Κράτα τ’ απολύτως νεσεσέρ για το ταξίδι

1
2767

Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από ένα λάθος. Ξεκίνησα να γράφω -στο μυαλό μου πρώτα- ένα κείμενο για το νεσεσέρ που βρήκα πεταμένο στο δρόμο. Και πόσο δυσκολευόμουν να το σπρώξω, αφού ζύγιζε όσο δύο άντρες καλοταϊσμένοι.

Έπειτα, καθώς “είδα” ξανά την εικόνα, κατάλαβα ότι είχα χρησιμοποιήσει λάθος λέξη. Τα νεσεσέρ είναι εκείνα τα τσαντάκια όπου βάζεις τα απαραίτητα για το ταξίδι.

Ίσως θα ήταν πιο αστείο αν δεν αντιλαμβανόμουν το ολίσθημα, γιατί τότε θα ήταν ένα φανταστικό κείμενο. Πώς γίνεται ένα νεσεσέρ να ζυγίζει όσο δύο άντρες; Και μάλιστα καλοταϊσμένους;

Τι θα μπορούσε να έχει μέσα, για να είναι τόσο βαρύ; Ούτε καν πλάκες χρυσού. Ίσως όσμιο. Ένα κυβικό μέτρο οσμίου ζυγίζει 25 τόννους. Οπότε ένα νεσεσέρ γεμάτο όσμιο μπορεί να ζύγιζε παραπάνω από δυο άντρες. Και θα γινόμουν και πλούσιος αν το είχα βρει.

~~

Δυστυχώς η πραγματικότητα σπάνια γίνεται τόσο συναρπαστική. Το όσμιο δεν φυτρώνει στα δέντρα. Και μ’ αυτά που βρίσκεις στον δρόμο δεν λύνεις το οικονομικό σου πρόβλημα. Τις περισσότερες μέρες, εμείς οι απλοί θνητοί, τις περνάμε ανάμεσα στον πόνο και στην ανία (ο Σοπενχάουερ το ‘χε πει), με κάποιες εκλάμψεις ευτυχίας, τόσο σπάνιες όσο η ευφυΐα για τον Ραταπλάν.

Κάτι τέτοιο αισθανόμουν εκείνο το βράδυ, ένα κενό στο στομάχι που ήθελα να γεμίσω με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο στην κουζίνα. Οι αρχαίοι δεν πίστευαν ότι η έδρα της ψυχής είναι το στομάχι; Ε, λοιπόν, έχει μια λογική. Γι’ αυτό όταν νιώθουμε άδειοι θέλουμε να τρώμε.

Περπατούσα κι έψαχνα για κάποιο νόημα. Κάτι που θα κρατάει λίγο περισσότερο χρόνο.

“Όλες μας οι προσπάθειες ενάντια στην εντροπία είναι καταδικασμένες”, σκεφτόμουν. “Για να καθαρίσεις το σπίτι, για να φτιάξεις το αυτοκίνητο και τα δόντια σου, για να μείνεις -όσο μπορείς- αδύνατος και υγιής, για να έχεις μια οικονομική κατάσταση που να μην προκαλεί τα γέλια και τα κλάματα.”

Φτιάχνεις ένα και χαλάνε δύο. Όλα τα πράγματα εμπεριέχουν εντροπία, την τάση προς τη διάλυση. Για να διατηρήσεις ζεστό κάτι πρέπει διαρκώς να του παρέχεις ενέργεια. Μόλις σταματάς κρυώνει πάλι, διαλύεται.

Είναι μια προσπάθεια σισσύφεια, ο βράχος πάλι θα πέσει, όσο κι αν παλέψεις. Κι υποτίθεται ότι πρέπει να είμαστε και χαρούμενοι με την καταδίκη μας, έτσι έλεγε ο Καμύ.

~~

Κάτι τέτοια σκεφτόμουν Κυριακή βράδυ. Γιατί οι Κυριακές είναι όμορφες μέρες, ο βράχος ισορροπεί στην κορυφή και παίρνεις μια ανάσα. Όμως το ξέρεις, Σίσσυφε αδελφέ μου, ότι η Κυριακή είναι όμορφη όσο και θλιμμένη, γιατί την ακολουθεί η manic Monday.

(Φαντάσου να ‘ταν όλες οι μέρες Κυριακές. Φαντάσου και να γιορτάζαμε 364 μέρες το χρόνο τα ξεγενέθλια μας).

Κι όπως πήγαινα, ένας αλλοπρόσαλλος που περπατά κοιτώντας τα φύλλα των δέντρων, είδα το νεσεσέρ στην άκρη του δρόμου. Αλλά δεν ήταν νεσεσέρ (με όσμιο και χωρίς), ήταν ένα σεκρετέρ.

