Η ξενιτιά είναι λέξη ελληνική

0
6468

“Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα.”

“Χαριτωμένη συντροφιά”, παραδοσιακό Ηπειρώτικο

“Αχ, πανάθεμά σε, ξενιτιά”

“Τζιβαέρι”, παραδοσιακό απ’ τη Μικρά Ασία

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Δήμητρα I. είναι υπεύθυνη του δικτύου που υποτιτλίζει τις ομιλίες του TEDX. Σε κάποια συζήτησή μας ανέφερε ότι η λέξη “ξενιτιά” δεν έχει αντίστοιχη στα αγγλικά. Το αποδίδουν ως foreign lands ή ως abroad. Όμως, σίγουρα, δεν έχει την ίδια βαρύτητα (ούτε καν νόημα) η έκφραση “πανάθεμά σε, ξενιτιά” με το “god damn you abroad”.

Αυτομάτως, σαν έμαθα αυτή την έλλειψη της αγγλικής γλώσσας, σκέφτηκα ότι οι Άγγλοι, οι Βρετανοί, δεν έζησαν τον ξεριζωμό (τι ωραία λέξη κι αυτή!) απ’ τη χώρα τους. Ήταν πάντα κατακτητές, άποικοι κι έποικοι, αλλά όχι ξεριζωμένοι.

Για να έχει κάποιος λαός λέξη για την ξενιτιά (ή την προσφυγιά) πρέπει να την έχει ζήσει.

Έτσι, συνειρμικά, θυμήθηκα τους Ιρλανδούς. Αυτοί έζησαν ξεριζωμό πολύ πιο βίαιο και ολοκληρωτικό από εκείνον των Ελλήνων (διαβάστε παλιότερο κείμενο “Ένα μικρόβιο που άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία”.) Φυσικά θα έπρεπε να έχουν μια λέξη σαν την ξενιτιά.

Απευθύνθηκα σε μια φίλη Ελληνίδα που ζει κι εργάζεται στο Δουβλίνο, την Δήμητρα Κ (το υπέροχο διαδίκτυο σου δίνει τέτοιες δυνατότητες). Η Δήμητρα ρώτησε και τον σύντροφο της, τον Eoghan (γαελικό όνομα). Σκέφτηκαν τις λέξεις expatriation (εκπατρισμός) και diaspora (που προφανώς για εμάς σημαίνει διασπορά).

Η Δήμητρα με διαβεβαίωσε ότι η diaspora χρησιμοποιείται. Όμως σίγουρα είναι μια λόγια έκφραση, ακαδημαϊκή ίσως, και δεν πρόκειται να την ακούσεις σε κάποια ιρλανδέζικη μπαλάντα.

Επίσης μου πρότειναν τη λέξη exile, που όμως σημαίνει εξορία, κάτι τόσο διαφορετικό -παρότι ίδια πικρό- με την ξενιτιά.

Γιατί οι Ιρλανδοί δεν έχουν λέξη για την ξενιτιά, παρότι ξεριζωμένοι;

Πιθανολογώντας θα πω: Επειδή μιλάνε τη γλώσσα των κατακτητών τους. Οι Ιρλανδοί απώλεσαν τα γαέλικα, τη γλώσσα των προγόνων τους, και μόνο σε λίγες περιοχές, όπως στο υπέροχο Gallway, δυτικά, γίνονται προσπάθειες να την αναστήσουν. Ματαίως, πιθανότατα. Η αγγλική γλώσσα επικράτησε και ως παγκόσμια τους δίνει ένα ισχυρό πλεονέκτημα, σε σχέση με την ημιθανή γαελέζικη.

Το exile που πρότεινε η Δήμητρα με τον Eoghan μου θύμισε τους Εβραίους. Αυτοί έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους στην ξενιτιά, εξόριστοι και περιπλανώμενοι. Οπότε ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα έχουν κάποια λέξη τόσο ισχυρή όσο η “ξενιτιά”.

Και πράγματι. Ο φίλος Γιάννης μου γνωστοποίησε την εβραϊκή λέξη galut, που εκφράζει τον πόνο των ξεριζωμένων, “expresses the Jewish conception of the condition and feelings of a nation uprooted from its homeland and subject to alien rule”.

~~

Τι είναι αυτό που κάνει την “ξενιτιά” λέξη τόσο ισχυρή;

Η ξενιτιά δεν είναι το μέρος (abroad, foreign lands), είναι η κατάσταση που ζει αυτός που φεύγει απ’ την πατρίδα του, απ’ το σπίτι του. Αυτή η κατάσταση περιλαμβάνει πολλούς πόνους που τους αποδίδει εξαιρετικά το δημοτικό τραγούδι:

“Παένουν ανύπαντρα παιδιά κι έρχονται γερασμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμονιά ο χάρος,
μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μάνα απ’ το παιδί, και το παιδί απ’ τη μάνα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.”

