Έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες

0
2925

optasies

“Τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα επιτρέπονται”.
Ουίλιαμ Μπάροουζ

“Έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες”.
Κατσιμιχαίοι

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Υπάρχει ένα ιστορικό ανέκδοτο.
Κάποιος πολιτικός βρέθηκε μπροστά σ’ έναν απ’ τους πίνακες που είχε ζωγραφίσει ο Cezanne, με “θέμα” το Mont Sainte-Victoire. Μέσα στις ιμπρεσιονιστικές και πρωτοκυβιστικές μορφές του Σεζάν φαίνονταν μερικά σπίτια.

Ο πολιτικός τα έδειξε με το δάκτυλο και ρώτησε:
“Πόσοι κάτοικοι ζουν σ’ αυτό το χωριό;”

~~

Κάθε πράγμα, γεγονός, κατάσταση, πρόσωπο, μπορούμε να το αντιληφθούμε με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους.

Κερδοσκοπικά, πληροφοριακά, αισθητικά και πνευματικά.

Στην πρώτη περίπτωση προσπαθούμε να καταλάβουμε τι κέρδος μπορεί να υπάρξει απ’ την κατάσταση αυτή.

Στη δεύτερη απομυζούμε πληροφορίες.

Στην τρίτη απολαμβάνουμε αισθητικά την κατάσταση.

Και στην τέταρτη επηρεαζόμαστε βαθύτερα, πιο έντονα, πιο ισχυρά.

~~

Έστω, για παράδειγμα, ότι βρισκόμαστε μπρος στην Παλαιά Φιλαρμονική Κέρκυρας, καθώς παίζει τον Αμλέτο.

Ο άνθρωπος που θα ζήσει αυτή την κατάσταση “κερδοσκοπικά” ίσως να σκεφτεί πόσο και αν πληρώνονται οι μουσικοί της μπάντας. Πόσο κοστίζουν οι στολές τους και πόσο τα χάλκινα. Και μπορεί να σκεφτεί πόσα κιλά χαλκό θα έβγαζε αν τα έλιωνε.

Στη δεύτερη περίπτωση ο άνθρωπος θα προσπαθήσει να μάθει πόσοι μουσικοί παίζουν στην Παλαιά, πότε φτιάχτηκε, κι ακόμα ποιο είναι το κομμάτι που παίζουν, ποιος το έγραψε και πότε, κι άλλες τόσες πληροφορίες.

Στην τρίτη περίπτωση ο άνθρωπος θα απολαύσει το θέαμα των όμορφων στολών και των μουσικών οργάνων, με φόντο την παλιά πόλη. Έπειτα θ’ ακούσει και το Amleto του Faccio.

Στην τέταρτη περίπτωση ο ακροατής και θεατής θα πάψει ν’ ακούει και να βλέπει. Θα νιώσει την κατανυκτική μουσική χωρίς να σκέφτεται ποιος την έγραψε και ποιος την παίζει. Ουσιαστικά θα σταματήσει να σκέφτεται τον εαυτό του ως κάτι ξέχωρο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, και θα βιώσει, έστω για λίγα λεπτά, αυτό που οι μεταφυσικοί αποκαλούν ένωση με το όλον -ή έκσταση.

~~

Η τέταρτη περίπτωση συμβαίνει λιγότερα συχνά, για όλους τους ανθρώπους. Συνήθως αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις κερδοσκοπικά, πληροφοριακά ή αισθητικά.

Οι πιο συνηθισμένες “πηγές” έκστασης είναι η τέχνη, η θρησκεία, το σεξ, η φύση, το αλκοόλ και τα ενθεογόνα, τα ναρκωτικά.

Παρότι ακούγεται ως κάτι “παράξενο”, μας συμβαίνει κάθε φορά που βλέπουμε μια θεατρική παράσταση ή διαβάζουμε ένα βιβλίο ή κάνουμε μια υποβρύχια κατάδυση ή φτάνουμε σε οργασμό, όπου για λίγα λεπτά ή περισσότερο, ξεχνάμε ποιοι είμαστε.

