Κερασμένα απ’ το κατάστημα

0
1581

Εκείνη την μέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, στο μαγαζί είχαν μπει ελάχιστοι πελάτες.

Ευτυχώς, γιατί ένιωθα εξαντλημένη. Το βράδυ ξενύχτησα ως συνήθως μπροστά στη γραφομηχανή και το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου.

Ήμουν μόνη. Η Ειρήνη είχε αρρωστήσει, ο Ορέστης είχε μια υποχρέωση και θα ‘ρχόταν τ’ απόγευμα.

Παρατηρούσα τον μουστακαλή, στο γωνιακό τραπέζι. Σοβαρός και αγέλαστος, με βλέμμα που κοιτάζει στο άπειρο. Το λευκό πουκάμισο, η γραβάτα και το γιλέκο παρέπεμπαν σε συνταξιούχο καθηγητή θεολογίας.

Κοίταζε στοχαστικά γύρω του, κάθε τόσο έσκυβε στο τετράδιο που είχε μπροστά του και κάτι έγραφε.

Μου θύμιζε εκείνο το ξενέρωτο φίλο της μάνας μου. Ερχόταν με τη γυναίκα του μετά τη Κυριακάτικη λειτουργία στο σπίτι μας και ο πατέρας μου έβαζε Θεοδωράκη στη διαπασών για να τους διώξει.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας 60αρης, αξύριστος, με αχτένιστα γκρίζα μαλλιά και μπυροκοιλιά, φορούσε ένα σκισμένο τζιν και γαλότσες. Είχε λάγνο χαμόγελο, γεμάτο υπονοούμενα.  Έμοιαζε με περιθωριακό τύπο.

Έψαξε με το βλέμμα και μόλις είδε τον μουστακαλή κατευθύνθηκε στη γωνία.

Καθώς πήγαινα να του πάρω παραγγελία, σκεφτόμουν ότι είναι κάπως αταίριαστοι οι δυο τους.

 «Πώς σε λένε;» με ρώτησε.

«Μαργαρίτα. Τι θα πιείτε;», ρώτησα κοφτά.

«Ένα Jack χωρίς πάγο».

Μετά από λίγο προστέθηκε, ένας τρίτος στην παρέα, αρκετά νεότερος.

Σαραντάρης, με ύφος μποέμ. Μαύρα πυκνά μαλλιά και ανήσυχα μάτια. Φορούσε παλτό με σηκωμένο γιακά και στο στόμα κρατούσε ένα τσιγάρο. Γοητευτικός, έμοιαζε με ντετέκτιβ γαλλικού νουάρ.

Πολύ παράξενη παρέα αναλογίστηκα, άραγε τι να τους συνδέει;

Η παρέα που καθόταν δίπλα τους, μόλις είχε φύγει και πήγα να καθαρίσω το τραπέζι. Τη στιγμή που πέρασα από κοντά τους, άκουσα τον νεαρό ντετέκτιβ να μιλάει.

«Από δω συμπεραίνουμε, ότι αυτό που συνιστά το παράλογο είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ανορθολογικό και τη σφοδρή επιθυμία για σαφήνεια. Καθώς ο έρωτας στερείται λογικής, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της σύγκρουσης. Κι όσο ο ερωτευμένος μπλέκεται σ’ αυτόν τον κυκεώνα, τόσο βυθίζεται στο χάος του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο, είναι μια επαναστατική πράξη».

Μωρέ τι λέει αυτός, σκέφτηκα και έκανα πως τακτοποιώ τις καρέκλες, για ν’ ακούσω τη συνέχεια.

«Ο έρωτας είναι η ύψιστη ψυχική ανάγκη», πήρε το λόγο ο μουστακαλής, παρατήρησε την παρέα και συνέχισε «Η ανθρώπινη ψυχή κύριοι, είναι θεριό. Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. Ευθύς ως ερωτευτούμε αρχίζει ο ανήφορος, κακοτράχαλος και συνάμα»

«Άντε και γαμήσου! Τι ξέρεις εσύ από έρωτα ρε μαλάκα;» τον διέκοψε απότομα ο τύπος με την μπυροκοιλιά, «Έρωτας είναι να μπείτε στο σπίτι τρεκλίζοντας, να τη ρίξεις στο κρεβάτι, να της κατεβάσεις το κόκκινο κιλοτάκι, να χώσεις τη μούρη σου ανάμεσα στα σκέλια της, να της ρουφήξεις την κλειτορίδα, να γευτείς ηδονιστικά τα υγρά της και εκεί που σπαρταράει απ’ τη κάβλα, να μπεις μέσα της αργά, βίαια, βασανιστικά. Έπειτα να κυλιστείτε στα μουσκέμενα από έρωτα σεντόνια και αγκαλιασμένοι να μοιραστείτε την τελευταία μπουκάλα ουίσκι».

Γούρλωσα τα μάτια μου. Μπράβο στον μπάρμπα, δεν του φαινόταν.

Ο μουστακαλής κοκκίνισε και του είπε με αυστηρό ύφος, «Τσαρλς είσαι άξεστος, όταν πίνεις δεν ξέρεις».

«Είμαι ένας άξεστος μπάσταρδος και εσύ ένας γελοίος καλαμαράς, αλλά».

Στη μέση μπήκε ο νεαρός ντετέκτιβ, «Φίλοι μου, ψυχραιμία. Ας εξετάσουμε αυτό που είπε ο Νίκος, από μια άλλη οπτική. Αν το ερωτικό συναίσθημα απορρέει από».

«Κοπελιά, έρχεσαι να σε πληρώσουμε;», ένας νεαρός από την άλλη άκρη του μαγαζιού, μου έκανε νόημα.

