Ο χρόνος κυλάει αργά στο East Greenburg της δυτικής Αλαμπάμα. Εδώ, σπάνια συμβαίνει οτιδήποτε ενδιαφέρον, και ποτέ κάτι συνταρακτικό. Παρόλ’ αυτά, όσοι έμαθαν για το περιστατικό από τις εφημερίδες, εύκολα υπέθεσαν ότι θα πρόκειται για κάποιο συνηθισμένο, απροσάρμοστο, νεαρό: «Έτσι είναι οι κωλονέγροι».
Η γυναίκα μου, όπως όλοι, λέει ότι ήμουν τυχερός που την πάτησε κάποιος άλλος και όχι εγώ. Όμως εγώ ξέρω πως, αν είμαι εδώ και τα διηγούμαι όλα αυτά, δεν είναι από κάποιο καπρίτσιο της μοίρας. Στην πραγματικότητα, εγώ δεν κινδύνεψα ποτέ.
~~
Ήταν μια ζεστή βραδιά, στα τέλη Αυγούστου. Ο Romillo Mont, δεκαεπτά χρονών, καθόταν σε ένα παγκάκι. Είχε μόλις στρίψει ένα τσιγάρο και το πάσαρε στην κοπέλα του να το ανάψει.
Απέναντί τους, ένα γκράφιτι. «Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΟΠΗ». Του άρεσε.
Ο Romillo ήταν μεγαλωμένος στους δρόμους και σχεδόν δεν είχε πάει σχολείο. Έτσι κι αλλιώς, στο δημόσιο σχολείο της περιοχής του ποτέ δεν θα γινόταν συζήτηση για ένα τέτοιο θέμα. Παρόλ’ αυτά, το γκράφιτι δεν προκάλεσε απλώς την περιέργειά του: ένιωθε ότι αυτή την ατάκα, αν μπορούσε, θα την είχε γράψει ο ίδιος.
Η Juelle ήταν ίσως λιγότερο εντυπωσιασμένη, αλλά μιας και ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη, θέλησε να σχολιάσει πρώτη.
«Έξυπνο ε; Άμα ήταν έτσι, κλέφτες θα ήταν οι πλούσιοι.»
Λίγα λεπτά αργότερα, η κουβέντα τους είχε συνεπάρει και τους δύο και το παγκάκι δεν τους χωρούσε πια. Πήραν να περπατούν.
«Ξέρεις ποιανού είναι αυτή η ατάκα;» ρώτησε ο Romillo.
«Μπα, λίγους γκραφιτάδες έχει η πόλη μας, και τους ξέρω όλους».
«Ε καλά, δεν χρειάζεται να είσαι γκραφιτάς για να γράψεις μια πρόταση στον τοίχο».
«Γκραφιτάς είναι, είχε και υπογραφή».
«Τέλος πάντων, πώς σου φάνηκε;» ρώτησε ο Romillo. «Εμένα μου φαίνεται cool. Ωραία θα ήταν να τα είχαμε όλοι, όλα δικά μας.»
«Τί όλα δικά μας, αφού άμα δεν υπήρχε ιδιοκτησία, τίποτα δεν θα ήταν κανενός.»
~~
Να ήταν η δυσκολία να εκφραστούν; Ο ενθουσιασμός της ηλικίας; Χωρίς να το καταλάβουν άρχισαν κάτι σαν λογομαχία. Σιγά σιγά, το βήμα τους αποκτούσε τόση ένταση, όση έξαψη είχαν τα λόγια τους. Προχώρησαν για αρκετή ώρα, ώσπου βρέθηκαν κατά τις δέκα το βράδυ σε κάποιο έρημο προάστιο που τους ήταν εντελώς άγνωστο.
Είχαν σταματήσει να μιλάνε εδώ και λίγη ώρα, όταν η Juelle κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα μικρό ισόγειο σπίτι. Πάνω στο γκαζόν ήταν παρκαρισμένο ένα σκούρο πράσινο SUV, με τα κλειδιά ξεχασμένα πάνω στην πόρτα. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο και πήραν την απόφαση χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μετά από λίγο ο Romillo είχε βάλει μπροστά το SUV, με τη Juelle δίπλα του, και έφυγαν προς τυχαία κατεύθυνση. Θα έκαναν μια βόλτα, και μετά θα επέστρεφαν το αυτοκίνητο κάπου στη γειτονιά.