Ή αλλιώς:

“Αχ! Που πήρες το παιδάκι μου, (ξενιτιά)
τζιβαέρι μου,
και το ‘κανες δικό σου, (ξενιτιά)
σιγανά πατώ στη γη”.

Η λέξη “τζιβαέρι” δηλώνει τη μητρική αγάπη και θα μπορούσε να αποδωθεί ως “σπλάχνο μου”. Και ποιος πόνος είναι μεγαλύτερος για μια μητέρα, απ’ το να της παίρνουν το σπλάχνο της, το τζιβαέρι της;

Η ξενιτιά είναι δυνατή λέξη γιατί έχει μέσα της πόνο και ιστορία.

Δεν είναι λέξη που σκαρφίστηκε κάποιος λογοτέχνης. Γεννήθηκε μέσα απ’ τα σπλάχνα ενός λαού, σε διάστημα 3.000 χρόνων.

~~

Η αρχαία λέξη “ξένος”, απ’ όπου παράγεται η “ξενιτιά”, είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συγγενεύει με το γερμανικό “gast”, το αγγλικό “geust” και το λατινικό “hospes”.

Ο “ξένος” στην ομηρική γλώσσα είναι αυτός που πρέπει να τιμηθεί, να “φιλοξενηθεί” ή αυτός που είναι επικίνδυνος -ως ξένος.

Το ρήμα “ξενίζω” στην αρχαία ελληνική είχε διττή σημασία. Σήμαινε “φιλοξενώ”, παρέχω τιμές (όχι απλώς βοήθεια) στους ξένους, αλλά και αρνητικά: “Θεωρώ κάτι μη οικείο, ύποπτο, που με παραξενεύει” .

Ο “παράξενος” ήταν ο μη γνήσιος πολίτης, αυτός που απ’ την αρχαιότητα σήμαινε τον αλλόκοτο, τον περίεργο, τον προκαλούντα απορίες ή επιφυλάξεις.

Κάτι σαν τον alien των αγγλόφωνων, που δεν είναι μόνο αλλοδαπός, μπορεί να είναι και εξωγήινος.

Στην αρχαία Ελλάδα ο ξένος ήταν ιερός, αυτό είναι πασίγνωστο, αφού ο θεός δοξαζόταν κι ως Ξένιος Δίας. Και υπήρχε από τότε ο θεσμός του προξένου, κάτι παρόμοιο με τον πρέσβη.

Η λέξη ξενοδόχος (στην ομηρική ξεινοδόκος) δήλωνε αρχικά τη στάση απέναντι στον ξένο, την φιλοξενία κατ’ οίκον.

Αυτά συνέβαιναν στην αρχαία Ελλάδα, όταν εκείνη ήταν ισχυρή κι έκτιζε αποικίες ή κατέστρεφε όσους αντιστέκονταν στην ηγεμονία τους (όπως τόλμησαν να κάνουν οι Μήλιοι). Μετά οι καιροί -και η γλώσσα- άλλαξαν.

~~

Στη μεσαιωνική περίοδο ο ξενοδόχος ήταν εκείνος που επαγγελματικά παρείχε υπηρεσίες σε ξένους, ο ιδιοκτήτης ξενοδοχείου. Ο Ξένιος Δίας είχε γίνει κομμάτια κι επάνω του έκτισαν χριστιανικούς ναούς. Αλλά ας μην υπερτιμούμε ή υποτιμούμε καμία θρησκεία. Δεν είναι ο σκοπός αυτού του κειμένου.

Στους μεσαιωνικούς χρόνους οι ξένοι ήταν αυτοί που συγκροτούσαν τον μισθοφορικό στρατό, έτσι το “ξένος” έφτασε να σημαίνει “μισθοφόρος”.

Την ίδια εποχή δημιουργήθηκε και το ρήμα “ξενιτεύομαι”, με τόσο διαφορετική έννοια απ’ αυτήν που ξέρουμε σήμερα. Σήμαινε: “είμαι μισθοφόρος σε ξένο στράτευμα”. Όμως οι μισθοφόροι, για να εργαστούν-πολεμήσουν, έπρεπε να φύγουν απ’ το σπίτι τους, απ’ το χωριό τους, απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Οι κίνδυνοι του “επαγγέλματος” έκαναν την ξενιτειά ιδιαίτερη επικίνδυνη. Οι μισθοφόροι σκοτώνονταν ή ζούσαν σε άλλη περιοχή και δεν ξαναγυρνούσαν στο σπίτι τους, στη μάνα τους.