Κατευθύνθηκα προς τα κει και αναθεμάτιζα τη τύχη μου, είχε ενδιαφέρον η συζήτηση.

Σε λίγο ο χώρος είχε αδειάσει, είχε μείνει μόνο η παρέα των τριών παράξενων αντρών.

Ένιωθα να πλήττω, κάτι που με έκανε να νυστάζω περισσότερο.

Ο τύπος με την μπυροκοιλιά, ο Τσαρλς, σήκωσε το χέρι του, «Μαργαρίτα, άλλο ένα γύρο για μένα και το φίλο μου», είπε και έδειξε τον νεαρό ντετέκτιβ.

Καθώς τους σέρβιρα τα ποτά, ο μουστακαλής είπε «Θα ήθελα ένα χαμομήλι σας παρακαλώ».

«Χαμομήλι. Πιες ένα τζακ ρε κακομοίρη, να νιώσεις και εσύ σαν άνθρωπος», του είπε ο Τσαρλς.

Ο νεαρός ντετέκτιβ, κρυφογέλασε, «Νίκο, μην του δίνεις σημασία, του αρέσει να σε πειράζει».

Επέστρεψα με την παραγγελία και καθώς μάζευα τ’ άδεια ποτήρια, έστησα αυτί.

Ο Νίκος μιλούσε με θέρμη. «Μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο,  εκείνη θα ‘ταν ένα-δυο χρόνια μικρότερη. Ψηλομελάχροινη, δροσόκορμη, με μάτια μεγάλα και μαύρα, ίδια η άβυσσος. Σου χαμογελούσε και γέμιζε ο τόπος λεμονανθούς. Ήταν από παλιά οικογένεια, η γενιά της καταγόταν απ’ τα Σφακιά, ο πατέρας της».

«Δεν μας ενδιαφέρει η καταγωγή της, τη πήδηξες;» τον έκοψε ο Τσαρλς.

«Άσε με να ολοκληρώσω».

«Κατάλαβα, τουλάχιστον τη χούφτωσες ρε μάγκα;»

«Μην με διακόπτεις σε παρακαλώ».

Έφυγα και ξαναγύρισα με τρία σφηνάκια – στο ένα είχα βάλει χαμομήλι με δυο σταγόνες ρούμι. Με είχε κυριεύσει σφόδρα η επιθυμία να κρυφακούσω.

Στάθηκα πίσω τους με το δίσκο στο χέρι, χωρίς να τους διακόψω.

Μιλούσε ο νεαρός ντετέκτιβ, «Τότε φοιτούσα στο πανεπιστήμιο, η Αϊσέ εργαζόταν στη γαλλική συνοικία, σ’ ένα μπιστρό που έπινα καφέ μετά το μάθημα. Αραβικής καταγωγής, ψηλή, χυμώδης, με μαύρα μακριά μαλλιά και παιδικό πρόσωπο. Είχε μόνιμα μελαγχολικό βλέμμα, γεγονός που με γοήτευε, αλλά ποτέ δεν της είχα μιλήσει ανοιχτά».

«Πες μου ρε Άλμπερ, ότι εσύ τουλάχιστον τη πήδηξες. Διαφορετικά, θα σηκωθώ να φύγω», είπε ο Τσαρλς.

«Εκείνες τις μέρες, είχε έρθει στο Αλγέρι ένας φημισμένος θίασος από τη Μασσαλία. Είχα πάει στο μπιστρό που δούλευε μ’ ένα φίλο, με σκοπό».

«Οι σχέσεις των ντόπιων με τους πιε-νουάρ πως ήταν τότε;», ρώτησε ο Νίκος.

«Όχι πολύ καλές, ήταν η περίοδος που».

«Στ’ αρχίδια μας οι πιε-νουάρ. Λέγε ρε μαλάκα, την πήδηξες;»

Εκείνη τη στιγμή ο μουστακαλής, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε.

«Αυτά είναι κερασμένα απ’ το κατάστημα», είπα χαμογελώντας.

«Ευχαριστούμε δεσποινίς».

«Στην υγειά σας».

«Να ‘σαι καλά μικρή. Το χρειαζόμουν, γιατί με αυτούς που έμπλεξα».

Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν δυο παρέες, η μία πίσω απ’ την άλλη.

Σκατά, μουρμούρισα φεύγοντας, μέσα απ’ τα δόντια μου.

Ετοίμαζα τις παραγγελίες μέσα στο μπαρ και συλλογιζόμουν ότι αυτοί  οι τρεις ιδιαίτεροι τύποι, κάποιους μου θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιους. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Ορέστης και έσπευσε να με βοηθήσει.

 Όταν σήκωσα το κεφάλι, διαπίστωσα με έκπληξη ότι οι καρέκλες τους ήταν άδειες, πάνω στο τραπέζι ήταν μερικά άδεια ποτήρια.

Μήπως ήταν αποκύημα της φαντασίας μου και τους είχα ονειρευτεί; Πρέπει να κοιμάμαι περισσότερο τα βράδια.

Αφού σέρβιρα τις παραγγελίες, πήγα στο τραπέζι να συμμαζέψω.

Βρήκα ένα τσαλακωμένο 50ευρω. Μέσα είχε ένα χαρτάκι μ’ έναν αριθμό κινητού και από κάτω έγραφε «Μικρή, το βράδυ είμαι ελεύθερος, αν δεν έχεις κανονίσει…».

Κάπου είχα διαβάσει, ότι η έλλειψη ύπνου φέρνει παραισθήσεις ή μήπως όχι;

«Μαργαρίτα, θ’ αργήσουμε».

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Χρήστος Α, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής