Η εκδίκηση της Ρωξάνης

0
1489

 

            Ήταν ένα ανυπόφορο απόγευμα καλοκαιριού. Άνθρωποι, ζώα, φύλλα ακίνητα. Αγάλματα από πίσσα που καίει σαν άλλη κόλαση. Ολόκληρο το χωριό έβραζε. Ο κεντρικός δρόμος είχε κίνηση, καθώς όλοι επεδίωκαν να φτάσουν σε μια παραλία για να εκπληρώσουν τις επιταγές της εποχής. Κάτι κυνηγούσαν. Κάτι τους κυνηγούσε.

            Η εντεκάχρονη Ρωξάνη είχε ακολουθήσει την μητέρα της στο χωριό. Αρχικά είχε αντισταθεί. Βαριόταν. Πόσο βαριόταν. Ήταν μέσα στα βουνά και στα χωράφια. Εκείνη ήθελε να κάνει μπάνιο. Να την μουλιάσει η θάλασσα. Προτιμούσε να βγάζει άμμο από καλοκαιρινά πέδιλα, κι όχι λάσπες από σκισμένα αθλητικά. Τελικά συμβιβάστηκε και πήγε. Η μάνα της την χτύπησε στο συναίσθημα. Ήθελε παρέα κι αυτή.

            Η σκέψη ενός τέτοιου απογεύματος την έκανε να δυσφορεί, όπως το πρωινό γάλα. Η μητέρα της, η Χριστίνα, έκανε δουλειές στο μικρό σπιτάκι λίγο έξω απ’ το χωριό. Πιο πολύ έμοιαζε με αποθήκη. Εκεί είχαν ξεκινήσει την κοινή τους ζωή ο παππούς και η γιαγιά. Αγρότες που προσπαθούσαν μόνοι τους να διαχειριστούν την απρόβλεπτη γη. Πλέον ζούσαν σ’ ένα σπίτι μέσα στο χωριό και η Χριστίνα φρόντιζε την παλιά αποθήκη και το χωράφι που την περιέβαλε. Δεν ήθελε να το αφήσει να ρημάξει.

            Η Ρωξάνη δε μπορούσε να βοηθήσει και πολύ στις δουλειές των μεγάλων. Εξάλλου δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον. Η αφόρητη ζέστη έκανε ακόμα πιο έντονη την βαρεμάρα. Ένιωθε σαν να έλιωνε στο παιδικό της καρεκλάκι. Το μόνο που την ευχαριστούσε ήταν το παιχνίδι με τους σκύλους. Μάνα και κόρη είχαν λατρεία στους σκύλους. Όλοι πρώην αδέσποτοι.

            Ήταν γύρω στις 5 όταν η μικρή σφιχταγκάλιασε τα δυο κουτάβια, τους νέους της φίλους και βγήκε στην μπροστινή αυλή του σπιτιού. Έπαιζε. Είχε ενθουσιαστεί. Αδιαφορούσε για την κουφόβραση, για την απουσία της μητέρας της. Ήταν τα σοκολατένια μπισκότα που έκαναν το γάλα της πιο ελκυστικό!

            Όμως την χαρά της την έσπασε κάτι απρόσμενο. Σε μια στιγμή σήκωσε το βλέμμα της. Εντελώς ξαφνικά εντόπισε μια ανθρώπινη μορφή στο χωράφι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο γείτονας. Ένας αγρότης, συγχωριανός, γύρω στα πενήντα. Τον γνώριζε. Είχε τύχει πολλές φορές να μείνει για λίγο στο σπίτι τους με την γυναίκα και τα παιδιά του, όταν η μητέρα της έπρεπε να πάει σε κάποια επείγουσα δουλειά.

            Ο γνωστός γείτονας όμως είχε κάτι διαφορετικό αυτή την φορά. Την τρόμαξε. Δεν κατάφερε να εξηγήσει αμέσως τι ήταν αυτό που την σόκαρε τόσο.

            Στεκόταν πίσω από την ροδακινιά, δίπλα στο δρόμο και μαλακιζόταν. Δεν μάζευε ροδάκινα. Δεν ήταν περαστικός. Καθόταν όρθιος προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω απ’ τα φύλλα και τα κλαδιά. Κοιτούσε ένα παιδί και τον έπαιζε.

