Κάποιος είχε πει ότι το καλύτερο μέρος ενός ταξιδιού είναι όταν χάνεσαι. Δεν ξέρω ποιος ήταν, ίσως να χάθηκε κι αυτός, και να ‘μεινε η ρήση του ορφανή κι αδέσποτη.
Την υιοθέτησα και την αναπαράγω, χωρίς να της δώσω το επίθετο μου. Δεν είναι δική μου, όπως δεν είναι δικά μας τα παιδιά μας.
Όλες οι αφηγήσεις, οι μύθοι, οι ρήσεις και οι λέξεις ανήκουν σ’ όλους, παιδιά όλων και γονείς αυτών που θ’ ακολουθήσουν.
Γιατί κάθε ιστορία, κάθε λέξη, είναι κομμάτι του μεγάλου κώδικα, του μεγάλου γρίφου, που ένας άνθρωπος μόνος δεν μπορεί να τον καταλάβει, να τον λύσει.
Ίσως να μπορεί η ανθρωπότητα στο σύνολο της, αν κάποτε υπάρξει κάτι τέτοιο. Ίσως να μπορεί κι ο θεός, αν υπάρχει κι αν θέλει.
~~
Καθώς ρωτούσα και μάθαινα για τον Αλέξη τον Πεντακόσια, άκουσα να γίνεται λόγος για την εκκλησία του Κανένα. Την πρώτη και τη δεύτερη δεν έδωσα σημασία. Την τρίτη ρώτησα κι έμαθα.
Eίχα μεγάλη περιέργεια να δω αν είχε μείνει κάτι απ’ αυτόν τον θρύλο. Έτσι ξεκίνησα να οδηγώ προς τις πηγές του ποταμού Νέδα, έναν απ’ τους λίγους με θηλυκό όνομα.
Στον δρόμο μιλούσα μόνος κι έλεγα Νέδα, νάδα, τίποτα. Οι πηγές της βρίσκονται στο όρος Λύκαιο, το πιο ιερό μέρος των Πελασγών. Εκεί γεννήθηκε ο Δίας, κι η Νέδα τον θήλασε. Και σ’ αυτό το βουνό χτίστηκε η Λυκόσουρα, “η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος, παλαιότερη όλων των πόλεων σε γη και σε νησιά”, έτσι όπως έγραψε ο Παυσανίας.
Λύκαιο, όχι απ’ τον λύκο, αλλά απ’ την πελασγική λέξη λυκ που σήμαινε φως.
Ανέβαινα, λοιπόν, σε μέρη ιερά, για να βρω την εκκλησία του Κανένα. Κι ήταν άνοιξη, Μάης μήνας, με τόσο φως.
~~
Η αρχική εκκλησία, εκείνη της Ανάληψης του Κυρίου Ιησού Χριστού, είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια ενός παλιότερου ναού του Διός. Και τριγύρω ήταν το φερώνυμο χωριό, η Ανάληψη.
Με την άλωση της Τριπολιτσάς, και την τριήμερη σφαγή Τούρκων και Εβραίων απ’ τον στρατό του Κολοκοτρώνη, μια ομάδα ιππικού, υπό τον Κιαμήλ-μπέη, κατάφερε να ξεφύγει και ξεκίνησε την κάθοδο προς το Ιόνιο.
Όποιον χριστιανό έβρισκαν στο δρόμο τους τον έσφαζαν κι όποιο χωριό περνούσαν το ισοπέδωναν.
Όταν έμαθαν στην Ανάληψη ότι το ιππικό του Κιαμήλ πλησίαζε δεν είχαν χρόνο να φύγουν. Ούτε μπορούσαν ν’ αντισταθούν, αφού οι περισσότεροι μάχιμοι άντρες ήταν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Γέροι, γυναίκες και παιδιά αναζήτησαν την προστασία του θεού, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν. Προσεύχονταν, υμνούσαν τη δύναμη του και τον παρακαλούσαν να τους σώσει. Οι Τούρκοι τους έσφαξαν όλους μέσα στην εκκλησία της Αναλήψεως.
Άφησαν ζωντανό μόνο τον παπά του χωριού, να θρηνεί πάνω στα πτώματα της γυναίκας του και των πέντε παιδιών του. Και δεν το έκαναν από ευσπλαχνία.
