40 έτη υπό σκιάν

0
3214

Όταν είσαι 40 χρονών, σχεδόν ο μισός ανήκεις στο παρελθόν. Και όταν είσαι 70, σχεδόν όλος.
Jean Anouilh

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η γυναίκα που μπαίνει στο καφέ είναι γύρω στα εξήντα πέντε. Καλοντυμένη και μακιγιαρισμένη, χαμογελαστή.

“Περιμένω παρέα”, μας λέει. Κι όλο κοιτάει προς την πόρτα.

Λίγο μετά βλέπουμε έναν άντρα να στέκεται στις σκάλες. Τον βλέπει κι εκείνη, του κάνει νόημα. Αυτός είναι μεγαλύτερος, ίσως εβδομήντα, και πολύ καταπονημένος. Χλωμός και λιπόσαρκος, τα ρούχα του περισσεύουν. Κατεβαίνει τις σκάλες με δυσκολία, κρατώντας την κουπαστή.

Η γυναίκα χάνει τον ενθουσιασμό της, σαν τον βλέπει να πλησιάζει. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται, μετά κοιτιούνται με το ανάποδο χαμόγελο στο πρόσωπο.

Εκείνη παίρνει ένα ντεκαφεϊνέ, αυτός κρύο τσάι. Απ’ όσα ακούω (κατά λάθος) είναι παλιοί φίλοι -θα μπορούσε να ήταν και περιστασιακοί εραστές. Είχαν πολλά χρόνια να βρεθούν, πάνω από τριάντα -η γυναίκα ζούσε στο εξωτερικό.

Ο άντρας μοιάζει να έχει αποδεχτεί την κατάσταση. Όμως η γυναίκα, που τόσο καιρό δεν είχε δει τους παλιούς φίλους (εραστές;), μοιάζει μόλις να συνειδητοποιεί πόσα χρόνια πέρασαν, ότι είναι 65 χρονών, όχι τριάντα πέντε -τότε που έφευγε για Αυστραλία.

Τότε που όλοι οι άντρες γυρνούσαν να την κοιτάξουν όταν περνούσε. Τότε που οι άλλες γυναίκες τη ζήλευαν και τη σχολίαζαν. Τότε που κατακτούσε την τέχνη της. Τότε που κι ο Κώστας ήταν σαράντα, πριν την αρρώστια, πριν τα χειρουργεία, πριν τριάντα χρόνια, πριν γίνει αυτός που κάθεται απέναντι της και την κοιτάει με το ανάποδο χαμόγελο και με μασέλα.

Ο τρόπος που κάθονται, η γλώσσα του σώματος, ακούγεται πιο δυνατά απ’ τη μουσική. Λένε: “Τι έγινε; Πώς έγινα έτσι; Πώς έγινες έτσι; Πώς πέρασαν τα χρόνια;”

~~{}~~

Φεύγω απ’ τη δουλειά καταμεσήμερο. Το αυτοκίνητο είναι άρρωστο, οπότε πρέπει να κάνω μια απόσταση 20 λεπτών με το ποδήλατο.

Νόμιζα ότι θα ήταν κάτι εύκολο. Είκοσι λεπτά ποδήλατο με σαράντα βαθμούς, μετά από οκτώ ώρες τρέξιμο. Θυμόμουν τον παλιό μου εαυτό, τότε που δούλευα στην Νάξο, δέκα ώρες την ημέρα, κι ενδιάμεσα πήγαινα με το ποδήλατο ως τον Προκόπη για να βουτήξω στη θάλασσα. Δεν είχα υπολογίσει σωστά, είχα ξεχάσει ότι δεν είμαι πια είκοσι-κάτι χρονών.

Μετά από δέκα λεπτά, στην ανηφόρα, κι ενώ ο ήλιος μου κάνει ακτινογραφίες, είμαι ένα ιδρωμένο πράγμα που αγκομαχάει. Παραιτούμαι, κατεβαίνω και ψάχνω για μια σκιά, με το ποδήλατο να με συντροφεύει πλέον.

Θυμάμαι τον Δημήτρη στον Πήλιο, 46 αυτός, ανθοκόμος, που έλεγε ότι το σώμα του δεν αντέχει όσα άντεχε κάποτε. Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής.

Όσο και να θέλουμε να παραστήσουμε τους ήρωες ή τα τζόβεννα, όσο και να θέλουμε να αυταπατώμαστε ότι “σαράντα-είναι-τα-νέα-τριάντα”, η αλήθεια είναι πικρή και κοκαλοτσακίστρα.

Τα σαράντα είναι η αρχή του φθινοπώρου. Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουν τα μαλλιά, πέφτουν τα βυζιά κι ίσως να βρεθείς σύντομα στην αμήχανη θέση, όπου θ’ ακούσεις εκείνο το περιβόητο “μην-ανησυχείς-συμβαίνει-σε-όλους-τους-άντρες”.

~~{}~~

Μέχρι τα είκοσι είναι η άνοιξη. Μεγαλώνεις, ανθίζεις.

Είκοσι με σαράντα είναι το υπέροχο καλοκαίρι. Καρπίζεις, γεννάς.

