Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια fender stratocaster

0
2871

You bought a guitar to punish your ma,
And you didn’t like school, and you know you’re nobody’s fool,
So welcome to the machine.

Pink Floyd

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ήταν το καλοκαίρι του ’92 κι ήθελα ν’ αγοράσω την πρώτη μου κιθάρα.

Απ’ τον πατέρα μου δεν υπήρχε κανένας λόγος να ζητήσω λεφτά. Μ’ ένα μισθό αστυνομικού να ‘ρχεται στο σπίτι και τρία παιδιά συν αυτοκίνητο να τρώνε δεν υπήρχαν περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Όμως άκουγα Pink Floyd απ’ το πρωί ως το βράδυ κι έπρεπε έπρεπε ΕΠΡΕΠΕ να μάθω να παίζω το Wish you were here.

Τη λύση τη βρήκε ένας φίλος που δούλευε για να πειράξει το παπάκι του, να το κάνει εβδομηντάρι ή κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβα ούτε και με ‘νοιαζε.

– Γιατί δεν έρχεσαι στα βερίκοκα;
– Πληρώνουν καλά;

Μου είπε το μεροκάματο και μου φάνηκε εξωφρενικά χαμηλό. Δεν είχα δουλέψει ως τότε, μόλις που είχα τελειώσει τη δευτέρα λυκείου. Όποτε ζητούσα λεφτά απ’ τον πατέρα άκουγα την ίδια απάντηση: “Νομίζεις ότι τα λεφτά φυτρώνουν στα δέντρα;”

Ε, λοιπόν, σίγουρα δεν φύτρωναν στις βερικοκιές.

Όσο και να προτιμούσα να περάσω το καλοκαίρι μου στην παρακείμενη παραλία υπήρχε το Άγιο Δισκοπότηρο με χορδές που με καλούσε.

Ξεκίνησα τους υπολογισμούς. Μ’ ένα μήνα δουλειά θα ‘παιρνα μια ηλεκτρακουστική Yamaha. Με δυο μήνες μπορούσα να πάρω μια fender stratocaster (τη σικέ, την κορεάτικη) κι ένα τριαντάρη ενισχυτή. Άξιζε τον κόπο. Άλλωστε πόσο κουραστικό μπορεί να ‘ναι να μαζεύεις βερίκοκα;

Μόλις το ‘πα στον πατέρα μου ξεκίνησε να γελάει.

– Δεν θ’ αντέξεις ούτε μια βδομάδα.

Δεν ήμουν ιδιαίτερα αθλητικός τύπος, ναι, σίγουρα, όμως είχα πλέον δυο λόγους για να δουλέψω: Την Αγία Κιθάρα και τον ευνουχισμό του πατέρα.

Τηλεφώνησα στον φίλο κι εκείνος είπε ότι θα έρχονταν να με πάρουν στις πεντέμιση.

– Το πρωί εννοείς;
– Ε ναι, πότε;
– Πεντέμιση είπες;
– Ε ναι.
– Το πρωί πεντέμιση;

Ο πατέρας ακουγόταν να γελάει απ’ την κουζίνα κι η μητέρα έλεγε “αχ, το καημένο, το λυπάμαι”. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω πια. Ή ταν ή επί τας, μολών λαβέ κι άλλα τέτοια σπαρτιάτικα. Στις περισσότερες πρωτόγονες κοινωνίες τα νέα αγόρια περνούσαν από μια τελετή μύησης για να εισέλθουν στον κόσμο των αντρών. Τα μαστίγωναν, τ’ αφήναν στη ζούγκλα μόνα τους, τα ‘στελναν να κυνηγήσουν λιοντάρια.

~~

Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι ήταν ακόμα νύχτα. Το έκλεισα και γύρισα πλευρό, “μπορώ και χωρίς κιθάρα”. Μόλις έκλεισα τα μάτια είδα το πρόσωπο του πατέρα μου να γελάει.

Φόρεσα τα παλιόρουχα που μου ‘χε βρει η μητέρα κι ένα τζόκεϊ με τη διαφήμιση κάποιου συνεργείου πάνω. Βγήκα στη στάση.

Μόνο ένας γέρος ήταν εκεί, που ίσως να περίμενε το πρώτο λεωφορείο ή μπορεί να ‘χε αλτσχάιμερ. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω κι έπειτα με ρώτησε αν είμαι Αλβανός.

Η γιαγιά μου ήταν κατά το ήμισυ Αρβανίτισσα κι έλεγε το ψωμί μπόκα κάποιες φορές. Οπότε αυτό μ’ έκανε, γονιδιακά, κατά το ένα όγδοο Αλβανό.

– Όχι, του είπα, Πυργιώτης.

Αν του ‘λεγα Θεσσαλονικιός θα ξεκινούσε να μιλάει για την όμορφη Θεσσαλονίκη, τη φτωχομάνα που βγάζει τα καλύτερα παιδιά κι άλλα τέτοια γραφικά. Αν του ‘λεγα ότι είμαι κατά το ένα όγδοο Αλβανός, άλλο ένα όγδοο μικρασιάτης και ίσως να είχα και λίγο ενετικό αίμα, θα μου ‘λεγε να γυρίσω στη χώρα μου.

Γι’ αυτό του ‘πα Πυργιώτης. Ήταν αποδεδειγμένο. Μόλις έλεγα σε κάποιον ότι είμαι απ’ τον Πύργο έπαιρνε αποστάσεις, πράγμα που με βόλευε τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο γέρος έκανε δυο βήματα στο πλάι και μ’ άφησε στην εγκληματική μου καταγωγή.

Λίγο αργότερα άκουσα το πεπρωμένο να πλησιάζει σαν θηρίο. Ο Σωτήρης, ο φίλος που μου είχε προτείνει τη δουλειά, έφτασε με μια ρεμούλκα.

Δεν ξέρω ποια είναι η κανονική ονομασία αυτού του οχήματος, εμείς ρεμούλκα το λέγαμε. Είναι ένα προϊστορικό τρίκυκλο, κάτι ανάμεσα σε τρακτέρ και μηχανή για το γκαζόν, που πίσω του δένουν μια καρότσα. Το χρησιμοποιούν μόνο σε αγροτικές εργασίες, κανείς δεν θα πήγαινε για ποτό με τη ρεμούλκα του.

Ο Σωτήρης, περήφανος λες κι οδηγούσε αεροπλανοφόρο, μου ‘πε να πηδήσω πάνω, στην καρότσα. Εκεί κάθονταν άλλοι δυο εργάτες. Αλβανοί, αλλά δεν τους ρώτησα σε τι ποσοστό.

Παρότι καλοκαίρι έκανε παγωνιά εκείνο το χάραμα κι είχα αγνοήσει τη μάνα που μου ‘λεγε να πάρω ζακέτα. Έσφιξα τα δόντια κι έκανα υπομονή. Κάπως έτσι ξεκινάει κάθε ταξίδι μύησης στην αρρενωπότητα. Χωρίς ζακέτα.

~~

Απ’ το Κιάτο ως το Μούλκι όπου βρισκόταν το εργοστάσιο ήταν είκοσι, το πολύ τριάντα χιλιόμετρα. Χρειαστήκαμε μια ώρα για να φτάσουμε με τη ρεμούλκα, κι άλλη μισή περιμέναμε μέχρι να μάθουμε πού θα πηγαίναμε. Φυσικά δεν πληρωνόμασταν γι’ αυτές τις ώρες.

Ανέβηκαν μαζί μας άλλοι δύο. Ο ένας συμπατριώτης, Αλβανός, ο άλλος Πολωνός. Λίγος δρόμος ακόμα και φτάσαμε στον χώρο εργασίας. Οι υπόλοιποι εργάτες πήδηξαν κάτω, πήραν τις σκάλες τους και ξεκίνησαν το σκαρφάλωμα. Εγώ ρώτησα τον Σωτήρη τι έπρεπε να κάνουμε. Ο επιστάτης μ’ άκουσε και πλησίασε βήχοντας.

– Τι ‘σαι ‘συ; με ρώτησε. Τι ‘ν’ τούτος; ρώτησε τον Σωτήρη.
– Φίλος μου.
– Φίλος σου; Καλά, πες του τι κάνουνε μην αρχίσω τα γαμοσταυρίδια πρωινιάτικα.

Ο Σωτήρης μου εξήγησε. Υπήρχαν δύο ποικιλίες βερίκοκα. Τα μπεμπέκου και τα διαμαντοπούλου. Τα πρώτα ήταν πιο χοντρά, πιο βαριά, πιο ανθεκτικά. Τα διαμαντοπούλου ήταν πιο μικρά κι ευπαθή. Και πιο νόστιμα, αλλά αυτό δεν μας απασχολούσε τη συγκεκριμένη στιγμή.

Έπρεπε ν’ ανεβαίνουμε με τις ξύλινες σκάλες -στο σωστό δέντρο, να κόβουμε τα γινωμένα και να γεμίζουμε τον κουβά μας. Μετά κατεβαίναμε και τα ρίχναμε σ’ ένα πλαστικό καφάσι. Και πάλι πάνω. Μόλις γέμιζε το καφάσι το φορτώναμε στη ρεμούλκα. Και ούτω καθεξής εις τους αιώνας των αιώνων.

Όμως είχα ξεχάσει ν’ αναφέρω στο Σωτήρη ότι ήμουν ακροφοβικός. Σαν είδα τις τρίμετρες σκάλες και τα θεόρατα δέντρα το θυμήθηκα. Και του το είπα.

– Δηλαδή;
– Να, δεν τα πάω καλά με τα ύψη.
– Φοβάσαι τα ύψη;
– Για να είμαι απόλυτα σαφής δεν φοβάμαι τα ύψη. Φοβάμαι να βρεθώ στην άκρη ενός μέρους που είναι ψηλά. Για να καταλάβεις, δεν με πειράζει να αγνατεύω τη θέα απ’ τον έβδομο όροφο, αλλά δεν μπορώ να πάω στα κάγκελα, στο μπαλκόνι, και να κοιτάξω κάτω.
– Φοβάσαι τα ύψη.
– Με λίγα λόγια, ναι.
– Και καλά, πώς θα μαζέψεις βερίκοκα; Τι νόμιζες ότι είναι, θάμνοι;
– Οι βερικοκιές που είχα δει ήταν πιο κοντές.

Ο Σωτήρης ήταν σε απόγνωση. Ο κυρ-Κώστας, ο επιστάτης, τριγυρνούσε στο κτήμα, και σίγουρα δεν γνώριζε το Μοντεσοριανό σύστημα ούτε θα τον ένοιαζαν τα ψυχολογικά μου προβλήματα.

Τελικά ο Σωτήρης μ’ έβαλε μ’ έναν Ρουμάνο που είχε σπουδαίες ικανότητες αναρρίχησης και θα μπορούσε να γίνει ακροβάτης πρώτης τάξεως ή διαρρήκτης περιωπής. Εκείνος έκοβε τα ψηλά -μερικές φορές χωρίς καν σκάλα, κι εγώ μάζευα αυτά που φύτρωναν σε ύψος μικρότερο των τριών μέτρων.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά κι όταν ήρθε η ώρα για το μεσημεριανό μας κολατσιό με δυσκολία περπατούσα. Οι υπόλοιποι εργάτες με κοιτούσαν με συμπάθεια. Ο κυρ-Κώστας είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε μαζί μου, αλλά μάλλον ο Σωτήρης τον είχε πείσει να μ’ αφήσει στην ησυχία μου.

Δεν το έκανε από ενδιαφέρον, ο Σωτήρης. Εκείνος, όπως είδα πολύ σύντομα, δεν δούλευε ως εργάτης. Ήταν κάτι σαν τσιράκι του επιστάτη. Έφερνε άδειες κλούβες, πήγαινε στο εργοστάσιο τις γεμάτες, έλεγχε το προϊόν και -την περισσότερη ώρα γελούσε με τα χυδαία αστεία του επιστάτη.

Με είχε χώσει για τα καλά, αλλά δεν ήθελε να με διώξουν. Μόνο μετά από τρία χρόνια, σ’ ένα γερό μεθύσι, μου εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια. Μου είχε άχτι, επειδή του είχα φάει την Κατερίνα. Εκείνη ήταν μια συμμαθήτρια με μπούστο ιταλίδας ντίβας της Τσινετσιτά. Σε κάποιο πάρτι, μεθυσμένοι κι οι δυο, είχαμε χαμουρευτεί. Τη μεθεπόμενη, στο σχολείο, ούτε που θυμόμασταν τι είχαμε κάνει. Αλλά ο Σωτήρης το είχε δει, και το θυμόταν πολύ καλά.

~~

Είχα μια ανόητη ιδέα -πώς μου ήρθε;- ότι θα δουλεύαμε οκτάωρο. Στις τέσσερις το απόγευμα είχαμε κλείσει δέκα ώρες κι ο ήλιος του Ιουνίου ήταν ακόμα ψηλά. Συνέχισα ν’ ανεβαίνω και να κατεβαίνω, να κόβω και να γεμίζω, να κουβαλάω, ενώ σκεφτόμουν τον Στάινμπεκ και τα Σταφύλια της Οργής.

Όταν ένιωθα έτοιμος να τα βροντήξω και να φύγω ξεκινούσα να τραγουδάω το Wish you were here, το Vera, και να με φαντάζομαι να παίζω με τη δωδεκάχορδη ακουστική κιθάρα στο Ουέμπλεϊ, session κιθαρίστας στην επανασύνδεση των Floyd.

Κάπως έτσι γεμίσαμε την τελευταία ρεμούλκα της μέρας κι ο Σωτήρης είπε ν’ ανεβούμε κι εμείς. Πήγαμε ως το εργοστάσιο συσκευασίας, στοιβαγμένοι ανάμεσα στις κλούβες.

Είχα φάει μόνο ένα σάντουιτς όλη μέρα, αφού δεν είχα ακούσει τη μάνα που μου ‘λεγε να πάρω μαζί μου κάτι ακόμα. Καθώς πηγαίναμε προς το εργοστάσιο, μετά από δώδεκα σχεδόν ώρες δουλειάς, ένιωθα πιο πεινασμένος από ποτέ στη ζωή μου.

Ξεκίνησα να τρώω βερίκοκα, κι αλήθεια, δεν νομίζω ότι θα ξαναφάω τόσο νόστιμα φρούτα στη ζωή μου. Ο Γέρζι, ο Πολωνός συνάδελφος, με απέτρεπε σε σπαστά ελληνικά, σαν αυτά που μιλούσε ο Γιόντα: Μην τρως. Δηλητήριο έχουνε αυτά.

Το εντομοκτόνο μου έκαιγε λίγο τα χείλη, αλλά ήταν τέτοια η πείνα μου που το ξεπέρασα. Δεν έπαθα τίποτα, πέρα από μια μεγαλειώδη διάρροια το ίδιο βράδυ.

~~

Μέχρι να ξεφορτώσουμε, να πληρωθούμε και να φύγουμε, είχε πάει εφτά. Τα πέντε χιλιάρικα στην τσέπη δεν έφταναν να μου ξεκουράσουν την καρδιά. Αλλά γύρισα σπίτι με το κεφάλι ψηλά. Είχα για πρώτη φορά κερδίσει χρήματα με τον ιδρώτα μου.

– Ωραία, είπε ο πατέρας. Άντε να βοηθήσεις κι εσύ λιγάκι να πληρώσουμε το νοίκι.

Μου κόπηκαν τα πόδια κι έμεινα να τον κοιτώ μ’ ανοιχτό το στόμα. Μετά ξεκίνησε να γελάει. Ήταν ένα ακόμα από εκείνα τα αστεία που μόνο ο ίδιος καταλάβαινε; Προτιμούσα να μην το σκέφτομαι. Αλλά σαν ξάπλωσα στο κρεβάτι, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ, κατάλαβα πόσο δύσκολο, βάναυσο, τρομαχτικό, αδιανόητο, είναι να δουλεύεις έτσι, σαν σκλάβος, όχι για να πάρεις κιθάρα, αλλά για να πληρώσεις το φαΐ σου, το νοίκι, το ρεύμα. Κι ακόμα δεν ήξερα τίποτα για την εφορία και το ΤΕΒΕ.

Ω, η υπέροχη αθωότητα της εφηβείας!

~~

Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα βερίκοκα. Όχι κάτι εφιαλτικό, να με κυνηγάνε ή να μου επιτίθονται δολοφονικά φρούτα, αλλά ήταν πιο καφκικό, πιο… αρχαιοελληνικό.

Ήταν μια πελώρια βερικοκιά. Ανέβαινα με τη σκάλα, πολλούς ορόφους, και μάζευα. Όμως ο κουβάς δεν γέμιζε, όσα κι αν έκοβα. Ούτε λιγοστεύαν τα φρούτα στα κλαδιά.

Έπειτα, καθώς τράβηξα ένα παραγινωμένο μπεμπέκου, ακούστηκε μεγάλη φωνή απ’ τον ουρανό.

– Τι κάνεις; φώναξε η φωνή.

Κοίταξα το βερίκοκο και κατάλαβα ότι κρατούσα τ’ αρχίδια του πατέρα μου. Έπεσα στα γόνατα και του ζήτησα συγνώμη.

– Καταραμένος θα είσαι στους αιώνες, είπε η φωνή. Κι γιος σου το ίδιο θα σου κάνει.

Κι έπειτα ξεκίνησα να πέφτω απ’ τη σκάλα, αέναα, ενώ βερίκοκα αιωρούνταν παντού τριγύρω.

~~

Συνέχισα τη δουλειά παρά τους εφιάλτες. Το πιο κουραστικό σ’ αυτήν δεν ήταν η σωματική κούραση, αλλά η ψυχολογική εξόντωση. Αντιλήφθηκα ότι χαράμιζα ολόκληρη τη μέρα μου για πέντε χιλιάρικα, που αν είχα οικογένεια (με τρία παιδιά και αυτοκίνητο) δεν θα ‘φταναν ούτε για παξιμάδια.

Μέχρι τότε -πράγματι- νόμιζα ότι τα λεφτά φυτρώνουν στα δέντρα. Ακούγοντας τις χριστοπαναγίες του κυρ-Κώστα κατάλαβα ότι για ένα κομμάτι ψωμί θα έπρεπε να δώσω πολύ περισσότερα απ’ το χρόνο μου, απ’ το σώμα μου. Θα έπρεπε να δώσω ολόκληρη τη ζωή μου, την ψυχή μου.

Υπήρχαν οι Αλβανοί κι οι αλβανοί που σκοτώνονταν για ένα κομμάτι ψωμί. Υπήρχαν οι Σωτήρηδες που τη βγάζαν πιο χαλαρά, γλύφοντας τ’ αρχίδια του επιστάτη. Υπήρχε ο επιστάτης που είχε κάνει θρησκεία του την εξόντωση των κατώτερων. Ήταν κι ο διευθυντής, που έβριζε τον επιστάτη, κι εκείνος τότε δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι.

Και κάπου υπήρχε ένας εργοστασιάρχης, που δεν ήξερε τη διαφορά ανάμεσα στα μπεμπέκου και στα διαμαντοπούλου, αλλά είχε στήσει το εργοστάσιο με κρατική επιδότηση (80% ευρωπαϊκή ενίσχυση), χάρη στις σχέσεις του με τα σωστά κομματικά στελέχη.

Κάπως έτσι λειτουργεί ο κόσμος, κι εσύ πασχίζεις για να πάρεις μια fender stratocaster και να πιάσεις τα βυζιά της Κατερίνας.

~~

Άντεξα δέκα μέρες. Τρεις μέρες περισσότερες απ’ το όριο που είχε θέσει ο πατέρας. Βρήκα μια κλασική κιθάρα της πλάκας, την πιο φτηνή που είχε το κατάστημα. Αλλά είχε χορδές κι έπαιζε όταν τις χτυπούσες.

Με τα λεφτά που περίσσεψαν πήρα το αυθεντικό βιβλίο με τις ταμπλατούρες των Pink Floyd κι έμαθα να παίζω το Wish you were here. Πέρασα το υπόλοιπο καλοκαίρι διαβάζοντας, παίζοντας κιθάρα, κάνοντας μπάνια, πίνοντας μπύρες, φιλώντας κορίτσια.

Κάπου πίσω, στο σπίτι, υπήρχαν δυο άνθρωποι που είχαν δώσει τη ζωή τους για να μεγαλώσουν τρία παιδιά -κι ένα αυτοκίνητο.

Δεν ξέρω αν τα κατάφεραν καλά, αλλά τώρα πια δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια.