Φίλιπ Ντικ: Το πρόσωπο του θεού και της τρέλας

0
4969

Πρέπει να ‘σαι ανισόρροπος για να γίνεις συγγραφέας. Για ν’ αντέξεις τη μοναξιά, την αφραγκία, την αποτυχία, την περιφρόνηση (ή την επιτυχία και την αναγνώριση, εάν αυτή έρθει ποτέ).

Όλοι οι καλλιτέχνες έχουν πρόβλημα με την πραγματικότητα. Όμως οι συγγραφείς είναι οι πιο προβληματικοί γιατί δεν αρκούνται στο να υποδύονται έναν ρόλο ή να εκφράζουν τα συναισθήματα τους. Προσπαθούν να δημιουργήσουν νέους κόσμους -κι αυτό είναι αλαζονεία που ο θεός δεν συγχωρεί. Και σίγουρα δεν τη συγχώρεσε στον “Σαίξπηρ” της επιστημονικής φαντασίας, τον Φίλιπ Ντικ.

Όσοι δεν έχετε διαβάσει κανένα βιβλίο του σίγουρα θα ξέρετε κάποιες απ’ τις ταινίες που βασίστηκαν στα έργα του. Κορυφαία μεταφορά σίγουρα το “Blade Runner”, από τον Ρίντλεϊ Σκοτ, με τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Εξαιρετική ταινία, βασισμένη στην αριστουργηματική νουβέλα με τον καλύτερο τίτλο που έχει γραφτεί: “Do androids dream of electric sheep?”

Αν προτιμάτε τα blockbuster υπάρχει το “Minority Report” του Στήβεν Σπίλμπεργκ και το “Ολική Επαναφορά”, με τον κυβερνήτη Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ.

Κι αν δεν κάνω λάθος μόλις γυρίστηκε για την αμερικανική τηλεόραση το εμβληματικό “Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο”, το πρώτο βιβλίο του Ντικ που πήρε βραβείο Hugo και του ‘φερε λίγα λεφτά.

Μέχρι τότε ο Φίλιππος, που ίσως ν’ αγαπούσε τ’ άλογα, αναγκαζόταν να τρώει ζωοτροφές, άφραγκος συγγραφέας, παντρεμένος με μια Πόντια.

~~

“Κι έτσι να ‘μαι στο «Lucky Dog Pet Store», στη Λεωφόρο Σαν Πάμπλο του Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, τη δεκαετία του ’50, να αγοράζω μια λίβρα κιμά από κρέας αλόγου. Ο λόγος που είμαι freelance συγγραφέας και ζω μέσα στη φτώχεια (κι αυτό το παραδέχομαι για πρώτη φορά) είναι επειδή με τρομοκρατούν Εξουσιαστικές Μορφές, όπως τα αφεντικά, οι μπάτσοι και οι δάσκαλοι.

Μόλις έχω παραιτηθεί από τη θέση του υπεύθυνου ενός μεγάλου δισκοπωλείου. Κάθε νύχτα, όλη νύχτα, γράφω τα διηγήματά μου, τόσο επιστημονικής φαντασίας όσο και άλλα που ακολουθούν τις κυρίαρχες λογοτεχνικές τάσεις, αλλά μόνο την επιστημονική φαντασία καταφέρνω να πουλήσω.

Δεν μου αρέσει πραγματικά η γεύση ή η υφή του κρέατος από άλογο, είναι πολύ γλυκό. Ομως, δεν μου αρέσει επίσης να βρίσκομαι πίσω από έναν πάγκο ακριβώς στις 9 το πρωί, φορώντας κοστούμι και γραβάτα και λέγοντας «Μάλιστα, κυρία μου, μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» και λοιπά. 

Αλλά, εντελώς ξαφνικά, την ώρα που δίνω τα τριάντα πέντε μου σεντς στον υπάλληλο του Pet Shop, έρχομαι αντιμέτωπος με την προσωπική μου νέμεση. Εκεί που δεν το περιμένω, βρίσκομαι απέναντι σε μια Εξουσιαστική Μορφή. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη νέμεσή σου – αυτό το είχα ξεχάσει.