Η αρχαία ξενιτεία, έγινε ξενιτειά, που αρχικά σήμαινε “μισθοφορική υπηρεσία σε ξένο στρατό”, αλλά σύντομα μετεξελίχτηκε σε “ζωή σε ξένο τόπο”.

~~

Έπειτα σταμάτησαν να υπάρχουν μισθοφορικοί στρατοί, παρά μόνο αυτοκρατορικοί, και μετά εθνικοί, συμμαχικοί. Ο πόλεμος έγινε οικονομικός. Οι άντρες δεν έφευγαν για να πολεμήσουν, αλλά για να εργαστούν.

Η ξενιτειά, με έψιλον γιώτα, άλλαξε. Έγινε ξενιτιά, με γιώτα. Πρώτα μόνο άντρες, μετά ολόκληρες οικογένειας, έφευγαν στα ξένα, στον Νέο Κόσμο και στη Γηραιά Ευρώπη. Στη Μαύρη ήπειρο κι άλλοι τόσοι στην πιο μακρινή, εκείνη με τα κοάλα.

Το ταξίδι με το πλοίο σήμαινε ότι τα παιδιά δεν θα ξανάβλεπαν τους γονείς τους. Εκείνοι μαράζωναν στο χωριό ή παινεύονταν για όσα κατάφερε ο γιος τους στο Σίδνεϊ και στο Νέο Υέρσεϊ. Αλλά τραγουδούσαν για την ξενιτιά, που πήρε το τζιβαέρι τους.

Κι οι ξεριζωμένοι φτιάχναν περιουσίες, έκαναν τόπο τους τον ξένο τόπο, κλαίγοντας κάθε φορά που άκουγαν κάποιον να τραγουδάει: “Γιάννη μου το, Γιάννη μου το, άιντε.”

~~

Τα χρόνια περάσαν, μπήκαν τ’ αεροπλάνα, γίναν τα εργοστάσια, κι έφευγαν οι νέοι στη Γερμανία.

Και τραγουδούσε ο Καζαντζίδης:
“Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό
το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό
τα λεφτά που αποκτάς τα βλαστημάς
υποφέρεις πονάς την πατρίδα ζητάς.”

Κάποιοι γυρίσαν πίσω, άλλοι έμειναν στην ξενιτιά κι έκαναν παιδιά, και τα παιδιά τους μάθαν να μιλάνε γερμανικά, γαλλικά, αμερικάνικα, αυστραλέζικα, ξεχάσαν τη γλώσσα του Ομήρου και τα πλατάνια του χωριού, τον ήλιο του Αιγαίου. Έχτισαν κι εκεί, πρόσφεραν, γέρασαν, πέθαναν.

~~

Κι η ιστορία μιας λέξης, ενός λαού, ενός κόσμου συνεχίζεται. Άλλοι φεύγουν στην ξενιτιά, άλλοι στην προσφυγιά, με τις δικές τους λέξεις, αλλόθροοι κι αλλόθρησκοι, ξένοι, ξενιτεμένοι, αλλά με ελπίδα.

Η ξενιτιά, όπως και κάθε λέξη, κάθε τόπος, κάθε πόνος, δεν είναι μόνο ελληνική.

Είναι λέξη τόσο ισχυρή όπως εκείνη που κάθε άνθρωπος λέει χίλιες φορές: Μάνα.
999 φορές όταν γεννιέται και μία τελευταία, λίγο προτού πεθάνει.
Πώς μεταφράζεται αυτή η λέξη;
Πώς λένε “μάνα” οι Έλληνες, πώς οι Ιρακινοί, πώς οι Μεξικανοί και πώς οι Γερμανοί;
Πώς λένε πατρίδα;
Κι είναι αλλιώτικος ο πόνος όταν τη χάνεις;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα ετυμολογικά στοιχεία της ξενιτιάς τα βρήκα στη σελίδα του ξένιου Μπαμπινιώτη.

Φωτογραφία: “Αποχαιρετισμός”, Θωμαή Παυλίδου

Επί του πιεστηρίου: Ο Otto Great Chaos με ενημέρωσε ότι το τζιβαέρι, λέξη αραβικής προέλευσης, σημαίνει πολύτιμο πετράδι, θησαυρός.

Και ο Στέργιος Νταγκ με ενημέρωσε ότι το σπλάχνο είναι το “τζιέρι”, που το χρησιμοποιούσαν πολύ οι πρόσφυγες για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Τζιέρι κυριολεκτικά σημαίνει συκώτι.