Ο Ευριπίδης της Ταφής

3
2001

του Κωστή Ανετάκη

Η εποχή απαιτούσε μιαν εικόνα
του επιταχυνόμενου μορφασμού της
Έζρα Πάουντ

Ήμουν ευτυχισμένος κείνο το βράδυ. Καιρό είχα να αισθανθώ τέτοια χαρμονή, τόση ανάταση. Έσφιξα τα δόντια μην τ’ αφήσω να φανεί. Θα ’ταν αντιεπαγγελματικό, σόλοικο αναμφίβολα. Πάσκισα να πειθαρχήσω τ’ ακρόχειλα, που με θράσος ξεχαλινωμένο έπαιρναν την ανηφοριά μόλις άφηνα την προσοχή μου κομματάκι ν’ αποσπαστεί.

Ο αρκουδόκορμος άντρας με βοήθησε στο φόρτωμα. Σφάλισα τις πόρτες του βαν, έβγαλα οχτώ πενηντάρικα απ’ την τσέπη και του τα πάσαρα στα μουλωχτά. Έμπειρος, τα γράπωσε με την ίδια κίνηση που μου ’κανε χειραψία.

«Χάρηκα για τη συνεργασία, να ’χεις το νου σου αν προκύψει οτιδήποτε» χαμογέλασα όσο πιο ουδέτερα μπορούσα. Δεν είναι να δίνεις θάρρος σε τέτοια καρτάλια[1].

«Πάντα στη διάθεσή σου» έκανε κείνος με κρύα φωνή και τσέπωσε το ζεστό παραδάκι. Μου γύρισε την πλάτη και χώθηκε ξανά στην πίσω εξώπορτα του καλόγουστου μοντέρνου χτίριου. Πήγα να τονε σιχτιρίσω μέσα απ’ τα δόντια μου μα συγκρατήθηκα, μη γκαντεμιάσω τη στιγμή.

Κάθισα πίσω απ’ το τιμόνι και γύρισα το κλειδί στη μίζα. Διέσχισα τη φαρδιά αυλή ως την πύλη. Ο νυχτοφύλακας ανέβασε την μπάρα και με χαιρέτισε με μια βαριεστημένη κίνηση του χεριού. Ανταπέδωσα και πάτησα απαλά το γκάζι.

Μόλις τότε αφέθηκα να εκδηλωθώ. «Γιες, γιες, γιες, ρε γαμώτο μου» έκανα με τη γροθιά σφιγμένη στον αέρα, σαν Ελληνοαμερικανός μπασκετμπολίστας που πέτυχε τρίποντο με την κόρνα της λήξης. Γιατί κάπως έτσι ήτανε τα πράματα. Αν δεν τα είχα καταφέρει και τούτη τη φορά, δε θα ’χα άλλην ευκαιρία. Ξεφύσησα μ’ ανακούφιση.

Μόλις απομακρύνθηκα λίγο, έβαλα στο ηχοσύστημα τις ροκιές μου, ανέβασα την ένταση κι άρχισα να ταρακουνάω πάνω κάτω το κεφάλι στο ρυθμό. Χέντριξ, Μόρισον, Γκάλαχερ, Λέμι… Ο κολλητός μου, ο Παντελής, με δούλευε για τούτα μου τα γούστα: «Μουσική για γέρους ακούς, φιλαράκι, δαύτοι είναι πεθαμένοι από καιρό».

Βγήκα στον κεντρικό δρόμο του Πανοράματος κι άρχισα ν’ ανηφορίζω προς Εξοχή. Δεν είχα καμιά όρεξη να μπω στον Περιφερειακό για να φτάσω στη Νεάπολη, στα κεντρικά γραφεία. Μια βουνίσια αυτοκινητάδα ήταν ό,τι χρειαζόμουνα…

***

Ο πατέρας ήθελε να γίνω μηχανικός, η μάνα γιατρός. Απ’ το δημοτικό ακόμα φαινότανε πως τα ’παιρνα τα γράμματα, θα μπορούσα να περάσω όπου μ’ άρεσε. Ναι, αλλά όπου μ’ άρεσε μένα, όχι στους γέρους μου. Σφαχτήκαμε λιγάκι, μα στο τέλος το εμπεδώσανε. Ήθελα ν’ ασχοληθώ με τις μπίζνες, αυτά έχουνε πέραση στην εποχή μας. Πέρασα πρώτος στο ΠΑΜΑΚ, διοίκηση επιχειρήσεων. Ε, αφού ήμουνα πρώτος, εντέλει οι γέροι το χρύσωσαν το χάπι και το κατάπιανε καλύτερα. Είχαν κάτι να λένε στον περίγυρο τέλος πάντων, τι άλλο να θέλει ένας γονιός.

Είχε ήδη ξεσπάσει η Κρίση όταν πέρασα στη σχολή, όμως είχα σχέδιο κι όραμα. Δεν ήμουνα εγώ για την Ψωροκώσταινα, τελεία και παύλα. Πήρα το πτυχίο με άριστα, κι έπειτα στρώθηκα να δώσω για υποτροφία. Την κατέκτησα πανηγυρικά. Μόλις ξεμπέρδεψα με το φανταρικό, έκανα τα χαρτιά μου για Αγγλία. Με πήρανε στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, περίπου εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα απ’ το Λονδίνο.

Πήγα για να μείνω και για μένα δεν υπήρχε επιστροφή. Βέβαια, ούτε αυτό άρεσε στους δικούς μου, όμως απ’ την άλλη καταλάβαιναν πως εδώ προκοπή δεν υπήρχε. Είχανε και την αδερφή μου καβάντζα, να τους κοιτάξει στα γεράματα, οπότε λύθηκε κι αυτό.

Και τα σχέδια πήγαιναν μια χαρά, τουλάχιστον μέχρι ν’ αρχίσουν οι θεοί να μ’ αναμπαίζουν. Στο τέλος του πρώτου έτους, ο πατέρας οδηγήθηκε στην εθελουσία έξοδο απ’ την τράπεζα. Δεν πρόλαβε να γίνει διευθυντής, όπως ονειρευόταν. Έβγαλε καρκίνο απ’ το ζόρι του. Ξέρεις τι θα πει να δεις στα πενήντα πέντε όλη τη ζωή σου να πηγαίνει αφούντο; Δεν αντέχεται. Παράτησα στη μέση το μεταπτυχιακό κι ήρθα πίσω να τονε προλάβω ζωντανό. Μέχρι τον Αύγουστο είχε τελειώσει. Την αποζημίωση της εθελουσίας τη φάγαν οι γιατροί, στο λαιμό να τους κάτσει.

Προλάβαινα να γυρίσω και να συνεχίσω τις σπουδές, μα η υποτροφία μόλις που κάλυπτε τα δίδακτρα. Έπρεπε να πάρω δάνειο από βρετανική τράπεζα, που ’χε χαμηλά επιτόκια. Έβαλα υποθήκη το πατρικό σπίτι. Έπιασα και δουλειά σε μια παμπ, δεν ήμουνα κάνας αχαΐρευτος. Δε θ’ άφηνα καμιά κακοτοπιά να μου χαλάσει τ’ όνειρο.

Πέρασε το δεύτερο έτος κι άρχισα να δουλεύω την πτυχιακή μου. Την παρουσίασα μετά από έναν ακόμα χρόνο. Έκανε πολύ καλή εντύπωση. Με πλησίασαν δυο χρηματιστηριακές του Σίτι κι είχαμε κάποιες συζητήσεις για συνεργασία. Ήμουνα τόσο κοντά…

Μα σαν δε σε θέλει, δεν πα’ να χτυπάς τον κώλο σου στα χώματα. Ήρθανε τα πάνω κάτω. Η Βρετανία αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ξάφνου έγινα αλλοδαπός, χωρίς δικαιώματα. Χρειαζόμουνα ειδική βίζα και άδεια εργασίας. Δεν μου τη δώσανε, όσο κι αν πάσχισα, ό,τι κι αν έκανα.

Δεν είχα άλλη επιλογή, γύρισα πίσω με τα φτερά τσακισμένα, άνεργος και με το πατρικό μου υποθηκευμένο για είκοσι χιλιάρικα, τα δάνεια της Αγγλίας. Σκέφτηκα να βουτήξω απ’ την ταράτσα, αλλά δε μου πήγαινε η καρδιά ν’ αφήσω τη μάνα και την αδερφή μου στους πέντε δρόμους. Η τράπεζα δεν αστειεύεται και το αγγλικό δίκαιο είναι αμείλιχτο.  Άμα χρωστάς, δεν έχεις επιλογή ούτε στο θάνατο.

Τότε είδα την αγγελία: «Οίκος παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών, ζητά δυναμικούς συνεργάτες, ως 35 ετών, για εξυπηρέτηση πελατών. Ανεπτυγμένες επικοινωνιακές ικανότητες, δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου, γνώση αγγλικών και Η/Υ. Μηνιαίες αποδοχές 2000 €, προοπτικές ανέλιξης. Βιογραφικά στο e-mail:…».

Έστειλα βιογραφικό δίχως καθυστέρηση. Με ειδοποίησαν να προσέλθω στο ξενοδοχείο Hyatt για τη συνέντευξη. Γινότανε λαϊκό προσκύνημα, η μισή Θεσσαλονίκη ήταν εκεί. Βρήκα κάτι παλιούς συμμαθητές, μερικούς συμφοιτητές, κάνα δυο πρώην φιλενάδες, ήπιαμε καφεδάκι, πέρασε ευχάριστα η ώρα.

Όλοι ήμασταν σίγουροι πως επρόκειτο γι’ απάτη ή για βρομοδουλειά και χασκογελούσαμε κάνοντας μαντεψιές. Κάποια κοπέλα της παρέας παρατήρησε ότι το «Οίκος παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών» παρέπεμπε σε βίζιτες. Μα και πάλι εκείνη ήρθε. Η ανάγκη βλέπεις, οι καιροί χαλεποί, δεν την κρίνω· εξάλλου ήρθα κι εγώ κι ας είχα σκεφτεί το ίδιο. Αν δεν είναι κάτι πολύ παράνομο ίσως να το δοκιμάσω, άμα με προτιμήσουν φυσικά.

Έφτασε επιτέλους η ώρα μου. Ένα γραφείο στο ισόγειο του ξενοδοχείου, δίπλα στην αίθουσα δεξιώσεων. Μια μεσότριβη ξανθιά, περιποιημένη στην τρίχα, με μαύρο ταγεράκι κι άσπρο μεταξωτό πουκάμισο, με περίμενε καθισμένη σταυροπόδι στην πολυθρόνα του γραφείου. Φούστα πάνω απ’ το γόνατο, καλλίγραμμες γάμπες, καλοστεκούμενη. Σ’ ένα γυάλινο σεκρετέρ μπροστά της, στοίβες χαρτιά. Διάβαζε το βιογραφικό μου. Με κοίταξε πάνω απ’ τα πρεσβυωπικά της ματογυάλια. «Κύριε Γαζή, καθίστε παρακαλώ» έδειξε την πολυθρόνα αντίκρυ. Μου συστήθηκε με τόνο τυπικό.

Ξεκίνησε τις ερωτήσεις χαλαρά, σχεδόν φιλικά. Έχει σημασία να καλμάρει ο υποψήφιος, άμα θες να δεις πώς τσιτώνει μόλις τον ζορίσεις. Οι ερωτήσεις οργανωμένες, διαβαθμισμένες, εύστοχες, ψυχολογικά δομημένες. Όλα βάσει των πιο εξελιγμένων διεθνών προτύπων που μας μάθανε στο μεταπτυχιακό. Προχωρημένο μάνατζμεντ, πολύ επαγγελματικό.

Όμως το μειονέκτημα των έτοιμων προτύπων είναι ότι έχουν κι έτοιμες απαντήσεις· κι εγώ τις ήξερα απόξω κι ανακατωτά, δεν έφτιαχνα μονάχα κοκτέιλ στην Αγγλία. Καλά πήγαινε το πράμα, μόνο που ακόμα δεν είχα ιδέα ποια εταιρεία ήτανε και ποιο το αντικείμενο της εργασίας.

«Φαίνεται ιδιαίτερα δελεαστική η θέση, αν κρίνω απ’ την αγγελία, κυρία Μακρή. Μα γιατί τόση μυστικότητα; Τι θα κάνουμε, θα σκοτώσουμε κανέναν;» Ο φλεγματικός τόνος και το άνετο χαμόγελο αντιστάθμιζαν τη δηκτικότητα της ερώτησης. Το βρετανικό χιούμορ ξέρει πάντα να κρατά τη θέση του. Κείνη αλαφρογέλασε.

«Όχι φυσικά, κύριε Γαζή, δεν είναι ευτυχώς ανάγκη να σκοτώσουμε κανέναν, αρκεί να πεθαίνουν από μόνοι τους». Το μπερδεμένο μου ύφος φάνηκε να τη διασκεδάζει. Το αμερικάνικο χιούμορ ξέρει να χτυπάει στο ψαχνό.

«Για φαρμακευτική εταιρεία πρόκειται;»

«Όχι καθόλου, αν κι η δική μας κούρα έχει πιο… μόνιμα αποτελέσματα».

«Εννοείτε… νεκροθάφτες;» Πάνω στη σαστιμάρα μου, πήγε περίπατο το ατσαλάκωτο τακτ.

Μια αυστηρή έκφραση σκλήρυνε για μια στιγμή το πρόσωπό της. «Οίκος τελετών, κύριε Γαζή, οίκος τελετών “Χάρης Δρακούλης Α.Ε.”». Ύστερα ο τόνος της γλύκανε λιγάκι. «Είσαστε ο πρώτος σήμερα που το βρήκε, παρά την κάπως άκομψη έκφραση. Θα είχατε πρόβλημα να κάνετε αυτή τη δουλειά;» Χαμογέλασε σάμπως να ’τανε η Τύχη αυτοπροσώπως.

«Κάποτε ίσως, τώρα πια όχι. Αν μη τι άλλο, η εποχή μας ανοίγει λαμπρές προοπτικές για όποιον ασχολείται με το θάνατο».

«Χαίρομαι που το κατανοείτε αυτό, κύριε Γαζή. Η φήμη του πανεπιστημίου σας δεν είναι καθόλου υπερβολική. Γνωρίζετε ότι και ο κύριος Δρακούλης φοίτησε στο Μπαθ;»

«Ομολογώ πως όχι, αν κι είναι ιδιαίτερα ευχάριστο που το ακούω. Αλήθεια, ποιος ο λόγος που τ’ αγγλικά είναι απαραίτητα σ’ αυτή την εργασία, κυρία Μακρή;»

«Ο κύριος Δρακούλης είναι ένθερμος θιασώτης της αριστείας και τα αγγλικά είναι εκ των ων ουκ άνευ στο χώρο του μάνατζμεντ. Το στέλεχος μιας διαρκώς εξελισσόμενης κι επεκτεινόμενης εταιρείας θα πρέπει να παρακολουθεί ανελλιπώς τις νέες τάσεις στο χώρο, την καινοτομία, να παραβρίσκεται σε διεθνή συνέδρια και να εκπροσωπεί την εταιρεία, εφόσον χρειαστεί, σε υψηλό επίπεδο».

«Το καταλαβαίνω απολύτως. Όπου υπάρχει ζήτηση, προσφορά και ανταγωνισμός, δηλαδή αγορά, οι κανόνες του μάνατζμεντ ισχύουν αναλλοίωτοι, ασχέτως του αντικειμένου της εργασίας».

«Συγχαρητήρια κύριε Γαζή! Παρακαλώ να περάσετε τη Δευτέρα από τις εγκαταστάσεις μας στη Νεάπολη, για να κάνουμε την πρόσληψη και να ενημερωθείτε επί των καθηκόντων σας». Σηκώθηκε και μου ’δωσε το χέρι. Σηκώθηκα κι εγώ και της το ’σφιξα δυνατά, σε μια προσπάθεια να κρύψω την παγωμάρα που μ’ είχε περιλάβει.

***

Πήγα σπίτι κι έκανα έρευνα στο διαδίκτυο, για τον μελλοντικό μου εργοδότη. Δεν μου ήταν άγνωστος, έτσι κι αλλιώς. Ο Χάρης Δρακούλης ήτανε ο πιο αναγνωρίσιμος εργολάβος κηδειών της πόλης. Ο πατέρας του είχε ένα γραφείο τελετών στην Αγίου Δημητρίου, ένα απ’ τα πολλά της περιοχής, ανάμεσα σε δυο νοσοκομεία. Ο Χάρης είχε από μικρός στόχο ν’ αναλάβει την επιχείρηση και να την αναπτύξει, δεν ήθελε να ’ναι απλώς ο γιος του μπαμπά του. Σπούδασε μάνατζμεντ, έκανε μεταπτυχιακό στο Μπαθ κι έπειτα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για να πραγματοποιήσει το πρότζεκτ που σχεδίαζε από χρόνια. Μέσα σε μια δεκαετία, το μικρό πεθαμενατζίδικο εξελίχτηκε στον πιο δυναμικό κι αναπτυσσόμενο οίκο τελετών στη Βόρεια Ελλάδα.

Κι ο ίδιος ο Δρακούλης δεν ήτανε διόλου αυτό που το συλλογικό φαντασιακό λογίζει ως νεκροθάφτη. Υπεραιμικός, κομψός, εξωστρεφής, μ’ ένα γέλιο τρανταχτό, είχε φροντίσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο ακόμα και την ανατριχιαστική συνάφεια που ’χε το επίθετό του με το αντικείμενο. Έβγαινε στην τηλεόραση μ’ ένα προφίλ έξω καρδιά, επικοινωνιακός, σου ’φτιαχνε τη διάθεση.

Ο ιστότοπος της εταιρείας καλοσχεδιασμένος, με πολύ γούστο, δεν είχε τίποτα ανατριχιαστικό ή μακάβριο. Απεναντίας, μάλλον σέξι θα τον έλεγες, με κάτι αγγέλους θηλυκούς που ευχόσουν να ’ρθουν να σου πάρουν την ψυχή αυτοστιγμεί, τα Ουρί του Παραδείσου. Κι όμως, διέθετε μια σεμνότητα και μια ισορροπία που δεν άφηναν την επίγευση του νεκροφιλικού ή του χυδαίου.

Ο άνθρωπος αυτός είχε αλλάξει τα δεδομένα στο χώρο της ταφής, αναμφίβολα. Κι οι υπηρεσίες που πρόσφερε αναβαθμίζονταν διαρκώς, πάντοτε ένα βήμα εμπρός απ’ τους άλλους. Μέχρι κι υποκατάστημα στη Βουλγαρία είχε ανοίξει, όπου επιτρέπεται η καύση των νεκρών, κι αυτός ήτανε πάντα ένας άσος στο μανίκι μας.

Η δικιά μου δουλειά ήτανε στις πωλήσεις κι όχι μόνο. Δημόσιες σχέσεις, έρευνα και ανάπτυξη, τα πάντα. Ο Δρακούλης πίστευε στην «καθετοποίηση της παραγωγής». Απαιτούσε από τους εκπροσώπους του (απαγόρευε διά ροπάλου τη λέξη «πωλητής») να επιμελούνται προσωπικά τους πελάτες, γιατί έτσι αποχτάμε οικειότητα με τους συγγενείς και κρατάμε παρακαταθήκη.

Μας υποχρέωσε να μάθουμε την τέχνη της ταρίχευσης και του μακιγιάζ, να παρακολουθούμε τις ενδυματολογικές κι αισθητικές τάσεις της μόδας, μας έστελνε σε σεμινάρια ψυχολογίας. Τον πρώτο χρόνο πιο πολύ παρακολουθούσα μαθήματα παρά δούλευα στην πιάτσα. Πλήρωνε μισθό εφτακόσια ευρώ συν ένσημα και τα υπόλοιπα ήτανε ποσοστά απ’ τις συμφωνίες που ’κλεινες.

***

Βγήκα απ’ το Πανόραμα και πέρασα τα Πλατανάκια σα να ’μουνα φτιαγμένος. Ένιωθα λες κι ο δρόμος με πήγαινε από μόνος του. Στα ηχεία βροντοκοπούσε ο Λέμι, Stone Dead Forever. Τώρα που το σκέφτομαι, τίποτα δεν είν’ τυχαίο, έχει δίκιο ο Παντελής. Ποια άλλη δουλειά θα μου ταίριαζε καλύτερα, που ’χα μάθει από μικρός να διασκεδάζω με τους πεθαμένους…

Μόλις ξεπέρασα την πρώτη κρυάδα, χάρη και στα σεμινάρια ψυχολογίας, άρχισα να ρολάρω και να δείχνω τις ικανότητές μου. Μπήκα γερά στο παιχνίδι. Τα δυο χιλιάρικα τα είχα άνετα, υπήρξανε και μήνες που χτύπησα πάνω από τρία. Ξεπλήρωνα τα δάνεια της Αγγλίας, βοηθούσα τη μάνα, παντρεύτηκα, έκανα και παιδί. Ο Δρακούλης ήταν ο σωτήρας μου, η σανίδα στον ωκεανό της απογοήτευσης, της ανασφάλειας και της κατήφειας όπου ’χα ναυαγήσει.

Μα ο τρίτος χρόνος δεν πήγε διόλου καλά για μένα. Γιατί ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες, δεν είχαμε παράπονο απ’ αυτό, όμως οι πιο πολλοί φεύγανε στραγγισμένοι, μ’ άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς, με τα σπίτια κατασχεμένα· η εφορία είχε γίνει πιο επίφοβη κι απ’ την Γκεστάπο.

Φτωχαδάκια. Σε ποιον να πουλήσεις τις σοφιστικέ υπηρεσίες που πρόσφερε η εταιρεία; Όλοι ψάχνανε κάποιον ίσα ίσα να παραχώσει τους νεκρούς τους και να ησυχάσουνε. Σε λίγο θ’ ανοίγαμε ομαδικούς τάφους, έτσι όπως πήγαινε το πράμα.

Στα δημόσια νοσοκομεία κόλαση. Εκατοντάδες άνεργοι απελπισμένοι φτάσανε να κάνουν τα κοράκια – όπως εγώ, αλλά χωρίς βρετανικό στυλ. Διαγκωνίζονταν ποιος θ’ αρπάξει το πτώμα μέσα απ’ τα νύχια του άλλου. Ξεφτιλίζονταν, κάνανε δημοπρασίες μπροστά στους συγγενείς, ρίχνανε τις τιμές στα τάρταρα. Μερικές φορές ερχόντουσαν στα χέρια, είχαμε και κάνα δυο μαχαιρώματα.

Πού να ’βρεις πλούσιο νεκρό. Δαύτοι είναι κορακοζώητοι, όχι σαν την πλέμπα. Και πού να τους πλησιάσεις. Δυσπρόσιτες οι ιδιωτικές κλινικές, το ίδιο κι οι ακριβοί οίκοι ευγηρίας (όχι γηροκομεία, αυτά είναι για τους φτωχούς, επέμενε ο πάντοτε τιτίζης[2], ακόμα και στη γλώσσα, Δρακούλης). Έπρεπε να λαδώσεις τους νοσοκόμους, τους φύλακες, τους τραυματιοφορείς, τις καθαρίστριες, για να μπορέσεις να διαβείς κείνα τα στενά.

Είχα τάξει μπαγιόκο σε κόσμο και κοσμάκη, μα ένεκα ο ανταγωνισμός, ξεκίνησε η πλειοδοσία. Τα πλούσια πτώματα βγαίνανε στο σφυρί κι αυτό αναδίνει, όπως και να το κάνεις, ένα άρωμα ποιητικής δικαιοσύνης· τα πάντα μετριούνται σε χρήμα και τούτη η ρομφαία είναι δίκοπη…

Έχασα μέσα απ’ τα χέρια μου έναν πρόεδρο ομάδας Σούπερ Λιγκ, δυο εργολάβους του δημοσίου, έναν διευθύνοντα σύμβουλο χρηματιστηριακής κι έναν συνήγορο της ρώσικης μαφίας, μόνο τους τελευταίους δυο μήνες. Ούτε τα εφτακόσια δεν έβγαζα καλά καλά, με τα έξοδα κίνησης και τις «ωφέλιμες» πληρωμές που ’χα να καλύψω.

Άρχισε η καρέκλα να τρίζει. Έβλεπα την απογοήτευση, μέχρι και τη θυμηδία των συνάδερφων του οικονομικού, κάθε που γυρνούσα με τα δίχτυα μου αδειανά ή με τίποτα μαρίδες. Έπιανα τους ψίθυρους, ένιωθα το κλίμα βαρύ. Ώσπου μια μέρα με πήρε ο Δρακούλης παράμερα και μου ψιθύρισε δυο φωνήεντα, με ύφος φιλικό μα κάπως στεγνό. «Αργύρη… Νιώθω πως ούτε εσύ είσαι ευχαριστημένος με τα στατιστικά σου και ξέρω ότι μπορείς καλύτερα. Μην τ’ αφήνεις να σε πάρει από κάτω…» Επιφανειακά φαινότανε πως ήθελε να μου δώσει κουράγιο, αλλά το υπονοούμενο ήταν διαυγέστατο. Δεν είχα πολύ μέλλον στην εταιρεία με τέτοιες επιδόσεις.

Έφαγα τα λυσσακά μου· έβαλα λυτούς και δεμένους, πήρα τηλέφωνα, έταξα την Άρτα και τα Γιάννενα, δεν είμαι απ’ αυτούς που το βάζουν εύκολα κάτω, μένα με λένε Γαζή[3]. Ώσπου ήρθε η ώρα που όλο τούτο μ’ αντάμειψε. Χτύπησε το κινητό κι ήτανε ο αρκουδιάρης νοσοκόμος απ’ τον Άγιο Βαλάντιο, τον πιο ακριβό οίκο ευγηρίας της πόλης. Ο Αγαμέμνων Δαρείος, πατριάρχης μιας απ’ τις πλουσιότερες οικογένειες της Ελλάδας, «μάζευε υπογραφές», όπως συνθηματικά το έθεσε.

Εμένα κάλεσε πρώτο. Οσμίστηκε την απελπισιά μου και διείδε μια προοπτική κέρδους. Και χωρίς να ’χει κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Τα βρήκαμε στα τέσσερα κατοστάρικα, για να πει δυο καλά λόγια στη χήρα και να μην καλέσει κανέναν άλλον. Μέχρι να κλείσουμε το τηλέφωνο, είχα φτάσει τρεχαπετάμενος. Δε θα τ’ άντεχα να μου πάρει πάλι κάνας αρπακτονύχης τη μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα.

Φόρεσα το πιο εκλεπτυσμένο ύφος θλιμμένης αξιοπρέπειας κι ανθρώπινης κατανόησης που διέθετα στη σκηνική μου γκαρνταρόμπα, αρωματισμένο με μυρίπνοη εσάνς μελαγχολικού φθινόπωρου, και πλεύρισα τη χήρα. Μια βελουδομάτα μελαχρινή γύρω στα τριάντα πέντε, η τρίτη σύζυγος του ογδονταπεντάχρονου Δαρείου. Δεν φαινότανε και τόσο συντριμμένη. Μάλλον ανακούφιση ανάδινε τ’ ολάπαλο αγιωτικό της βλέμμα, που θα μπορούσε να παραμυθιάσει και τον Διάβολο ν’ απαγγείλει το Πάτερ Ημών. Δεν την κακολογώ, τώρα θ’ άρχιζε στ’ αλήθεια η ζωή της. Και τι ζωή…

Είχε λοιπόν κάθε λόγο να διοργανώσει μια χορταστική πολυτελή κηδεία, που θα βούλωνε στόματα και θα την ανάδειχνε αντάξια της τεράστιας κληρονομιάς που ’χε πανάξια κερδίσει. Ο εκλιπών άφησε εντολή ν’ αποτεφρωθεί. Της έδειξα τα πιο φίνα φέρετρα, τεφροδόχους από κινέζικο φαρφουρί, της παρουσίασα όλες τις μοντέρνες υπηρεσίες που πρόσφερε η εταιρεία και κείνη διάλεγε και διάλεγε κι όλο κάτι παραπάνω ήθελε. Τούτη η κηδεία θα κόστιζε πάνω από τριάντα χιλιάρικα, που πάει να πει πως εγώ θα κονομούσα γύρω στα έξι. Οι πλούσιοι μπορεί να μη δίνουν του αγγέλου τους νερό, μα σαν φτάνει το πράμα στο γόητρο δε φιλαργυρεύονται.

Γύρισε επιτέλους ο τροχός! Γιατί δεν ήτανε μονάχα τα λεφτά. Ίσως τούτη να ’τανε η μεγαλύτερη επιτυχία της εταιρείας σ’ όλα της τα χρόνια, η πιο επιφανής οικογένεια που μπήκε στο πελατολόγιο. Η θέση μου ήτανε πια εξασφαλισμένη, το δίχως άλλο. Ο Δρακούλης εικόνισμα θα μ’ έκανε.

Πήρα στα κεντρικά, να μου ετοιμάσουνε το στούντιο για το ψιμύθιασμα, αλλά και για ν’ αφουγκραστώ αντιδράσεις. Τους πέσανε τα σαγόνια στο πάτωμα, το ’νιωσα κι απ’ το τηλέφωνο. Μετά πήρα τη γυναίκα μου να της προλάβω τα ευχάριστα και να την ειδοποιήσω ότι θ’ αργούσα απόψε. Μέχρι και τριήμερο στο Λουτράκι του Πόζαρ της έταξα, χώρια το μαργαριταρένιο βραχιόλι που θα της έκανα έκπληξη. Ήταν η μέρα μου, μια μέρα που αξίζει να τη ζήσεις, ξιπαζόμουν σαν παρλιακός.

***

Πλησίαζα στη βάση του πυροβολικού. Στο κενό ανάμεσα σε δυο τραγούδια, άκουσα έναν θόρυβο απ’ την καρότσα. Έκλεισα τη μουσική κι αφτιάστηκα να δω τι ήταν. Ο ήχος επαναλήφτηκε. Ένας πνιχτός γδούπος σαν κάτι να χτυπούσε πάνω σε ξύλο, ρυθμικά, μ’ απόγνωση. Κόντεψα να χάσω τον έλεγχο του τιμονιού και να βουτήξω μαζί με το βαν απ’ την ακροκρημνιά του πολυγυρινού δρόμου. Αμέσως μετά το στρατόπεδο, σταμάτησα σ’ ένα θεοσκότεινο πλάτωμα στα δεξιά.

Δεν ήθελα να το πιστέψω. Όχι Θεέ μου, όχι, δεν είναι δυνατόν, μη μου το κάνεις αυτό, όχι να χαρείς. Κάτι άλλο θα ’ναι, δεν μπορεί, κάτι θα λύθηκε στην καρότσα και χτυπάει… Βγήκα απ’ την καμπίνα και κατευθύνθηκα στις πίσω πόρτες. Τις άνοιξα με φόβο απόβαθο, σάμπως μέσα να παραμόνευε ο Μινώταυρος. Δηλαδή καλύτερα να ’ταν ο ταυροκέφαλος παρά… παρά… Δεν κοτούσα καν να το σκεφτώ.

Με το που έβαλα το κεφάλι στην καρότσα, ο γδούπος ακούστηκε ξανά, αναθαρρημένος, επίμονος, προσταχτικός. Ένιωσα το στήθος μου να κόβεται στα δυο, λες και γλιστρούσα σε μιαν ουρανοκρέμαστη τσουλήθρα της αβύσσου.

Το μορμολύκειο ζωντάνεψε! Δεν γίνονται αυτά, μα την κόλαση, ποιος μαλάκας γιατρός υπέγραψε το καταραμένο πιστοποιητικό θανάτου; Σα φλας μες στο νου μου άστραψε το μαύρο βελούδο των ματιών της χήρας. Κι εγώ θα το υπέγραφα το ρημάδι…

Άβουλος, σήκωσα το καπάκι απ’ το κιβούρι. Αυτό που αντίκρισα μου ’κοψε τα ήπατα. Ο γερο-Δαρείος με αγριοκοιτούσε με μάτια γουρλωμένα κι η έκφρασή του μόνο ευγνωμοσύνη ή παράκληση δεν πρόδινε. Στη ρικνή του μούρη οργίαζε ένας στυγερός μορφασμός. Αλαζονεία, μίσος, καταφρόνεση, αηδία· τα χείλια του κρεμάμενα, τα φρύδια του σ’ ένα οργισμένο σμίξιμο σα θεομηνία, έλεγες θα σπίθιζαν αν τ’ άγγιζες. Δε θυμάμαι στη ζωή μου κάτι τόσο σκιαχτερό.

Λένε πως σε κρίσιμες στιγμές βλέπεις να περνάει απ’ τα μάτια σου η ζωή σαν ταινία. Απ’ τα δικά μου πέρασε ο θάνατος, σα θρίλερ του Κιούμπρικ. Ήρθε το τέλος, μέχρι εδώ ήτανε, είμαι ξοφλημένος. Πώς θα παρουσιαζόμουν στη δουλειά; Θα γινόμουνα περίγελος όλων, ο Δρακούλης θα με πετούσε με τις κλοτσιές.

Μοναστραπίς στο νου μου ξεκίνησε χορός δαιμονικός, σαν εφιάλτης του Έντγκαρ Άλαν Πόε με κόκκινη μάσκα. Τα δάνεια της Αγγλίας, το πατρικό σπίτι, η ανήμπορη μάνα, η ανύπαντρη αδερφή, η γυναίκα, το παιδί, τα τετρακόσια που ’δωσα μίζα, το τριήμερο στο Πόζαρ, το μαργαριταρένιο βραχιόλι, ολάκερη η ζωή μου η σκρόφα, όλα χαράμι, όλα στο βρόντο, όλα για έν’ απέθαντο χούφταλο· όχι, δεν μπορώ να το δεχτώ…

«Ή αυτός ή εσύ» άκουσα τη φωνή επιταχτική μες στο κεφάλι μου κι έπειτα όλα θόλωσαν. Άρπαξα ένα μαξιλάρι απ’ το κασόνι με τα υλικά και τον πατίκωσα. Θεέ μου, πόση ανακούφιση να μη βλέπω τ’ απαίσια μούτρα του. Δε σκεφτόμουνα, πίεζα, μόνο πίεζα. Το σάψαλο δεν είχε ανάκαρα να παλέψει. Έκανε μερικούς αδύναμους σπασμούς κάτω απ’ τα χέρια μου κι έπειτα τίποτα. Πατίκωσα κι άλλο, μέχρι που βεβαιώθηκα πως τα ’χε τινάξει πια για τα καλά.

Τότε μόλις, ήρθα στα συγκαλά μου κι ένιωσα τι ’χα κάνει. Αποτροπιασμός, τρόμος, ενοχή, πανικός. Δεν τόλμησα να τραβήξω το μαξιλάρι, μόνο κατέβασα το καπάκι. Έτρεξα στην καμπίνα, έβαλα μπρος κι έφυγα σαν κυνηγημένος.

***

Έφτασα στη στροφή Χορτιάτη. Από συνήθεια έκανα να στρίψω αριστερά, προς  Ασβεστοχώρι, μα αμέσως το μετάνιωσα. Δεν ήμουνα σε κατάσταση να παρουσιαστώ στο γραφείο. Γύρισα το τιμόνι δεξιά κι έπιασα την ανηφόρα κατά Χορτιάτη.

Ένα χιλιόμετρο παραπάνω μ’ έπιασε η αλλαξοκαιριά. Σάμπως αυτό που μαινότανε μέσα μου να ’χε ξεσπάσει απάνω σ’ ολάκερη την πλάση, προσχαμήλωσε ο ουρανός κι άρχισε να ρίχνει μπαμπάκι πυκνό. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα δρίμωσε ο χιονιάς, το γύρισε σε χιονοθύελλα. Ένιωσα το βαν να γλιστράει επικίνδυνα, το ’σωσα την ύστατη στιγμή.

Έπρεπε να σταματήσω, θα σκοτωνόμουνα. Βρήκα ένα πλάτωμα και πάρκαρα. Η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο με το στήθος μου. Έκλεισα το κινητό. Οι δίβουλοι στοχασμοί κουντούρντιζαν[4] διαολεμένοι, σαν έξαλλο κοπάδι σαρκοβόρων μπαμπουίνων.

Η πρώτη μου σκέψη ήτανε να παραδοθώ, να πάω τώρα δα στην αστυνομία και να ομολογήσω: Είμαι δολοφόνος! Σκότωσα έναν αθώο γέροντα που δε μου ’φταιξε σε τίποτα, είμαι ένα κτήνος, ουτιδανός. Αυτό ήτανε το ηθικώς ορθό. Έλα όμως που όταν είσαι γονιός η ύψιστη ηθική σου υποχρέωση είναι να φροντίζεις και να προστατεύεις την οικογένεια. Φυσικός νόμος, νόμος του Θεού, πάνω και πέρα απ’ το δίκαιο των ανθρώπων.

Πάλι καλά που τα λογικά μου δεν μ’ είχαν απολείψει παντελώς. Βλέπεις, η Λογική είναι η μεγαλύτερη πόρνη· δίνεται σ’ όλους, μα δεν ανήκει σε κανέναν. Και τσατσά της είν’ η Ηθική. Οι δυο μαζί προστρέχουνε και ξέρουν πάντα να ικανοποιούν αυτόν που επικαλείται τις θωπείες τους.

Στο κάτω κάτω, ποιος φταίει για τούτη την κατάσταση; Γιατί πρέπει εγώ κι όλοι σαν εμένα να ζούμε με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο; Δεν ήμουνα πάντοτε αριστούχος; Δεν έκανα ό,τι μου είπανε πως έπρεπε να κάνω; Ούτε χασομέρης ούτε φυγόπονος, πάντα μου σωστός σε όλα. Τότε γιατί όλα πηγαίνανε σκατά; Ψέματα, όλα ψέματα…

Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει, είσαι επί ξύλου κρεμάμενος, σα να πηγαίνεις καθημερινά σ’ έναν πόλεμο που ποτέ δεν κοπάζει. Μα ποιος τον ξεκίνησε τούτο τον πόλεμο; Αυτός, αυτός, ο Δαρείος και το συνάφι του! Ε, που να πάρει ο γερο-Διάολος, όταν ξεκινάς πόλεμο ετοιμάσου να ’χεις κι εσύ απώλειες, όχι μοναχά οι άλλοι.

Κι έπειτα, δαύτος δε θα λείψει από κανέναν. Είδα τη χήρα και την κόρη του, είδα και τους γιους του. Άσε που έτσι κι αλλιώς ζωή πολλή δεν είχε, μετρούσε μέρες. Σήμερα ξύπνησε, ποιος ξέρει αύριο τι θα γινόταν.

Τρεις μεταμοσχεύσεις είχε κάνει, καρδιά, συκώτι, πάλι καρδιά. Πού βρήκε τα μοσχεύματα; Ποιους πήρε στο λαιμό του; Κάτσε ’συ φτωχέ στη λίστα αναμονής να ψοφήσεις, ενώ ο πλούσιος βρίσκει τα όργανα λες και ψωνίζει απ’ του Βασιλόπουλου. Πόσους ακόμα θα ’σερνε μαζί του στον τάφο, αν δεν τον είχα σταματήσει; Είναι δίκαιο να καταστραφεί η ζωή μου, νέος άνθρωπος με μωρό παιδί, για έναν εσχατόγερο που ξέχασε να πεθάνει; Όχι, ο Χάρος είναι ο Μέγας Εξισωτής κι εγώ ο ταπεινός παραγιός του…

Σιγά σιγά συνήρθα κι ανέκτησα τον έλεγχο της ανάσας μου. Τελικά δεν υπάρχει τίποτα που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να εκλογικέψει. Έπρεπε να το κουκουλώσω, το ’χα χρέος προς το γιο και προς τη μάνα μου. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Γιατί αν δεν ήταν αυτοί, δεν θα το ‘χα κάνει εξαρχής.

Κοίταξα το ρολόι. Νύχτα χωνεμένη, είχε πάει σχεδόν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Κατέβηκα απ’ τ’ αμάξι, έτριψα τα λάστιχα να μουτζουρωθούν τα δάχτυλα. Μετά μουτζάλωσα το πρόσωπό μου κι έπειτα έπιασα το χιόνι, που ’χε ήδη φτάσει στον αστράγαλο, και πασπάλισα τα ρούχα μου να μουσκέψουν. Ο άνεμος είχε κόψει. Ξεφούσκωσα τη ρεζέρβα και την κατάβρεξα κι αυτήν. Έριξα λίγες φούχτες χιόνι και στις αντιολισθητικές αλυσίδες. Άνοιξα το κινητό. Δέκα αναπάντητες απ’ το γραφείο, η τελευταία πριν από ένα τέταρτο. Ανταπέδωσα την κλήση κι ενημέρωσα ότι πλησιάζω.

Οδήγησα όσο πιο γρήγορα γινότανε κι έφτασα με κομμένη την ανάσα στη Νεάπολη. Με το που μπήκα μέσα να πάρω το φορείο, να σου μπροστά μου ο Δρακούλης.

«Αργύρη… Μα καλά, πού είσαι τόσες ώρες, ήμουνα έτοιμος να βάλω τα παιδιά να σε ψάξουνε. Πριν από λίγο με ειδοποίησε και μένα η γραμματεία. Πάλι καλά που δεν φωνάξαμε την αστυνομία δηλαδή».

«Με συγχωρείτε κύριε Δρακούλη, αλλά έπαθα λάστιχο λίγο πριν απ’ τη στροφή Χορτιάτη. Το κινητό δεν έπιανε, δεν μπορούσα να ειδοποιήσω ούτε να πάρω την οδική βοήθεια. Μέχρι να βάλω τη ρεζέρβα, μ’ έπιασε χιονιάς. Κάθισα λίγο μέσα να προφυλαχτώ και μόλις κόπασε πέρασα αλυσίδες στο βαν. Όταν κατέβηκα στα Μετέωρα, η τροχαία μου ’κανε σήμα να τις βγάλω, γιατί εδώ δε χιόνισε. Μεγάλη περιπέτεια, αλλά τέλος καλό όλα καλά».

Ο Δρακούλης με κοίταξε αποκορφίς και κούνησε το κεφάλι. «Τα χάλια σου τα μαύρα έχεις. Μπορείς να περιποιηθείς τη σορό ή να καλέσω κάποιον άλλον;»

«Όχι, κύριε Δρακούλη, δεν χρειάζεται. Θα τα φροντίσω όλα εγώ, είμαι μια χαρά».

«Ωραία. Κοίτα να βάλεις όλη σου την τέχνη». Κάτι στη φωνή του έδειχνε σα να μην είχε πολυπιστέψει την ιστορία μου, αλλά δεν το ’κανε θέμα. «Η κηδεία έχει οριστεί γι’ αύριο το πρωί στις δέκα, εδώ επιτόπου. Μόλις τελειώσει η δεξίωση, θα ξεκινήσετε με τον Δημήτρη, τον οδηγό, για Μπάνσκο. Κοιτάξτε να ξεμπερδεύετε νωρίς με την αποτέφρωση, για να γυρίσετε μέχρι τ’ απόγευμα, συνεννοηθήκαμε;»

«Εντάξει, κύριε Δρακούλη, όλα καλά». Του γύρισα την πλάτη κι έσυρα το φορείο προς το βαν.

***

Κλείδωσα πίσω μου την πόρτα του στούντιο. Κανείς δεν έπρεπε να διακόψει την… καλλιτεχνική μου δημιουργία, όχι απόψε. Άνοιξα το καπάκι απ’ το κιβούρι. Το μαξιλάρι ήτανε πάντα εκεί, να του κρύβει το πρόσωπο. Το σήκωσα ταραγμένος.

Αν υπήρχε κάμερα ν’ απαθανατίσει την έκφραση που πήρα καθώς αντίκρισα το πτώμα, σίγουρα θα ’χα στο τσεπάκι το Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου. Τα γόνατά μου λύθηκαν, κόντεψα να σωριαστώ. Μετά βίας κρατήθηκα απ’ το χερούλι της κάσας.

Ένας τετανικός σπασμός είχε αποτυπώσει μόνιμα την αγωνιακή γκριμάτσα του γέρου, σαν τεφροκύανη μάσκα αρχαίου θεάτρου, άκαμπτη κι αναφρικιαστική. Τα μάτια του ανοιχτά, θολό γυαλί, τα φρύδια σμιχτά, τα χείλια κρεμασμένα. Και σα να μην έφταναν αυτά, είχε γεμίσει αιμορραγικές πετέχειες απ’ την ασφυξία. «Το φελέκι μου μέσα, γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!» σφυροκοπούσα με τη γροθιά το κιβούρι. Όλα εναντίον μου, όλα, το κέρατό μου το δίφορο! Μόλις κάτι παραπάνω από τρεις ώρες είχανε περάσει κι άρχισε κιόλας η ακαμψία. Ε βέβαια, με τόσο κρύο…

Έκανα να του κλείσω τα μάτια. Τα βλέφαρα αντιστάθηκαν κι έμειναν ακίνητα. Του πασπάτεψα το πρόσωπο μπας και καταφέρω να κάνω τους μύες να χαλαρώσουν, όπως μας είχανε δείξει στα σεμινάρια. Τίποτα. Δοκίμασα τα χέρια και τα πόδια. Αυτά, αν και δύσκολα, λυγίζανε ακόμα· η ακαμψία προχωράει σταδιακά. Με την ψυχή στο στόμα, πήγα στη ντουλάπα κι έβγαλα το μαύρο σινιέ κουστούμι που ’χε στείλει η χήρα. Μέγκλα πράμα, κρίμα που ήτανε να γίνει στάχτη. Έπρεπε να προλάβω προτού μαρμαρώσει ολάκερος. Μετά δεν θα μπορούσα να κάνω και πολλά.

Ψαλίδισα τη λερή πιτζάμα και τα εσώρουχα. Έριξα τα κουρέλια στον κλίβανο, μαζί με τ’ όπλο του φόνου. Τον έπλυνα στη ρηχή υπερυψωμένη μπανιέρα και τον στέγνωσα προσεχτικά. Με τα χίλια ζόρια τον ξύρισα, τον κούρεψα, του φόρεσα το κουστούμι και τα λουστρίνια και τον απόθεσα στο εβένινο φέρετρο με τα επίχρυσα χερούλια και την πορφυρή μεταξωτή επένδυση.

Είχε έρθει η ώρα ν’ αντιμετωπίσω την τρομερή μουτσούνα του θανάτου. Έκοψα τις βλεφαρίδες και τοποθέτησα τεχνητά βλέφαρα, να κλείσουν τα μάτια. Του ξύρισα τα φρύδια και κόλλησα επίσης τεχνητά, μήπως μετριάσω το δυσοίωνο οργισμένο σμίξιμο. Κάτι πήγε να γίνει. Όμως το στόμα, κείνη η αποτρόπαιη γκριμάτσα που ’χε σιδερωθεί στα μαργωμένα χείλη, δεν ήταν εύκολο να ημερέψει.

Πάσχισα, καλαφάτισα, πέρασα στρώματα και στρώματα μέικ-απ, έκανα ό,τι ήταν βολετό, σμίλεψα τα μισίδια[5] του προσώπου, μη μου γίνει σαν τον άντρα της Μπάρμπι, μα κείνος ο αναθεματισμένος μορφασμός δεν έλεγε να φύγει.

Σοβάντιζα, έπλαθα, τα χαλούσα, τα ξανάφτιαχνα, νόμιζα πως κάτι έκανα· καθόμουνα δήθεν ικανοποιημένος, μα μόνο τον εαυτό μου κορόιδευα… Μόλις ξανακοιτούσα, ο μορφασμός ήταν ακόμα εκεί, πικρός και θρασύς.

Κάποια στιγμή, έχασα πια το λεπτό σύνορο αναμεσίς ύπνου κι εγρήγορσης. Τα δυο τους είχανε κουβαριαστεί κι είχανε βρικολακιάσει σ’ έναν αξύπνητο εφιάλτη. Καθισμένος στον πάγκο άκουσα ξάφνου έναν ξύλινο ήχο, κάτι να χτυπάει ρυθμικά, επίμονα, προσταχτικά. Τινάχτηκα σαν έχιδνα κι άρπαξα ένα χοντρό κατσαβίδι απ’ τον πάγκο. Όρμησα στο εφτάψυχο γερόντιο, να του σουβλίσω την καρδιά, να πάψει επιτέλους να με στοιχειώνει. Μια στιγμή πριν του το καρφώσω, το χτύπημα ξανακούστηκε από τη μεριά της πόρτας. «Αργύρη, είσαι καλά;» ήχησε δισταχτική η φωνή της Χριστίνας, απ’ τη γραμματεία.

«Ναι, ναι, καλά είμαι, όλα τέλεια». Έκρυψα το κατσαβίδι πίσω απ’ την πλάτη κι άνοιξα την πόρτα.

«Μ’ έστειλε ο κύριος Δρακούλης, να δω αν τέλειωσες».

«Ναι, Χριστινάκι, πες του πως τελειώνω σε πέντε, εντάξει;» Έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια να χαμογελάσω, αλλά μάλλον την τρόμαξα. Πέταξε ένα «Έγινε» κι έφυγε σφαίρα.

Μπήκα πάλι μέσα, χωρίς να κλειδώσω πια την πόρτα. Ο Δαρείος κείτονταν νεκρός, όπως ο αρχαίος συνονόματος. Άφησα το κατσαβίδι στον πάγκο. Κι όμως, ήμουνα έτοιμος να τον ξανασκοτώσω, ήμουν αποφασισμένος. Και, μα τον γιαραμπή, θα τονε σκότωνα χίλιες φορές αν χρειαζόταν.

Κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει εννιά το πρωί. Επιθεώρησα για τελευταία φορά το έργο μου. Το καλύτερο που ’χα καταφέρει ήταν ν’ απαλύνω κάπως την εντύπωση που ’δινε κείνος ο μορφασμός. Τον είχα λίγο εξωραΐσει, τίποτα περισσότερο. Τουλάχιστον δεν έδειχνε πια τόσο γκρανγκινιόλ. Άνοιξα την πόρτα με μια βαθιά συναισθηματική τύφλωση να μ’ έχει καταλάβει, σα να ’μουν ανδροειδές. Το ’χα πάρει απόφαση πως είχα χάσει πια τα πάντα και δε μ’ ένοιαζε. Κανένα συναίσθημα, καμιά αντίδραση, τίποτα δεν είχε πλέον νόημα. Με το που άνοιξα την πόρτα, πρόβαλε ο πανταχού παρών Δρακούλης, φάτσα κάρτα.

«Καλημέρα, Αργύρη… Όλα έτοιμα;»

«Έννοια σας κύριε Δρακούλη, όλα στην εντέλεια. Ολοκληρώθηκε ο στολισμός της αίθουσας;»

«Ναι, από ’κει έρχομαι. Λοιπόν, πήγαινε ετοιμάσου κι εσύ, γιατί δεν έχουμε πολλή ώρα». Χωρίς να περιμένει απάντηση, κίνησε προς το γραφείο του.

Έκανα ένα ντους, ήπια έναν διπλό εσπρέσο και πήγα στ’ αποδυτήρια να φορέσω το ακριβό κουστούμι που μας παρείχε η εταιρεία για τέτοιες περιστάσεις, μην είμαστε ανάμεσα στους καλεσμένους σαν τους φτωχούς συγγενείς. Έγινα στην πένα. Πότε θα ’χα ξανά την ευκαιρία να φορέσω Χιούγκο Μπος; Σίγουρα όχι στην ανεργία ούτε στη φυλακή.

***

Το παρεκκλήσι ήτανε στολισμένο αριστοτεχνικά. Οι συνθέσεις των λουλουδιών έμοιαζαν με πίνακες του Βαν Γκογκ. Η σεραφική μουσική υπέβαλε διακριτικά σεβασμό και κατάνυξη. Η φωτογραφία του μακαρίτη δέσποζε στη γιγαντοοθόνη. Ο φωτισμός, προσεχτικά σκηνοθετημένος, σμίλευε τις σκιές.

Κι η μεγάλη παραφωνία: το ανοιχτό φέρετρο με τον λαμπροφορεμένο Αγαμέμνονα Δαρείο και τον φρικαλέο του μορφασμό. Η μπρούτζινη βάση ήταν υπερυψωμένη κι επικλινής, έτσι ώστε όλοι στην αίθουσα να τον βλέπουν. Μα δε μου καιγότανε καρφί, είχα συνθηκολογήσει με την ιδέα του χαμού.

Η ελληνική Εκκλησία δεν δέχεται να κηδέψει όποιον επιλέγει την αποτέφρωση. Όμως άμα έχεις λεφτά, όλο και θα βρεθεί παπάς να έρθει ως εδώ και να τελέσει το μυστήριο, από χριστιανική αγάπη. Έπιασε να δοκιμάζει τα μικρόφωνα, μαζί του κι η χορωδία. Χαμηλομουρμούριστοι, οι συγγενείς κι οι καλεσμένοι άρχισαν να προσέρχονται. Το πάρκινγκ γέμισε από Μερσεντές, Πόρσε και κάθε λογής SUV κι η αίθουσα με Αρμάνι, Βερσάτσε, Ντιόρ και Λακρουά.

Χαμοβλεπάρης κι ατήραγος, πήγα και στάθηκα στη θέση μου δίπλα στο φέρετρο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να περάσω απαρατήρητος, μα οι φιδομαλλούσες Ερινύες που έπλεχαν απάνω απ’ το κεφάλι μου με πρόδιναν. Όλοι κοιτούσανε κατά μένα. Ένας ψίθυρος απλώθηκε από στόμα σε στόμα, πνίγος πλάκωσε την αίθουσα.

Σαν ξεκίνησε ο παπάς να ψέλνει, η χήρα έβαλε τα κλάματα. Κοπετός, όχι αστεία. Ήταν βέβαια υποχρεωμένη να δείξει θλίψη, μα τούτο πήγαινε πολύ. Οι πλούσιοι σφιχτοκρατάνε τα συναισθήματά τους μπροστά στον κόσμο, η αδυναμία είναι ντροπή.

Λες κι ήτανε μεταδοτικό, έπιασε να κλαίει γοερά κι η κόρη, μια λυσίκομη καστανή, συνομήλικη με τη μητριά της. Έπειτα οι γιοι του, δυο ψαρομάλληδες καλοζωισμένοι, λύγισαν κι αρχίσανε τα δάκρυα να κυλούν ποτάμι. Το σύθρηνο εξαπλώθηκε ολοτρόγυρα στην αίθουσα. Σε λίγα λεπτά, οι πάντες είχανε λυθεί στο κλάμα. Δεν το ’χα ξαναδεί αυτό παρά μόνο σε κηδείες μικρών παιδιών και πάλι όχι τόσο.

Τότε κατάλαβα τι γινόταν. Ο μορφασμός, ο μορφασμός, αυτός έφταιγε για όλα, ήτανε τόσο θλιβερός. Και τόσο αξιοθρήνητη η Μάσκα του Αγαμέμνονα που ’χα πλάσει… Επική αποτυχία, ναυάγιο, πανωλεθρία κανονική. Ήμουν άξιος της μοίρας μου, όπου κι αν κατέληγε αυτό το φιάσκο.

Ο Δρακούλης στεκότανε παράμερα σε μια γωνιά και παρακολουθούσε τα δρώμενα. Είχε ένα ύφος αξεδιάλυτο, που θα μπορούσε να του χαρίσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα πόκερ στο Λας Βέγκας. Η ένταση που ’χε το βλέμμα του φανέρωνε πως τίποτα δεν του περνούσε απαρατήρητο.

Την ώρα του επικήδειου, η γιγαντοοθόνη έπαιζε σκηνές με τον αείμνηστο σε οικογενειακές στιγμές ή σε ώρες θριάμβου. Ο μεγάλος γιος μετά βίας πρόλαβε να διαβάσει ως τη μέση το χαρτί που κρατούσε, ώσπου τον πνίξανε οι λυγμοί. Μετά η οικογένεια παρατάχτηκε δίπλα στο φέρετρο κι οι καλεσμένοι κάνανε ουρά για τον στερνό χαιρετισμό.

Ακόμα και τότε, το μακροθρήνημα συνεχίστηκε ακάθεκτο. Μάσκαρα λιωμένη, να τρέχει σε μάγουλα μακιγιαρισμένα με το μυστρί, ν’ αφήνει αχνάρια στο σοβά –μαύρο δάκρυ στην κυριολεξία–, μουτζουρωμένα μάτια, τρεχούμενες μύτες, σκέτη καταστροφή.

Είδα τον Δρακούλη να παίρνει ύφος σκεφτικό, σάμπως όλο αυτό να τον προβλημάτιζε. Οι αλγούντες καλεσμένοι πήγανε να πνίξουν τον πόνο τους σε σαμπάνια με χαβιάρι στην αίθουσα των δεξιώσεων κι εγώ κίνησα προς τη νεκροφόρα, να κανονίσω τα του ταξιδιού. Πριν φτάσω στην εξώπορτα, ο Δρακούλης με πρόλαβε. «Αργύρη… Μόλις επιστρέψεις από το Μπάνσκο, θα σε περιμένω στο γραφείο μου». Είχε πάλι εκείνο το ανεξιχνίαστο ύφος του χαρτοπαίχτη. Του απάντησα κάτι λαρυγγοκαρυδωμένο και βγήκα κακήν κακώς στην αυλή.

***

Το αργοκίνητο ταξίδι για Βουλγαρία ήτανε στ’ αλήθεια μαρτυρικό. Είχα τριάντα ώρες ξάγρυπνος, είχα τον νταλγκά μου, είχα από πάνω και τον Δημήτρη, τον οδηγό, να φλυαρεί για τον ΠΑΟΚ κι αν ο Ιβάν θα κάνει του χρόνου καλές μεταγραφές. Πίσω ακολουθούσε η λιμουζίνα που μετέφερε την οικογένεια. Η αποτέφρωση θα διεξαγόταν σε στενό κύκλο. Οι γυναίκες έκλαιγαν ακόμα, όταν φτάσαμε έξω απ’ το Μπάνσκο.

Κόστισε κατιτίς παραπάνω στον Δρακούλη να πάρει άδεια για κρεματόριο σε τουριστική περιοχή, αλλά το επιβλητικό ορεινό τοπίο κι ο μυροβόλος αγέρας ήτανε κι αυτά τμήμα των προσφερόμενων υπηρεσιών, όπως και το πλούσιο γεύμα στο καλύτερο εστιατόριο της περιοχής.

Το ταξίδι της επιστροφής ακόμα πιο δύσκολο. Ο Δημήτρης είχε πιάσει στο στόμα του τη διαιτησία και τον Γαύρο και σταματημό δεν είχε. Εγώ πάλι, το μόνο που συλλογιζόμουνα ήταν ο Δρακούλης, που με περίμενε να μου ψάλει τον αναβαλλόμενο. Η ανοιακή ευφορία που μ’ είχε πιάσει χτες το βράδυ δεν έμελλε να ’βγει σε καλό. Σκέφτηκα στα σοβαρά να πηδήσω απ’ τη νεκροφόρα και να μείνω στη Βουλγαρία, να μη γυρίσω πίσω, να μη με ξαναδεί κανείς. Τι θα πει πώς θα ζούσα. Παντού χρειάζεται ένας δολοφόνος.

Μόλις φτάσαμε, πήγα στο γραφείο του σα ζόμπι. Η γραμματέας μού είπε να περιμένω, γιατί ο κύριος Δρακούλης έδινε συνέντευξη σε κάποιο τοπικό κανάλι. Έκατσα κι εγώ και μετρούσα τα δευτερόλεπτα, που ’χαν πάρει διαστάσεις διογκωμένης σχετικότητας.

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε. Πρώτα βγήκανε ο δημοσιογράφος με τον εικονολήπτη. Από πίσω τους ο Δρακούλης, ντερμπεντέρης, εύχαρις, εύγλωττος, τους χτύπαγε στον ώμο καθώς έλεγε ένα ανέκδοτο με βρικόλακες. Μόλις το συνεργείο απομακρύνθηκε, κείνος σοβαρεύτηκε. Μου ’κανε νόημα να περάσω. Κίνησα αργοβάδιστος, σάμπως να διάβαινα το Πράσινο Μίλι.

Μπήκα μέσα κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Ο Δρακούλης είχε καθίσει και κάτι έγραφε στον υπολογιστή. Μου ’δειξε μια πολυθρόνα και με ρώτησε αν ήθελα κάτι να πιω. Το ξαίματο πρόσωπο και τα πανιασμένα μου χείλη φανέρωναν αδιάψευστα την κατάστασή μου. Αρνήθηκα ευγενικά. Μου ζήτησε συγνώμη, να διευθετήσει κάποιες υποθέσεις, και σήκωσε το τηλέφωνο. Μόλις τέλειωσε, γύρισε προς τα μένα.

«Δε μου λες, Αργύρη, ποιος σε πληρώνει;» Τα μάτια του είχανε μια παγερή έκφραση, σάμπως οι σκέψεις του να κρύβονταν στο βυθό σιβηρικής λίμνης. Όμως η ερώτηση από μόνη της φανέρωνε πού πήγαινε το πράμα.

«Ε… εσείς, κύριε Δρακούλη».

«Λάθος! Δεν σε πληρώνω εγώ. Εγώ δεν πληρώνω κανέναν. Για ποιο πράγμα πληρωνόμαστε, Αργύρη, εσύ κι εγώ;»

«Για να κάνουμε τις τελετές». Απαντούσα στωικά, σα να ’μουνα ο Σκυλόσοφος[6] μπρος στο τούρκικο λεπίδι.

«Και ποιος πληρώνει γι’ αυτές; Το κράτος; Η τράπεζα; Ο Θεός;»

«Οι συγγενείς, οι ζωντανοί».

«Σωστά! Οι κηδείες δεν είναι για τους νεκρούς, αλλά για τους ζώντες. Και τι χρειάζονται οι ζωντανοί, Αργύρη, τι έχουν περισσότερο ανάγκη;» Κούνησα με πίκρα το κεφάλι. Σίγουρα όχι να φύγουνε ξεβαμμένοι σαν καμποτίνοι παλιάτσοι.

«Να θάψουν τους νεκρούς τους;»

«Όχι. Αυτό μπορεί να το κάνει και το δημοτικό γραφείο τελετών, πολύ πιο φτηνά. Εμείς τους δίνουμε κάτι άλλο, κάτι παραπάνω. Τι είναι; Μπορείς να σκεφτείς;»

Τι να σκεφτώ. Μια καλή κοινωνική εκδήλωση τους δίνουμε, αν δηλαδή δεν βρεθεί κάποιος Αργύρης να την κάνει ρόιδο.

«Γιατί έκλαιγαν όλοι σήμερα; Τι τους έδωσες, Αργύρη; Σκέψου».

 «Δε… δεν ξέρω. Τι τους δώσαμε;»

«Κάθαρση! Αυτό τους δώσαμε, εξιλασμό. Η κηδεία είναι ιεροτελεστία, είναι τέχνη. Σαν θέατρο, σαν αρχαία τραγωδία. Είδαν στο πρόσωπο του νεκρού τη μοίρα τους. Είδαν τη ζωή τους. Εκτίμησαν αυτό που έχουν, αυτό που ζουν. Πέθαναν με τον νεκρό και μας πλήρωσαν για τη ζωή που τους χαρίσαμε. Χάρη σε σένα, χάρη στον Χάρη Δρακούλη, μπορούν να συνεχίσουν να ζουν…

»Γι’ αυτό μας πληρώνουν. Όχι για να θάβουμε τους νεκρούς, αλλά για ν’ ανασταίνουμε τους ζωντανούς. Είμαστε καλλιτέχνες, Αργύρη, είμαστε τραγωδοί, είμαστε ποιητές… Κι εσύ, αυτό μου λέει το ένστικτό μου, είσαι ο Ευριπίδης της ταφής. Μπορείς να κάνεις σπουδαία πράγματα, αρκεί να καταλάβεις ποιος είσαι, ποιοι είμαστε, τι κάνουμε». Μου πέρασε για μια στιγμή απ’ το νου ότι με δούλευε κανονικά. Μα τώρα η ματιά του είχε γίνει πιο ζεστή, θα ’λεγες πατρική.

«Ε… ευχαριστώ πολύ κύριε Δρακούλη».

«Δεν σου κρύβω ότι προβληματίστηκα με τη χθεσινή σου συμπεριφορά. Αλλά μόλις είδα το έργο σου, κατάλαβα. Ήταν η ένταση της έμπνευσης που κλοτσάει για να γεννηθεί. Η έκφραση που έδωσες στον νεκρό, ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω δει, τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Περιέκλεινε όλο τον πόνο της ύπαρξης, τη θλίψη της απουσίας μαζί με την περίσκεψη του μοιραίου, απεικόνιζε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την επίγνωση του μάταιου, της μηδαμινότητας του ανθρώπου μπροστά στο επέκεινα. Ιδιοφυές! Θα μου επιτρέψεις να σου δώσω τα θερμά μου συγχαρητήρια».

Έμεινα άλαλος, δεν ήξερα στ’ αλήθεια τι να πω. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές συναισθημάτων το τελευταίο εικοσιτετράωρο μ’ είχανε τσακίσει κι η εσώτερη τυφλότητα με σκοτάδιαζε ακόμα. Σηκώθηκα μονάχα και του έτεινα το χέρι. Μου το ’σφιξε εγκάρδια.

«Λοιπόν, πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς. Και μην έρθεις την υπόλοιπη βδομάδα. Έχεις άγραφη άδεια από μένα. Άντε και πάντα τέτοια…».

Υποκλίθηκα βαθιά κι έφυγα πισωπατώντας, μην του γυρίσω την πλάτη. Τούτη ήταν η απαρχή μιας λαμπρής καριέρας στο χώρο των τελετών. Έγινα το δεξί χέρι του Χάρη Δρακούλη. Ο ίδιος έδωσε εντολή στο εξής όλοι οι νεκροί να μακιγιάρονται μ’ έναν ελαφρύ μορφασμό στα φρύδια και στα χείλη. Μ’ έβαλε να διδάσκω την υψηλή μου τέχνη στους νεότερους. Ύστερα από μερικά χρόνια, όλοι είχανε ξεχάσει πως κάποτε λεγόμουν Αργύρης Γαζής. Ήμουν πια ο Ευριπίδης, ο Ευριπίδης της Ταφής…

[1] Καρτάλι: Όρνιο, αρπαχτικό.

[2] Τιτίζης: Λεπτολόγος, κομψός.

[3] Γαζής: Επίλεκτος Οθωμανός πολεμιστής, γενίτσαρος.

[4] Κουντουρντίζω: Ξεσαλώνω, παραφέρομαι.

[5] Μισίδια: Τα χαρακτηριστικά του προσώπου.

[6] Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος (1541 – 1611). Ηπειρώτης μοναχός και ηγέτης αγροτικών εξεγέρσεων. Οι Τούρκοι τον έγδαραν ζωντανό, όμως αυτός δεν λύγισε ούτε για μια στιγμή.