Η απώλεια της ταυτότητας είναι απαραίτητη για να αντιληφθείς ευρύτερα τον κόσμο.

~~

Μια παρόμοια κατάσταση, όπου μπόρεσα να διακρίνω αυτές τις τέσσερις όψεις της πραγματικότητας, βίωσα την Κυριακή του Πάσχα, στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Κέρκυρα.

Ως ένθεος αγνωστικιστής που -ισχυρίζομαι ότι- είμαι μπήκα στον ναό και εντυπωσιάστηκα με τις δυτικότροπες τοιχογραφίες, καθώς και με τη διακόσμηση. Αυτή ήταν η αισθητική προσέγγιση της κατάστασης. Έπειτα ξεκίνησα να σκέφτομαι πότε χτίστηκε και έψαχνα να βρω στις αγιογραφίες την τεχνοτροπία της αναγεννησιακής ζωγραφικής. Πληροφοριακή προσέγγιση.

Κερδοσκοπικά δεν το σκέφτηκα, αν και μου πέρασε απ’ το μυαλό πώς οι παπάδες εκμεταλλεύονται την ανάγκη των ανθρώπων για θρησκευτικότητα, προκειμένου να πουλάνε κεριά και προσευχές.

Έπειτα έκατσα σ’ ένα στασίδι για να παρατηρήσω τον κόσμο.

~~

Οι τουρίστες προσέγγιζαν την κατάσταση, που ήταν η Λειτουργία της Αναστάσεως, αισθητικά, όπως θα έκαναν σε ναό κάθε άλλης θρησκείας, είτε ινδουιστικό είτε τζαμί. Παρατηρούσαν τα χρώματα, μύριζαν τα αρώματα, άκουγαν τις ψαλμωδίες, τραβούσαν φωτογραφίες, κι έφευγαν.

Μια γυναίκα στάθηκε λίγο πιο μπροστά από μένα. Έβγαλε το smart phone, τράβηξε μια φωτογραφία από το λείψανο, κι ύστερα την είδα να την ποστάρει στο facebook. Αυτή είναι μια σύγχρονη μορφή κερδοσκοπίας, να ψαρεύεις like.

Έπειτα είδα μια γριά που δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι, καθώς ήταν σκεβρωμένη απ’ την αρθρίτιδα, να μπαίνει με κόπο στον ναό. Έκανε τον σταυρό της και πλησίασε αργά κοντά στο στασίδι μου. Σηκώθηκα για να κάτσει. Εκείνη κοίταξε εμένα και το κάθισμα αδιάφορα. Ύστερα έμεινε όρθια -όσο όρθιος θεωρείται ένας άνθρωπος διπλωμένος στα δύο- ν’ ακούει τη λειτουργία.

Συνήθως δεν νιώθω ιδιαίτερη συμπάθεια για τους θρήσκους. Όμως, εκείνη τη στιγμή, αντιλήφθηκα ότι η σκεβρωμένη πιστή ήταν η μόνη που βίωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη συγκεκριμένη κατάσταση. Οι υπόλοιποι, του υποφαινόμενου συμπεριλαμβανομένου, την προσέγγιζαν επιφανειακά.

Η γριά ζούσε κάτι παραπάνω από εμάς, τους άθεους και αγνωστικιστές και περαστικούς. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτό που ένιωθε είχε κάποια πραγματιστική βάση. Δεν έχει καμία σημασία αν υπάρχει ο χριστιανικός θεός ή κάποιος θεός γενικά κι αόριστα. Δεν έχει καμία σημασία αν η θρησκεία, αν οι θρησκείες γενικά και καθόλου αόριστα, είναι μηχανισμοί κερδοσκοπίας και καταπίεσης.

Άλλωστε όλα είναι απ-όψεις της πραγματικότητας, και μόνο εκείνη μπορούσε να βυθίζεται στη “βαθύτερη” όψη της συγκεκριμένης κατάστασης.

~~

Γέλασα με τις πεποιθήσεις μου. Κι εκείνη τη στιγμή, λες και όλο το σύμπαν συνωμοτούσε για να με χλευάσει, ο παπάς βρέθηκε απρόσμενα μπροστά μου, και με ράντισε λιβάνι.

Ήταν μια στιγμή έμπνευσης. Ξεκίνησα να περπατώ πέρα-δώθε, να σκέφτομαι τις όψεις της πραγματικότητας, και ίσως να μονολογούσα κάποιες στιγμές, τρομάζοντας τους υπόλοιπους. Δεν είχα τετράδιο μαζί για να σημειώσω τις σκέψεις μου, έτσι ήμουν σαν βοσκός που βλέπει τα πρόβατα να διασκορπίζονται.

~~

Βγήκα απ’ τον ναό και περπατήσαμε με τον Τηλέμαχο και την Νέλλη, ως το δρόμο των Ληστών. Τους έλεγα για τις τέσσερις όψεις της πραγματικότητας. Και τότε η Νέλλη με ρώτησε: “Πού είναι η τσάντα μου;”

Μου την είχε εμπιστευτεί για λίγο, να την κρατάω. Κι εγώ την είχα ξεχάσει.

Έφυγα τρέχοντας πίσω, στο ναό του Σπυρίδωνα, ελπίζοντας να τη βρω στο στασίδι. Είχε μέσα τα εισιτήρια επιστροφής και λίγα χρήματα. Η σκεβρωμένη γριά καθόταν δίπλα της, σαν να με περίμενε, σαν να τη φύλαγε. Δεν σήκωσε το κεφάλι, μόνο τέντωσε το χέρι και μου την έδειξε. Τα δάκτυλα της ήταν πρησμένα.

– Ευχαριστώ πολύ, της είπα.
– Τον Θεό, απάντησε εκείνη.

Πριν φύγω στάθηκα στην άκρη, κοίταξα το ταβάνι, άκουσα τις ψαλμωδίες κι έκανα τον σταυρό μου, σαν να ήμουν πιστός κι εγώ. Ήταν πιο ωραία απ’ το να είσαι τουρίστας.

Γι’ αυτό συνεχίζω να είμαι ένθεος, αν και δεν μπορώ να πιστέψω στην ύπαρξη του θεού. Απολαμβάνω το παράλογο, αντί να υπερασπίζομαι αναίτια την κυριαρχία της περιορισμένης -αποδεδειγμένα- ανθρώπινης αντίληψης.

Τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα επιτρέπονται.

~~

Συμπερασματικά και ανόητα:
Όλος ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση, όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί η ανθρώπινη ζωή είναι τόσο σύντομη, και η ανθρώπινη σκέψη τόσο… ανθρώπινη.

Αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου στα τρία, αρχίζεις να γίνεσαι αυτόνομος άνθρωπος (πνευματικά) στα είκοσι, στα σαράντα δεν έχεις καταλάβει και πολλά, κι ύστερα είσαι ογδόντα και πεθαίνεις.

Τα ογδόντα χρόνια φαντάζουν πολλά όταν είσαι νέος. Αλλά όταν γίνεσαι ογδόντα, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς πέρασε ο χρόνος. Είναι όπως οι διακοπές ή όπως η άδεια στον στρατό: Απ’ τη στιγμή που υπογράφεται, απ’ τη στιγμή που ξεκινάνε, έχουν ήδη τελειώσει.

Δεν θέλω να σας στεναχωρήσω, αλλά έτσι είναι κι η ζωή.

Όσο πασχίζεις να γραπωθείς πάνω της τόσο πιο οδυνηρό είναι το πέρασμα του χρόνου.
Όσο περισσότερα προσπαθείς να κατανοήσεις τόσο περισσότερα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν κατανοείς.
Όσο περισσότερο προσπαθείς να ελέγξεις τα πράγματα τόσο καταλαβαίνεις ότι δεν είναι τίποτα άλλο από μια χίμαιρα. Προσωπικές αυταπάτες κι οπτασίες.

Κι όλα αυτά που έγραψα σήμερα, τι άλλο είναι;