Η καρδιά του αδελφού
Ο Ηλίας κοντεύει τα 50. Είναι ένας τυπικός, καλόβολος δημόσιος υπάλληλος, τα τελευταία είκοσι. Έρχεται πάντα στην ώρα του, καθαρός και καλοχτενισμένος.
“Όχι”, σπάνια ακούγεται απ’ τα χείλη του. Ήρεμος κι ολιγόλογος, βολικός, ευγενικός κι εξυπηρετικός, με ιδιαίτερη εμμονή στις λεπτομέρειες και στη ρουτίνα των διαδικασιών του. Το γραφείο του γεμάτο φακέλους με υποθέσεις πολιτών, που μελετάει εξονυχιστικά, υπογραμμίζοντας πάντα με τον χάρακα και τον φωσφοριζέ μαρκαδόρο όλα τα κύρια σημεία.
Το τηλέφωνο του διαρκώς απασχολημένο από πολίτες, συναδέλφους, συγγενείς που ζητούν εξηγήσεις και βοήθεια. Κι ο Ηλίας πάντα διαθέσιμος, απαντάει ευγενικά κι υπομονετικά.
Όμως την περασμένη Δευτέρα έφτασε στο γραφείο του με δίωρη καθυστέρηση. Με αργές κινήσεις κατέβασε πρώτα το ακουστικό του υπηρεσιακού του τηλεφώνου, έκλεισε το κινητό του κι άδειασε το γραφείο του απ’ όλους τους φακέλους.
Έβγαλε απ’ το συρτάρι ένα ημερολόγιο, έγραψε κάτι, το ξανάβαλε στη θέση του κι έφυγε απ’ τη δουλειά.
~
Δεν το ‘χε ξανακάνει ποτέ αυτό. Απ’ το πρωί το μόνο που σκεφτόταν ήταν το τραγούδι του αδελφού του, “Χρόνια Πολλά, γερο-Τικ Τακ, Χρόνια Πολλά, γερο-Τικ Τακ, Τικ Τακ Τικ Τακ”.
Το πρόσωπο του Παντελή, του μικρού, να τραγουδάει μπρος στα μούτρα του, ξανά και ξανά, το τραγούδι για το ρολόι, Τικ Τακ Τικ Τακ. Ήταν μαθητές δημοτικού.
Κι έτσι πήγε η ζωή του Ηλία από τότε. Σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Μέχρι που η καρδιά του αρρώστησε.
~
Αν ζούσε ο Παντελής θα του ‘λεγε “Χρόνια Πολλά, γερο-Τικ Τακ”. Ήταν τα γενέθλια του. Αλλά ήταν νεκρός. Χάρη στον δικό του θάνατο, χάρη στην καρδιά του αδελφού του, ζούσε ο Ηλίας. Τι σύμπτωση τραγική, κι ευτυχής μαζί, να πεθάνει έτσι ξαφνικά ο αδελφός του, ακριβώς τον καιρό που έψαχνε για δότη καρδιάς.
~
Έφυγε απ’ το γραφείο και πήγε να παραδοθεί. Τα ομολόγησε όλα. Οι εφημερίδες έγραψαν για ειδεχθές έγκλημα. Ο Ηλίας θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή, με την καρδιά του αδελφού του, τραγουδώντας “χρόνια πολλά, γερο-Τικ Τακ”.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ιπτάμενη βάρκα
Ο κύριος Γεράσιμος, πενηντάρης και με ψηλό στρατιωτικό παράστημα, ήταν πολύ καθώς πρέπει κι εντάξει με τις υποχρεώσεις του. Σύμφωνα με την κυρία Σαπφώ, τη σύζυγό του, ήταν μόνο κι ακριβώς αυτό. Όλη η γειτονιά ήξερε την άποψή της, που αντηχούσε από το ανοιχτό τους παράθυρο στο δρόμο.
Εκείνη την ημέρα όμως, η κυρία Σαπφώ, μέσα σε λυγμούς και κλάματα, χαστούκισε δυνατά τον κύριο Γεράσιμο. Εκείνος απαθής, σήκωσε το χέρι και κοίταξε το ρολόι του.
~
Ήταν η πρώτη σκοπιά που φύλαξε ως φαντάρος. Έκανε κρύο κι είχε φορέσει όλα του τα ρούχα κάτω από την εξάρτηση. Άναψε τσιγάρο αλλά δυσκολευόταν να το κρατήσει με τα γάντια και το όπλο. Άφησε το όπλο στην άκρη, έβγαλε το δεξί γάντι και απόλαυσε τη νικοτίνη. Δυο ώρες ήταν, θα περνούσαν. Γερμανικό νούμερο, δυο με τέσσερις. Δυο ώρες…
Ο ουρανός ήταν ιδιαίτερα καθαρός εκείνη τη νύχτα. Κάπνιζε και κοίταζε τα άστρα. Με κάθε απολαυστική ρουφηξιά του τσιγάρου το σχήμα και η μορφή των αστερισμών γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη,όλο και πιο έντονη. Σταμάτησε να τους κοιτά μόνο όταν η κάφτρα έκαψε τα χείλη του.
Έφτυσε το υπόλοιμα της γόπας και γύρισε να πάρει το όπλο του. Δεν ήταν εκεί. Στην θέση του βρισκόταν ένα σπασμένο κουπί.
Λυπήθηκε που ήταν σπασμένο, γιατί το άλλο που είχε φυλαγμένο δίπλα στη σκοπιά ήταν σώο και θα μπορούσε και με τα δυο να πετάξει με τη βάρκα. Όπως και να είχε όμως, αποφάσισε να δοκιμάσει. Είχε τελειώσει άλλωστε τη βάρδια του, οπότε μπορούσε να εγκαταλείψει το θλιβερό φυλάκιο. Κατέβηκε τη σκάλα και μπήκε μέσα στη βάρκα.
Αποφάσισε να πάει για εκείνη τη βραδιά στη Βιέννη για μια bachentorte που πεθύμησε η ψυχή του. Μπήκε μέσα και τα δυο κουπιά λειτουργούσαν μια χαρά. Απογειώθηκε στο δευτερόλεπτο.
Στο ακριβώς επόμενο, βρέθηκε στο έδαφος, συνοδευόμενος από τον χαρακτηριστικό ήχο καρπουζιού που σκάει. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να σηκωθεί.
Κοίταξε προς τα πάνω και την είδε να ξεμακραίνει με το βλέμμα φλογισμένο, τα χείλη μισάνοιχτα και το χέρι απλωμένο προς το μέρος του.
“Μάγισσα”, είπε και γέλασε.
~
Είκοσι πέντε χρόνια μετά φώναξε τη γυναίκα του, την κυρία Σαπφώ, Βανέσα. Εκείνη τσίριζε. Ε, και; Κοίταξε το ρολόι του, είχε ραντεβού. Με τη μάγισσα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής πειραματιστήκαμε με την οπτική γωνία του φανταστικού. Κάθε κείμενο είναι γραμμένο από πέντε συνεργούς.
Οι Συνεργοί είναι: Γεωργία, Παναγιώτης, Ξένια, Δημήτρης, Τάσος, Άννα, Αντώνης, Παύλος
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η εικόνα είναι απ’ το Μπραζίλ, του Τέρι Γκίλιαμ