Σονάτα για ένα φιλί και το τέλος του κόσμου
Ένας-ένας οι καθηγητές διέκοπταν το μάθημα κι έβγαιναν στο διάδρομο για να καταλάβουν από πού έρχεται αυτός ο ήχος. Τους ακολουθούσαν οι μαθητές. Όλοι κοιτιόντουσαν χωρίς να μιλάνε και κατευθύνονταν στην αίθουσα D. Μόλις έμπαιναν μέσα πλησίαζαν όσο περισσότερο μπορούσαν το πιάνο. Εκεί, έπαιζε ο μικρός Λούντβιχ, ένα αναιμικό παιδί από τις μικρές τάξεις. Δεν είχε μπροστά του παρτιτούρα και το κομμάτι που έπαιζε δεν το ήξερε κανένας. Τα χέρια του κινούνταν με ασύλληπτη ταχύτητα, το υπόλοιπο κορμί του όμως ήταν τόσο ήρεμο.
Η μελωδία είναι τόσο παράξενη, που όλοι είναι στριμωγμένοι γύρω του και τον ακούν μαγεμένοι. Δεν παίρνουν ανάσα από φόβο μήπως και του διασπάσουν την προσοχή και τους διακόψει την γλυκιά αποχαύνωση. Ξαφνικά ένα κορίτσι με δυο μακριές κοτσίδες που σέρνονται στο πάτωμα, ανοίγει αργά δρόμο ανάμεσα στους υπόλοιπους και πλησιάζει το πιάνο. Με μια δρασκελιά, ανεβαίνει στο πιάνο, ξαπλώνει μπρούμυτα, βάζει τα χέρια στο κεφάλι για να το στηρίξει και κοιτάει ίσια στα μάτια τον Λούντβιχ και χαμογελάει.
Η πόρτα του υπογείου άνοιξε με θόρυβο. Κανείς δεν τον είχε δει ποτέ, ούτε και οι πιο παλιοί καθηγητές. Ο γέρος ήταν πράσινος σαν σαπούνι Παπουτσάνης για τα ρούχα με μόνιμη χολέρα. Άνοιξε το στόμα του κι όλοι πάγωσαν: αγόρι, κορίτσι, καθηγητές, μαθητές, μουσική, αίματα…
“Σταμάτα αυτό το κομμάτι τώρα”, είπε. “Αν το συνεχίσεις θα γίνει σχεδόν ό,τι και πριν 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Ο Νιμπιρού θα εμφανιστεί πάλι στον ουρανό. Η ισορροπία στη βαρυτική έλξη θα αλλάξει, οι πλανήτες θα αρχίσουν ένα μπιλιάρδο που παρόμοιο δεν έχει υπάρξει. Κι η σελήνη… αχ η σελήνη θα σχιστεί στα δύο κι από μέσα θα βγει το Θηρίο κρατώντας το σπαθί του Αρθούρου. Μ’ αυτό θα σκοτώσει κάθε πλάσμα που ανασαίνει σε αυτό το σύμπαν! ΑΓΟΡΙ!!! Σταμάτα τώρα! Ένα πλήκτρο ακόμη να πατηθεί και το σύμπαν μας θα είναι παρελθόν”!
Το κορίτσι έσκυψε και φίλησε στο μάγουλο το αγόρι.
Νταν, νταν… ντα-ντα-ντα-ντααααν…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θα σ’ αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου
Η Έλη χτύπησε το κουδούνι συνεχόμενα 4-5 φορές, ανυπόμονα. Στα χέρια της κρατούσε συνολικά 9 σακούλες με ψώνια και δεν υπήρχε περίπτωση να τις αφήσει κάτω για να βγάλει τα κλειδιά απ’ τη τσέπη της. Τον άκουγε να της μιλάει στ’ αυτί, λέγοντας ξανά και ξανά τα ίδια φαρμάκια.
Της άνοιξε η Κατερίνα εκνευρισμένη απ’ το ενοχλητικό χτύπημα. Η Έλη δεν έκανε καν τον κόπο να χαιρετήσει, γιατί προσπαθούσε να τον σταματήσει να τη δηλητηριάζει. Λες και τα λόγια του ξεχύνονταν σαν μαύρο υγρό απ’ το ακουστικό του hands free και σ’ απίστευτη ταχύτητα μπόλιαζαν όλα τα ζωτικά της όργανα.
Έπρεπε να βιαστεί. Όσο αυτός παραληρούσε και χορηγούσε τις φαρμακερές τηλεφωνικές ενέσεις του, αυτή τακτοποιούσε τα ψώνια και ξεκινούσε τις διαδικασίες για την ετοιμασία του φαγητού. Μακαρόνια με κιμά.
Ανάμεσα στις κουβέντες του, τις διαμαρτυρίες της, το νερό που έβραζε, το κρεμμύδι που τριβόταν στο μούλτι, τη μουσική που έπαιζε στη διαπασών απ’ το δωμάτιο της Κατερίνας, τα δίδυμα την τραβούσαν απ’ τη μπλούζα, φωνάζοντας να πάει στο δωμάτιο να δει το κάστρο που ‘χαν φτιάξει με τα μαξιλάρια, τα κουτιά των παιχνιδιών και τις καρέκλες του μπαλκονιού
“Σταμάτα επιτέλους”, του είπε. “Σ’ αγαπάω”.
Τότε ένα δυνατό βουητό ξεκίνησε απ’ τα βάθη της γης και σταμάτησε όλες τις δραστηριότητες με μιας. Τα φωτιστικά άρχισαν να κουνιούνται σαν τρελά και ποτήρια που είχε αφήσει στην άκρη του τραπεζιού έπεσαν κι έγιναν θρύψαλα. Τα δίδυμα άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένα “Σεισμός, σεισμός”.
~
Ένας σεισμός που λες και πηγάζει απ’ το ακουστικό του τηλεφώνου που κρατά ξεψυχισμένα στο χέρι της. Η Έλη έχει χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της και δεν πατά πια σ’ αυτήν, αλλά αιωρείται, πάνω από το ψεύτικα έντεχνο μοτίβο που φτιάχνουν τα πλακάκια της κουζίνας, πάνω απ’ τα χυμένα ψώνια, τις πατάτες, το κρέας και τα φάρμακα για τις ημικρανίες, πάνω απ’ τις δίδυμες, δύο ίδια σπερματοζωάρια, πώς θα ‘λεγες ότι μοιάζουν απειλητικά, πώς πηδάνε προς το μέρος της, να την πιάσουν, σαν σε κινηματογραφικό πλάνο απ’ τον Εξορκιστή, σε πολύ αργή κίνηση, βασανιστικά επαναλαμβανόμενη, τρομακτικά απόμακρη.
Η Έλη κρατά χαζοπά το κινητό τηλέφωνο στο χέρι, και μοιάζει με την εικόνα του Χριστού, που ανοίγει τα δυο του χέρια σε στάση υποδοχής, με τις παλάμες ανοιχτές να κοιτάνε προς τον κόσμο, τον κόσμο που δονείται και σείεται.
Μόνο που οι παλάμες της δεν έχουν πληγές ούτε αίμα απ’ αυτές κυλάει, αλλά μονάχα ένα τηλέφωνο, κρατιέται με χίλια ζόρια, σαν καντήλι στην άκρη από εικονοστάσι, βιδωμένο στην ψηλότερη γωνιά του τοίχου, και η φλόγα του είναι η φωνή που ακούγεται από μέσα του: “ΚΙ ΕΓΩ!”
~
Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβει, να μάθουν τι έγινε. Στην αρχή πίστεψαν ότι ήταν σεισμός. Έτσι φάνηκε, έτσι ήξεραν. Όμως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο ξανά, όπως αυτά που ήξεραν.
Θα μάθουν ότι δεν ήταν σεισμός, ότι ήταν πύραυλοι. Θα πεθάνουν οι περισσότεροι. Θα σταματήσει να υπάρχει ηλεκτρικό, τηλέφωνα και σακούλες σούπερ μάρκετ. Όσοι θα ζήσουν θα μάθουν να σκοτώνουν, θα μάθουν να σκοτώνονται.
Η ιστορία θα ξεκινήσει απ’ την αρχή κι οι επιζήσαντες θα αποκαλούν εκείνη τη μέρα “Χρόνος Μηδέν”.
Η Έλη θα φτάσει τα ογδόντα. Τα παιδιά θα της λένε “πες μας γιαγιά”, κι εκείνη θα διηγείται ιστορίες απ’ τον κόσμο που υπήρχε παλιά, τότε με τα σούπερ μάρκετ.
Τα παιδιά θα την κοιτάνε μ’ ανοιχτά μάτια κι αυτιά. Κι ο κόσμος θα ξαναγίνει μυθολογικός, λες και τίποτα δεν τελειώνει.
“Κι αλήθεια, γιαγιά, έμπαινες εκεί μέσα κι έπαιρνες φαγητά;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής πειραματιστήκαμε με τον χρόνο. Κάθε κείμενο είναι γραμμένο από τρεις συνεργούς, σε τρεις χρόνους: Παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Επιπλέον προσπαθήσαμε να συνθέσουμε τα κείμενα σαν κομμάτια κλασικής μουσικής. Το πρώτο μέρος και το τρίτο πιο πυκνά -σε γεγονότα. Το δεύτερο αραιό.
Οι Συνεργοί είναι: Γεωργία, Παναγιώτης, Ξένια, Δημήτρης, Τάσος, Άννα, Αντώνης, Παύλος