Φοβάμαι. Φοβάμαι τα ύψη και τον θάνατο, φοβάμαι τη ζωή και τις αρρώστιες, τ’ ατυχήματα, φοβάμαι αυτό που θα ‘ρθει απρόσμενα, αυτό που δεν περίμενα να ‘ρθει, αυτό που νόμιζα ότι θα προσπεράσει.
Φοβάμαι τους ανθρώπους, φοβάμαι τον εαυτό μου, τον τρόπο που αντιδρώ, τόσο λίγος, τόσο μικρός.
Φοβάμαι τον χρόνο, που δεν κραυγάζει προσπερνώντας, ούτε καν ψιθυρίζει, μόνο μένει πίσω, στοιβάζεται αθόρυβα, κάνοντας τα μαλλιά μου γκρίζα και τη μέση εύθραυστη.
~~
Ποτέ δεν ήμουν θαρραλέος, ποτέ δεν είχα αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε ν’ αντικρίζω τον κόσμο χαμογελώντας αυτάρεσκα.
Κάποτε τους ζήλευα αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς που ξεχειλίζουν σιγουριά -κι ίσως και τώρα να ‘θελα να τους μοιάζω. Έστω λιγάκι.
Όμως πλέον ξέρω ότι δεν θα γίνω τόσο αρρενωπός όσο ο Μπόγκαρτ, τόσο ασυμβίβαστος όσο ο Μάλκολμ Εξ, τόσο λαμπερός όσο ο Φρέντι Μέρκιουρι, τόσο (έστω λίγο) μεγαλοφυής όσο ο Λεβιστρός.
Είναι μικρός ο ρόλος μου στη σκηνή.
Ένας ηθοποιός που βγαίνει να πει μια ατάκα, κι αυτή ακόμα την μπερδεύει, την ξεχνάει, κι όταν πρέπει να μιλήσει δεν ακούγεται, ξεχνιέται να κοιτάει τα νερά του ξύλου.
~~
Κι υπάρχουν κάποιες στιγμές, μικρές κι ασήμαντες για τον κόσμο, ανύπαρκτες για το σύμπαν, που ‘χουν μείνει στο μυαλό μου.
Πέρα απ’ τις στιγμές της ηδονής και της απάτης, της μοναξιάς και της πλήρωσης, υπάρχουν κάποιες άλλες, που φαντάζουν ασήμαντες, αλλά για μένα, μόνο για μένα, θα είναι καταχωνιασμένες στα ράφια με τ’ απούλητα βιβλία, αυτά που κανείς δεν αγόρασε και κράτησα για τον εαυτό μου.
~~
Πώς το θυμήθηκα αυτό; Πώς το ανέσυρα απ’ τη βιβλιοθήκη μου; Μοιάζει πια σαν να ήταν όνειρο και θα μπορούσε να είναι.
Μια σελίδα, μια εικόνα, ένα βλέμμα, από τότε που ήμουν εικοσάχρονος, τότε που πληρωνόμασταν σε δραχμές.
Γιατί το θυμήθηκα; Κάποιες φορές μοιάζει λες κι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να σε κάνει να μπερδευτείς.
~~
Πρώτη φορά μακριά απ’ το σπίτι, να κερδίζω το ψωμί μου ακούγοντας χριστοπαναγίες από ένα σαδιστικό αφεντικό.
Βοηθός σερβιτόρου, πιτσιρικάς, σ’ ένα εστιατόριο με αστακούς και ζωντανές τσιπούρες. Και στην κουζίνα να βοηθάει τη μάνα του ένα κορίτσι από την Αλβανία -ούτε δεκαπέντε χρονών δεν ήταν.
Κάποια στιγμή εκείνη να ρίχνει και να σπάει ένα πιάτο. Και τ’ αφεντικό να μπαίνει στην κουζίνα βλαστημώντας, ψάχνοντας για τον φταίχτη.
“Ποιος το ‘σπασε;” ουρλιάζει.
Το κορίτσι μαζεύεται, γίνεται ένα με τον τοίχο.
“Ποιος το ‘σπασε;” λέει ξανά ο χοντρός.
“Εγώ”, του λέω και στέκομαι μπροστά του ατάραχος, αδιάφορος.
Ο σαδισμός του δεν ικανοποιείται απ’ τον αποδέκτη. Δεν βρίσκει αρκετό φόβο για να τραφεί. Σβήνει.
“Την επόμενη φορά θα το χρεωθείς”, μου λέει. “Δεν θα μου το διαλύσετε το μαγαζί.”
Και φεύγει.
Σηκώνω τους ώμους αδιάφορα, αλλά καθώς γυρνάω βλέπω τα μάτια του κοριτσιού. Δεν μου λέει κάτι, δεν μιλάει, τα χείλη δεν κουνιούνται, είναι μόνο τα μάτια της που χαμογελούν, που απλώνονται απ’ τον έναν ως τον άλλον τοίχο της κουζίνας.
Έχω γίνει ο ήρωας της, ένας ιππότης με άσπρο πουκάμισο και τιρμπουσόν στην τσέπη.
~~
Δεν το σκέφτομαι, δεν το αναφέρω καν στους συναδέλφους και στους φίλους, συνεχίζω να στέκομαι -χωρίς ομπρέλα- μες στη βροχή των περιστατικών.
Μουσκεμένος ως το κόκαλο, χρόνια μετά, μίλια μακριά, βλέπω ένα κορίτσι να κοιτάει τον πατέρα της με μάτια που λάμπουν, σαν να είναι ο Μπόγκαρτ, σαν να είναι ο Μάλκολμ Εξ.
Και με χτυπάει στη μνήμη.
~~
Φοβάμαι. Μέσα σ’ ένα όνειρο και φοβάμαι.
Στέκομαι σ’ έναν βράχο, σαράντα μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα. Δεν θυμάμαι πώς και γιατί ανέβηκα, ξέρω μόνο ότι βρίσκομαι εκεί πάνω. Κι ότι φοβάμαι τα ύψη και τα χρόνια.
Έχω τρεις επιλογές: Να μείνω εκεί, να κατέβω πίσω στην ασφάλεια της αμμουδιάς ή να τολμήσω το άλμα.
Όποιο δρόμο και να πάρω ξέρω ότι θα είναι σύντομος.
Να μην κάνω τίποτα δεν γίνεται. Να κατεβώ αργά δεν θέλω. Αλλά φοβάμαι και να πηδήξω.
Μια φωνή, στο όνειρο, λέει: “Κλεισ’ τα μάτια και πήδα!”
Μια άλλη λέει: “Άνοιξ’ τα μάτια και πήδα!”
Φωνάζω καθώς πέφτω. Δεν είναι φόβος, δεν είναι χαρά, δεν είναι ηρωισμός.
Μια υπενθύμιση είναι μόνο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία “l’ horizon vertical” είναι του μάγου Michel Kirch http://www.michelkirch.com/