Ένα όμορφο κομμάτι, τόσο παράταιρο δίπλα στον κάδο για τα σκουπίδια. Είχε το πένθος του Έντγκαρ Άλαν Πόε, όταν τον βρήκαν μισοπεθαμένο στη Βαλτιμόρη. Είχε και τη θλίψη της Τζέιν Όστεν, με ερωτικά γράμματα κρυμμένα στις μυστικές θήκες. Ήταν σαν να είχαν πετάξει κάποιον συγγραφέα.

Σκούρο ξύλο και συρτάρια με μπρούτζινα πόμολα. Λίγο χτυπημένο στις άκρες και με φυσική πατίνα. Κατάλαβα ότι ήταν ένα έπιπλο που θα ήθελε η Νέλλη. Θα μπορούσε να το περιποιηθεί, να κάνει ντεκουπάζ κάποια στοιχεία, να το ζωντανέψει ξανά.

Την πήρα τηλέφωνο, αν και ήξερα την απάντηση: Το ήθελε.

Όμως υπήρχαν δυο προβλήματα. Το πρώτο ήταν η απόσταση απ’ το σπίτι και η έλλειψη μεταφορικού μέσου. Το δεύτερο ήταν το βάρος και η έλλειψη βοήθειας. Δοκίμασα να το σηκώσω. Με δυσκολία ανέβηκε λίγα εκατοστά -απ’ τη μια μεριά.

~~

Εκείνα τα χρόνια τα παλιά, πριν υπάρξουν τα ΙΚΕΑ κι οι Κινέζοι εργάτες, πριν τα MDF και τα κόντρα πλακέ, πριν τα συναρμολογούμενα βίδα προς βίδα, τα έπιπλα τα έφτιαχναν τεχνίτες από αληθινό ξύλο (ακούγεται σαν παραμύθι πλέον). Κόστιζαν κάτι παραπάνω, αλλά συνήθως χαλούσαν αφού πέθαιναν δυο γενιές ιδιοκτητών -το νωρίτερο.

Κι αυτό το σεκρετέρ, που μάλλον κάποιος εγγονός βαρέθηκε να το ‘χει ανάμεσα στα καινούρια του έπιπλα, ζύγιζε όχι όσο δυο άντρες, αλλά όσο δυο γενιές ανθρώπων.

Μπορεί να ‘χε ποτίσει απ’ όσα είχαν γίνει γύρω του: Πόλεμοι (εμφύλιοι και κανονικοί), κατοχές και πόγκρομ και χούντες και αλλαγή και ιδιωτική τηλεόραση, αρραβώνες και γάμοι και γεννητούρια και γεράματα και κηδείες, ζωές πολλές είχαν φτιάξει την πατίνα του.

~~

Στην Ιαπωνία υπάρχει μια τέχνη επιδιόρθωσης αντικειμένων, το Kintsugi. Αυτό αφορά κυρίως σε σπασμένα πήλινα και πορσελάνινα (ή ξύλινα) αντικείμενα, που τα επιδιορθώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται οι ρωγμές.

Για τους Ιάπωνες οι ρωγμές κάθε αντικειμένου είναι μέρος της ζωής του και του δίνουν αξία.

Έτσι κι αυτό το σεκρετέρ κουβαλούσε στις ρωγμές του την ιστορία μιας χώρας. Δεν του έπρεπε να χαθεί ανάμεσα στα πλαστικά σκουπίδια και στα αποφάγια, όσο βαρύ κι αν ήταν.

Έβαλα μπρος να το σώσω -ίσως και για να σωθώ.

~~

Να το σηκώσω ήταν αδύνατον. Βρήκα δυο χαρτόνια και τα ‘χωσα από κάτω. Και ξεκίνησα να σπρώχνω. Σ’ έναν ομαλό δρόμο θα ήταν πιο εύκολο, όμως ζούμε στην Ελλάδα, κι όλοι ξέρουμε πώς είναι οι δρόμοι.

Για δέκα μέτρα απόσταση χρειαζόμουν όλη μου τη δύναμη και κάθε ανάσα. Σταματούσα, ξεφυσούσα και συνέχιζα. Το σεκρετέρ προχωρούσε αργά σαν εκατοντάχρονος. Για να τα καταφέρω έπρεπε να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στο έργο μου.

Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Το μόνο που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή, σ’ ολόκληρο το σύμπαν, ήταν να σπρώξω λίγα μέτρα ακόμα το νεσεσέρ. Και συνέχιζα, ιδρώνοντας κι ασθμαίνοντας.

Ίσως κάποιοι θα στάθηκαν να με κοιτάξουν παραξενευμένοι. Αλλά δεν τους είδα, δεν υπήρχαν, δεν υπήρχε τίποτα άλλο απ’ τον στόχο, να φτάσω.

~~

Αλλά κάποια στιγμή, περίπου στα δύο τρίτα της διαδρομής, αντιλήφθηκα πάλι ποιος ήμουν και πού βρισκόμουν, τι έκανα.

Σταμάτησα και κοίταξα γύρω, κοίταξα μέσα.

Τα προβλήματα μου κι οι ανησυχίες μου, όλα όσα σκεφτόμουν πριν βρω το έπιπλο, ήταν πάντα εκεί. Δεν είχαν χαθεί. Αλλά είχα ξεχάσει ότι υπήρχαν. Είχα ξεχάσει κι εμένα ακόμα. Υπήρχε μόνο το σεκρετέρ.

~~

Αυτό δεν κάνουμε όλη μας τη ζωή; Σκεφτόμαστε κι ανησυχούμε για διάφορα, ώσπου βρίσκεται ένα έπιπλο μπροστά μας. Για λίγο το έπιπλο μας απορροφά.

Μπορεί να είναι κάτι θετικό και μακροπρόθεσμο, όπως ένα παιδί ή ένα έργο μας.

Μπορεί να είναι κάτι τυχαίο και παροδικό, όπως ένα γλέντι, ένα βιβλίο, μια αρρώστια, μια κακοτυχία.

Μπορεί να είναι κάτι εκρηκτικό, όπως ο έρωτας.

Μπορεί να είναι κάτι απροσδιόριστο. Εκείνες οι στιγμές που χάνεσαι, χωρίς ευτυχία ή δυστυχία, χάνεσαι ρεμβάζοντας άνευ λόγου.

Κι έπειτα επιστρέφουμε στο εκκρεμές του Σοπενχάουερ, όπου η ανία, η βαρεμάρα, η ρουτίνα, η συνήθεια παίρνουν την πρωτοκαθεδρία.

~~

Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε το σεκρετέρ του Πόε ασήμαντο, καθώς και γελοία η υπερπροσπάθεια μου να το σπρώξω.

“Τι είναι σημαντικό, τελικά;” αναρωτήθηκα. “Και τι είναι απαραίτητο για το ταξίδι;”

~~

Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν,
έτσι λέει ένας μύθος που ποτέ δεν γράφτηκε,
όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν έρχεται ο ψυχοπομπός,
που μοιάζει μ’ άγγελο, μοιάζει με ιπποπόταμο,
και σου λέει ότι έχεις δικαίωμα να πάρεις μαζί,
για να έχεις σε όλη την αιωνιότητα,
που σίγουρα κρατάει πολύ καιρό,
μόνο ό,τι χωράει σ’ ένα νεσεσέρ.

Στην αρχή τους φαίνεται λίγο, μικρό, και τι να πρωτοχωρέσουν εκεί απ’ τη ζωή τους;
Όμως καθώς διαλέγουν βλέπουν ότι λίγα απ’ αυτά που κουβαλούσαν στη ζωή τα χρειάζονταν στ’ αλήθεια. Τα πιο πολλά άλλοι τους τα ‘χανε φορτώσει.

Πετάνε κι αφήνουν, ώσπου τελικά μένουν όλοι με λίγα πραγματάκια που βάρος καθόλου δεν έχουν.

Ένα φιλί, ένα παιδικό γέλιο, ένας στίχος που θυμάσαι απέξω, μια εξομολόγηση σε φίλο, η μυρωδιά απ’ τα γιορτινά φαγητά, το χρώμα του ουρανού στο λυκόφως, το τραγούδι που λέγατε μαζί μ’ άλλους χίλιους σε συναυλία-σε πορεία, το γάβγισμα του σκύλου που σε περιμένει στην πόρτα, μια γουλιά νερό που ήπιες όταν διψούσες.

Αυτά είναι τα απαραίτητα που βάζεις στο νεσεσέρ. Αυτά σου φτάνουν για την αιωνιότητα.

Και λίγο πριν φύγεις αναρωτιέσαι γελώντας (κάποτε θα τα θυμόμαστε όλ’ αυτά και θα γελάμε) γιατί κουβάλησες τόσο άχρηστο βάρος στη ζωή.

~~

Άφησα το σεκρετέρ στην άκρη του δρόμου κι έφυγα. Λίγο μετά γύρισα πίσω. Ήταν πολύ όμορφο για να γίνει σκουπίδι. Μπορεί ο άγγελος να μ’ αφήσει να το πάρω μαζί.

Αρκεί να βοηθήσει στο κουβάλημα.