Εγώ ειμί το φως του σκότους

0
1555

Εν αρχή ην το τίποτα. Εκεί γεννήθηκα. Φως απο σκοτάδι. Και είδα χωρις μάτια, ανέπνευσα χωρίς αέρα, μίλησα χωρίς φωνή.

Και ο πατέρας μου χαμογέλασε. Χαμογέλασε και με καλοσώρισε. Κι εγώ του μίλησα. Του μίλησα και τον ρώτησα: Για ποιο λόγο ζώ, έζησα και θα ζήσω.

«Θα γενείς η χαρά στη θλίψη, η θλίψη στη χαρά. Θα ενώσεις  χωρισμένους, και θα χωρίσεις ενωμένους. Για σένα θα γραφτούν τραγούδια. Για σένα θα κυλήσει αίμα. Για σένα θα κυλήσει δάκρυ»

Δεν το δέχτηκα. Το αρνήθηκα. Ζήτησα εξηγήσεις. Έλαβα μόνο σιωπή.

Κι έτσι έτρεξα.

Πες μου ότι δεν θα ‘κανες το ίδιο. Πες μου ότι θα μάθαινες πως προορισμός σου είναι να φέρεις δυστυχία και θα το δεχόσουν αψήφιστα.

Κι έτσι έτρεξα.

Έτρεξα πέρα απ’ τα βουνά, ώσπου το σπίτι χάθηκε στο βάθος σαν κόμπος στην χαίτη αλόγου.

Έτρεξα πέρα απ’ τις θάλασσες, ώσπου το αλμυρό νερό έμοιαζε με πάχνη θολή στο φως του ήλιου.

Έτρεξα πέρα απ’ το χρόνο, ώσπου οι δείκτες χορέψαν ακαθόριστα, μεθυσμένοι νέοι παραδομένοι στην έξαψη της έξαψης.

Τότε και μόνο τότε σταμάτησα, έγειρα αποκαμωμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, το μυαλό μου θολό σα φτηνή μπύρα κι η ψυχή σφιγμένη.

Τους αγαπούσα τους ανθρώπους. Δεν ήθελα να τους κάνω να υποφέρουν. Δεν ήταν αυτός ο προορισμός μου.

~~

Ένα σκίρτημα τράβηξε την προσοχή μου. Στα αυτιά μου έσκασε ο παφλασμός των κυμάτων. Το πρόσωπο μου χάιδεψε η πρώτη ακτίνα του ήλιου.

Μέσα απ’ τη θάλασσα αναδύθηκε μια μορφή. Μορφή ψηλή και αντρίκια, μακριά μαλλιά να κολλάνε στο κεφάλι του. Με κοίταξε. Και τα μάτια του ήταν άψυχα.

Έσφιξα το τόξο μου σφιχτά, γλυκόπικρο ενθύμιο απο το σπίτι.
Κι εκείνος κινήθηκε προς το μέρος μου.

Το τόξο μου τραγούδησε. Το τόξο λέξη είπε.

Το βέλος καρφώθηκε στο στέρνο του, στη θέση της καρδιάς. Δεν αμφέβαλλα. Δεν το ήθελα. Δεν θα αστοχούσα ποτέ, το ήξερα. Δεν μπορούσα να αστοχήσω.

Η ευλογία και η κατάρα μου.

Εκείνος δεν έπεσε, μα ταλαντεύτηκε λίγο. Τα μάτια του με προσπέρασαν σα βιαστικοί περαστικοί, και καρφώθηκαν σε κάτι πίσω μου. Τα μάτια του άστραψαν με μια φωτιά εσωτερική, μια φωτιά ίδια με τον ήλιο την αυγή, όταν και διώχνει το φεγγάρι από το μελανό κρεβάτι της νύχτας για να πάρει τη θέση του.

Τότε  άκουσα τον θόρυβο πίσω μου. Σαν αστραπή γύρισα και αντίκρυσα μια δεύτερη μορφή, μορφή γυναίκας να τρέχει πάνω μου κρατώντας ξύλινο ραβδί.

Τούτη τη φορά δε δίστασα. Τούτη τη φορά το τόξο ήξερε τη μελωδία.

Βέλος στην καρδιά της. Μια ανάσα χαμένη.

Το βλέμμα της κύλησε πάνω μου και καρφώθηκε πίσω μου. Του Προμηθέα η φλόγα έλαμψε στα μάτια της.

Έμεινε ακίνητη. Έμεινε ακίνητος. Έμεινα ακίνητος.

Έπειτα κι οι δυο τους όρμησαν πάνω μου. Μόλις που πρόλαβα να τους αποφύγω, χτυπώντας τα φτερά μου.

Μα δε με κυνήγησαν. Είχαν μείνει εκει, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.

Κι όσο κοιταζόντουσαν, τόσο ένιωθα ένταση.
Κι όσο κοιταζόντουσαν, τόσο ένοιωθα ζέστη.
Κι όσο κοιταζόντουσαν, τόσο ένιωθα περήφανος.

Τα κορμιά τους ενώθηκαν. Τα χείλη τους ενώθηκαν. Οι ψυχές τους ενώθηκαν.

Έμεινα να τους κοιτώ, σκιά στις σκιές. Σκιές που έμοιαζαν ανίκανες να πλησιάσουν τη φλόγα τους. Φλόγα που εγώ δημιούργησα. Και φούσκωσα απο περηφάνια.

Έμεινα να τους κοιτώ μέχρι που χάθηκαν στον ορίζοντα, πιασμένοι χέρι χέρι. Τότε και μόνο πέταξα στο σπίτι, με την καρδιά ανάλαφρη.

~~

Πίσω γύρισα και ζήτησα συγγνώμη απ’ τον πατέρα μου. Μα δεν την δέχτηκε. Δεν είχα να απολογηθώ για κάτι, μου είπε. Μα με ρώτησε τι είμαι. Κι εγώ του απάντησα:
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Φως θα φέρνω σε όσους χάσαν την ελπίδα τους.
Εγώ  ειμί το σκότος του κόσμου.  Σκοτάδι θα φέρω στις ψυχές όσων τα βέλη μου τοξεύσουν σε χρόνο άγουρο».

Κι ο πατέρας μου χαμογέλασε.
Και με έστειλε στον κόσμο να τον κάνω καλύτερο.

Καλύτερο και χειρότερο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Θάνος Γ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Συγκεκριμένα σε μια άσκηση που αποκαλώ Βραχνός Προφήτης και στόχος της είναι να χρησιμοποιήσουμε όσα σχήματα λόγου μπορούμε.

Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt