Μια σκούπα που τη λέγαν Νέση
Του Σαμ του άρεσε η δουλειά του. Δεν την είχε επιλέξει τυχαία. Του άρεσε να ξυπνάει αξημέρωτα όταν η πόλη ήταν ακόμη άδεια, να πιάνει την σκούπα του και να καθαρίζει τα πεζοδρόμια του τετραγώνου που του είχαν αναθέσει. Του άρεσε που δεν χρειαζόταν να μιλήσει σε κανέναν, ούτε να βάλει και πολύ σκέψη σε αυτό που έκανε. Από τη φύση του ήταν λεπτολόγος και η σκούπα του στο πέρασμά της ακουγόταν ρυθμικά πάνω στο γκρίζο τσιμέντο. Μέχρι εκείνο το πρωινό που βγήκε στο δρόμο χωρίς τη σκούπα. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου το προηγούμενο βράδυ.
Περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια στο εξοχικό του θείου Καρλ και της θείας Ούρσουλας, μαζί με το τσούρμο ξαδέρφια του. Ήταν μεγαλύτερος απ’ όλα και η φιλοξενία δεν ήταν δωρεάν – ετοίμαζε, έντυνε, τάιζε, επιτηρούσε και καθάριζε τα ξαδέρφια του. Χαλάλι έλεγαν οι γονείς του, χαλάλι έλεγε κι αυτός. Εκτός από το καθάρισμα. Η θεία, που ήταν αδιάφορη για όλες τις υπόλοιπες δουλειές που έκανε, στο καθάρισμα ήταν αμείλικτη. Ξανά και ξανά, τον έβαζε να καθαρίζει κάθε χώρο που είχαν λερώσει τα παιδιά. Είχε και μια δική του σκούπα, καινούρια κάθε χρόνο που την έλεγε Νέση. Κι απ΄ όλα τα πράγματα, αυτήν έφτασε να χειρίζεται πιο επιδέξια στην ζωή του, και να μισεί πιο πολύ…
Εκείνο το πρωινό , που το θυμάται λιγάκι σαν όνειρο, η θεία Ούρσουλα έδωσε τη σκούπα στον μικρό Σαμ. Εκείνος βγήκε στην αυλή και κοίταξε τη λίμνη. Τίποτα δεν κουνιόταν. Σκούπισε για λίγη ώρα. Υπήρχε μία περίεργη αίσθηση ακινησίας. Τα φύλλα στα δέντρα φαινόταν παγωμένα. Λες και κάποιος είχε σταματήσει τον χρόνο. Σκούπισε όσο καλύτερα μπορούσε και γύρισε στο σπίτι. Δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα. Ούτε οι θείοι του ούτε τα ξαδέρφια του. Τόση σιγή σαν το νεκροταφείο. Άνοιξε αργά την πόρτα, φωνάζοντας «Θεία! Θείε! Παιδιά!». Καμία απάντηση.
Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που έβλεπε το καρώ του πουκάμισο να κουνιέται. Προχώρησε γεμάτος τρόμος προς το σπίτι, μουρμουρίζοντας «μανούλα μου, μαμάκα μου, μανούλα μου, μαμάκα μου». Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα με μισόκλειστα μάτια, ν’ αντικρύσει και να μην αντικρύσει τη νεκρική σιγή. Ο θείος Καρλ, η θεία Ούρσουλα και τα εφτά ξαδέρφια του ήταν εκεί σφιχτοδεμένοι όλοι γύρω από μία τεράστια σκούπα με το στόμα τους φιμωμένο με χρωματιστά ξεσκονόπανα και τα ρούχα τους μουσκεμένα ν΄ αναδίδουν την άρρωστη μυρωδιά της χλωρίνης.
