Το πρώτο που θυμάται είναι να τραμπαλίζεται ακατάστατα στο κάμποτο και να ξεκαρδίζεται κάθε που έχανε το χοντρό χρωματιστό της νήμα.
Και μετά, πηδώντας κουτσό να σχηματίζει την πρώτη της εικόνα: μια καφετιά χελώνα σε καταπράσινο γρασίδι κι έναν κόκκινο κατακόκκινο μεγάλο ήλιο, που όμως του λείπανε ακτίνες και είχε δυο κόμπους εκεί που κόπηκε η κλωστή, ίδια μάτια που μισοκλείνουνε στο δυνατό φως.
Έμαθε να βάζει στη σειρά λεπτές κλωστούλες, σαν γράμματα που στέκουν στην ουρά της αλφαβήτας. Κι αγάπησε τα μαθηματικά. Ιδίως την πρόσθεση. Τετραγωνάκι τετραγωνάκι όλο πρόσθετε σταυροβελονιές που βγάζανε λογιών λογιών τοπία: τακτικά, δίχως κενά, σαν συλλαβές σε έκθεση με αρχή-μέση-και-τέλος.
Μεγάλωνε. Σμιλεύονταν στους χασέδες οι καμπύλες της και η αιχμηρή της άκρη με οξυδέρκεια όριζε τα υφάσματα. Γέμισε τα τελάρα με προικιά: ανεβατή για τα στάχυα που κουνιούνται στον αέρα, κομποβελονιά για τους ζουμερούς καρπούς του κλήματος, πλακέ για το γέμισμα, βυζαντινή για το έμβλημα.
Κι αφού σχημάτισε καρέ, σεμέ, τραβέρτες, τραπεζομάντηλα, κοφτές κουρτίνες, πετσετάκια ντουλαπιών και λυρικά αζούρια και στόλισε τον κόσμο της, βγήκε να δει τον κόσμο όλο.
Έγινε βελόνα για το κασκόλ του φοιτητή που φλερτάρει αδέξια, για τον σκούφο του άστεγου δίπλα στο περίπτερο, για το τσαντάκι της κυρίας με το καπέλο, για την κασετίνα της μικρής μαθήτριας που φοβάται το σχολείο, για το μπρελόκ με το κλειδί από το πρώτο δικό σου σπίτι, κι ακόμα ξανάραψε την πούλια στη στολή της μπαλαρίνας λίγο πριν την παράσταση.
Ήταν η εποχή που στη μύτη της μπλέκονταν οι ίνες να φτιάξουν φυλαχτό.
Μπορεί κρυφά να έφτιαχνε το στρίφωμα στο πιο φίνο μετάξι, μα φανερά είχε ορμή τη γη για να γυρίσει.
Σφιχτά έδεσε καναβόπανα το πλοίο ν’ αρμενίζει, γερά χρωματιστά πανιά για το αερόστατο που όλο ταξιδεύει, κι ακόμα στο μουσαμά δυο βελονιές: σκηνή να γίνει που χωρά μονάχα κάτω απ’ του ουρανού τα άστρα.
Βελόνιασε τα τρέλια όλα, για το πιο μαγικό πάπλωμα, την πλάση να σκεπάσει, να μην κρυώνουν της νύχτας τα αγγίγματα λίγο προτού χαράξει.
Χαμογελούσε όσο σκάλιζε μελισσούλες και χαμομηλάκια σε μοσχοβολιστά μικρά σεντόνια. Σε ρυθμό ταχταριστό φρόντιζε κάθε χρωματιστό πανί να γίνει του δάσους ζωάκι ή του κήπου ανθάκι. Έμαθε να μπαλώνει τα ξεσκισμένα γόνατα και να σκάει τα μπαλόνια. Έμαθε να κάνει τα σχέδια απαλά, να μην γρατζουνάνε τα μαντήλια τα δακρυσμένα μάγουλα.
Στο σπίτι ραμμένα τα σκαλωστάρια στις πετσέτες και στα πουκάμισα κάθε κουμπί στη θέση του.
Στη δουλειά σκληρή σα ραπτομηχανή, να μην ξεφεύγει ούτε πόντος.
Όταν οι τσέπες μέναν άδειες, τις έραβε. Να μην πληγώνονται τα δάχτυλα να ψάχνουν κι άκαρπα να πέφτουνε στο πλάι.
Όταν ο κόσμος σκλήραινε, αυτή επέμενε. Να τραγουδά και να χορεύει τους φίνους μουλινέδες της πάνω στην εταμίνα.
Αν μπερδευόταν, έφτιαχνε τσιγκελάκι ξέξασπρες νιφάδες που στολίζανε τους παλιούς ασημένιους δίσκους να μπαίνουν οι θηλιές στη θέση τους.
Αν λυπόταν έδενε μεκραμέ τα τελειώματα, να πηγαινοέρχονται στις άκρες τους οι πίκρες – μικρές δροσοσταλίδες που αποχωρίζονται το φύλλωμα.
Κι όσο γερνούσε μαζεύονταν μασούρια οι δαντέλες σαν ελπίδες και στοιβάζονταν τα μοτίβα από τα όνειρα.
Όταν η βελόνα παύει τις κλωστές να κυβερνά, τυλίγεται σε ύφασμα και πάει. Μπορεί μάλιστα να το’ χει κεντήσει η ίδια, μ’ ένα λωτό ή ένα σταυρό.
~~
Κι αφού όλα όσα έφτιαξε θά ‘χουν κι αυτά χαθεί, ίσως στο φως τη φέρει ενός αρχαιολόγου η σκαπάνη: να την κοιτούν πίσω από τζάμια στα μουσεία ραπτικής.
Θα μιλάνε οι μόδιστροι για στυλ, αισθητική και ύφος, θα ονοματίζουν βελονιές, θα περιγράφουν τεχνικές.
Κανείς όμως δεν θα ξέρει ότι μια φορά έβγαλε απ’ το πόδι σου το αγκάθι του αχινού που πάτησες στο βράχο.
Κανείς δεν θα θυμάται πως μια φορά τρύπησε το αυτί σου για να βάλεις σκουλαρίκι.
Κανείς δεν θα φανταστεί πως μια φορά καρφίτσωσε πάνω σε μια φωτογραφία το σημείωμα που σε άλλαξε για πάντα.
Και μια φορά έδεσε κόμπους τα σχοινιά και σε μεριές τα ξήλωσε. Ήταν μια ήσυχη επανάσταση
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Φώτω Π, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η εικόνα είναι λεπτομέρεια απ’ τον πίνακα του Vermeer, The Lacemaker