Ο άνθρωπος λέει: «Αγοράζετε κρέας αλόγου και το τρώτε ο ίδιος».
Στέκεται μπροστά μου, δυο μέτρα ύψος και βάρος εκατόν πενήντα κιλά. Με κοιτάζει αφ’ υψηλού. Και ξαναγίνομαι πέντε χρονώ. Εχω μόλις σπάσει το μπουκάλι της κόλλας κι έχω καταστρέψει το πάτωμα του νηπιαγωγείου.
«Ναι, κύριε», παραδέχομαι.

Θέλω να του πω: Κοίτα, μένω ξάγρυπνος όλη τη νύχτα γράφοντας διηγήματα επιστημονικής φαντασίας και είμαι αληθινά φτωχός, αλλά ξέρω ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, κι έχω μια γυναίκα που την αγαπάω και μια γάτα που τη λένε Μαγκνίφικατ, κι ένα μικρό, παλιό σπιτάκι που το αγόρασα με δάνειο, για το οποίο πληρώνω 25 δολάρια τον μήνα, γιατί δεν είμαι σε θέση να δώσω περισσότερα.

Ομως αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για μια πλευρά της απελπιστικής (αλλά γεμάτης ελπίδα) ζωής μου. Ξέρω τι πρόκειται να μου πει. Το ήξερα και από πριν. Το κρέας αλόγου που πουλάει το «Lucky Dog Pet Shop» προορίζεται μόνο για ζώα. Αλλά το τρώμε εμείς οι ίδιοι, η Κλίο κι εγώ, και τώρα βρισκόμαστε ενώπιον του δικαστή, ιδού ο μεγάλος ιεροεξεταστής, κι εγώ έχω συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττω το μέγα αδίκημα.”

~~

Η Κλίο, είναι η Κλειώ Αποστολίδου, φοιτήτρια στο Μπέρκλεϊ, η δεύτερη γυναίκα του Ντικ. Θα παντρευτεί πέντε φορές, κι όλες οι σύζυγοι, μαζί με τα τρία παιδιά του (συνολικά) θα τον εγκαταλείψουν -καθόλου αδικαιολόγητα.

Ο Ντικ παίρνει αμφεταμίνες για να γράφει. Ολοκληρώνει μέχρι και εξήντα σελίδες τη μέρα, χωρίς να χρειάζονται δεύτερη γραφή, κι όποιος έχει επιχειρήσει να γράψει έστω μια πρόταση, μπορεί να καταλάβει ότι πρόκειται για υπεράνθρωπη προσπάθεια. Όταν γράφει, παραδέχεται ο ίδιος, γίνεται αυτοκρατορικός, σαν τον Μπετόβεν: Δεν ανέχεται καμιά παρεμβολή, τον παραμικρό θόρυβο.

Μέσα σε τριάντα χρόνια θα γράψει 38 μυθιστορήματα, φαντασίας και “σοβαρής” λογοτεχνίας και περισσότερα από 100 διηγήματα.

Μέχρι τον “Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο”, το 1962, τρώει κιμά αλόγου κι όλα τα μυθιστορήματα του απορρίπτονται. Για το συγκεκριμένο βιβλίο έκανε εφτά χρόνια έρευνα. Και γράφει:
“Πίστευα ότι μισούσα τους Ναζί, αλλά ώσπου να τελειώσω το ψάξιμο είχα προσφέρει στον εαυτό μου έναν εχθρό για όλη του τη ζωή.[…] Ο φασισμός, οπουδήποτε εμφανίζεται, είναι ο εχθρός”.

Κλείστηκε στην αποθηκούλα του κήπου κι έγραψε μονοκόμματα, σε λίγες μέρες, το βιβλίο που θα βραβευόταν.

Παίρνει το βραβείο, κερδίζει και λίγα χρήματα, αλλά συνεχίζει να βομβαρδίζει το μυαλό του με αμφεταμίνες, μέχρι που είδε το Πρόσωπο του Θεού, το πρόσωπο του κακού, το 1963, σ’ ένα ψυχωσικό επεισόδιο (ή μπορεί να ήταν κι αλήθεια).

“Εκεί που βάδιζα μια μέρα, κοίταξα τον ουρανό κι εκείνο το πρόσωπο με κοίταζε κατάματα, ένα γιγαντιαίο πρόσωπο με σχιστά μάτια. Κακό, απαίσιο πράγμα. Δεν το είδα καθαρά, αλλά ήταν εκεί.”