            Παρά την ηλικία της κατάλαβε τι έκανε. Ήταν πολύ μικρή, αλλά είχε δει στην τηλεόραση ανάλογες σκηνές. Αναγνώρισε κατευθείαν την κίνηση του χεριού και τον σκοπό της. Το μαγικό μπισκότο χάθηκε στον πάτο της γεμάτης με γάλα κούπας. Δε θα το ξαναέβλεπε. Ίσως τα παπαριασμένα απομεινάρια του.

         Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στην μορφή πίσω από την ροδακινιά. Ήθελε να ξεράσει. Να τρέξει. Να κλάψει. Να μην είχε συμβεί τίποτα απ’ όλα αυτά. Έστω να μην τον είχε δει.

            Αυτός πρέπει να κατάλαβε ότι τον είχε δει. Σταμάτησε να αυνανίζεται αλλά δεν έφευγε. Είχε λουφάξει έκει σιωπηλός και ακίνητος. Σαν να ετοιμαζόταν ξανά για επίθεση.

            Τότε τα σκυλιά άρχισαν να φωνάζουν. Δυνατά γαβγίσματα. Απειλητικά και προστατευτικά. Την ξύπνησαν από την παγωμάρα της. Άρπαξε τα δύο κουτάβια και πήγε στην πίσω αυλή. Εκεί δεν τον έβλεπε. Εκεί δεν την έβλεπε. Δεν ένιωθε ασφαλής. Άδικα καταδικασμένος ισοβίτης που προσπαθούσε να δραπετεύσει από φυλακές υψίστης ασφαλείας.

            Τα δύο χνουδωτά μωρά χώθηκαν στην αγκαλιά της σαν να φοβόντουσαν κι αυτά. Είχαν έναν κοινό εχθρό. Έπρεπε να τα προστατεύσει. Τα χάιδευε και αυτά της ανταπέδιδαν την ζεστασιά και την γαλήνη που είχε ανάγκη. Τα δάκρυα στα πρόσωπό της την δρόσισαν. Την βοηθούσαν να εκτονωθεί. Έβρεξε λίγο και το τρίχωμα των κουταβιών. Η γλώσσα τους της προσέφερε ένα ιδιαίτερο είδος φιλιών. Φιλί της ζωής.

            Πρόλαβε και σκούπισε τα μάτια της πριν εμφανιστεί η μητέρα της. Φυσικά κατάλαβε ότι έκλαιγε. Βρήκε μια ανόητη δικαιολογία. Δήθεν χτύπησε. Δε την πίστεψε. Επέμεινε. Η Ρωξάνη ήθελε να την πιστέψει.

            Μέχρι το βράδυ δεν άντεξε. Της είπε ό,τι είχε συμβεί με όλες τις λεπτομέρειες. Μπορούσε να γευτεί την οργή κοιτάζοντας τα μάτια της μητέρας της. Άκουσε κάποια τηλεφωνήματα που έκανε. Δεν κατάλαβε κάτι. Η ανεξήγητη ενοχή έκανε τα αυτιά της να βουίζουν, άλλα ένιωθε την ένταση και την αγωνία σαν να βάραιναν τον αέρα που ανέπνεε.

            Εκείνο το καλοκαίρι δε ξανασυνάντησε ούτε τον γείτονα, ούτε κανέναν άλλον από την οικογένειά του. Ήταν απέναντι, αλλά η Χριστίνα φρόντιζε να μην υπάρχει καμία επαφή. Πολέμησε ακόμα και τις τυχαίες συναντήσεις. Η Ρωξάνη δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι είχε κάνει η μητέρα της, ούτε τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν στο μικρό χωριό σαν κοινό μυστικό.

            Η άγνοια έπαψε να την τρώει σαν σαράκι που παρασιτεί στο ξεχασμένο έπιπλο του ερειπωμένου σπιτιού, όταν ενηλικιώθηκε. Εξολόθρευσε το ξυλοφάγο έντομο.

            Δεν ήταν μόνο αυτή. Είχε επιδιώξει να προσεγγίσει κι άλλους. Παιδιά της απορίας και της αθωότητας, όπως ήταν εκείνη κάποτε.

            Η ανάγκη να κάνει κάτι είχε θρονιαστεί σε κάθε της εγκεφαλικό κύτταρο. Το βάρος έπεφτε πάνω της. Ήθελε, έπρεπε να προστατεύσει άλλους από το να βρεθούν στην ίδια θέση. Έπρεπε, ήθελε να εκδικηθεί.

            Φοβόταν, αλλά αναγνώριζε την σημασία του ρόλου της. Ο φόβος μεταλλάχθηκε. Από γυρίνος που ταράζεται και λιγοψυχάει στο σκοτάδι της πιο κρυστάλλινης λίμνης, εξελίχθηκε σε βάτραχο ικανό να επιβιώσει και να κυριαρχήσει στη λασπουριά ακόμη και του πιο βρωμερού έλους.

            Δεν την απασχολούσε που θα τον έβρισκε, αν ζούσε, ποια μέσα θα χρησιμοποιούσε για να τον αποτρέψει και να τον εκδικηθεί. Ήξερε μονάχα ότι ήταν δυνατή και αποφασισμένη να κοιτάζει πίσω από κάθε ροδακινιά για να βγάλει από την κρυψώνα του τον κάθε ύποπτα φιλικό γείτονα.

~~{}~~

           ( Είναι καλοκαίρι. Η ζέστη είναι αποπνικτική. Είναι μεσημέρι. Μόλις έχει ολοκληρωθεί η νεκρώσιμη ακολουθία του παππού της Ρωξάνης. Η μητέρα της Ρωξάνης, Χριστίνα, η γιαγιά της, Μαρία, και η ίδια η Ρωξάνη έχουν φτάσει μόλις στο νεκροταφείο και περιμένουν να έρθει η νεκροφόρα για να γίνει η ταφή. Έχουν φτάσει πρώτες εκεί. Ανεμένεται να έρθει ο κόσμος που παρευρέθηκε στην εκκλησία. Γνωστοί και όχι για την Ρωξάνη. Είναι 23 χρονών.

            Το νεκροταφείο είναι λίγο έξω απ’ το χωριό. Ανάμεσα σε χωράφια. Είναι παλιό με γέρικα κυπαρίσσια. Τα πρώτα μνήματα μισογκρεμισμένα, σκουριασμένα κάγκελα. Τα νεότερα με λευκό μάρμαρο. Κάποια στολισμένα με λουλούδια και γλάστρες κι άλλα χορταριασμένα τόσο που δεν φαίνονται.

            Μπαίνει στο νεκροταφείο ο θείος της. Ο Γιώργος (γείτονας), ακολουθεί. Είναι 65 χρονών.

            Η Ρωξάνη έχει καθίσει στα μάρμαρα του διπλανού τάφου και κοιτάζει το σκαμμένο χώμα και τον βαθύ λάκκο. Είναι δακρυσμένη και νιώθει να ζαλίζεται από την εξάντληση και την ζέστη. Η μητέρα της έχει απομακρυνθεί με την γιαγιά της για να ξεκουραστεί σ’ ένα παγκάκι στην σκιά των κυπαρισσιών.

            Η νεκροφόρα μόλις φαίνεται να έρχεται στο βάθος του αγροτικού δρόμου. Ακολουθούν κάποιοι συγγενείς πεζοί κι άλλα αυτοκίνητα.

            Η Ρωξάνη ακούει τον θόρυβο και σηκώνει το βλέμμα της από το χώμα. Βλέπει τον Γιώργο μπροστά της. Ο θείος της είναι δίπλα του και συζητούν. Η Ρωξάνη σηκώνεται αποφασισμένη. Κοντοστέκεται για μια στιγμή. Κοιτάει τον λάκκο. Ψάχνει να εντοπίσει την μάνα της. Είναι μακριά. Δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία του.)

ΡΩΞΑΝΗ: Πώς πάνε οι ροδακινιές σας φέτος;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Α! Ψωνίζεις απ’ το μαγαζί μας κορίτσι μου;

ΡΩΞΑΝΗ: Δε μ’ αναγνωρίζετε; Έχουν περάσει χρόνια βέβαια.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Θυμησέ μου βρε κορίτσι μου. Είμαι και γέρος άνθρωπος.

(Η Ρωξάνη βλέπει την νεκροφόρα να μπαίνει απ’ την είσοδο του νεκροταφείου. Ο θείος της φεύγει και κατευθύνεται προς τα κει. Περιμένει για λίγο. Ο γείτονας την κοιτάζει με απορία, κάπως πονηρά. Κανείς δεν βρίσκεται κοντά, κανείς δεν τους βλέπει.)

ΡΩΞΑΝΗ (ψιθυρίζει): Κωλόγερε

(Γυρίζει να φύγει για να πάει στον τάφο)

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι είπες;

ΡΩΞΑΝΗ: Μ’ άκουσες, ρε γαμημένε!

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι λες ρε βρωμιάρα; Πώς τολμάς;

(Της πιάνει το χέρι και το σφίγγει. Έχει πολύ δύναμη παρά την ηλικία του.)

ΡΩΞΑΝΗ: Άσε με γαμώτο. Σίχαμα. Τράβα ψόφα!

(Όλος ο κόσμος έχει πάει στον τάφο. Οι δυο τους βρίσκονται εκατό μέτρα πιο πέρα, κρυμμένοι πίσω από ένα κιόσκι.)

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σε κατάλαβα, είσαι το μικρό της Χριστίνας, σε θυμάμαι. Αφού σου άρεσε ρε μαλακισμένο.

ΡΩΞΑΝΗ: Τι; Τι;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Έπρεπε να σε είχα κάνει να το βουλώσεις τότε. Παλιοπουτάνα. Τι κλαις ρε μαλακισμένο;

ΡΩΞΑΝΗ: Θα σε σκοτώσω. Θα σε σκοτώσω. Έπρεπε να σ είχα σκοτώσει.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σαν την καργιόλα την μάνα σου κι εσύ μόνο απειλές είσαι. Ρώτα την να σου πει πώς γαμάω.

(Η Ρωξάνη ζαλίζεται. Της σφίγγει όλο και περισσότερο το χέρι. Δε το νιώθει πια. Προσπαθεί να τον κλωτσίσει αλλά δεν έχει δύναμη. Δε μπορεί να φωνάξει.)

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι θα κάνεις; Ε; Δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Θα σε γαμήσω στην κηδεία του κωλόγερου. Να το θυμάσαι για πάντα. Έλα εδώ.

(Αρχίζει να την τραβάει. Την παρασέρνει πιο μακριά, σε κάτι σαν εργοτάξιο.)

ΡΩΞΑΝΗ: Σταμάτα. Σε παρακαλώ. Άφησέ με. Σταμάτα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Γαμημένο πρεζάκι. Δεν έπρεπε να έρθεις πίσω. Ήθελες εκδίκηση παλιοπουτάνα; Τώρα θα δεις πουτάνα.

(Η Ρωξάνη σκοντάφτει και χτυπάει με το πρόσωπο σε κάτι σπασμένα μάρμαρα από έναν μισογκρεμισμένο τάφο. Γεύεται το αίμα. Πάει να σηκωθεί και το βλέμμα της παγώνει επάνω στις ροδακινιές που είναι πέρα από τον φράχτη.)

ΡΩΞΑΝΗ: Όχι, ρε αρχίδι. Όχι πάλι.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σκάσε και κάτσε ήσυχα.

(Έχει κατεβάσει το παντελόνι και το σώβρακό του. Η Ρωξάνη σηκώνει τον σπασμένο μαρμάρινο σταυρό που πρόλαβε να πάρει απ’ το χώμα και τον χτυπάει στα γεννητικά όργανα.)

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ρε παλιο (δε μπορεί να μιλήσει απ’ τον πόνο.)

ΡΩΞΑΝΗ: Δε θα… Κανέναν άλλον. Κανέναν. Θα στα λιώσω. Θα στα κάνω κομμάτια. Θα σε κάνω κομμάτια.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Βοήθ (του κλείνει το στόμα με το άρβυλό της)

ΡΩΞΑΝΗ: Μαλάκα. Μαλάκα. Δε θα ξανακλάψω ρε μαλάκα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μη. Μη το κάνεις. Μη.

ΡΩΞΑΝΗ: Ψόφα ρε μαλάκα. Φάτα ρε μαλάκα.

(Ο Γιώργος είναι νεκρός. Συνεχίζει να τον χτυπάει. Σταματάει και καρφώνει τον σταυρό μέσα στο στόμα του.)

ΡΩΞΑΝΗ: Ποτέ ξανά. Ποτέ.

(Τον φτύνει. Τρέχει προς τις ροδακινιές. Ακούει την μητέρα της να θρηνεί και σταματάει. Κατευθύνεται προς τον τάφο σιγά σιγά με τα μαύρα ρουχα της γεμάτα αίματα.)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα δύο αυτά κείμενα γράφτηκαν απ’ την Αναστασία, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Το πρώτο είναι άσκηση πάνω στις ιστορίες παλάμης, το δεύτερο άσκηση στον διάλογο.