Το καλύτερο στη μυθοπλασία είναι ότι μπορείς να επιλέξεις πώς θα πεθάνουν οι ήρωες σου, πότε θα πεθάνουν, γιατί θα πεθάνουν, με ποιους θα πεθάνουν, πού θα πεθάνουν -κι αν θες μπορείς να τους κάνεις και να μην πεθάνουν.
Στην “αληθινή ζωή” όχι μόνο θάνατο, αλλά συνήθως ούτε ζωή δεν επιλέγουμε.
Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που οι άνθρωποι λατρεύουν ν’ ακούνε, να διαβάζουν, να βλέπουν ιστορίες. Υπάρχει προβλεψιμότητα (έστω αμυδρή), υπάρχει κάθαρση και δικαιοσύνη (έστω επουράνια), υπάρχει λόγος για καθετί που γίνεται (εκτός κι αν ο συγγραφέας ή ο σεναριογράφος αφήνει κενά, που συνήθως εκνευρίζουν τον θεατή-αναγνώστη).
~~
“Δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο απ’ τον θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα”, έγραφε ο Καμύ, πριν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Κι ο Τομάς με την Τερέζα, στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, έτσι σκοτώνονται. Αλλά ο συγγραφέας “προλαβαίνει” να βάλει στα χείλη του ήρωα τη φράση: “Είμαι πιο ευτυχισμένος από ποτέ”.
Στην αληθινή ζωή η τελευταία φράση, πριν το αυτοκίνητο σου καρφωθεί στο απέναντι, είναι κάτι σαν “Τι κάνει αυτός; Ρε γαμώτηεγδλξδηααααα”.
Κι η τελευταία σκέψη δεν είναι πόσο ευτυχισμένος νιώθεις, αλλά αν θα φτάσεις στην ώρα σου εκεί που πας ή πόσο χάλια έπαιξε η ομάδα σου ή τι φαγητό θα φτιάξεις το μεσημέρι ή πώς θα χάσεις δέκα κιλά χωρίς δίαιτα ή “Κοίτα τι φοράει ο τύπος εκεί- τι κάνει αυτός; Ρε γαμώτηεγδλξδηααααα”.
~~
Ο θάνατος είναι τόσο απρόβλεπτος όσο και βέβαιος.
Ξυπνάς το πρωί και γκρινιάζεις, γιατί ξύπνησες απ’ τα χαράματα. Πας το παιδί στο σχολείο, πας στη δουλειά, τρέχεις όλη μέρα να προλάβεις (κάτι), η ζωή σου φαίνεται χάλια, το δόντι σου πονάει, πας στον γιατρό και σου λέει ότι δεν είναι απόστημα, καλύτερα να δεις έναν καρκινολόγο (δεν ξέρω πώς λέγονται ούτε θέλω να μάθω).
Ο καρκινολόγος σε ενημερώνει ότι έχεις έξι μήνες ζωής κι εσύ σκέφτεσαι: “Πλάκα με κάνει.” Και μετά από έξι μήνες πεθαίνεις.
Να με συγχωρείτε, αλλά προτιμώ τη μυθοπλασία. Πείτε με δειλό, πείτε με αλαφροΐσκιωτο, αλλά μου αρέσει πιο πολύ οι άνθρωποι να πεθαίνουν ευτυχισμένοι, ηρωικά, υπέργηροι, “πλήρεις έργων και ημερών”.
~~{}~~
Στην τελευταία συνεργία του χειμερινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής είχα την φαεινή ιδέα ν’ αλληλοσκοτωθούμε. (Παρεμπιπτόντως το εαρινό Συνεργείο ξεκινάει την Τρίτη, 8 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ http://sanejoker.info/2016/02/synergio.html)
Σ’ αυτή την ιδέα αντέδρασαν κυρίως οι γυναίκες του Συνεργείου, που δεν ήθελαν να κάνουν σε κανέναν ευθανασία, ούτε μυθοπλαστικά. Οι άντρες κρυφογελούσαν ανυπόμονα κάτω απ’ τα μουστάκια τους.
Τελικά το κάναμε, όπως ήθελε ο καθένας. Μοιράσαμε κλήρο για ποιον συνεργό θα σκότωνε ποιος, ώστε να είναι τυχαίος ο θάνατος. Το πιο ενδιαφέρον της κλήρωσης ήταν ότι ο Τάσος έτυχε να σκοτώσει τον εαυτό του.
Τα μικρά κείμενα που ακολουθούν γραφτήκαν επί τόπου κι είναι οι τρόποι που επέλεξαν οι συνεργοί να σκοτώσουν -ή να μη σκοτώσουν- τον συνεργό τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το πρώτο και τελευταίο όνειρο
Η Ξένια δεν έβλεπε όνειρα. Ούτε όταν ήταν μικρή, ούτε μετά. Οι μέρες της ήταν πάντα γεμάτες, ανθρώπους, χαρές, δραστηριότητες. Οι νύχτες όμως έρημες, κι άδειες.
Δεν την ενόχλησε στην αρχή, που διέφερε, που κάτι δεν είχε. Είματε νέοι, η ζωή μας ανήκει, είπε. Ανήκει σ’ εμάς που τη ζούμε, όχι σ’ αυτούς που την ονειρεύονται. Και κύλισαν άνετα τα νιάτα, και την έκανε τη ζωή δική της.
Μετά που παντρεύτηκε, κι ήρθαν τα παιδιά, έτυχε να δει μια ταινία ενός αγνώστου σκηνοθέτη, πειραματικού, ούτε κι η ίδια θυμάται ποιά και τίνος, η οποία όμως τη νύχτα την ξαγρύπνησε με σκέψεις νέες, και παλιές, πάνω στο θέμα. Αυτό. Το θέμα της.
Ένιωσε ότι η ζωή της ήταν εναλασσόμενα φωτιζόμενα και σκοτεινά καρέ, οι μέρες και οι νύχτες, η ζωή κι ο ύπνος. Τα φωτεινά καρέ τόσο πολύ φωτεινά, μα και τα σκοτεινά, εντελώς κατασκότεινα.
Ύπνος βαθύς, σα θάνατος. Πέθαινε κάθε βράδυ – και κάθε πρωί γεννιόταν πάλι.
Άρχισε να το ψάχνει. Ψυχολόγους, αστρολόγους, νευροψυχιάτρουε, φίλους και γνωστούς, και ίντερνετ. Φύγανε τα παιδιά από το σπίτι, κι αυτή συνέχιζε να ζει «μισή ζωή», όπως είχε αρχίσει να περιγράφει το πρόβλημά της. Δοκίμασε πολλά, θεραπείες, γιατρικά, βότανα, αγνόησε όσους προσπάθησαν να την πείσουν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα.
Γιατί υπήρχε! Έχανε τη μισή ζωή της!
Γερνώντας σταμάτησε όλες τις συνηθισμένες ημερήσιες ασχολίες της, και ταξίδεψε σε μέρη μαρκινά, σ’ ανθρώπους περίεργους, σε κοσμοθεωρίες εξωτικές. Δεν βρήκε λύση, ούτε άκρη, ούτε ξέμεινε από προορισμούς. Τίποτε άλλο δεν τη γέμιζε, έπρεπε να λύσει «το πρόβλημά της».
Στο τέλος βρέθηκε μόνη σ’ ένα άγνωστο νησάκι στον Ειρηνικό, κι εκεί σταμάτησε. Όχι γιατί βρήκε τη λύση, απλά γιατί κουράστηκε να φεύγει, κια το κορμί της πια δεν ήταν τόσο υπάκουο. Έμεινε μερικές μέρες στην αμμουδιά, ξεχάστηκε και την ξέχασαν, μόνη κοίταξε τα δάχτυλα απ’ όπου η ζωή της είχε κυλήσει. Δάχτυλα που μαγείρεψαν, που χάϊδεψαν, που έγραψαν, που έστυψαν τη ζωή. Που έτρεμαν πλέον στη στερνή της ώρα.
Τα δάχτυλα που τη ζωή δεν μπόρεσαν να κρατήσουν άλλο.
Χαμογέλασε καθώς έκλεισε τα μάτια, έγειρε ανάσκελα στην άμμο, κι άφησε τα χαλινάρια της ζωής της χάμω. Αφηρημένα άφησε άμμο να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά της. Κι ονειρεύτηκε τότε. Για πρώτη, και τελευταία, φορά.
Ώ, τι όνειρο καταπληκτικό είδε!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Drama Queen
Είχε μείνει ξύπνια όλο το βράδυ, περιμένοντας τον ήλιο να αρχίσει να ανεβαίνει σιγά σιγά πάνω από τον ορίζοντα. Μόλις είδε να αχνοφαίνονται οι κοκκινωπές ηλιαχτίδες του, σηκώθηκε, έβαλε με βιαστικές κινήσεις την μακριά μαύρη φούστα της και το άσπρο πουκάμισό της, κουμπώνοντας το σχολαστικά μέχρι και το τελευταίο κουμπί. Μάζεψε γρήγορα τα μαλλιά της πίσω και τακτοποίησε στην καρέκλα περήφανα το ολοκαίνουριο ράσο της.
Έμεινε να το κοιτάζει κάποια λεπτά και προς στιγμήν νόμιζε πως οι σκέψεις της κάνουν τόσο θόρυβο που κουφαίνουν ακόμη κι εκείνη την ίδια. Το ράσο που είχε μπροστά της ήταν σίγουρα η αρχή μιας καινούριας ζωής. Αυτή τη στιγμή όμως το είχε ανάγκη να χαθεί στις διαδρομές και στις σκέψεις της προηγούμενης ζωής.
«Α.. ρε Αννούλα!» μονολόγησε. «Ακόμη και καλόγρια, ένα μονόπρακτο ως drama queen πρέπει να το παίξεις» αστειεύτηκε με τον εαυτό της. Άλλωστε, χωρίς λιγάκι σαρκασμό η ζωή της «δόκιμης» μοναχής δεν βγαίνει.
«Ποια ζωή όμως…;» αναρωτήθηκε δυνατά. Χθες έκλεισε τα εξήντα πέντε χρόνια της. Κάθε πρώτη του Ιούνη η ίδια ιστορία. Ευχές, ευχές και μελαγχολία. Και θυμό, χωρίς όμως να ξέρει κάθε χρονιά τι την θύμωνε περισσότερο. Ήταν πολλά χρόνια θυμωμένη, πότε με τον εαυτό της και πότε με τους άλλους. Τα χρόνια στο Παρίσι και η μποέμικη ζωή με τον Πόλ στη Μονμάρτη στην αρχή βοήθησαν να εξαφανιστεί ο θυμός. Όσο περνούσε όμως ο καιρός, εμφανιζόταν όλο και πιο έντονα.
Τα μάζεψε, λοιπόν, η Άννα και ξαναγύρισε στην Αμερική. Τα χρόνια του μεγάλου θυμού τα πέρασε εγκλωβισμένη στην Ελλάδα της κρίσης. Μέχρι και σήμερα ήταν μια γυναίκα γοητευτική, με έναν ασύνταχτο συναισθηματισμό. Όλα αυτά, όμως, σταμάτησαν να έχουν την παραμικρή σημασία όταν αποφάσισε να αποσυρθεί σε ετούτο το μοναστήρι στη Θάσο.
Ας μπει, επομένως, ταφόπλακα στην προηγούμενη ζωή της . Η τελετή της κουράς της ως μοναχής σε λίγο θα ξεκινούσε. Κι έτσι.. η Άννα θα πέθαινε για πάντα. Στη θέση της θα ξαναγεννιόταν η μοναχή Εμμέλεια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μέχρι το τέλος των οργασμών
«Μήπως θέλει κανένας κονιάκ;», είπε ο Δημήτρης βγάζοντας το χαρακωμένο μεταλλικό φλασκί από την κωλοτσέπη του μαύρου του τζιν. Οι άλλοι νεκροί της ομάδας του τον κοίταξαν από αδιάφορα έως επιθετικά.