Τρομοκρατημένος στράφηκε στον Χριστιανισμό κι έγραψε το εφιαλτικό “Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς”.

Χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, ξαναχωρίζει, και συνεχίζει να γράφει, να παίρνει αμφεταμίνες και να είναι μανιοκαταθλιπτικός.

“Καμιά φορά έκανε τρεις μέρες να πει λέξη”, λέει η Νάνσυ, η τέταρτη γυναίκα του.

Μπλέκεται με τον υπόκοσμο της Καλιφόρνια, ενώ το FBI διαρκώς τον επισκέπτεται. Οι εμπειρίες του με τους αλήτες και τους πράκτορες του υπαγορεύουν το “A scanner Darkly” (έγινε ταινία το 2006 με τον Keanu Reeves στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Αλλά φαίνεται ότι δεν μπορεί ν’ αντέξει κανενός είδους εξουσία.

“Κάποτε γινόμουν έξαλλος με τους πράκτορες του FBI που με επισκέπτονταν κάθε εβδομάδα (ο κ. Τζορτζ Σμιθ και ο κ. Τζορτζ Σκραγκς από την Κόκκινη Διμοιρία), αλλά και με τους φίλους μου που ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κάποτε με πέταξαν έξω από τη μοναδική συνεδρίαση του Κ.Κ. των ΗΠΑ στην οποία παρευρέθηκα, επειδή σηκώθηκα και θαρραλέα (τουτέστιν θυμωμένα) επιχειρηματολόγησα εναντίον όσων λέγονταν εκεί μέσα.

~~

Τότε ανακαλύπτει μια ελπίδα, έναν Σωτήρα. Προσπαθεί να εκφράσει στα βιβλία του “τον πόλεμο ενάντια στην καταπίεση του ελεύθερου ανθρώπινου πνεύματος. Ο απλός άνθρωπος, χωρίς πολιτική ή οικονομική ισχύ, είναι ο ήρωας μου, η ελπίδα μου για το μέλλον”.

Τα λόγια του, η πίστη στον απλό άνθρωπο, θυμίζουν τον Καμύ, αλλά ο Ντικ ήταν ανισόρροπος, πολύ ευαίσθητος. Το 1974, δέκα χρόνια μετά το πρώτο επεισόδιο, είχε μια δεύτερη “συνάντηση με τον θεό”, αλλά αυτή τη φορά ο θεός ήταν καλός.

“Είναι αδύνατον να εκφράσει κανείς αυτά τα πράγματα με λέξεις. Ξέρω τι είδα μα δεν μπορώ να το ονομάσω. Ήταν σαν να κάθονταν οι θεοί γύρω γύρω και, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν, να είπαν: Για να δούμε τον γερο-Φιλ να το βγάζει αυτό στο χαρτί… Και τότε μου αποκάλυψαν όλα τα μυστήρια του Σύμπαντος κι έγειραν πίσω γελώντας.”

Ο Ντικ πάλεψε με την “Αποκάλυψη” πέντε χρόνια κι έπειτα, σε μια έκρηξη μανίας, έγραψε μέσα σε εννιά μέρες το VALIS, ένα απ’ τα πιο δύστροπα, ακατανόητα και μεγαλειώδη βιβλία φαντασίας (;) που έχουν γραφτεί.

Όμως είχε αρχίσει να βγαίνει εντελώς εκτός πραγματικότητας.

Σ’ ένα συνέδριο Ε.Φ. στη Μετς της Γαλλίας, όπου ήταν ο κύριος ομιλητής, δήλωσε ότι είχε δει τον θεό και διάβασε μια ομιλία δύο ωρών με τίτλο: “Αν αυτός ο κόσμος σας φαίνεται άσχημος, θα έπρεπε να δείτε μερικούς απ’ τους άλλους”.

Γράφει ο Πήτερ Νίκολς για την ομιλία του:
“Μιλούσε με παράξενη μεταλλική φωνή, με μάτια που γυάλιζαν. Δεν έλεγε να σταματήσει, συνεχίζοντας για πάνω από δυο ώρες. Οι περισσότεροι απ’ το ακροατήριο γλιστρήσαμε πανικόβλητοι έξω απ’ την αίθουσα, πριν τελειώσει, νιώθοντας ντροπή. Ειλικρινά φαινόταν να του έχει σαλέψει”.

