Ο άνθρωπος που συρρικνώθηκε σε παιδί

0
1844

Ακούω τον Αλκίνοο Ιωαννίδη με μια κιθάρα να τραγουδά. Έχει κοντά γκρίζα μαλλιά και μούσι πια, τα μάτια του κουρασμένα, αλλά η φωνή του ξεκούραστη σαν να ‘ναι είκοσι χρονών.

Λένε πως η όσφρηση είναι η αίσθηση που συνδέεται απευθείας με την μνήμη. Ο Προυστ δεν θα διαφωνούσε, αφού η μαντλέν που προκάλεσε το “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, θα υπολειπόταν σε γεύση, αν πρώτα δεν τη μύριζε.

Όμως και η μουσική έχει κάποιες φορές τέτοιες ιδιότητες, μνημο-διεγερτικές.

Ακούω το “Δεν μπορώ” και θυμάμαι έναν άλλο εαυτό μου, είκοσι χρόνια πριν. Στραβόγιαννο στη Σούδα, να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει φάλτσα, μαζί μ’ έναν ναύτη-σειρά απ’ το Ζαγκλιβέρι, “ο χειμώνας με πληγώνει”.

Κι αναρωτιέμαι: Ποιος ήταν εκείνος ο εικοσάχρονος στη Σούδα; Και τι σχέση έχει ο μεσήλικας Αλκίνοος μ’ εκείνον τον μακρυμάλλη που ακούγαμε στο στρατόπεδο;

“Αλλά έχω γράψει γι’ αυτό”, μου ‘ρχεται στο μυαλό. “Για τους κλώνους μας.”

Βρίσκω το κείμενο στα πρόχειρα, δεν το είχα κοινοποιήσει τότε. Όμως ακόμα κι ο εαυτός μου πριν έξι μήνες, μοιάζει να ζούσε τη ζωή κάποιου άλλου.

~~

Το κείμενο κάποιου κλώνου:
Επιστρέφω σπίτι το βράδυ, μετά από εννιάμιση ώρες κυριακάτικης εργασίας. Μπήκε ο Μάρτης, βγήκε ο ήλιος κι όλοι αποφάσισαν να βγουν για καφέ.

Οι μυς στο πίσω μέρος των ποδιών, απ’ τον αστράγαλο ως τον κώλο, έχουν γίνει μια συμπαγή μάζα, λίγο πριν την κράμπα.

Τρώω ό,τι βρίσκω στον πάγκο της κουζίνας, ανάκατα. Κέικ μήλου, ρύζι, λαχανοντολμάδες, σοκολάτα, μια μπανάνα, δυο τυροπιτάκια, μακαρόνια. Αν έβρισκα και χταπόδι με ροδάκινο κομπόστα θα τα καταβρόχθιζα κι αυτά.

Δεν νιώθω κουρασμένος. Έχω τόση ένταση ακόμα που δεν μπορώ να νιώσω και πολλά πράγματα, πέρα από πείνα. Βάζω κρασί για να χαλαρώσω το κεφάλι μου. Να γράψω κάτι είναι αδύνατον. Το μόνο που θέλω είναι να σταματήσω να κάνω. Συγγραφέας μετά από εννιάμιση ώρες δουλειάς υψηλού μόχθου δεν γίνεσαι -ούτε γεννιέσαι.

~~

Στη δουλειά συνάντησα κι έναν διάσημο-επαγγελματία συγγραφέα. Φαινόταν νευρωτικός και αλλοπρόσαλλος, κάπως απροσάρμοστος, έτσι όπως οφείλουν να είναι οι συγγραφείς.

Τον αναγνώρισα μόλις μπήκε στο μαγαζί, κι αυτός μάλλον το κατάλαβε (“με αναγνώρισαν!”) Έκατσε στο τραπέζι με την παρέα του, πήρε να πιει μια σουρωτή με λεμόνι. Ήταν ντυμένος σαν συγγραφέας, είχε τον σωματότυπο συγγραφέα, το σουλούπι συγγραφέα, το πρόσωπο συγγραφέα, την έκφραση συγγραφέα, σχεδόν γραφικός -αυτό που όλοι έχουν κατά νου όταν σκέφτονται “συγγραφέας”.

Αλλά ήθελα να είμαι βέβαιος ότι τον είχα αναγνωρίσει σωστά. Τον πλησίασα και του είπα σιγά, να μην ακούσουν οι γύρω:
“Συγνώμη. Είστε ο Κορτώ;”
“Ναι!” έκανε αυτός δυνατά, και μου ‘δωσε το χέρι. “Ευχαριστώ.”

Δεν κατάλαβα γιατί με ευχαρίστησε.

~~

Καταρρέω στον καναπέ για να δω μια ταινία. Για κάποιο λόγο, που δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε κι έχει σημασία να το κάνω, όταν είμαι υπερβολικά κουρασμένος θέλω να βλέπω ταινίες επιστημονικής φαντασίας.

Βάζω να δω το Moon, μια κλειστοφοβική ταινία του 2009, που έχει σκηνοθετήσει ο Ντάνκαν Τζόουνς (τυχαίνει να είναι γιος του Ντέιβιντ Μπάουι).

Ο Σαμ Μπελ, εργάζεται (μόνος) με τριετές συμβόλαιο στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όπου κάνει εξόρυξη ηλίου-3. Λίγες μέρες πριν έρθει ο καιρός για να επιστρέψει στη Γη και στην οικογένεια του αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ο πραγματικός Σαμ Μπελ, αλλά ένας απ’ τους εκατοντάδες (αναλώσιμους) κλώνους του Σαμ Μπελ, που η Εταιρεία χρησιμοποιεί και θανατώνει όταν τελειώσουν τη δουλειά τους.

Η ταινία, παρότι “θεατρική” (παίζει μόνο ένας ηθοποιός κι ένα ρομπότ-σερβιτόρος) είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Όμως τα μάτια μου κλείνουν καθώς προσπαθώ να την παρακολουθήσω.

Κλείνω το δεξί μάτι, κοιτώ με το αριστερό, μετά κλείνω το αριστερό, κοιτώ με το δεξί, σαν πελαργός που στέκεται στα μάτια του εναλλάξ.

Και καθώς βρίσκομαι ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο, δελφίνι του καναπέ που κοιμίζει το ένα ημισφαίριο, μου ‘ρχεται η ανάμνηση, σαν να τη ζω και πάλι.

~~

Ήμουν παιδί, ίσως δέκα χρονών, κι έκανα διακοπές στη Θάλαττα, στο σπίτι της γιαγιάς. Καθώς παίζαμε στα χωράφια και στις ρεματιές με τον αδελφό μου και τ’ άλλα παιδιά, μου μπήκε ένα κλαδί στο μάτι.

Δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι βρέθηκα, το βράδυ, με το ‘να μάτι κλεισμένο μ’ επίδεσμους. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι-καναπέ όπου κοιμόταν η γιαγιά μου. Πάνω απ’ το κεφάλι μου έκαιγε και μύριζε το καντήλι -που ποτέ δεν έσβηνε. Απέναντι, πάνω στο ψυγείο, ήταν η τηλεόραση. Μια ασπρόμαυρη, από ‘κείνες που πατούσες τα κουμπιά της για ν’ αλλάξεις κανάλι -και τα έστριβες για να φτιάξεις την εικόνα ή τον ήχο.

Έπαιζε, σε κάποιο κρατικό, τότε δεν υπήρχαν ιδιωτικά (δορυφορικά, ιντερνετικά), την ταινία “Ο άνθρωπος που συρρικνώθηκε”. Ήταν ένα τελείως b-movie επιστημονικής φαντασίας, όπου κάποιος περνούσε μέσα από ένα ραδιενεργό σύννεφο και ξεκινούσε να μικραίνει.

Στην αρχή κόνταινε λιγάκι, μετά γινόταν σαν νάνος, μετά σαν κούκλα, κι όλο μίκραινε, γινόταν σαν έντομο, πολεμούσε με μια αράχνη που προσπαθούσε να τον φάει, μετά μίκραινε κι άλλο, σαν μόριο -και μάλλον θα περνούσε σε κβαντικό επίπεδο κάποια στιγμή.

Περίμενα μέρες να δω αυτή την ταινία. Ο οδηγός της τηλεόρασης ήταν το μόνο περιοδικό που διαβάζαμε, πέρα απ’ τα κόμιξ. Αλλά μ’ ένα μάτι είναι δύσκολο να δεις. Κάθε τόσο κουραζόταν, δάκρυζε, κι αναγκαζόμουν να το κλείνω, ζητώντας απ’ τον αδελφό μου να μου λέει τι γίνεται.

~~

Σαράντα χρονών και κάτι πια, ξαπλωμένος στον καναπέ, με το ένα μάτι ανοιχτό, βλέποντας μια ταινία επιστημονικής φαντασίας και πάλι, θυμάμαι εκείνο το παιδί και προσπαθώ να καταλάβω τι σχέση έχω μαζί του.

Είμαι το ίδιο άτομο;

Αν το δω πραγματιστικά, όνομα-επίθετο-γονείς κλπ, τότε είμαι εκείνος, τριάντα χρόνια μετά.

Αν το δω σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσε να είναι ένα εμφύτευμα μνήμης. Να μην έχω ζήσει ποτέ μια τέτοια κατάσταση, αλλά αφού τη θυμάμαι να τη θεωρώ πραγματική.

Αν το δω ψυχολογικά, τότε πρέπει να αναρωτηθώ για τη διαφορά ανάμεσα στον παιδικό εαυτό κι αυτό που υπάρχει μετά από τριάντα χρόνια.

Όμως φιλοσοφικά έχει περισσότερο ενδιαφέρον (ως συνήθως). Αυτό το παιδί, εφόσον υπήρξε, είναι το ίδιο πρόσωπο με μένα; Οι εμπειρίες και οι κακουχίες, οι ηδονές και οι καταστάσεις, κι όλα όσα είδα-έκανα-έζησα, δημιούργησαν έναν νέο άνθρωπο, κάτι διαφορετικό;

Το σώμα μου άλλαξε. Το παιδί-εγώ λίγο μοιάζει με τον ενήλικα-εγώ. Όσο μου μοιάζει ο γιος μου.

Κι ο χρόνος που πέρασε; Λέμε ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι σε δύο διαφορετικά μέρη την ίδια στιγμή. Διαφορετικός χώρος, διαφορετικά όντα, αυτό λέει η λογική. Μήπως θα μπορούσε τότε να λέει και: “Διαφορετικός χρόνος-διαφορετικά όντα”;

Υπάρχει ένας σαραντάρης που βλέπει ταινία επιστημονικής φαντασίας, με το ένα μάτι ανοικτό.

Υπάρχει ένας δεκάχρονος που προσπαθεί να δει ταινία επιστημονικής φαντασίας με το ένα μάτι ανοικτό.

Είναι το ίδιο πρόσωπο;

~~

Αύγουστος πλέον και συνεχίζω το κείμενο μετά την αναλαμπή του Αλκίνοου.

Ίσως ο χρόνος να είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αυταπάτη. Ένα φίλτρο για να κατανοήσουμε την ασύλληπτη πολυπλοκότητα που μας υπερβαίνει.

Αν όλοι μου οι εαυτοί υπήρχαν ταυτόχρονα, απ’ το βρέφος ως τον ετοιμοθάνατο γέρο, πώς θα ένιωθα;

Λένε πως όταν πεθαίνεις βλέπεις όλη σου τη ζωή να περνάει μπρος απ’ τα μάτια σου. Συνήθως το φανταζόμαστε σαν snapshot, ενσταντανέ, στιγμιότυπα.

Όμως πώς θα ήταν αν εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή βλέπαμε-ακούγαμε-νιώθαμε-σκεφτόμασταν-ονειρευόμασταν-παθαίναμε (κλπ) όλα όσα είδαμε-ακούσαμε-μυρίσαμε-υποψιαστήκαμε-σκεφτήκαμε-νιώσαμε (κλπ), σε όλη μας τη ζωή;

Κι αν ακόμα βλέπαμε-ακούγαμε-παθαίναμε (κλπ) κι όλα εκείνα τα παράλληλα σύμπαντα, όσα θα συνέβαιναν αν κάναμε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που κάναμε, αν ερωτευόμασταν διαφορετικό άνθρωπο, αν περνούσαμε σε διαφορετική σχολή, αν στρίβαμε σε διαφορετικό δρόμο, αν τρώγαμε μανιτάρια κι όχι πατάτες εκείνη τη βραδιά;

Τότε η τελευταία αναλαμπή θα ήταν μεγάλη όσο ολόκληρο το σύμπαν. (Κι ίσως αυτό που γνωρίζουμε ως σύμπαν να μην είναι τίποτα άλλο απ’ την τελευταία αναλαμπή κάποιου θεού).

~~

Ο Μαρκ Τουέην είχε πει ότι δεν τον φοβίζει ο θάνατος. Γιατί ήταν νεκρός δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθεί, και πραγματικά δεν το ‘χε πάρει χαμπάρι.

Όμως, αγαπητέ και νεκρέ Τουέην, κατάλαβες ότι ζεις όσο ζούσες, γι’ αυτό μπόρεσες να γράψεις κι αυτό το ευφυολόγημα.

~~

Τελευταία εικόνα: Βρίσκομαι σ’ ένα γηροκομείο. Βλέπω τους υπέργηρους να κρατιούνται απ’ τη ζωή όσο μπορούν.

Είναι εκεί, απέναντι μου, ένας γέρος, ξαπλωμένος κι ανήμπορος, λιωμένος κι άνοος, μωρό σχεδόν, που απλώνει το χέρι του και πιάνεται απ’ το κάγκελο του κρεβατιού. Το σφίγγει μ’ όλη του τη δύναμη. Δεν θέλει να φύγει.

Όλοι οι εαυτοί μας, από παιδιά ως ετοιμοθάνατοι, απεχθάνονται τον θάνατο. Ίσως γιατί ο θάνατος-πριν κι ο θάνατος-μετά θα διαρκέσει δισεκατομμύρια χρόνια. Ανάμεσα υπάρχει ένα στιγμιότυπο ζωής.

Όπου κουραζόμαστε, ερωτευόμαστε, βλέπουμε ταινίες μ’ ένα μάτι, ακούμε μουσική και κάνουμε φίλους, παίζουμε και γερνάμε.

Ξεκινάμε από μια στιγμή πάθους, μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε, και μετά ξεκινάμε να συρρικνωνόμαστε πάλι, ως που να γίνουμε παιδιά, μωρά, κουκίδες.

Μια στιγμή διαρκεί, αλλά κάποιες φορές φαντάζει αιώνια.