποτα, όσο κι αν θες να το πιστέψεις, τίποτα να σε σώσει όταν τα φρένα της τύχης σταματήσουν να λειτουργούν. Ο θάνατος θα ‘ρθει όταν πεις ότι είσαι πιο ευτυχισμένος από ποτέ, όταν πεις “γδύσου”, όταν πεις “μα που έβαλα τις κάλτσες μου;” όταν πεις “αύριο το πρωί θα…”
Ο Σοφοκλής, ο Κούντερα είναι τραγικοί ποιητές. Κάθε ποιητής είναι τραγικός. Γιατί γνωρίζει ότι κάθε αγκαλιά, κάθε φιλί, κάθε παιδί, κάθε παιχνίδι, κάθε έρωτας, κάθε αγώνας, κάθε ζωή έχει τέλος -αναπάντεχο συνήθως.
Κι αν ρωτήσεις τι μένει απ’ τη ζωή θα σου πω να κοιτάξεις απέναντι, τριγύρω, να μυρίσεις, ν’ ακούσεις, να γευτείς.
Τι μένει απ’ τη ζωή;
Αν έμενε κάτι δεν θα ήταν τραγωδία.
Βγάλε τα ρούχα σου λοιπόν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, της Nelly’s