Το σαλόνι ήταν το άδυτο. Κανείς δεν επιτρεπόταν να πατήσει εκεί, πέρα απ’ την ίδια τη γιαγιά που έμπαινε μια φορά το μήνα για να το καθαρίσει.
Έπειτα κλείδωνε την πόρτα, καταχώνιαζε το κλειδί, κι εμείς μέναμε ν’ απορούμε τι μυστικό έκρυβε.
Όταν μεγαλώσαμε λιγάκι ψάξαμε για την κρυψώνα του κλειδιού. Το βρήκαμε σ’ ένα μεταλλικό κουτί για μπισκότα, κάτω από κλωστές και κουμπιά. Και μια μέρα που η γιαγιά έλειπε απ’ το σπίτι πατήσαμε πόδι στο άδυτο.
Απογοητευτήκαμε. Καμιά μούμια, κανείς θησαυρός δεν ήταν κρυμμένος στο σαλόνι. Μόνο ένα μεγάλο τραπέζι και το σκρίνιο με τα ποτήρια. Όλα πεντακάθαρα και γυαλισμένα.
Το μόνο ενδιαφέρον έκθεμα ήταν ένα κορνιζαρισμένο χαρτί, που πάνω του ήταν καρφιτσωμένο ένα μετάλλιο. Έγραφε ότι ο Βασιλεύς της Ελλάδος Γεώργιος Β’ απονέμη το αριστείο ανδρείας στον Γεώργιο Ηλιόπουλο -και λοιπά.
Με λίγη έρευνα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, χωρίς ταυτόχρονα να δείξουμε ότι είχαμε παρεισφρύσει στο άδυτο, μάθαμε ότι το άγνωστο όνομα ήταν ο προπάππους μας, ο πατέρας της γιαγιάς μας. Ήταν μεγάλος ήρωας, που πολέμησε στη Μικρασία με τον Μαύρο Καβαλάρη.
Δεν χρειάζεται να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι με τον αδελφό μου δεν παίζαμε τίποτα άλλο από μικρασιατικό πόλεμο. Ο αδελφός μου, ως μεγαλύτερος, έπαιρνε τον ρόλο του Μαύρου Καβαλάρη (ακουγόταν τόσο εντυπωσιακό), ενώ εγώ ήμουν ο τιμημένος με μετάλλιο ανδρείας λοχαγός.
~~
Το επόμενο καλοκαίρι ήταν στο σπίτι του χωριού κι ο χαμένος θείος μας, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Καμία σχέση με τον μαύρο καβαλάρη.
Ο θείος είχε χαθεί πολλά χρόνια στα χίπικα κοινόβια της Γερμανίας κι όταν εμφανίστηκε ήταν καμμένος απ’ τα ναρκωτικά. Είχε γυρίσει στο χωριό για να πεθάνει από ανία -και πράγματι έτσι έγινε μετά από μερικά χρόνια.
Την περισσότερη μέρα την περνούσε στον καναπέ του καθιστικού, βλέποντας τηλεόραση και ξύνοντας τ’ αρχίδια του. Μέχρι που να τον πάρει ο ύπνος. Ποτέ δεν έψαξε για δουλειά ή γκόμενα. Ήταν η προσωποποίηση της τεμπελιάς. Μέχρι που μας έβαζε να τον ξυρίζουμε, ξαπλωμένο στον καναπέ πάντα -και ξύνοντας τ’ αρχίδια του πάντα.
Δεν τον ενδιέφερε τίποτα απολύτως, μόνο έμενε ξαπλωμένος σαν Βούδας -συνεχίζοντας να ξύνεται. Έτσι κι εμείς δεν τον αντιμετωπίζαμε ακριβώς σαν ζωντανό άνθρωπο, μα πιο πολύ σαν μέρος του καθιστικού.
~~
Κάποια μέρα ο θείος μας είδε να μπαίνουμε στο άδυτο και να στεκόμαστε μπρος στο κάδρο με το μετάλλιο. Όταν βγήκαμε γελούσε.
“Ο παππούς, ο λοχαγός Κοψαρχίδης”, μας είπε χωρίς να σταματάει να γελάει.
Δεν του δώσαμε σημασία, σαν να μιλούσε ο ίδιος ο καναπές.
“Ξέρετε γιατί πήρε το μετάλλιο;” μας ρώτησε καθώς βγαίναμε. “Ε, κοπρόσκυλα, σας μιλάω. Ξέρετε γιατί πήρε μετάλλιο;”
“Γιατί ‘ταν ήρωας”, είπε ο αδελφός μου.
“Με τον μαύρο καβαλάρη”, πρόσθεσα.
“Αρχίδια ήταν”, είπε ο θείος.
Ανασηκώθηκε λιγάκι, έξυσε το συνηθισμένο μέρος και μας είπε την ιστορία του Ηλιόπουλου.
Ήταν επιλοχίας στο Σεϊτάν Ασκέρ, στον Στρατό του Διαβόλου, όπως είχαν ονομάσει οι Τούρκοι το 5/42 σύνταγμα ευζώνων. Διοικητής ήταν ο Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης, που οι εχθροί του τον αποκαλούσαν Καραπιπέρ, Μαύρο Πιπέρι.
Ο Πλαστήρας με το σύνταγμα του το 1921 έφτασε ως το Καλέ Γκρότο, πέρα απ’ το Σαγγάριο ποταμό. Μετά, όταν κατέρρευσε το μέτωπο κι άρχισε η υποχώρηση, το σύνταγμα του Πλαστήρα ήταν το μόνο που επέστρεψε οργανωμένο.
Αφού πέρασαν την Αλμυρά Έρημο κι οι άντρες είχαν αρχίσει να στασιάζουν, έπεσε στα χέρια τους ένας εξωμότης. Αυτός ήταν χριστανός που είχε αλλαξοπιστήσει για να σώσει την οικογένεια του.
Οι οπλίτες ήθελαν να τον λυντσάρουν, προκειμένου να εκδικηθούν για όσα τραβούσαν.
Ο Πλαστήρας μάζεψε στη σκηνή του όσους αξιωματικούς κι υπαξιωματικούς είχε. Τους είπε ότι δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τον αιχμάλωτο. Ήταν ενάντιο στους στρατιωτικούς κανόνες. Αλλά δεν μπορούσαν και να τον αφήσουν να ζήσει. Οι στρατιώτες δεν θα το ανεχόντουσαν αυτό.
Αν τους τον παραδίδαν να τον σκοτώσουν μόνοι τους κι έκαναν τα στραβά μάτια θα διασάλευαν την πειθαρχία του στρατεύματος. Οπότε έπρεπε να βρουν μια λύση ικανοποιητική για τους στρατιώτες και για την τάξη.
Τότε πετάχτηκε ο επιλοχίας:
“Αφήστε ‘το πάνω μου, στρατηγέ.”
Πήγε τρέχοντας ως το μέρος όπου ήταν αλυσοδεμένος ο μεμέτης. Εκείνος καθόλου δεν είχε φοβηθεί, παρά το ξύλο που ‘χε φάει. Έβριζε τους Έλληνες και τα θεία τους.
“Στο διάολο να πάτε όλοι”, έλεγε. “Μια χαρά ήμασταν πριν να ‘ρθετε. Δεν μας πείραζε κανείς. Κι ήρθατε να τα γαμήσετε όλα. Στο διάολο να πάτε κι εσείς κι ο βασιλιάς σας.”
Ο επιλοχίας δεν του απάντησε. Είπε σε τέσσερις άντρες να τον σηκώσουν ψηλά και να τον βαστάνε. Έπειτα έβγαλε την ξιφολόγχη, του κατέβασε τη βράκα και του ‘κοψε τ’ αρχίδια με μια κίνηση.
“Είσαι ελεύθερος να φύγεις”, είπε στον ευνουχισμένο που σφάδαζε.
Οι στρατιώτες σάστισαν για μια στιγμή, αλλά μετά ξεκίνησαν να πανηγυρίζουν και να χειροκροτούν τον επιλοχία Κοψαρχίδη.
Ο Πλαστήρας του έδωσε συγχαρητήρια και του ανακοίνωσε ότι μόλις γυρνούσαν στην πατρίδα θα έπαιρνε προαγωγή σε λογαχό.
Το επόμενο πρωινό ξεκίνησαν, αφήνοντας τον μεμέτη να τον φάνε τα τσακάλια.
Άλλη πράξη ανδρείας δεν έκανε ο Ηλιόπουλος.
~~
“Καταλάβατε ποιος ήταν ο σπουδαίος λογαχός;” μας είπε ο θείος. “Ο λογαχός Κοψαρχίδης.” Και πήρε πάλι να γελάει και να ξύνεται.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα, όμως επιβεβαίωσε τα λόγια του κι η γιαγιά.
“Τι να γίνει, παιδί μου; Πόλεμο είχαν. Έτσι είναι ο πόλεμος.”
Από ‘κεινη τη μέρα δεν ξαναπαίξαμε μαύρο καβαλάρη. Κάθε φορά που ξεκινούσαμε μας έπιανε ανατριχίλα χαμηλά.
~~
Χρόνια πολλά μετά, όταν πλέον ο θείος κι η γιαγιά είχαν πεθάνει, έτυχε να βρω σε κάποιο βιβλίο μια παρόμοια ιστορία, που είχε συμβεί την ίδια ακριβώς χρονιά, αλλά στην άλλη μεριά της γης.
Ο ευνουχιστής ήταν Μεξικάνος, ο Βισέντε Βεργάρα, και πολεμούσε με τον στρατό του Πάντσο Βίγια (ή Βίλλα). Κι αυτός το είχε κάνει για να κρατήσει ψηλά το ηθικό των αντρών.
Δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς: “Τι να γίνει; Πόλεμο είχαν. Έτσι είναι ο πόλεμος.”