Σαν κουράστηκε να κλαίει, ο παπάς έσκισε τα ματωμένα ράσα του βλαστημώντας τα θεία. Μα δεν του έφτασε αυτό. Για να εκδικηθεί τον θεό που τους εγκατάλειψε ξεκίνησε να καταστρέφει κάθε εικόνα, κάθε ξυλόγλυπτο και κάθε τοιχογραφία. Έπειτα στοίβαξε στο κέντρο του ναού όλα τα έπιπλα και τα στασίδια και τα ύφασματα και τα κεριά κι ό,τι μπορούσε να καεί, κι άναψε μια πυρά.
Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Κάποιοι λένε ότι βγήκε στα βουνά και τον έφαγαν οι λύκοι. Άλλοι ότι έγινε κλέφτης κι εκείνος, απ’ τους πιο αιμοδιψείς της επανάστασης. Κι άλλοι ότι μόνο αυτοκτόνησε. Ότι κρεμάστηκε μέσα στον άδειο ναό όταν έσβησε η φωτιά.
Η εκκλησία απέμεινε άδεια και λεηλατημένη, όπως και το χωριό που την κύκλωνε.
Οι περιηγητές, οι ντόπιοι κι οι οδοιπόροι την ήξεραν την εκκλησία, την κενή εκκλησία, και την αποκαλούσαν εκκλησία του Κανένα – ή του Τίποτα κάποιες φορές. Τίποτα, nada, Νέδα.
Κανείς άγιος, κανείς θεός, κανείς δαίμονας δεν λατρευόταν εκεί μέσα. Ήταν το σύμβολο της έλλειψης του θεού για όλους, της έλλειψης κάθε νοήματος και κάθε ελπίδας. Και σαν ναρκοπέδιο κανείς άνθρωπος δεν τολμούσε να την πατήσει.
~~
Εκατό χρόνια απέμεινε κενή, χωρίς θεό, χωρίς πιστούς. Μέχρι που μπήκε μέσα ένα δωδεκάχρονο βοσκόπουλο.
Εκείνο, σαν τον αρχέγονο Πάνα, έπαιζε τη φλογέρα του και βοσκούσε τις γίδες στη ρεματιά. Κάποια το ‘σκασε κι ακολουθώντας ‘την ο Ληνός μπήκε στην έρημη εκκλησία. Δεν φοβήθηκε. Μόνο λυπήθηκε για την κενότητα.
Κι όπως περπατούσε στο κενό του ‘ρθε φώτιση: Θα ξανάχτιζε την εκκλησία απ’ την αρχή, μόνος του. Κι αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο για ένα ορφανό και φτωχό παιδί.
Πρώτα έβαλε τις γίδες του να φάνε όλα τα χόρτα που ‘χαν πνίξει τον ναό. Μετά σκούπισε κι άδειασε ό,τι χώμα και στάχτη υπήρχε, μαζί με κόκαλα και δόντια απανθρακωμένα. Τότε ξεκίνησαν τα πιο δύσκολα. Έπρεπε να βρει κονίαμα για να χτίσει τα γκρεμισμένα και ασβέστη για ν’ ασπρίσει τα μαυρισμένα.
Παράτησε το κοπάδι και τον κύρη του. Γυρνούσε στα χωριά και ζητιάνευε ασβέστη, υλικά. Τρία χρόνια του πήρε να το τελειώσει κι αυτό. Κι ύστερα είχε μια καθαρή και άσπρη, αλλά κενή εκκλησία.
Κοίταξε γύρω του και χάρηκε, όμως κατάλαβε ότι έπρεπε να ζωγραφίσει αγίους και θαύματα, για να την κάνει πραγματική εκκλησία. Κι ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνος, αφού κανείς αγιογράφος δεν δούλευε χωρίς πληρωμή.
Ζητιάνεψε πάλι χρώματα κι έμαθε να φτιάχνει κάποια απ’ τα υλικά της φύσης. Αλλά πώς να ζωγραφίσει, που δεν ήξερε; Ξεκίνησε όπως μπορούσε. Χωρίς να έχει καμία γνώση των χρωμάτων και της προοπτικής. Τριάντα χρόνια του πήρε αυτό, να ζωγραφίσει όλη την εκκλησία. Γιατί καθώς μεγάλωνε και μάθαινε έβλεπε τις παλιότερες ζωγραφιές πολύ παιδικές. Τις έσβηνε και τις ξανάφτιαχνε. Ήταν δεκαπέντε όταν άρχισε κι ολοκλήρωσε τον τρούλο στα σαράντα πέντε.
~~
Αφού τέλειωσε με τους τοίχους πήρε να μαζεύει έπιπλα. Γυρνούσε όλα τα παρακείμενα χωριά με το γαϊδούρι, παρακαλούσε τις νοικοκυρές κι έπαιρνε μια διαλυμένη καρέκλα, ένα άχρηστο σαμάρι, ένα βαρέλι, ένα τραπέζι με τρία πόδια για να το κάνει Άγια Τράπεζα.
Οι χωρικοί γελούσαν και τον έλεγαν τρελό μεταξύ τους, αλλά όλοι του έδιναν κι έκαναν τον σταυρό τους σαν έφευγε.
Οκτώ χρόνια μάζευε έπιπλα. Και σαν τέλειωσε του ΄χε μείνει μόνο το εξωτερικό βάψιμο. Αλλά αυτό ήταν πιο δύσκολο απ’ το μέσα, γιατί έπρεπε να χρησιμοποιήσει τσιμεντοχρώματα που θ’ άντεχαν στις βροχές.
Άλλα εννιά χρόνια ζητιάνευε για περισσεύματα από μπογιές. Έβρισκε ένα λίτρο κόκκινο και μισό μπλε. Τα έπαιρνε κι έβαφε την εκκλησία του κανένα απ’ έξω, όσο μπορούσε να βάψει με την μπογιά που είχε, σε τετράγωνα. Έτσι έγινε όλη η εκκλησία σαν πάπλωμα από διαφορετικά υφάσματα, όλα τα χρώματα και κάθε απόχρωση.
Αλλά εδέησε μια μέρα να βάλει την τελευταία πινελιά, έναν ξύλινο σταυρό πάνω στον τρούλο.
~~
Πενήντα χρόνια του πήρε να τελειώσει. Ήταν δώδεκα χρονών παλικάρι, ίδιο με τον τραγοπόδαρο Πάνα, όταν ξεκίνησε. Και τέλειωσε το 1970, πάνω από εξήντα στα χρόνια, και στην όψη να μοιάζει ογδοντάρης, με άσπρα μαλλιά και μούσια σαν προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης.
Κόντευε η μέρα της Ανάληψης, στης 25 του Μάη, και βγήκε σ’ όλα τα χωριά για να καλέσει τους χριστιανούς στην εκκλησία που ‘χε αναστήσει. Ζήτησε κι απ’ τον ιερέα του πιο κοντινού χωριού να λειτουργήσει.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε απ’ το προηγούμενο βράδυ έξω απ’ την παρδαλή εκκλησία κι ενώ σχολίαζαν και θαύμαζαν περίμεναν να ‘ρθει κι ο παπάς να τους κοινωνήσει.
Εκείνος φάνηκε το πουρνό με τ’ αυτοκίνητο του. Δεν είπε τίποτα για το πάτσγουορκ, την κουρελού των χρωμάτων, συγκρατήθηκε, ελπίζοντας να δει κάτι πιο κόσμιο μέσα.
Όταν μπήκε αφηνίασε. Οι αγιογραφίες του φάνηκαν σαν ανόσιες καρικατούρες, τα έπιπλα συμφυρμός, τα ιερά σκεύη ξύλινα και πήλινα χωρίς χρυσό ή ασήμι, η Αγία Τράπεζα τρίποδη κι ετοιμόρροπη. Τίποτα δεν ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Και μια κατσίκα μασουλούσε στον άμβωνα.
“Αυτή δεν είναι εκκλησία του θεού”, είπε στον γέρο που κάποτε ήταν παιδί.
“Είναι η εκκλησία του δικού μας θεού”, απάντησε ο Ληνός. “Αυτή την καρέκλα μου την έδωσε η κυρα-Ειρήνη απ’ τον Άι-Γιώργη. Αυτό το καντήλι ο κουρέας απ’ τη Θάλαττα. Αυτό το κέντημα η Μάρω από”
“Δεν είναι του θεού πράματα αυτά”, είπε ο παπάς.
“Όχι. Των ανθρώπων είναι.”
Ο παπάς σήκωσε τα ράσα του για να φύγει. Ο Ληνός του φώναξε: “Αυτό δεν είναι ο θεός; Όσα οι άνθρωποι δίνουν. Αυτό δεν είναι;”
“Τι ξέρεις εσύ για τον θεό;” ούρλιαξε ο παπάς. “Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να μιλάς εξ ονόματος του;”
“Εγώ είμαι ο θεός”, του είπε ο γέρος. “Κι εσύ, κι αυτοί κι όλοι όσοι δεν ξέρουμε. Όλοι μας είμαστε ο θεός.”
Ο παπάς γούρλωσε τα μάτια απ’ τη βλαστήμια, έτριξε τα δόντια και βγήκε έξω τρέχοντας. Μίλησε στο πλήθος που τον περίμενε να λειτουργήσει και να τους κοινωνήσει, και τους είπε:
“Αυτό είναι εξάμβλωμα του Σατανά. Όποιος μπει μέσα θα ‘ναι αιώνια αφορισμένος.”
Έπειτα μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε.
~~
Ο κόσμος έμεινε για λίγο να μουρμουράει. Μετά ένας ένας ξεκίνησαν να κάνουν τον σταυρό τους και να ετοιμάζονται για να γυρίσουν στα χωριά τους.
Τότε ήταν που βγήκε αθόρυβα στα σκαλιά της εκκλησίας ο Ληνός και τους μίλησε και τους είπε:
“Με τη βοήθεια του θεού και τη δική σας έχω ένα ψωμί, μια ρέγγα κι ένα φλασκί με μπρούσκο. Κοπιάστε αν θέλετε να το μοιραστούμε. Κι ας πιούμε μια γουλιά, κι ας φάμε ένα ψίχουλο.”
Ο κόσμος μπήκε. Κι έφτασε για όλους το φαγί και το πιοτί. Γιατί είχαν έρθει από μακριά, όλοι κάτι κουβαλούσαν μαζί τους, κι όλοι το μοιράστηκαν με τους άλλους.
Κι όταν έφαγαν και ήπιαν, τότε χόρτασαν σώμα κι είπαν στον γέρο ν’ ανέβει στον άμβωνα να πει δυο λόγια, να χορτάσουν και ψυχή.
Εκείνος δεν ήθελε, αλλά τον ικέτεψαν και τον χειροκρότησαν. Τελικά αποφάσισε να μιλήσει, αλλά χωρίς ν’ ανέβει πιο ψηλά. Στάθηκε δίπλα τους, γιατί ήταν ένας από ‘κείνους.
Και τους είπε: “Τι θέτε να σας πω εγώ; Να σας πω για τον θεό; Τίποτα δεν ξέρω. Να σας πω για την αγάπη, για τη ζωή, για τα παιδιά; Δεν πρόκαμα να τα μάθω. Παιδί πρωτομπήκα εδώ, έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω, και τώρα δε με βαστούν τα πόδια μου πια. Τι να σας πω;”
Τότε κοίταξε ψηλά, σαν να ‘χε ακούσει φωνή να του μιλά από ‘κει. Κι έπειτα είπε:
“Ο θεός είμαστε εμείς. Εμείς κι ο διάολος. Όταν δίνουμε γινόμαστε θεοί. Όταν παίρνουμε γινόμαστε διαβόλοι. Όταν γεννάμε, όταν αγαπάμε, όταν φτιάχνουμε, όταν φιλάμε, θεοί γενόμαστε.”
Έτσι είπε κι έτσι συνέχισε:
“Αυτή δεν είναι η εκκλησία του κανένα, όπως μάθαμε να τη λέμε. Αυτή είναι η εκκλησία του καθένα.”
Όλοι συγκινήθηκαν, κάποιοι έκλαψαν. Έκλεισαν τα μάτια και προσευχήθηκαν, πιο δυνατά από ποτέ, πιο αληθινά από κάθε άλλη φορά.
Έτσι άρχισε, έτσι και τέλειωσε η πρώτη και τελευταία λειτουργία της εκκλησίας του Καθένα. Σιγά σιγά όλοι πήραν τα πόδια τους να επιστρέψουν στις ζωές τους. Κι έμεινε ο γέρος μόνος με την κατσίκα και τον θεό.
~~
Λίγους μήνες μετά έφτασαν οι μπουλντόζες.
Ο παπάς της ενορίας ενημέρωσε τη μητρόπολη για το κακό σπυρί της αίρεσης και της βλαστήμιας που φύτρωσε στη μασχάλη του ποιμνίου. Η μητρόπολη ειδοποίησε την αρχιεπισκοπή κι η αρχιεπισκοπή τη χούντα. Η χούντα έστειλε εντολή αυθωρεί και παραχρήμα να δράσει η νομαρχία κι ο νομάρχης τηλεφώνησε στον δήμαρχο. Ο δήμαρχος έκανε συμφωνία με τον εργολάβο να μοιραστούν το ποσό της υπερτιμολόγησης κι ο εργολάβος έστειλε το συνεργείο στη Νέδα.
Η εκκλησία του Κανένα, που στεκόταν αμέτρητα χρόνια κι είχε αντέξει επαναστάσεις, πολέμους και πυρές, γκρεμίστηκε σε μια μέρα -κι ο εργολάβος έβαλε μπρος τρίτο όροφο στο σπίτι του.
Κανείς δεν ήξερε να μου πει με σιγουριά τι έγινε ο Ληνός. Κάποιοι λένε ότι θάφτηκε στα ερείπια της εκκλησίας, σαν τον Αλιέντε στο προεδρικό μέγαρο. Άλλοι ότι έγινε ερημίτης. Άλλοι ότι μόνο πέθανε. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι δεν ξαναφάνηκε ανάμεσα στους ζωντανούς.
~~
Μου πήρε αρκετές ώρες να βρω το χωριό της Ανάληψης. Δεν υπήρχε άσφαλτος, μόνο κακοτράχηλοι χωματόδρομοι. Πήγα με τ’ αυτοκίνητο ως εκεί που μπορούσα να πάω και μετά περπάτησα.
Όταν ο ήλιος ήταν πάνω απ’ το κεφάλι μου το ανακάλυψα. Το χωριό έμοιαζε σαν τα ερείπια της πρώτης πόλης που είδε ο ήλιος, πιο αρχαία κι απ’ την ιστορία.
Ήταν σαν τις φωτογραφίες της Χιροσίμα, μετά τον βομβαρδισμό ή πιο πολύ σαν την περιοχή γύρω απ’ το Τσερνομπίλ, καθώς η βλάστηση είχε καλύψει τ’ ανθρώπινα ίχνη και δημιουργήματα.
Έψαξα για την εκκλησία του Κανένα μέχρι που κουράστηκα να ματαιοπονώ.
Στεκόμουν σ’ ένα πλάτωμα με δέντρα και αγριόχορτα και λουλούδια που έφταναν ως το γόνατο. Κανένα ίχνος από εκκλησία. Και γύρισα να φύγω. Τότε το είδα μπρος μου.
Ήταν ένα κομμάτι τοίχου που ‘χε μείνει όρθιο. Επάνω του μια ζωγραφιά που θα μπορούσε να την είχε κάνει ο Θεόφιλος. Λαϊκή ζωγραφική, ναΐφ. Ένας άντρας και μια γυναίκα κοιτούσαν ένα παιδί που μάθαινε να περπατάει. Γύρω απ’ τα κεφάλια όλων είχαν απομείνει κομμάτια απ’ το φωτοστέφανο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Μαρία. Και το μικρό παιδί ήταν ο ίδιος ο Ιησούς. Όμως ο Ληνός τους είχε ζωγραφίσει σαν συγκαιρινούς του, σαν χωριάτες. Η Μαρία κι ο Ιωσήφ κουρασμένοι απ’ τα κτήματα, ντυμένοι με ρούχα που είχαν πλέξει μόνοι τους. Κι ο Ιησούς ξυπόλητος, ένα άπλυτο χωριατάκι με μπαλωμένα, που θύμιζε πιο πολύ τα Κολλητήρια του Καραγκιόζη στο σχέδιο. Στο πλάι ζωγραφισμένος, μ’ ένα μάτι.
Τότε μόνο κατάλαβα ότι στεκόμουν μέσα στην εκκλησία του Καθένα. Αυτή η μικρή τοιχογραφία ήταν το μόνο που είχε απομείνει.
Μέσα μου ανακατεύτηκαν δυο συναισθήματα, πίκρα και γλύκα, ξερατό και μέλι.
Για να μην ξεράσω, για να καταπιώ τη ματαιότητα, κοίταξα ψηλά. Ο ήλιος μ’ ανάγκασε να κλείσω τα μάτια. Κι ενώ ήμουν βέβαιος για την αδιαφορία του θεού -και τη βλακεία των ανθρώπων- κάτι με χτύπησε απευθείας στη μνήμη. Μια μυρωδιά.
Κίτρινο γιασεμί είχε φυτρώσει δίπλα στην τοιχογραφία της άγιας φτωχής οικογένειας. Ανατρίχιασα σύγκορμος κι ασυναίσθητα έκανα τον σταυρό μου.
Ίσως να ήμουν ο τελευταίος πιστός της εκκλησίας του Καθένα.