Σαράντα με εξήντα είναι φθινόπωρο πια. Έχεις ηλιόλουστες μέρες, με ηλιοβασιλέματα πολύ πιο όμορφα από εκείνα του καλοκαιριού (ίσως γιατί υπάρχουν λίγα σύννεφα στον ουρανό). Αλλά κάποιες φορές μπορεί να έχει πολύ κρύο, ειδικά Νοέμβρη μήνα. Κι οι μέρες όλο και μικραίνουν.

Εξήντα με ογδόντα είναι ο χειμώνας. Συρρικνώνεσαι μέρα με τη μέρα. Τα μαλλιά σου γίνονται σαν το χιόνι. Ένας ένας οι φίλοι κι οι σύντροφοι αποδημούν για άλλους τόπους.

Και, δυστυχώς, μετά δεν ξανάρχεται η άνοιξη. Μπορεί να γίνεσαι πάλι σαν μωρό, αλλά δεν μπορείς ν’ ανθίσεις.

Ο άνθρωπος (ο τυχερός άνθρωπος) έχει και μια πέμπτη εποχή, όπου μοιάζουν ν’ ανακατεύονται όλες οι άλλες, αλλά πια το τέλος του χρόνου είναι αυτό που σε σημαδεύει. Το τέλος του δικού σου χρόνου.

~~{}~~

Ενώ περπατάω υπό σκιά, με το ποδήλατο παρέα, βλέπω σ’ ένα παγκάκι να κάθονται δυο έφηβοι. Ζήτημα να είναι δεκατεσσάρων χρονών. Φιλιούνται, ενώ είναι ακίνητοι, σαν ένα άγαλμα της νιότης, που ένας αυτοδίδακτος γλύπτης σμίλεψε στον αέρα.

Δεν χουφτώνονται, τα χέρια τους είναι μακριά από κάθε ερωτογενή ζώνη. Μόνο τα χείλη, η γλώσσα, τα δόντια, υπάρχουν.

Είναι τόσο μεγάλη η αντίθεση με τη γυναίκα απ’ την Αυστραλία και τον ταλαιπωρημένο Κώστα.

Τα παιδιά που φιλιούνται θα σκέφτονται: “Φιλάω! Με φιλάει! Το κάνω καλά; Του/της αρέσει; Φιλάω! Φιλιέμαι!”

Δεν χρειάζονται τίποτα παραπάνω εκείνη τη στιγμή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Μόνο τα χείλη που φιλάνε.

Ξεχάστε τον Ελύτη, με τις ελιές του, τα κλήματα και τις βάρκες.

Αν ο κόσμος καταστραφεί τελείως θα μείνουν δυο έφηβοι που φιλιούνται. Είναι αρκετοί για να τον ξαναχτίσουν απ’ την αρχή.

~~{}~~

Και σαν το σκέφτομαι αυτό βλέπω ότι τέλειωσε η ανηφόρα. Ανεβαίνω στο ποδήλατο ξανά και φεύγω. 40 έτη υπό σκιά κι ο ήλιος να βαράει.

Κάθε εποχή είναι ωραία και νόστιμη. Κι όσα χάνεις σε δύναμη τα αντικαθιστάς με εμπειρία.

Αρκεί να βλέπεις τον ήλιο και το φεγγάρι. Και ν’ απολαμβάνεις την κάθε εποχή (σου).

~~{}~~

Τελειώνω αυτό το κείμενο, το αφήνω στον υπολογιστή, κοιμάμαι και ξυπνάω για να δουλέψω άλλες δεκαπέντε ώρες (οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες, σαν του λόγου μου, πρέπει να κάνουν και δυο δουλειές, για να επιβιώσουν).

Αργά τη νύχτα κάθομαι στο γραφείο μου, στο μπαλκόνι, κι ανοίγω τον υπολογιστή για να γράψω λίγο ακόμα, όσο αντέχω.

Μαθαίνω για την επίθεση στη Νίκαια. Θυμάμαι το μέρος. Είχα περάσει από ‘κει, πριν πολλά χρόνια, όταν αλώνιζα στη Γαλλία. Είναι μια μεσογειακή πόλη, όλο φως. Κι έγινε μια πόλη όλο αίμα και φρίκη.

Ο κόσμος μας γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο φρικαλέος.

Απ’ τη μία η μοναχική βία ατόμων, απ’ την άλλη η θεσμοθετημένη βία των κρατών. Κι ανάμεσα παιδιά που πληρώνουν τις αμαρτίες γονέων.

Κάποιες στιγμές νιώθω ότι έχει χαθεί κάθε ελπίδα για το είδος μας, αυτούς τους τόσο σοφούς, εις διπλούν, Homo Sapiens Sapiens.

Έπειτα θυμάμαι το ζευγαράκι των έφηβων που φιλιούνται. Όσο υπάρχουν αυτοί, όσο υπάρχει έρωτας, υπάρχει ελπίδα.

Οι ερωτευμένοι θα σώσουν την ανθρωπότητα -αν μπορεί να σωθεί.