Ο πρώτος έρωτας ήταν μια λυγαριά

0
949

Κάνεις δεν μιλούσε στον Ορέστη. Τον έντυσαν καλά καλά με τα επίσημα τα ρούχα, τον ανέβασαν χεράκι-χεράκι ένα λόφο και τον μπαστάκωσαν σε μια καρέκλα. Να φάει και να περιμένει να τελειώσουν οι συζητήσεις των μεγάλων.

Ήταν πανηγύρι. Παραμονή της Παναγίας της Λιόμαντρας. Τέσσερις φορές το χρόνο οι ντόπιοι την τιμούν με λειτουργία και γλέντι. Τέσσερις φορές το χρόνο, στο εκκλησάκι, οι κτήτορες στήνουν τραπέζι, ψησταριά, ορχήστρα και εσωστρέφονται γύρω από την επιγραφή “έτος 1711”.

Καθισμένοι στα τραπέζια, τους φώτιζε μια λάμπα πάνω από την πόρτα της εκκλησίας. Γυναίκες και παιδιά μπαινόβγαιναν στο κουζινάκι. Όλοι βοήθησαν, μικροί και μεγάλοι, για να τιμήσουν την παράδοση. Και η παράδοση είχε τιμήσει τη δική τους μνήμη.

Ο Ορέστης καθόταν ανάμεσα στους γονείς του και μπροστά σε ένα ποτ πουρί πιάτων. Υπήρχαν τόσες διαφορετικές γεύσεις στο τραπέζι. Το σύμπλεγμα των οσμών τους έφτανε να τον χορτάσει μόνο από τη μυρωδιά. Δεν ήθελε να δοκιμάσει.

Άγνωστες κυρίες περνούσαν μπροστά από το τραπέζι, του τσιμπούσαν το μάγουλο και με την ένταση ενός γλύπτη που ανοίγει την κουρτίνα της αποκάλυψης, τον μπούκωναν πριν καν καταπιεί το προηγούμενο έργο τέχνης. Το σαγόνι του είχε ήδη τρέξει μαραθώνιο.

Στην ορχήστρα, ένα βιολί και ένα λαγούτο. Νέοι οργανοπαίκτες. Τα χέρια τους τρεχαντήρια και οι φωνές τους ηχεία. Έφταναν στ΄ αυτιά του πριν το βούισμα του ανέμου. Άφησε για μια στιγμή ένα βλέμμα στο βιολί. Δεν φανταζόταν ότι είναι το ίδιο όργανο που άκουγαν οι γονείς του κλασική μουσική. Μόνο Μπαχ έπαιζε στο σπίτι, βιολιά που έβγαιναν από το στερεοφωνικό. Αυτό όμως ακουγόταν εντελώς διαφορετικά. Τι όργανο να είναι αυτό που τρέμει σαν φωνή γριάς και δυναμώνει σαν μάλωμα;

Ήθελε να πάει κοντά, να μυρίσει το ρετσίνι που γράπωνε τις χορδές, που σκόνιζε τον αέρα σαν καπνός από τσιγάρο. Γλίστρησε στην καρέκλα, κάτω από το τραπέζι, κι έφτασε μπροστά στους οργανοπαίκτες. Έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα, όρθωσε το κεφάλι και με σηκωμένα τα φρύδια ένιωθε να ελέγχει κάθε δοξαριά, κάθε νότα που δονούσε το σώμα του οργάνου.

Ένα κοριτσάκι ήρθε και έκατσε δίπλα του. Στην ίδια στάση.

– Με λένε Δανάη… Ξένος είσαι;
– Ήρθαμε χθες. Ο μπαμπάς μου λέει πως θα μείνουμε εδώ για πάντα. Εγώ όμως δεν τον πιστεύω.

Η ορχήστρα όσο περνούσε η ώρα ανέβαζε σφυγμούς. Σιγά σιγά οι καρέκλες έμεναν ορφανές. “Κόρη καραβοκύρη κι όμορφη κοπελιά”. Υπό τους πανηγυρισμούς των γρύλων και το βλέμμα των αγίων, οι πρόθυμοι έμπαιναν στον κύκλο.

Το κρασί και η μουσική δεν αφήνουν ανέγγιχτες τις ισορροπίες στον χώρο. Ο Ορέστης σηκώθηκε να πάει πίσω στο τραπέζι του. Είχε υποστεί έξωση από την θέση του. Έμεινε στο μυαλό του η λυγαριά. Το σιγοψιθύριζε συνέχεια, και δεν ήξερε τι σημαίνει.

– Τι είναι η λυγαριά;
– Σήκω, έλα. πάμε να σου δείξω! του είπε η Δανάη.

Στο νησί των Κυκλώπων, δύο παιδιά πήραν το πρώτο μονοπάτι κι έψαχναν ένα θάμνο για να του συστηθούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι “ιστορίες της παλάμης” είναι λογοτεχνικό είδος, ασιατικής προέλευσης. Ο νομπελίστας Γιασουνάρι Καουαμπάτα, θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος.

Είναι σύντομα λυρικά πεζά, κείμενα-μινιατούρες, προορισμένα να χωρούν σε μια παλάμη.

Η ιστορία για τη λυγαριά γράφτηκε απ’ τον Ιορδάνη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Διαβάστε το “Ιστορίες της Παλάμης”, Γιασουνάρι Καουαμπάτα, εκδόσεις Πατάκη