Η πέμπτη γυναίκα του τον εγκαταλείπει. Εκείνος κερδίζει πλέον αρκετά χρήματα, αλλά τα δωρίζει σε ιδρύματα αποτοξίνωσης, σε φτωχούς και φίλους, και ζει ασκητικά.

Η αρχή του τέλους έρχεται όταν διαβάζει το αρχικό σενάριο του “Blade Runner”. Η ταινία, όπως την είδαμε, είναι σίγουρα εξαιρετική, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη νουβέλα του Ντικ -και κανείς δεν ξέρει πώς ήταν το αρχικό σενάριο.

Εκείνος αρχίζει να πίνει ουίσκι με ασπιρίνες. Μέχρι το τέλος του 1981 έχει χάσει είκοσι κιλά κι έχει γίνει λιπόσαρκος και βλοσυρός. Τον Φλεβάρη του ’82, εννιά μήνες πριν βγει η ταινία, παθαίνει προσβολή και πεθαίνει στο νοσοκομείο.

~~

Ο Φίλιπ Ντικ ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος που δεν θα άντεχες να τον έχεις στο σπίτι σου. Και σίγουρα δεν θα μπορούσες να τον παντρευτείς. Οι φίλοι κι οι θαυμαστές δύσκολα άντεχαν την ανισορροπία του. (Παρεμπιπτόντως ο Ντικ είχε κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας).

Όμως αυτός αγαπούσε τους ανθρώπους και τα ζώα. Απεχθανόταν την πραγματικότητα και την εξουσία, κάθε μορφής εξουσία. Ίσως όμως να ήταν πολύ εξωγήινος για να ζήσει στη Γη. Πολύ αληθινός για να προσποιηθεί ότι είναι κάτι άλλο.

“Θέλω να γράψω για τους ανθρώπους που αγαπώ και να τους τοποθετήσω σε έναν μυθιστορηματικό κόσμο επινοημένο από εμένα τον ίδιο – κι όχι στον κόσμο στον οποίο ζούμε, γιατί αυτός ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα μου.

Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να αναθεωρήσω τα δεδομένα μου; Μήπως θα έπρεπε να ενδώσω στην πραγματικότητα; Ποτέ μου δεν ενέδωσα στην πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς είναι και η επιστημονική φαντασία.

Αν θέλεις να ενδώσεις στην πραγματικότητα, πήγαινε και διάβασε Φίλιπ Ροθ. Διάβασε τους συγγραφείς του νεοϋορκέζικου κατεστημένου που δημοσιεύουν το ένα μπεστ σέλερ μετά το άλλο. Ομως διαβάζεις επιστημονική φαντασία, κι εγώ γράφω για σένα.

Γράφω για σένα και για να δείξω μέσα από τα γραπτά μου τι αγαπώ (τους φίλους μου) και τι μισώ (όσα άσχημα τους συμβαίνουν). Γράφω για μας. Γράφω, εντέλει, για να προκαλέσω το γέλιο.

Γιατί η κατάστασή μας, η ανθρώπινη κατάσταση, δεν είναι σε τελική ανάλυση ούτε ζοφερή ούτε χωρίς νόημα, αλλά αστεία. Πώς αλλιώς να τη δεις; Οι πιο σοφοί άνθρωποι είναι οι κλόουν, όπως ο Χάρπο Μαρξ, που δεν μιλούν.

Θυμηθείτε, ο Χάρπο μπορούσε να μιλήσει, αλλά δεν το έκανε. Ισως δεν είχε τίποτα να πει, τα πάντα είχαν ήδη ειπωθεί. ‘Η ίσως αν μιλούσε να μας έδειχνε κάτι τρομερό, κάτι που δεν είχαμε αντιληφθεί ώς τότε.

Δεν ξέρω. Ισως εσείς, οι αναγνώστες μου, μπορείτε να μου δώσετε μιαν απάντηση.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Υλικό άντλησα απ’ τη συλλογή διηγημάτων “Όχι απ’ το εξώφυλλο του”, εκδόσεις Απόπειρα, εισαγωγή Γιώργος Γιούλας,
και τη συλλογή “The golden man”, μτφ Κατερίνα Σχινά, που μου γνωστοποίησε ο φίλος Solo Laguna.