Ο θάνατος της Abigail Jenkins

0
1120

Το κείμενο αυτό γράφτηκε απ’ την Ευγενία Α.Π, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Είναι λογοτεχνική απόδοση μιας υπόθεσης που είχε συγκλονίσει τη Βοστώνη, το 1849, και ποτέ δεν εξιχνιάστηκε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

“Φίλε μου, έχω χρόνια να έρθω στη Βοστώνη. Η οικογένεια βλέπεις, οι δουλειές. Μεγαλώνουν, όσο περνούν και τα χρόνια μας. Έλα μαζί μου, πηγαίνω στο Funell Hall. Ξέρεις δα ότι όλοι οι έμποροι είναι μέλη της λέσχης. Έλα να σε κεράσω τη σπεσιαλιτέ τους: σούπα με μύδια και μπύρα βοστωνέζικη. Έλα, φίλε μου Φιννέα, γιατί σε βλέπω και καταβεβλημένο και θέλω να μάθω τι απέγινε το κέφι σου.
Κάτσε εδώ, κοντά στο τζάκι. Μα εσύ τρέμεις, αγαπητέ μου. Είσαι άρρωστος; Γρήγορα, φάγε την σούπα σου, να ζεσταθείς. Αδυνάτισες, και τα ρούχα σου φαίνονται παράταιρα. Ξενύχτισες, μα πιο πολύ καταλαβαίνω ότι το κεφάλι σου βασανίζουν σκέψεις κρυφές…”

“Αγαπητέ Θαδδαίε, η σούπα ήταν χορταστική και την χρειαζόμουν, γιατί έχω σχεδόν δυο μέρες να φάω. Η φωτιά ζέστανε το κορμί μου και είναι καλοδεχούμενη, γιατί δεν μπορώ πια να ζεσταθώ. Μα πιο πολύ, η δική σου παρουσία, μου ζεσταίνει την ψυχή και το μυαλό. Κοντεύω να τρελαθώ και νομίζω πως άλλη λύση πια δεν έχω, παρά είτε να δώσω τέρμα στην ζωή μου είτε να φύγω –το συντομότερο- μακριά από εδώ. Και μακάρι να μπορούσα να φύγω, μακάρι, αλλά ο λόγος που έδωσα, με αλυσοδένει εδώ. Ο άντρας έχει μόνον τον λόγο του να προβάλει ως τιμή του.”

“Μα τι συμβαίνει; Υπήρξες πάντα φύση απροσδόκητη, ωστόσο ποτέ δεν σε έχω δει τόσο απελπισμένο.”
“…”
“Πες μου, όμως σε παρακαλώ. Γιατί τούτο που σου φαίνεται σπουδαίο, μπορεί σε μένα να φαντάζει απλό κι έτσι από την ομιλία μας, είτε να βρεις παρηγοριά είτε κάτι στη σκέψη που είχες ως τώρα, να αλλάξει.”
“Όλα θα στα ‘πω. Πριν όμως ξεκινήσω, σου ζητώ να μην σκέφτεσαι άσχημα για εμένα, ότι δηλαδή έχω τάχα τρελαθεί. Με ξέρεις δα κι από παλιά. Ούτε το φέρσιμό μου, ούτε η εργασία μου, μου επιτρέπουν να πετώ στα σύννεφα ή να είμαι θρησκόληπτος ή να καταγίνομαι με λόγια γραιών ανοήτων.”

“Η γνωριμία μας, επιβεβαιώνει τα λεγόμενά σου, Φιννέα. Ποτέ ως τώρα, δεν χρειάστηκε να σε αμφισβητήσω ή να θεωρήσω ως αστεία τα λεγόμενα που μου έλεγες για σοβαρά.”
“Θαδδαίε, δεν υπάρχει τίποτε αστείο σ’ αυτά που ζω. Σε παρακαλώ, παρήγγειλε ένα τσάι με κονιάκ, λίγες δυνάμεις να πάρω, για να συνεχίσω να μιλώ.”

~~

“Ένα χρόνο πριν, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνδρας σ’ όλη την Μασσαχουσέτη. Και καλότυχος. Μα από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, ανδρείκελα, στης Μοίρας, τα τυφλά δυο χέρια χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά τ’ αστέρια. Και πόσο τρελά χόρεψα στης Μοίρας τον χορό, φίλε μου.

Είχα δυο μήνες να παραβρεθώ σε κοσμική συγκέντρωση, λόγω μίας επίμονης βρογχίτιδας, που με ταλαιπωρούσε. Ωστόσο όταν ο κ. Jenkins, με προσκάλεσε σπίτι του, έπρεπε οπωσδήποτε να πάω. Μάλλον το γνωρίζεις, αλλά ο κ. Jenkins είναι πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου Βοστώνης, του Ροτοριανού Ομίλου Βοστώνης, ιδρυτής της Bostonian Bank, ιδιοκτήτης ξενοδοχείων και εστιατορίων σ’ όλη τη δυτική ακτή. Έτσι, αναπόφευκτα, αποδέχτηκα την πρόσκλησή του και ξεκίνησα να πάω, χωρίς να τρέφω μεγάλες ελπίδες. Αλλά η μέρα εκείνη υπήρξε η αρχή και το τέλος μου. Εκεί, πρωτοσυνάντησα την Abigail Jenkins, και έμελλε να σφραγίσω την μοίρα μου μαζί της.

Καθόταν δίπλα στον πατέρα της, σεμνή, σιωπηλή. Χωρίς να μιλά, ήταν σα να κραύγαζε σ’ όλη την αίθουσα. Δεν ήταν τόσο ότι ήταν όμορφη, όσο το ότι ήταν εύγλωττα ελκυστική και αριστοκρατική, ένα κολιμπρί ανάμεσα σε μεσόκοπες καλιακούδες.

Και στην Abigail, ωστόσο δεν υπήρξα αδιάφορος. Ο αρραβώνας μας δεν άργησε. Μέσα σε τρεις μήνες από τη γνωριμία μας, λογοδοθήκαμε στο σπίτι των Jenkins, στο κέντρο της Beacon Hill. Γνωρίζεις το κτίριο αυτό, Θαδδαίε. Το εντυπωσιακό τρίπατο στην πιο αριστοκρατορική συνοικία της Suffolk County, που τώρα πια μου φαντάζει για κολαστήριο.

Όμως τότε… Τότε ζούσαμε ένα διαρκές όνειρο, μια ακατάπαυστη σπατάλη χαράς. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι! Στις 19 του Απρίλη, θα παντρευόμασταν, αλλά η μνηστή μου νόσησε βαριά και δεν μπορέσαμε να την σώσουμε. Πέθανε στα χέρια μου.”

~

“Καταλαβαίνω Φιννέα. Είσαι συγκλονισμένος από τον θάνατό της.”
“Και βέβαια, ο θάνατός της, ειδικά που συνέβη τόσο ξαφνικά αγαπητέ μου, ήταν ένα τρομακτικό χτύπημα για εμένα, τον πατέρα και όλα τα προσφιλή της πρόσωπα. Όμως, ο θάνατός της ήταν μόνον η αρχή.”

~

“Στις 20 Απριλίου κηδεύαμε την Abigail στην Εκκλησία του Σωτήρα. Μετά την δοξολογία την μεταφέραμε στο Κοιμητήριο του Αγίου Βενεδικτίνου, όπου υπάρχει η οικογενειακή κρύπτη των Jenkins. Την Abigail θα την ενταφιάζαμε δίπλα στην μητέρα της Laureen, η οποία πέθανε στη γέννα. Την αρραβωνιαστικιά μου ανέθρεψε μια κρεολή υπηρέτρια, η Celestinne, αφοσιωμένη στην κυρά της, μέχρι θανάτου.

Tην ώρα που ο πατέρας της κι εγώ, ασπαζόμασταν την Abigail για τελευταία φορά, η Celestinne, την πλησίασε, της φόρεσε ένα φυλακτό και τη χαστούκισε δυνατά, φωνάζοντάς της σε ακατανόητη –για εμάς-διάλεκτο.

Τόσο πολύ συγκλονιστήκαμε από την παράδοξη συμπεριφορά της νέγρας, που αν και την γνωρίζαμε για παράδοξη και ιδιόρρυθμη, δεν κάναμε τίποτε. Μόνον ύστερα από ώρα πολύ, μου φάνηκε, πήγα κοντά της και προσπάθησα να την σταματήσω.

Και τότε σηκώθηκε αργά και με φώναξε: Φιννέα!
Η
Abigail!
Η Abigail σηκώθηκε και με φώναξε: Φιννέα!

Ο κ. Jenkins λιποθύμησε, εγώ….εγώ… βυθίστηκα, κάπου. Μόνον η Celestinne έδειχνε ευχαριστημένη. Τη σήκωσε από το φέρετρο και την τράβηξε έξω από την κρύπτη.

Περνώντας από δίπλα μου, άφησε μια γλυκερή, όχι ευχάριστη, μυρωδιά. Με κοίταξε με τα άδεια της μάτια κι όταν προσπάθησε να μου χαμογελάσει, πίστεψα πως θα χάσω τα λογικά μου.

Κρυμμένη πίσω από την νταντά της, διότι απεχθάνεται τον ήλιο κι ο ήλιος την απεχθάνεται κι αυτός, έφθασε ως το δωμάτιό της, όπου και ξάπλωσε για το υπόλοιπο της μέρας.

Στο μεταξύ συνέφερα τον κ. Jenkins και τον μετέφερα στο καθιστικό της Beacon Hill. Κάλεσα τον προσωπικό του ιατρό, διότι ο κ. Jenkins πάσχει από υπεραιμία. Αφού τον κούραρε, κουράζοντάς τον με συμβουλές για ξεκούραση, του ζήτησα να με ακολουθήσει ως το δωμάτιο της Abigail. Θα πίστεψε πως θα του ζητούσα ηθική ενίσχυση, γι’ αυτό και αντιλαμβάνομαι τον τρόμο του, όταν την αντίκρισε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Χρειάστηκε ώρα για να συνέλθει και τα κατάφερε χάρη στην επιστημονική του ιδιότητα. Την ακροάστηκε, πήρε τους σφυγμούς και την θερμοκρασία της και την άφησε πάλι να ξεκουραστεί. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να της μιλήσει.

Όταν κατεβήκαμε στο καθιστικό, μας είπε ότι όλα ήταν σχεδόν φυσιολογικά. Ακούς Θαδδαίε; Φυσιολογικά! Μας ανέφερε περιπτώσεις νεκροφάνειας, όπου οι κατά περίπτωσιν ασθενείς παρουσίαζαν τόσο ανεπαίσθητες ζωτικές λειτουργίες, ώστε περνούσαν για νεκροί. Εμείς ήμασταν τυχεροί, ναι φίλε μου, τυχεροί, γιατί το καταλάβαμε πριν την ενταφιάσουμε.

Κι έφυγε γρήγορα, χωρίς να ξαναγυρίσει έκτοτε, αν και τον καλέσαμε πολλές φορές. Η επιστήμη είναι ο δικός του μοχλός της λογικής. Βλέπω ότι δεν με πιστεύεις, Θαδδαίε.”

“…Μάλλον, φίλε μου, έχεις επηρεαστεί σοβαρά από την… αρρώστια της μνηστής σου.”
“Αρρώστια; Αρρώστια; Η
Abigail δεν είναι άρρωστη. Είναι κάτι άλλο, από κάπου αλλού. Δεν τολμώ να την αντικρίσω, γιατί είναι ένα… ηχείο… μία… απομίμηση, ένας κούφιος άνθρωπος και την φοβάμαι. Όλοι την φοβόμαστε, ακόμα και η νταντά της. Γι’ αυτό και την κλειδώνουμε στο δωμάτιό της.

Έχει ξεμάθει να μιλάει και δυσκολεύεται όταν το προσπαθεί, αλλά είναι το μόνο ανθρώπινο που της έχει απομείνει. Και νομίζω πως κάτι βαθιά μέσα της ξέρει πόσο έχει καταπέσει και δεν θέλει να χάσει την μόνη ανθρώπινη ιδιότητα που της απέμεινε. Και προσπαθεί να μιλήσει μέσα από υγρούς λαρυγγισμούς, που θυμίζουν περπάτημα πάνω σε σάπια φύλλα.

Ξάφνου, με κοιτά κι ενώ νομίζεις ότι όλα έχουν αδειάσει μέσα της, κάτι χθόνιο τη διατρέχει. Σχεδόν διαγράφεται πάνω στα μωβ κόκκαλά της. Τα μαλλιά της θυμίζουν θημωνιές, γιατί η μνηστή μου απεχθάνεται πλέον το νερό, την καθαριότητα, κάθε ανθρώπινη συνήθεια, ενώ τρώει μόνο με τα χέρια και τρέφεται αποκλειστικά με κρέας.

Ακόμη και τα δόντια της μου φαίνονται διαφορετικά, σα να έχει γεμίσει το στόμα της βρύα.

Βλέπω πως σε λίγο θα ξεμάθει και να περπατά ανθρώπινα, ακόμη περισσότερο που οι σύνδεσμοι στα άκρα της έχουν γίνει τελείως ελαστικοί και συστρέφονται σε κάθε γωνία. Πολλές φορές την έχουμε βρει σκυμμένη στη γωνία του δωματίου της να μουρμουρίζει γρήγορα, με άλλη φωνή από αυτή που προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου.

Όταν με πλησιάζει, με μυρίζει και καταλαβαίνω πως δεν θέλει το κακό μου και ενώ προσπαθεί να το κρύψει, η απέχθεια φαίνεται στα μάτια της. Και την κλειδώνουμε, γιατί δυο φορές μέχρι τώρα έχει επιτεθεί σε υπηρέτες, άνδρες σωστούς, που δεν μπορούσαν να την ηρεμήσουν, και τους τραυμάτισε σκίζοντας σάρκες από πάνω τους. Και είμαι σίγουρος ότι δεν θα αργήσει να μου επιτεθεί, αλλά ίσως έτσι να βρω την ηρεμία με το τέλος μου. Γιατί δεν είναι πλέον ανθρώπινο ον, αλλά ένα τελώνιο.

Ο πατέρας της μου εκμυστηρεύθηκε ότι θεωρεί το κορίτσι του χαμένο και το πράγμα που βρίσκεται πλέον κλειδωμένο στο δωμάτιο της Abigail, μια δοκιμασία του διαβόλου. Η θρησκεία είναι η δική του πόρτα προς τη λογική. Εγώ όμως δεν έχω κανένα αποκούμπι. Είμαι πέρα για πέρα χαμένος σου λέω.

“Αγαπητέ, εάν δεν σε γνώριζα τόσο καιρό, θα έλεγα πως με περιπαίζεις. Προφανώς, η αρρώστια της μνηστής σου έχει επηρεάσει τα νεύρα σου και έχεις εμφανίσει εμμονές με κάποιες ανόητες δοξασίες.”
“Καταλαβαίνω πως δεν με πιστεύεις. Σου ζητώ ως χάρη να με συνοδέψεις ως το σπίτι της
Beacon Hill, γιατί νοιώθω εξαιρετικά αδύναμος. Πρόσεξες πόσο μουντό στέκει και πόσο το αποφεύγουν όλοι, ακόμη και οι γάτες της γειτονιάς; Μόνον κοράκια φωλιάζουν στη στέγη μας. Κάθε μέρα όλο και περισσότερα.”
“Είναι η ιδέα σου φίλε μου. Είναι μουντή η μέρα, γι’ αυτό και σου φαντάζει έτσι το σπίτι. Θα σε βοηθήσω, να σε πάω ως μέσα.”

“Έλα μέσα, Θαδδαίε. Μια ματιά μόνο, θα σε πείσει. Άνοιξε την πόρτα της Abigail και θα στερηθείς την ασφάλεια του μυαλού σου, τη ζεστή φωλιά όσων βολικών γνώριζες μέχρι τώρα. Μπες μέσα, Θαδδαίε, και άφησε χώρο πολύ στο μυαλό σου, γιατί η τρέλα θα σε κατακλύσει. Σκέψου όμως, ποιο θα γίνει το δικό σου κάστρο της λογικής.”

Ο Θαδδαίος άνοιξε την πόρτα. Στο δωμάτιο στεκόταν η Abigail Jenkins.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία υποδοχής είναι δείγμα post-mortem photography, πολύ συνηθισμένης στη βικτωριανή εποχή. Οι νεκροί φωτογραφίζονταν ως ζωντανοί.

Στην τελευταία φωτογραφία ο Έντγκαρ Άλαν Πόε νεκρός