Ο Δημήτρης ήταν νεοφερμένος και δεν ήξερε τι έπαιζε σ’ αυτό το after.
«Δύσκολα τα πράγματα», σκέφτηκε κάπως απογοητευμένος που δεν βρήκε ανταπόκριση στην πρότασή του και κατέβασε μια γερή γουλιά.
«Η επόμενη δικιά μου, φίλε», ακούστηκε από το νεκρό που σχεδόν ξεφύτρωσε πίσω από την πλάτη του.
Ο Δημήτρης κρυφογέλασε κάτω από τα μουστάκια του, γύρισε αργά με το χέρι προτεταμένο και αντίκρισε τον Τομ. Τον αντίκρισε και πάγωσε με την παγωμάρα του νεκρού.
«Βλέπουν οι νεκροί όνειρα;» σκέφτηκε και κατέβασε το μισό φλασκί μονοκοπανιάς για ξεπάγωμα, πριν του το αρπάξει ο Τομ από το χέρι.
«Πες μου», του είπε. «Το ήξερες ότι θα καταλήξεις εδώ, όταν αποφάσιζες να μπεις μέσα της;»
«Κι εσύ έτσι ήρθες; Ναι, νομίζω πως το ήξερα», είπε ο Δημήτρης.
«Όχι, εγώ δεν ήρθα.», είπε ο Τομ. «Εγώ ήμουν πάντα εδώ. Λέγε, πώς ήταν;»
«Ήταν ζουμερά, πεντανόστιμα, θερμά και μοσχοβολιστά. Ηφαίστεια, ωκεανοί, ποτάμια, αμμουδιές κι εγώ να χώνομαι σε κάθε κρυφή γωνιά τους, γωνιά της, γεμάτη φως και σκοτάδι, γλύκα και αλμύρα, φωτιά και πάγο, τρικυμία και μπουνάτσα, ζούγκλα κι έρημο. Λύκος και πρόβατο. Στον πυρήνα και στο διάστημα. Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια ή αιώνες; Δεν ξέρω. Μέχρι το τέλος των οργασμών; Εδώ.»
«Καλώς ήρθες», είπε ο Τομ. «Διάλεξε τώρα τη σελίδα σου για αύριο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πριν το τέλος πώς μοιάζει η μουσική;
Το τραγούδι που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή του ήταν παντελώς αδιάφορο. Πόσο θα ‘θελε να ήταν ένα από τα αγαπημένα του, ένα από εκείνα που είχε διαλέξει να τον συντροφεύσουν την τελευταία στιγμή. Ξαφνικά η μουσική άρχισε να χαμηλώνει, ώσπου έμεινε μόνο ένα μονότονο βουητό.
Τα φώτα συνέχισαν να πλησιάζουν, μα του φαινόταν ακόμα πολύ μακριά, σχεδόν στο ίδιο σημείο που τα πρωτοείδε και τρόμαξε.
Μια αγαπημένη μουσική άρχισε να χαϊδεύει τ’ αυτιά του, μετά ακολούθησε άλλη, μετά ένα τραγούδι, τ’ άκουγε όλα μαζί και χώρια το καθένα συνάμα.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά. Έγινε μέρα, δίπλα του περνούσαν όμορφα μονοπάτια σκιασμένα από πανύψηλα δέντρα, θάλασσες με βελούδινες παραλίες και ημίγυμνες γυναίκες, δρόμοι με πολύχρωμα φώτα και μαγαζιά γεμάτα με χαμογελαστούς ανθρώπους. Οι δρόμοι άρχισαν να γίνονται γνωστοί, είχε περπατήσει, είχε παίξει σ’ αυτούς τους δρόμους, είχε ερωτευτεί και είχε γελάσει.
Κοίταξε μπροστά. Τα φώτα πιο μεγάλα, πλησίαζαν αργά.
«Τάσο;». Γύρισε απότομα το κεφάλι προς τη θέση του συνοδηγού. «Τάσο μου;». Η μάνα του είχε ένα χαμόγελο χαράς και γλυκιάς λύπης ταυτόχρονα.
Κοίταξε ξανά τα φώτα, που έβγαζαν μια ζέστη οικεία.
«Τάσο;». Ο πατέρας του, «Τασούλη μου;» η αδερφή του, η κοπέλα του, οι φίλοι του, ήταν όλοι εκεί. Όσοι πέρασαν απ’ τη ζωή του, ήταν εκεί. Ο κόσμος όλος ήταν εκεί.
Θυμήθηκε τα σχέδια από τα μαξιλαράκια που είχε στο κρεβάτι του μικρός. Κόκκινα μικρά στρογγυλά λουλουδάκια, ανάμεσα σε μακριά μπλε φύλλα και τριγύρω κάποια κίτρινα ελαφάκια που έτρεχαν ανάλαφρα.
Τα φώτα πιο έντονα, πιο θερμά, πιο κοντινά.
«Είμαι έτοιμος»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~`
Πεθυμιές για τα πουλιά
Ξύπνησε εκείνο το πρωινό η Γεωργία , με μια ζωτικότητα τόσο πληθωρική που και την ίδια ,
κάπως την παραξένεψε. Και θέλησε να κάνει κάτι θεσπέσιο και ξεχωριστό, να τα γιορτάσει αυτά τα παράξενα τα κέφια.
Έμεινε σκεφτική για λίγο και ύστερα μουρμουρίζοντας κάτι ,τι έριξε στη σκάφη , όσο αλεύρι βρήκε.
Έβαλε στη φωτιά νερό που μόλις έκανε να βράσει, με τις χούφτες της το πήρε και το’ριξε στ’αλεύρι, ίσα που το μούλιασε όλο.
Άνοιξε όλα τα βάζα της , ακόμα και αυτά που είχε κρυμμένα και άφησε να βγουν ήσυχα ,όλες οι
πεθυμιές από τα μυρωδικά και τα μπαχάρια.
Πήρε μια και μοναδική , πολύ βαθιά ανάσα και έτσι μέσα της όπως μπήκανε ,τα διάλεξε ένα ένα.
Και έριξε στη σκάφη της μάραθο, να διώχνει τις σκιές ,γαρύφαλλο να καθαριστούν οι σκέψεις,
βάλσαμο, εκείνες οι αγκαθωτές , τόπο να μη βρίσκουν, έριξε δαφνόσπορο, να φυτρώνουν πάλι όνειρα, λεβάντα, μέσα σε ύπνους ήσυχους.
Βούτηξε τα χέρια της στη ζύμη και έκανε ν’ανακατεύει μα λίγο τη πήρανε τα δάκρυα και πέσαν και
αυτά στη σκάφη. Λίγο αλάτι έλειπε, αυτό ήταν όλο.
Έκλεισε τα μάτια της και πήρε ξανά βαθιά ανάσα.
Ευώδιαζε τόσο η ζύμη της που ρίχτηκε όλη μέσα. Άλειψε το πρόσωπο ,τα χέρια και το στήθος και
άλειφε και σιγογέλαγε και άλειφε, μέχρι που γίναν ένα.
Και βγήκε από τη σκάφη της με βλέμμα καινούριο , διαυγές και αναγνωριστικό , όλων των οριζόντων.
Ανέβηκε τις σκάλες και βγήκε στην ταράτσα.
Κοίταξε ολόγυρα τα γκρίζα κτίρια και ξάπλωσε μαζί με όλο το παρελθόν το παρών και το μέλλον της,
πολύχρωμη και ασάλευτη , αγναντεύοντας τον ουρανό.
Και έψησε ο ήλιος το δέρμα το σταρένιο της που μοσχοβόλησε στο γκρίζο ,και μαζεύτηκαν τριγύρω
της πουλιά. Πουλιά αβύζαχτα, πουλιά προδομένα και άγρυπνα.
Τα έκλεισε στον κόρφο της, φάγανε την κόρα της και χόρτασαν στη ψίχα της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Καραντάιν δεν ήταν καλός ηθοποιός
-Εντάξει, θυμάμαι και τον Καραντάιν με τη γραβάτα απ’ την ντουλάπα, αλλά ρε παιδί μου απ’ τον πολυέλαιο; Πώς; Τι σκεφτόταν; Ρε φίλη, δεν του το ‘χα με τίποτα!
-Στάσου-στάσου, σε έχασα! Ποιος Καραντάιν; Ο ηθοποιός; Τι σχέση έχει αυτός με τον τρόπο που πέθανε ο Παύλος; Εδώ μιλάμε για χαρακτηριστικό παράδειγμα ανώμαλου. Ξέρεις ότι η γυναίκα του τρελάθηκε και κλείστηκε στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας της Βαρυπενθούσας;
-Η Νέλλη; Αλήθεια; Ούτε αυτής της το ‘χα εγώ. Πιο πιθανό το θεωρούσα να τον φωτογράφιζε πριν φτάσει η αστυνομία και να πουλούσε τις φωτογραφίες του στους φανατικούς του μπλογκ του.
-Χα! Δεν έχεις άδικο. Άσε όμως την Νέλλη, αυτή διάλεξε τον δρόμο της. Πες μου τι σχέση έχει με τον Καραντάιν που τον θεωρούσα σοβαρό απ’ την εποχή που έκανε τον σαολίν στο Κουνγκ Φου.
-Ε, αυτό που φαντάστηκες. Τον βρήκαν πνιγμένο, με τη γραβάτα του δεμένη γύρω απ’ το λαιμό του και τον “μικρό Καραντάιν” σε πλήρη στύση μέσα στο δεξί του χέρι.
-Ε, όχι! Μεγάλος άνθρωπος, σοβαρός ηθοποιός… Τσ τσ τσ… λίγη τσίπα δεν έχουν;
-Φίλη μου, ο Καραντάιν σε πείραξε; Αυτός ήταν και του Χόλιγουντ. Εκεί πέρα όλοι ανώμαλοι είναι. Το πρόβλημά μας είναι που τέτοιες μόδες φτάσανε και στη γειτονιά μας. Αυτό θα μαθευτεί. Θα το μάθουν τα παιδιά μας, οι άντρες μας! Το σκέφτεσαι αύριο μεθαύριο να γυρίσεις στο σπίτι και να βρεις τον κυρ-Τάκη να πεομαλάζεται κρεμασμένος απ’ τον φωταγωγό;
-Ο Τάκης; Έλα Χριστέ και Κύριε! Τι να μαλάξει αυτός; Τελευταία φορά που είδαμε κάτι σκληρό πάνω του ήταν όταν κουβαλούσε τον καινούριο δίσκο του υπολογιστή. Ενώ ο Παύλος… Όλοι οι αστυνομικοί που τον κατέβασαν είχαν να λέγανε. Αλήθεια όμως, πώς ανέβηκε εκεί πάνω; Δεν υπήρχε, λένε, καρέκλα τριγύρω και το σχοινί που είχε δεθεί ήταν δεν ήταν ένα μέτρο.
-Τι να σου πω φίλη μου; Δια της τριβής δε λέει η φυσική ότι παράγεται θερμότητα; Μπορεί να παρήγαγε τόση θερμότητα που έγινε ελαφρύς και πέταξε ως τον πολυέλαιο.
-Χμ, ναι μπορεί… αλλά δε μας νοιάζουν τόσο αυτά. Αλλού είναι το αλάτι. Για πες, τι σου είπε η Πόπη που ‘χει άντρα αστυνομικό; Αληθεύουν όσα ακούστηκαν για… τον “Παυλίτο”;
-Χαχαχαχαχα… σσσ! μη μας ακούνε! Λοιπόν, που λες…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σαν ταινία
Δεν του έφτανε. Είχε χάσει δώδεκα κιλά σε τρεις μήνες. Αλλά δεν ήταν αρκετά. Τόσος κόπος, τόση προσπάθεια, τόσες στερήσεις για δώδεκα κιλά;
Θυμόταν πώς ήταν στα δεκαοκτώ. Έκανε σλάλομ στις πλαγιές σαν λεοπάρδαλη του χιονιού, χόρευε στις κορυφές σαν ήρωας από ταινία κουνγκ φου. Αίλουρος, μόνο εκείνος κι ο θεός.
“Είσαι σαν τον Κουνγκ Φου Πάντα”, του είπε η κόρη του και τον αγκάλιασε. Χάρηκε. Και θύμωσε με τον εαυτό του. Κάποτε ήταν αίλουρος. Κι έγινε πάντα;
Έκανε σκληρή δίαιτα. Δεν άγγιζε υδατάνθρακες, ζάχαρη, ποτό. Έκανε γυμναστική. Προσπαθούσε να κάνει όσο περισσότερο σεξ γινόταν. 18 κιλά. Συνέχισε. Έφτασε τις 1000 θερμίδες τη μέρα. Πεινούσε συνέχεια, κάποιες στιγμές ζαλιζόταν. 25 κιλά.
Μετά η βελόνα κόλλησε. Εκείνη της ζυγαριάς κι εκείνη στο μυαλό του. Ήταν πιο αδύνατος και γυμνασμένος από κάθε συνομήλικο του, αλλά δεν του έφτανε. Πώς θ’ αδυνάτιζε κι άλλο; Βρήκε τη λύση σε μια ταινία εποχής, της βικτωριανής περιόδου. Τότε, όσες ήθελαν ν’ αδυνατίσουν κατάπιναν τρόφιμα μολυσμένα με το παράσιτο της ταινίας.
Έψαξε στην επαρχία. Στις Σέρρες υπήρχε επιδημία ταινίας στα γουρούνια. Ζήτησε ένα κομμάτι απ’ τα ζώα που σκότωναν, για να μη μολύνουν τ’ άλλα. Το έφαγε ωμό.
Αρρώστησε. Όσο κι αν έτρωγε δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την πείνα του. Έτρωγε μακαρόνια και ψωμιά, τυριά και κρέατα. Έπινε κιλά γάλα, ειδικά γάλα, αυτό το λάτρευε η ταινία. Και διαρκώς αδυνάτιζε.
Την τελευταία φορά που τον είδα είχε γίνει σαν τον Γκάντι.
“Αδυνάτισες”, του είπα.
“Λίγο να χάσω ακόμη”, απάντησε και χαμογέλασε.
Τον έσωσε η κόρη του. “Μου άρεσε που ήσουν πάντα”, του είπε. “Τώρα όλο κόκαλα είσαι. Δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω”.
Ξεκίνησε να τρώει ηλιόσπορους. Το αλάτι σκότωσε την ταινία. Ξαναβρήκε τη φόρμα του, λίγο αίλουρος λίγο πάντα. Έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία Έλληνας που κατέκτησε το Έβερεστ. Μαζί με την κόρη του.
Λίγο πριν πεθάνει μου έστειλε ένα μήνυμα: “Δεν υπήρξε κάτι που να έβαλα στο μυαλό μου και να μην το κατάφερα”, μου έγραφε. “Ό,τι ήθελα να κάνω το έκανα. Έτσι φεύγω πλήρης ημερών και έργων.”
Ήταν το 2066. Ένα χρόνο μετά τον ακολούθησα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κάπως έτσι τέλειωσε το χειμερινό Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής. Σαν μια ταινία του Ταραντίνο. Σχεδόν όλοι νεκροί, ευτυχισμένοι νεκροί.
Αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ, ότι οι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί, μου θύμισαν μια φράση που είχα σημειώσει σε κάποιο τετράδιο, όταν ήμουν εικοσικάτι και περιδιάβαινα τις σκοτεινές νύχτες της Νάξου, κάτω απ’ τον λαμπερό ουρανό:
“Το μόνο πιο όμορφο απ’ τον έναστρο ουρανό, είναι οι άνθρωποι που γνώρισα, οι άνθρωποι που γνωρίζω και οι άνθρωποι που θα γνωρίσω”.