Το ακόλουθο διήγημα γράφτηκε από την Ακυλίνα Μανουάλια, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Είναι ακατάλληλο για ανήλικους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στεκόταν στην άκρη του δρόμου, όπως κάθε απόγευμα και δοκίμαζε την τύχη της.
Πολύ ανήσυχο κορίτσι για να αντέξει τη ζωή στο χωριό, ειδικά όταν σουρούπωνε. Προκαλούσε τους ντόπιους να την κουτσομπολεύουν. Της άρεσε απ’ όπου περνάει ν’ ακούει ψίθυρους και να φαντάζεται για ποιο απ’ όλα τα σκέρτσα της μιλούσαν και τι λέγαν.
Δίπλα στα πόδια της είχε ένα κόκκινο βαλιτσάκι. Τάχα κάπου είχε να πάει. Περίμενε υπομονετικά μέχρι κάποιος να την μαζέψει. Όσο περνούσε ο χρόνος τόσο περισσότερο άναβαν οι φαντασιώσεις της, που τις σκάλιζε με κάθε λεπτομέρεια.
Ήθελε, όταν θα ‘φτανε η στιγμή να καβαλήσει το αυτοκίνητο, να ‘ταν ήδη ερεθισμένη πλάι στον άγνωστο.
~~
Καθώς πίεζε ελαφρά το αιδοίο της μέσα στους παχιούς μηρούς της, ξεπρόβαλλε απ’ την στροφή μια BMW, με ξεχαρβαλωμένες πινακίδες και μπουμπουνητή εξάτμιση, ίδιο χρώμα με το βαλιτσάκι της. Και μόνο στην εικόνα του απεριποίητου αμαξιού κάηκε το στήθος της. Οι σταφυλένιες ρόγες της σκλήρυναν κι έσπρωχναν το μπλουζάκι προς τα έξω, όλο περιέργεια κι αγωνία.
Το αμάξι σύρθηκε παρά πέρα και το φρενάρισμα της μαστίγωσε τη σπονδυλική στήλη με ηλεκτρικό ρεύμα.
Περπάτησε τακουνάτα λίγα μέτρα κουνώντας την μέση και διορθώνοντας το φουστάνι, σκεπτόμενη πως οι κινήσεις της ήταν ακριβώς το πλάνο στον καθρέφτη του. Είχε κιόλας ξεκινήσει την παράσταση.
Τέσσερα καταφατικά μάτια συναντήθηκαν στην χαραμάδα απ’ το χαλασμένο παράθυρο κι η Μαργαρίτα βρέθηκε τσουπωτή ν’ απλώνει τα αχλαδένια οπίσθιά της στο γεμάτο σούστες τριζάτο κάθισμα .
<<Τι μπορώ να κάνω για σένα;>> ρώτησε.
<<Στα επόμενα χιλιόμετρα άφησέ με να κατέβω… Μαργαρίτα>>.
<<Ριζάρι>>.
<<Το όνομα αυτό του ταιριάζει>>, σκέφτηκε.
Τέσσερα ‘ρο’ ενώθηκαν κι ένιωσε την κιλότα της να γίνεται μούσκεμα. Το τιμόνι ήταν κρυμμένο κάτω από τα δάχτυλά του. Το μόνο που διέκοπτε την έντονη φασαρία απ’ τις μηχανές και τις σούστες ήταν το βλέμμα του. Πάσχιζε να πέφτει πάνω στις λακούβες κι ύστερα κάρφωνε τα βυζιά της που πηγαινοερχόντουσαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
<<Από πού είσαι;>> τον ρώτησε.
<<Συρία.>>
<<Μένεις εδώ; Στα χωριά μας;>>
<<Όχι.>>
<<Εκδρομούλα;>>
<<Δουλειές>>.
Η Μαργαρίτα έμεινε να τον επεξεργάζεται. Το άφθονο βλέμμα της έσβησε σ’ ένα πλάγιο δάγκωμα στο κάτω χείλος.
<<Σταμάτα να τραβάς την φούστα σου>>, της είπε, <<Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί>>.
<<Δεν υπάρχει περίπτωση να μην συμβεί>>, συμπλήρωσε αυτή και ξαναδάγκωσε το κάτω χείλος. <<Εγώ, το μόνο που θα κάνω είναι να σε χαλαρώσω και να συνεχίσεις συγκεντρωμένος τις δουλειές σου. Μετά θα κάνεις αγκαλιές στην γυναίκα σου>>.
<<Πού το ξέρεις;>>.
Προκλητικά έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη κι έφτυσε μπροστά στα μπούτια της. Η Μαργαρίτα άρχισε να γλείφει τα χείλια της.
<<Ηρέμησε, μωρό μου>> σχολίασε.
Χωρίς ίχνος ταραχής, δεν κρατιόταν να πέσει επάνω του.
<<Χωρίς χέρια>> της φώναξε.
<<Ορίστε; Τι χωρίς χέρια;>>
<<Είπα χωρίς χέρια. Δεν θα σ’ ακουμπήσω, δεν θα μ’ ακουμπήσεις. Μόνο έτσι>>.
Κοκκίνισε κι ίδρωσε ολόκληρη.
<<Έστω, εδώ που έφτασα>> είπε και ξαναδαγκώθηκε.
<<Τι θέλεις να κάνω; Καθοδήγησέ με>>, της είπε.
Άρχισε να βγάζει αργά τις γόβες της.
<<Μην βιάζεσαι. Έχουμε πολλά χιλιόμετρα ακόμα μπροστά μας>>, της είπε και για πρώτη φορά χαμογέλασε επιτρέποντάς της να δει ότι λείπουν όλα τα μπροστινά του δόντια.
<<Ναι, ε;>>.
Η Μαργαρίτα αηδίασε. Έμεινε και τον κοίταζε με παγωμένο χαμόγελο που πλέον έσβηνε χωρίς πλάγιο δάγκωμα στο κάτω χείλος. Η κιλότα της στέγνωσε στο λεπτό, οι σταφυλένιες ρόγες της κρύφτηκαν βαθιά μες το στήθος, το πρόσωπό της έγινε γκρι.
<<Γαμώ την τύχη μου>>, ψιθύρισε.
<<Τι;>>
<<Τίποτα. Λέω για τα χέρια σου>>.
<<Κοριτσάρα μου, τι να σε κάνω; Ήσουν άτυχη σήμερα, έχω δώσει και εγώ τους όρκους μου>>.
<<Άπαπα, καλέ, τι λες; Ο όρκος είναι όρκος και μπράβο σου>>.
Η Μαργαρίτα είχε μπήξει τα νύχια της για τα καλά στο κάθισμα.
<<Εγώ τους θαυμάζω αυτούς τους άντρες. Σπουδαίοι άντρες… Γαμώ την τύχη μου>>, συνέχισε να ψιθυρίζει προς το τζάμι, <<τίποτα άλλο δεν με ξενερώνει παραμόνο οι κουφιοδόντες>>.
<<Τι;>>
<<Τίποτα>>.
<< Άντε να στήνομαι σιγά σιγά..>>
Κι αυτές οι σούστες είχαν αρχίσει να την εκνευρίζουν, δεν μπορούσε να ελέγξει τίποτα πάνω της. Όλα ήταν πεταγμένα έξω και άντε να τα σουλουπώσει. Ο κουφιοδόντης είχε αρχίσει να μουγκρίζει και το χαμόγελό του, πλέον ελεύθερο, την φλέρταρε γεμάτο υποσχέσεις. Δάγκωνε το κάτω χείλος πια ολόκληρο με τα μάτια της να φωνάζουν ‘αμάν’.
Η Μαργαρίτα είχε υποσχεθεί κάποτε στον εαυτό της πως θα εφαρμόζει την ‘τακτική’ όταν δεν της σηκώνεται. Τώρα το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν θα της σηκωνόταν παρά μόνο θα προσποιούνταν με καταπίεση, για έναν άγνωστο, απωθητικό τύπο και το παιχνίδι της θα έχανε κάθε ουσία. Ο στόχος δεν ήταν η προσωπική της ευχαρίστηση και αυτό την εξόργιζε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα χλιμιντρώντας σαν άλογο, έτριψε τα δάχτυλά της σαν να ρίχνει αλάτι κι άρχισε.
<<Ριζάρι, έχεις παιδιά;>>
<<Ναι, έναν πιστιρίκο 5 ετών>>.
<<Η πιο ωραία ηλικία, ερωτήσεις για τα πάντα και όρεξη για παιχνίδι>>.
<<Ναι, έτσι ακριβώς>>.
<<Φαντάζομαι η γυναίκα σου δεν θα τον προλαβαίνει και απ’ ότι κατάλαβα εσύ λείπεις συνεχώς… Δύσκολο όταν δεν χορταίνουν τους γονείς τους>>.
Ο Ριζάρι είχε σουφρώσει τα φρύδια βυθισμένος σε σκέψεις, αλλά η Μαργαρίτα συνέχιζε να μονολογεί.
<<Μένουν απωθημένα για μια ζωή>>.
<<Τι είναι αυτά που λες τώρα; Μια χαρά είναι ο μικρός μου κι όλος ο ελεύθερος χρόνος μου του ανήκει>>.
<<Με συγχωρείς>> του είπε. <<Σκέφτηκα τα δικά μου παιδικά χρόνια, ο πατέρας μου έλειπε, όπως εσύ, αρκετά συχνά>>.
<<Δηλαδή;>>
<<Τον έβλεπα τα σαββατοκύριακα, κάναμε ότι ήθελα εγώ. Αλλά δεν μου ‘φτανε, ίσα ίσα θυμάμαι πως περνούσαμε>>.
Η Μαργαρίτα χαλάρωσε. Είχε φτάσει η στιγμή να βγάλει τα χαρτομάντηλα από το κόκκινο βαλιτσάκι και να του ζητήσει να την επιστρέψει. Της άρεσε η ευκολία που τους κατεύθυνε ανάλογα με τις ορέξεις της. Ευτυχώς ήταν απλοϊκός τύπος και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει άλλα κόλπα από το κόκκινο βαλιτσάκι της. Του έστειλε ένα αεράτο φιλί από μακριά κι έκλεισε την πόρτα.
Έπειτα κοίταξε τον μοβ ουρανό, χούφτωσε το παχύ αιδοίο της για τόνωση και ξαναστήθηκε στην άκρη του δρόμου.