“Μην Προσπαθείς”
Απ’ την ταφόπλακα του Μπουκόφσκι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Παίρνω ως αφορμή τα γενέθλια του, αλλά δεν πρόκειται να γράψω τη βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Μόνο στιγμιότυπα.
Θυμάμαι ότι ήμουν έφηβος όταν πρωτοδιάβασα κάποια δική του συλλογή διηγημάτων. Δυο φίλες μου είχαν πει ότι ο Μπουκόφσκι δεν είναι παρά ένας μεθύστακας που γράφει. Τότε είχα διαφωνήσει, αλλά τώρα πια καταλαβαίνω ότι ο ίδιος θα συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτόν τον ορισμό. Θα του άρεσε και θα γελούσε.
Νομίζω ότι ένας νέος που ζει με τους γονείς του δεν μπορεί να καταλάβει τον Μπουκόφσκι. Πρέπει να φας σκατά για να εκτιμήσεις τη δουλειά του. Πρέπει να μείνεις άφραγκος, άνεργος, να δουλέψεις σε όποια μαλακία δουλειά βρεις, να γίνεις λιώμα πολλές νύχτες και να περιφέρεσαι στους δρόμους κοιτώντας κάτω, ψάχνοντας για δέκα σεντς, προκειμένου να συμπληρώσεις το ποσό που χρειάζεσαι για να πάρεις ένα σάντουιτς.
Πρέπει να πονέσεις, να φτάσεις στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, πρέπει να τρελαθείς και να σκεφτείς ότι είσαι σκουπίδι. Κι από ‘κει μέσα, στον βούρκο όπου τσαλαβουτάς, να βρεις το θάρρος να γράψεις τρεις λέξεις.
~~
Είχα ακούσει την είδηση του θανάτου του στις ειδήσεις.
– Τον ξέρεις; με ρώτησε ο πατέρας μου.
– Λιγάκι, είχα πει.
Θα τον μάθαινα καλύτερα με τα χρόνια.
~~
Κι ενώ τον ήξερα ως πεζογράφο, κάποια στιγμή ένας φίλος μου έδωσε να διαβάσω την ποίησή του. Είναι το ίδιο βρώμικη και λυρική, τα γραπτά ενός δαίμονα που σιχαινόταν την εξουσία, είτε θεός λέγεται είτε κράτος είτε αυτό-που-πρέπει-να-κάνεις.
Δαιμονισμένος άγγελος μάλλον, αφού μπορείς να διακρίνεις πίσω απ’ τις βωμολοχίες, τα μεθύσια και τα γαμήσια, έναν ποιητή που αγαπάει τους ανθρώπους -ειδικά του θηλυκού γένους.
Ο Μπουκόφσκι δεν ήταν μισάνθρωπος ούτε κοιτούσε το πλήθος αφ’ υψηλού. Πώς να το κάνει; Αφού πάντα ήταν εκεί κάτω, χαμηλά, με τους κουρασμένους άντρες και τις γελασμένες γυναίκες.
Δεν ζούσε σε φιλντισένιους πύργους, ζούσε σε ξεχαρβαλωμένα επιπλωμένα δωμάτια του Λος Άντζελες, και συνήθως απέφευγε τη σπιτονοκοκυρά – γιατί χρωστούσε νοίκια.
Ναι, είναι ο μεθύστακας της διπλανής πόρτας, εκείνος ο κακομούτσουνος και τελειωμένος γείτονας, που ξυπνάει μετά το μεσημέρι και γυρνάει σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Κι όλοι τον κακολογούν.
~~
Είδα τον Μίκυ Ρουρκ στο Barfly. Είδα και τον Ματ Ντίλον στο Factotum.
Η ταινία ξεκινάει με τον Χένρι Τσινάνσκι (την περσόνα του Μπουκόφσκι) να σπάει πάγο σ’ ένα ανοιχτό φορτηγό. Ο επιστάτης τον φωνάζει: “Τσινάνσκι!”
Κι ο Ματ Ντίλον γυρνάει και κοιτάει τον ουρανό, λες κι είναι ο θεός που τον φωνάζει.
Μ’ εκείνον τον Τσινάνσκι πολλές βραδιές έκανα παρέα. Συνήθως μου άδειαζε το ποτήρι κι έπρεπε να παραγγείλω κι άλλο ποτό. Τελικά γυρνούσαμε παρέα στους δρόμους, παραπατώντας, μέχρι το σπίτι, να κοιμηθούμε λίγο πριν σηκωθούμε για δουλειά.
Και κάθε τόσο κοιτούσαμε ψηλά, στον ουρανό, γιατί νομίζαμε ότι μας φωνάζει ο θεός.
~~
Βλέπω το μούτρο του στις φωτογραφίες. Βλογιοκομμένος, αξύριστος και άσχημος. Με τα μάτια πάντα μισόκλειστα, χαραμάδες που αφήνουν λίγο φως να πέσει στους ωκεανούς από μπύρα. Ένας αλήτης, θα ‘λεγες, αν νομίζεις ότι αυτό που κάνει τους αλήτες αλήτες είναι τα μούτρα τους, κι όχι οι τόνοι πρέζας που πουλάνε μέσα απ’ τις επαύλεις τους κι όχι οι νόμοι που υπογράφουν με βρόμικα χέρια.
Ξέρω πολλούς κουστουμαρισμένους και φρεσκοξυρισμένους που δεν αξίζουν μια τρίχα απ’ τα μεγαλειώδη αρχίδια του μεθύστακα εκείνου που λεγόταν Μπουκόφσκι.
Ξέρω και δήθεν προοδευτικούς που τον δολοφονημένο μαύρο τον λένε αφροαμερικάνο, το μουνί το λένε αιδοίο, τους τσιγγάνους τους λένε Ρομά. Πολιτικά ορθοί τύποι, που θα πουλούσαν και το αιδοίο της μάνας τους για να εξασφαλίσουν λίγες ψήφους, λίγη συμπάθεια, πολύ χρήμα κι άλλα τόσα like.
Ο Μπουκόφσκι δεν νοιαζόταν να είναι πολιτικά ορθός. Δεν έγραφε καν “μαύρος”. Έγραφε αράπης. Δεν έγραφε “μουνί”. Έγραφε τρύπα. Δεν έγραφε “τσιγγάνος”. Έγραφε γύφτος.
Δεν ήταν ρατσιστής. Με τους αράπηδες δούλευε παρέα, γαμούσε παρέα.
Δεν ήταν σεξιστής. Λίγοι άντρες αγάπησαν τις γυναίκες όσο αυτός. Χωρίς ψιμύθια και αυταπάτες.
~~
Οι γυναίκες του Μπουκόφσκι. Τα κείμενα του μυρίζουν κρασί και μουνί.
Δεν γράφει για γυναίκες μυστηριακές, αψεγάδιαστες κι ερωτευμένες. Το αντίθετο. Οι γυναίκες του έχουν κυτταρίτιδα και ρυτίδες, είναι μεθυσμένες και τον παρατάνε μόλις καταλαβαίνουν πόσο καμένο χαρτί είναι.
Είναι γυναίκες αληθινές, διόλου χάρτινες, διόλου φανταστικές. Με σάρκα και οστά, και πόνο και απογοήτευση – και με το εσώρουχο τους, όταν το πετάνε δίπλα στο κρεβάτι, λίγο λερωμένο.
Είναι γυναίκες που κατουράνε και χέζουν, που ξερνάνε τ’ άντερα τους και ισιώνουν τις σκισμένες κάλτσες τους πριν φύγουν.
Κι όλες τον πονάνε που τον αφήνουν, αλλά ο Τσινάνσκι ξέρει ότι είναι το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν. “Ο χαμένος ποτέ δεν κερδίζει το κορίτσι”.
~~
Ο Μπουκόφκσι δεν ήταν “καλός άνθρωπος”. Ίσως να μην τον άντεχες ούτε λεπτό. Να σου φαινόταν πρόστυχος και βρόμικος. Όμως κουβαλούσε πάνω του όλη τη βρομιά του κόσμου, σαν άλλος Ναζωραίος. Έκανε παρέα με τις πόρνες, τους αλογομούρηδες τζογαδόρους, τους άστεγους, τους μεθύστακες, τους απόκληρους και τους χαμένους.
Ο Μπουκόφκσι δεν ήταν “καλός συγγραφέας”. Δεν έγραψε αριστουργηματικά κείμενα, όπως ο συμπατριώτης του ο Φώκνερ, ούτε όπως τα ινδάλματά του, ο Χέμινγουεϊ και ο Ντοστογιέφσκι. Εκείνων τα βιβλία τα θαυμάζεις, όπως όταν βρίσκεσαι μπρος στον Παρθενώνα.
Τα πεζά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είναι μικρά κι ασήμαντα σαν το πατρικό σου σπίτι. Δεν νιώθεις δέος, αλλά συγκίνηση. Γιατί εκεί μέσα μεγάλωσες, σ’ εκείνους τους μουχλιασμένους τοίχους, μ’ εκείνες τις μεθυσμένες λέξεις.
Κι ίσως κάποια μέρα ο Παρθενώνας να καταρρεύσει. Ίσως κανείς να μη διαβάζει τις αριστουργηματικές φράσεις του Φώκνερ. Ο Μπουκόφσκι κι η περσόνα του, ο Χένρι Τσινάνσκι, θα μείνουν.
Γιατί ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμάς. Απογοητευμένος και μικρός, τυραννισμένος και αδύναμος και…
Και αρκετά δυνατός για να σηκωθεί το επόμενο πρωί, μετά από δέκα χιλιάδες μπύρες κι άλλο τόσο πόνο, να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να πει: “Λοιπόν, σκατόμουτρο, κατάφερες να σηκωθείς και σήμερα”.
Όπως να το κάνεις, όσο κι αν πέσεις, όσο κι αν μεθύσεις, όσο κι αν απογοητευτείς, το θέμα όλο είναι να σηκωθείς ξανά. Και να γελάσεις με τα χάλια σου. Μέχρι που να σε χώσουν σε μια τρύπα και να βάλουν πάνω απ’ το κρέας σου μια ταφόπλακα.
Μέχρι τότε, φίλε Τσινάνσκι, προλαβαίνουμε να πιούμε μια μπύρα.
Και να ξημερωθούμε -αν το καταφέρουμε κι αύριο, για να συνεχίσουμε ν’ αγαπάμε αυτά που κάνουμε.
Μέχρι το τέλος. Αυτός είναι ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει.
Μέχρι το τέλος.
Πατήστε για να δείτε το βίντεο στο youtube. Είναι ο επίλογος.