Το τέλος των ανθρώπων και η κυριαρχία των λύκων

1
1498

wolf-matt-black

Το τέλος του κόσμου (και η γέννηση ενός λύκου)

29 – 9 – 21

Εννέα μήνες. Εννέα ολόκληρους μήνες κρύβομαι μέσα στα δωμάτια και τους διαδρόμους. Εδώ διάλεξα να συναντήσω το τέλος του κόσμου,  το τέλος των άλλων.

«Εδώ θα έχω όση τροφή χρειάζομαι. Μακάρι να μου φτάσει μέχρι τα βαθιά γεράματα.».

Επί εννέα φεγγάρια, μου ψιθυρίζω στο αυτί τον φόβο. Οι επιζώντες εκεί έξω, αν υπάρχουν, θα παραμονεύουν αποτρελαμένοι. Ποιος ξέρει πόσο επικίνδυνοι θα είναι όλοι τους πια;

Περίεργο που έπειτα από τέτοια καταστροφή διάλεξα να φοβάμαι την πιθανή παρουσία και όχι την πλήρη απουσία των ανθρώπων. Οι σκέψεις λοβοτομημένες. Δεν βγάζει τίποτα νόημα.

Πρέπει να φύγω από εδώ. Αυτό το μέρος μοιάζει με μήτρα που με σιχάθηκε. Θέλει να με γεννήσει, να απαλλαχτεί απ’ το βάρος της μοναξιάς μου.
Ετοιμάζω τον σάκο μου. Αυτή τη φορά θα βρω ένα κανονικό διαμέρισμα. Μια φωλιά με φιλόξενες πατημασιές.

29 – 9 – 22

Κάποιες φορές, τρέμω στην ιδέα του τι θα συμβεί αν μου τελειώσει αυτό το ¨τσαφ¨ του αναπτήρα. Πόσα άχρηστα πράγματα μας έμαθαν στο σχολείο;

«Καλημέρα παιδιά. Σήμερα θα μάθουμε πώς ν’ ανάβουμε φωτιά ξεκινώντας από τα βασικά!». Κανείς τους, ποτέ.

Ίσως είναι καιρός να αρχίζω να εκπαιδεύω τον φόβο μου στο σκοτάδι.
Διάλεξα ένα σπίτι, το πρώτο που διατηρούσε ανέπαφο το άρωμα των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε εδώ. Καλοί άνθρωποι. Φτωχοί και καλλιεργημένοι. Η βιβλιοθήκη τους, αρχοντική. Τεράστια. Σχεδόν κάθε βράδυ σκαρφαλώνω στα μπαρόκ γόνατα αυτού του σοφού γέροντα και κουβεντιάζουμε για τις αναζητήσεις του.

Η οικογένεια αυτή έχει τρία παιδιά, μεταξύ τους κι ένα ορφανό. Εμένα.
Έχω ζωγραφίσει το σημάδι μου σε μυριάδες τοίχους εκεί έξω. Την τελευταία φορά εμπνεύστηκα έναν Πάνα και του φόρεσα ένα αφύσικο, τεράστιο χαμόγελο. Εχθές καθώς περνούσα από εκεί, τον είδα να λύνεται στα γέλια. Του εξήγησα ότι είναι μεγάλη αγένεια εκ μέρους του να σαρκάζει την επιμονή μου. Η ελπίδα του λέω, πεθαίνει πάντα τελευταία!
Τίποτα αυτός. Γελούσε πιο δυνατά. Αμετανόητος.

Ε λοιπόν, άει στο διάολο και οι ελπίδες και οι άνθρωποι και τα ντουβάρια!
Φεύγω. Αυτή τη φορά θα πάω κάπου μακριά. Κάπου που να έχει θάλασσα και γενναιόδωρο αέρα.

Αντίο μαμά, αντίο μπαμπά. Ευχαριστώ για όλα.

29 – 9 – 23

Στο παρελθόν υπήρξα μανιακή καπνίστρια. Ξέρω ότι υπάρχουν άπειρα τσιγάρα που μπορώ να ληστέψω και να ρουφήξω την σάρκα τους, αλλά δεν το τολμώ. Χρειάστηκε να καταστραφεί ο κόσμος για να το κόψω το ρημάδι.

Ο κόσμος. Ποιος κόσμος; Αυτός είναι στην θέση του. Οι άνθρωποι λείπουν.
Είναι σα να λέμε ότι απουσιάζει η ποίηση.
Η ποίηση και το σεξ.

Αν είναι να υπάρχει κάποιος επιζών εκεί έξω, θα ήθελα να είναι αρσενικού γένους. Άντρας, ψηλός, δυνατός και ανοιχτόχρωμος. Εντάξει, ας είναι και μελαχρινός, δεν θα κολλήσουμε σε λεπτομέρειες τώρα.

Αρκεί να είναι άντρας, αποφασισμένος για όλα! Ή μάλλον καλύτερα ας μην είναι και πολύ αποφασισμένος για όλα. Να πούμε και δυο κουβέντες πρώτα βρε αδερφέ. Όχι, όχι… Τίποτα να μην πούμε. Είναι προτιμότερο να γελάσουμε μέχρι δακρύων. Έπειτα, ας μπλέξουμε τα ερημωμένα μας κορμιά και κάπως έτσι, γιατι όχι, ας μας λυτρώσει ο θάνατος.

Ευτυχώς έχω την θάλασσα. Αυτή δεν με βρίσκει αστεία. Ζωγραφίζει πάνω μου γαλαζοπράσινα κύματα και κάθε φορά μου υπόσχεται ότι θα το ξανά κάνει.
Σιωπηλή παρηγοριά. Βαθιά αγκαλιά η θάλασσα.
Σιχάθηκα τις κονσέρβες. Θα γίνω χορτοφάγος. Τέρμα τα ψόφια.

29 – 9 – 24

Δεν σκαρφίζομαι πλέον όνειρα. Οι ονειροπληξίες είναι για τους θεωρητικούς. Είναι γι’ αυτούς που αρέσκονται να κομπάζουν για τα αγέννητα. Άσε που τι να τα κάνεις τα όνειρα αν δεν έχεις με ποιόν να τα μοιραστείς;

Παραμιλάω λιγότερο και δεν σκέφτομαι ασυναρτησίες όπως παλαιότερα. Όταν τραγουδάω, πολλές φορές δεν μπαίνω καν στον κόπο να φτιάξω κάποιο στιχάκι. Αντ’ αυτού, ξεπηδάνε από το στόμα μου λέξεις βουβές και άγνωστες. Είναι λες και η γλώσσα δεν έχει πλέον νόημα.

Έτσι που έχω καταλήξει, θα μου ταίριαζε περισσότερο να συναντήσω έναν τετράποδο τύπο, παρά ένα δίποδο τεκνό. Και τι δεν θα έδινα να είχα παρέα έναν σκύλο. Έναν σκύλο τσομπάνη, με μεγάλη μούρη και κοφτερούς κυνόδοντες. Να ξαπλώνω την νύχτα στην μαλλιαρή του κοιλιά και το πρωί να κάνουμε επιδρομή στα δάση για εξερεύνηση.

Ήταν που δεν κάνω πια όνειρα. Άνθρωπος: αρχαίος, δεινός αιθεροβάτης.
Ίσως το ουρλιαχτό που άκουσα εχθές μέσα στην νύχτα να μην ήταν γέννημα της φαντασίας μου. Ίσως ψηλά στο βουνό να υπάρχει κάποια αγέλη. Απόψε θα στήσω καραούλι και θα ετοιμάσω έναν σκοπό γραμμένο στην γλώσσα των λύκων.

Δεν θα με φοβηθούν. Θα μυρίσουν την άγρια καρδιά και τις αγνές προθέσεις μου.
Όλα τα χώματα σε ετούτη εδώ την σφαίρα, ας είναι χάρισμά τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Γεωργία Δέλτα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

“Καλοκαιράκι”

Ξύπνησε με τον ήλιο να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Κρύωνε. Πάει σχεδόν ένας χρόνος. Ένας παγωμένος χρόνος προσπάθειας, να σταθεί στα πόδια του και να οργανωθεί. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ώρες – ώρες σκέφτεται ότι όλα αυτά είναι ένα παραμύθι, ότι βρίσκεται στη δίνη ενός εφιάλτη που μόλις ανοίξει τα μάτια θα χαθεί και θα ξαναβρεθεί εκεί που ήταν. Ευτυχισμένος, χαρούμενος με όσα έκανε, με τη ζωή που είχε.

Το στομάχι άδειο, πονάει. Πρέπει να αναζητήσει και πάλι τροφή. Γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη. Από τότε που έπεσε αυτός ο βαρύς και ατέλειωτος χειμώνας, όλα έχουν καταστραφεί. Απόλυτη ερημιά. Χάθηκαν φίλοι, σχέσεις, άνθρωποι. Πλέον σκοτώνονται για λίγο φαγητό, αν και όποτε βρεθεί. Νιώθει απελπισμένος που θα πάει πάλι για σαφάρι σε άδεια, λεηλατημένα και εγκαταλειμμένα σουπερ μάρκετ. Το χειρότερο δεν είναι αυτό, αλλά που θα δώσει μάχη με κάποιον άλλο. Αν είναι τυχερός, θ’ αρπάξει το έπαθλο και θα εξασφαλίσει την ημερήσια επιβίωση.

~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~-

Σήμερα είναι χαρούμενος. Τον τελευταίο καιρό η ζωή του είναι καλύτερη. Μπορεί να έφυγε μακριά από την πόλη αλλά πλέον έχει καταφέρει να βάλει σε μια σειρά τα πράγματα. Βρήκε μια παρατημένη αποθήκη και την έκανε σπίτι.

Του προσφέρει ασφάλεια, δε βρίσκεται σε σημεία που συγκεντρώνονται άλλοι άνθρωποι, άρα δεν κινδυνεύει και επιπλέον μπορεί να εξασφαλίζει από τη φύση την τροφή του. Βέβαια νιώθει μοναξιά. Αυτό το να μιλάς στον εαυτό σου για να σπας τη μονοτονία της ημέρας, δεν του πάει καθόλου, αντίθετα έχει αρχίσει να τον τρελαίνει. Πλέον έχει αρχίσει να σκέφτεται μια επίσκεψη στην παλιά γειτονιά. Του λείπει η ανθρώπινη επαφή.

Βγήκε έξω, πήρε μερικά ξύλα, από αυτά που είχε βρει τις προηγούμενες μέρες κι άναψε φωτιά. Πρέπει να ετοιμάσει φαγητό. Παλιότερα έδινε μάχη με άλλους για μια κονσέρβα. Τώρα τουλάχιστον νιώθει ασφαλής. Ο λαγός που πιάστηκε στις παγίδες είναι ό,τι πρέπει, νερόβραστος. Αν είχε και λίγο αλάτι θα ήταν καλύτερα. Περιττή πολυτέλεια. Σημασία έχει που βρήκε κι αυτόν τον λαγό.

Εδώ και δύο χρόνια όλα τα είδη χάνονται λίγο – λίγο. Κλιματική αλλαγή το είπανε. Ευτυχώς που κάτι δείχνει ν’ αλλάζει. Σα να μπαίνουν και πάλι σε έναν κύκλο τα πράγματα. Η προηγούμενη χρονιά με τον βαρύ χειμώνα δεν ξαναφάνηκε. Ένιωσε και καλοκαιράκι. Κρύο μεν, αλλά καλοκαιράκι, με ήλιο και θερμοκρασίες πάνω απ’ το μηδέν.

Πλέον γνωρίζει καλά ποιοι φταίνε. Κι αυτός δούλευε σε μια εταιρεία. Κάθε φορά που του ερχόταν μια έκθεση για τις συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης, δεν την άνοιγε, την αρχειοθετούσε. Τώρα αρχειοθέτησε την προηγούμενη ζωή του. Εκείνη με τις σπουδές στα όμορφα χρόνια της νιότης κι αργότερα με την επιτυχημένη καριέρα.

~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~-

Η γειτονιά μοιάζει περισσότερο από ποτέ αγνώριστη. Κανένα από τα στέκια που πήγαινε δεν υπάρχει. Το μπαράκι που κάποτε φλερτάριζε χάσκει ανοιχτό. Χωρίς τσάμια, τραπέζια, καναπέδες. Μόνο μια υποψία από πάγκο, αφού κι αυτός είναι σπασμένος.

Όσοι επέζησαν από την αλλαγή του καιρού ψάχνουν απεγνωσμένα λίγα ξύλα για να ζεσταθούν, όταν δεν αλληλοσφάζονται με σκουριασμένα κονσερβοκούτια για λίγο νερό ή κάτι ξεχασμένο που τρώγεται. Η κατάσταση πάντως δείχνει να βελτιώνεται. Οι χιονοθύελλες γίνονται σπανιότερες και είναι βέβαιο ότι η θερμοκρασία ανεβαίνει.

Λίγους μήνες πριν ήταν σαν καλοκαίρι. Είδε να βλασταίνουν χόρτα και να πρασινίζει το λιβάδι μπροστά του.

Πάνε 3 χρόνια από τότε που κατέρρευσε ο κόσμος. Έχει επιστρέψει στην πόλη του. φύγανε πολλοί και είναι πιο ασφαλές να κινείται στον κατεστραμμένο μεν, αλλά ακόμα υπαρκτό αστικό ιστό. Επιβίωσε από το τρομερό σοκ.

Οι γνώσεις του στην κατασκήνωση, η καλή φυσική του κατάσταση τον κράτησαν δυνατό, αν και είναι αλλαγμένος σε σχέση με το παρελθόν. Κουτσαίνει λίγο. Κατάλοιπο μιας μάχης που είχε δώσει με έναν λύκο για τον παγιδευμένο λαγό. Πέτυχε τότε να σκοτώσει το θηρίο, όμως ένιωσε τα δόντια του να μπήγονται στο γόνατο. Ευτυχώς που ‘χε ένα πιστόλι σκοποβολής για μια ανάγκη. Αχρείαστο μέχρι τότε, αλλά αποδείχτηκε σωτήριο.

Από την παλιά βιβλιοθήκη βγαίνει καπνός.

«Κάποιος είναι μέσα», μονολογεί.

Πλησιάζει την είσοδο, σκύβει για να μη γίνει αντιληπτός. Σηκώνει το βλέμμα. Παντού σκόρπια βιβλία. Στο κέντρο μια μικρή φωτιά και δίπλα της μια λιπόσαρκη φιγούρα καίει φύλλο – φύλλο την πολύτιμη γνώση στον βωμό της επιβίωσης.

~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~- ~-

Η ομάδα των πέντε κινείται προσεκτικά προς το νότο. Αρχηγός τους αυτός. Δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Εδώ και καιρό παρατηρούσαν ότι ο ουρανός σε αυτή την κατεύθυνση ήταν πιο καθαρός. Σημάδι ότι κάτι αλλάζει. Θα μπορούσαν ίσως να συναντήσουν κι άλλους, να ξαναστήσουν μια μικρή κοινωνία και να αντιμετωπίσουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία.

Βαδίζουν δίπλα στην παλιά εθνική, μα σε απόσταση. Με προσοχή. Ο δρόμος πάντα κρύβει κινδύνους. Διάφοροι επιτήδειοι, κρυμμένοι, λήστευαν τους περαστικούς είτε για ένα ζευγάρι τρύπια παπούτσια, είτε για τα κουρέλια τους. Πολλές φορές για την αρπαγή γυναικών. Τέσσερα χρόνια τώρα, η απουσία ανθρώπινης επαφής είχε αναδείξει τα πιο πρωτόγονα ένστικτά τους. Διασκέδασή τους είχε γίνει ο πόνος του άλλου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Cosmonaut, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

1 ΣΧΟΛΙΟ

Comments are closed.