Ήταν πέντε η ώρα το πρωί και το ξυπνητήρι του Σαμ χτύπησε δυνατά. Σηκώθηκε, ανακάθισε στο κρεβάτι και σκέφτηκε ότι δεν πάει άλλο. Θα πρέπει να αρχίσει επιτέλους ψυχανάλυση. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Να βρίσκει δεμένους τον θείο, την θεία και τα ξαδέρφια στην μεγάλη σάλα, να τους λούζει χλωρίνη και βενζίνη και να τους βάζει φωτιά. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτόν τον εφιάλτη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΜΕΛΑΝ ΖΩΜΟΣ
Θα του έφτιαχνε σούπα. Ήξερε ότι η κοτόσουπα ήταν το αγαπημένο φαγητό του εγγονού της. Πάντα, κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, όταν πήγαιναν στο χωριό, τους έφτιαχνε κοτόσουπα. Έστελνε τον παππού στο κοτέτσι, να φέρει μια κότα. Την έσφαζε στην αυλή, κι η κότα έτρεχε ακέφαλη για λίγο. Μετά τη βουτούσε σε καυτό νερό για να την ξεπουπουλιάσει. «Αυτή τη φορά θα φας κάτι διαφορετικό», του είπε. «Έβγαλες τρίχες πια, πρέπει να γίνεις άντρας.»
Ήταν έξι χρονών τη χρονιά της μεγάλης πείνας. Ο πατέρας της μπήκε βρώμικος κι αγριεμένος, μετά από μια εβδομάδα απουσίας. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έξω στην αυλή ένα κουτάβι δεμένο στο δέντρο έκλαιγε και γαύγιζε ανάκατα. Ο πατέρας άρπαξε τον δωδεκάχρονο αδερφό της απ’ το μπράτσο και του είπε «Έβγαλες τρίχες πια, πρέπει να γίνεις άντρας.» Χαμηλόφωνα καθώς τον τραβούσε προς τα έξω «Πάρε το ζωντανό. Πρέπει να ταΐσουμε τα μικρά.»
Όταν ο αδερφός της πλησίασε το κουτάβι, τότε εκείνο άρχισε να του μιλάει με ανθρώπινη φωνή και να τον εκλιπαρεί για σωτηρία. Δεν θα μπορούσε να τα έχει φανταστεί όλα αυτά ο αδερφός της, γιατί ήταν κι ο πατέρας δίπλα εκείνη η στιγμή. Αυτός δεν μίλησε, αλλά έκανε ένα βήμα πίσω, κι η κόρη κατάλαβε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Όταν προσπάθησε να πλησιάσει, το κουτάβι εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια τους, κι έμειναν κι οι τρεις άφωνοι κι ακίνητοι.
Ακούστηκε ένα μακρόσυρτο κακάρισμα και η κόρη είδε τον πατέρα της, μαύρο κια τριχωτό, να γρυλλίζει άγρια πάνω από τον αδελφό της. Κι εκείνος να προσπαθεί να σφίξει όλο και πιο δυνατά το λαρύγγι της κότας που είχε στο στόμα του. Η κόρη κοίταξε τα κίτρινα πόδια της κι έκανε να φύγει. Με σώμα ανείπωτα βαρύ. Και βήματα νωχελικά, μικρά κι ανεπαρκή, σε σχέση με τη βιάση που ένιωθε.
Έγινα άντρας εκείνο το καλοκαίρι, με τον ‘μέλανα ζωμό’ της γιαγιάς. Αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναγυρίσω στην πόλη. Η πείνα που μου ξύπνησε δεν θα μπορούσε να βρει κεί χορτασμό. Έμεινα για πάντα στο χωριό, στα λαγκάδια, τα ρουμάνια, και τα δάση του. Οι χωριανοί για χρόνια μετά έλεγαν πως είχαν κατέβει λύκοι απ’ τα βουνά. Στο τέλος σταμάτησαν να το συζητάνε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι αυτοκρατορικές κάμαρες του στρατηγού
Ο Στρατηγός βημάτιζε, χτυπώντας θυμωμένος τις αρβύλες του στο πάτωμα.
Η Γραμματέας του Κόμματος ήξερε πως αυτό το έκανε κάθε φορά που κάποιος τολμούσε να του φέρει αντίρρηση σε κάτι. Ήταν γνωστό σε όλους του πολίτες της χώρας ότι ο Στρατηγός δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Ήταν επιβλητική προσωπικότητα, όχι εξαιτίας αναστήματος ή σωματικού εκτοπίσματος. Ήταν μικρόσωμος και μάλλον αδύνατος. Αυτό που ήταν επιβλητικό πάνω του ήταν το βλέμμα του. Μάτια γαλανά και πάντοτε παγωμένα.
Η ορφάνια και η στρατιωτική εκπαίδευση που δέχτηκε από την εφηβική του ηλικία δεν του επέτρεψαν συναισθηματισμούς. Η αλαζονεία δε της εξουσίας, την οποία απολάμβανε τα τελευταία τριάντα χρόνια, τον έκανε να πιστεύει ότι ήταν ο θεός ο ίδιος γι’ αυτήν την πολιτεία.
Ο θεός ο ίδιος ένιωθε, όμως μέχρι τις 02:00 κάθε ξημέρωμα. Μετά τις 02:00 φρόντιζε να μην τον βλέπει κανένας που έμπαινε γονατιστός στο παρεκκλήσι που έκτισε προς τιμήν της «Αγίας Μητέρας του» μέσα στις «Αυτοκρατορικές Κάμαρες».
Κάθε δύο το ξημέρωμα, είκοσι χρόνια τώρα, έμπαινε στις «Αυτοκρατορικές Κάμαρες» που ο ίδιος με μια ιδέα ειρωνείας είχε ονομάσει έτσι, έκλεινε αργά τη βαριά πόρτα πίσω του και γονάτιζε μπροστά στο μαρμάρινο κουτί. Το κρύο βλέμμα του παρέμενε παγωμένο όσο και αν προσπαθούσε να νιώσει κάτι. Κάθε τέσσερις το ξημέρωμα, είκοσι χρόνια τώρα, άρχιζε να βρίζει το μαρμάρινο κουτί με λόγια τόσο χυδαία, που ακόμα και οι στρατιώτες του θα κοκκίνιζαν.
Βγήκε στις τεσσεράμισι ξημερώματα κρατώντας αγκαλιά το μαρμάρινο κουτί και κάρφωσε με το γαλάζιο βλέμμα του τους μισοκοιμισμένους φρουρούς στην είσοδο του παρεκκλησίου, που σχεδόν δεν τον γνώρισαν. Κάλεσε τον Γραμματέα και του έδωσε το όνομα του αναπληρωτή Στρατηγού, γιατί θα πήγαινε ταξίδι. «Όχι προς τα έξω, προς τα μέσα», απάντησε στην αγχωμένη ερώτηση του Γραμματέα και τον έδιωξε και κλείδωσε τις πόρτες πίσω από την ακοίμητη φρουρά που πάντα είχε απ’ έξω.
Οι φρουροί είπανε στην ανάκριση ότι είχαν ακούσει γυναικεία φωνή και συζητήσεις στο διάστημα μέχρι να τολμήσει το Κόμμα να σπάσει τις πόρτες. Πολύ μεγάλο διάστημα. Πάνω στον «Αυτοκρατορικό Θρόνο του» βρήκαν μόνο το μαρμάρινο κουτί.
Η «Αγία Μητέρα του» ήταν και σύζυγός του. Εκείνη τον δίδαξε, τον ανάγκασε να γίνει εραστής της. Μόνο έτσι θα έμενε ο θρόνος δικός του, δικός της, δικός τους. Της «Αγίας Οικογενείας τους». Όταν τη σκότωσε, τη μητέρα του, την ερωμένη του, αυτή συνέχιζε να τον επισκέπτεται στον ύπνο του. Τον καβαλούσε στο όνειρο, κάθε πρωί στις 2 κι εκείνος την απαρνιόταν. Ήταν βλασφήμια, ήταν ανόσιο.
Εκείνη γελούσε.
«Θα είσαι για πάντα γιος μου κι εραστής μου», του έλεγε, δαιμονικά.
Αυτόν τον βρήκαν μέσα στην «Αυτοκρατορική Μπανιέρα του», εντελώς άδειο από αίμα.
Κάτασπρος αυτός, κατακόκκινη η μπανιέρα.
Με την ξανθιά περούκα πάνω στο μεγάλο του κεφάλι, τα γαλανά του μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα παγωμένη φρίκη και το ανδρικό του μόριο λαβωμένο, μακριά από τη φυσική του θέση.
Στο πάτωμα, ριγμένα, βραδινά φορέματα, φανταχτερά κοσμήματα και μπουκάλια με βαριά αρώματα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής πειραματιστήκαμε με την οπτική γωνία του φανταστικού. Κάθε κείμενο είναι γραμμένο από πέντε συνεργούς.
Οι Συνεργοί είναι: Γεωργία, Παναγιώτης, Ξένια, Δημήτρης, Τάσος, Άννα, Αντώνης, Παύλος