~~
Η κυρία Doyle, συνταξιούχος δασκάλα με καριέρα σε μειονοτικά σχολεία, στεκόταν έντρομη πίσω από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα του σαλονιού. Είδε την κλοπή, αλλά δεν τόλμησε να παρέμβει. Κάλεσε όμως το 911, ζήτησε να συνδεθεί με το τοπικό αστυνομικό τμήμα και κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνόμο υπηρεσίας.
Στο μεταξύ, ο Romillo ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή του τόσο ελεύθερος. Άρχισε να οδηγεί γρήγορα. Τόσο γρήγορα που, μερικά μίλια παρακάτω σε μια απότομη στροφή, το SUV βγήκε από το δρόμο και κόλλησε στη λάσπη.
«Το παρατάμε και φεύγουμε » πρότεινε η Juelle.
Ίσως και να το είχαν κάνει, όμως εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάω ακριβώς από αυτό το σημείο. Σταμάτησα λίγο πιο μπροστά και προσφέρθηκα να τους βοηθήσω. Δεν μπορούσα να κάνω και πολλά: το αυτοκίνητό μου είναι μικρό και δεν έχει κοτσαδόρο. Τους είπα ότι πρέπει να καλέσουμε για βοήθεια.
Είδα στο βλέμμα τους φοβερή ανησυχία, που εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να την εξηγήσω. Την ξεπέρασαν όμως όταν σταμάτησε δίπλα μας ένα αγροτικό Chevy και ο οδηγός του, ένας ξανθός γεροδεμένος σαραντάρης, βγήκε έξω.
Ο Michael Bosford, σαν από μηχανής θεός, είχε καταλάβει τί συνέβαινε και είπε πως είχε όλο τον εξοπλισμό για να τους ξεκολλήσει. Τα παιδιά συμφώνησαν, όμως εκείνος πρόσθεσε με ύφος πως όλα έχουν την τιμή τους, και ζήτησε για τη βοήθειά του είκοσι δολάρια. Η Juelle μουρμούρισε κάτι από τη θέση του συνοδηγού, αλλά ο Romillo της είπε να σωπάσει, σκέφτηκε λίγο και μετά συμφώνησε.
Ο Bosford πήγε στο πορτ-μπαγκάζ του, έβγαλε ένα συρματόσχοινο και βάλθηκε να συνδέσει τα δύο αυτοκίνητα. Κατά περίεργο τρόπο, λες και ο Bosford ήταν υπάλληλος της οδικής βοήθειας, οι δύο νέοι δεν τον βοήθησαν. Παρέμειναν στις θέσεις τους, και η Juelle έλεγε ότι ο τύπος πρέπει να είναι πάρα πολύ μαλάκας.
Και συνέχισε να φορτώνει: «Κάτι τέτοιοι είναι που χαλάνε τον κόσμο, δεν με νοιάζει που βοηθάει τώρα, αυτό δεν είναι βοήθεια, μας εκμεταλλεύεται που έχουμε ανάγκη, αρπακτικό είναι, κάτι τέτοιοι τους αξίζει να πεθάνουν, καθίκια».
Ο Romillo δεν σχολίασε. Είπε μόνο «Άσε, δεν αξίζει, τσάμπα ξοδεύεις το σάλιο σου».
Στο μεταξύ, ο Bosford είχε κάνει ότι χρειαζόταν, και το SUV ήταν και πάλι στο οδόστρωμα. Μετά βγήκε από τη Chevy του, περπάτησε αυτάρεσκα προς το κλεμμένο αυτοκίνητο, έγειρε στο παράθυρο του οδηγού και ζήτησε από το Romillo τα είκοσι δολάρια.
Εκείνος συμφώνησε ψύχραιμα, έπιασε από το πίσω κάθισμα το backpack του, έβγαλε από μέσα ένα περίστροφο και τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι. Ο Bosford έπεσε με το διαλυμένο το πρόσωπό του στην άσφαλτο, και ένα λεπτό μετά πέθανε.
Οι δύο νέοι έφυγαν σπινιάροντας, με τη Juelle να τσιρίζει συνεχώς «what the fuck».
Κάλεσα αμέσως το 911, και η αστυνόμος δεν άργησε να συνδέσει τις δύο καταγγελίες. Το μοντέλο του αυτοκινήτου ήταν το ίδιο.
~~
Δύο λεπτά αργότερα η Juelle ήταν ακόμα σοκαρισμένη, είχε πει «what the fuck» καμμιά πενηνταριά φορές, αλλά η ένταση στη φωνή της όλο και μειωνόταν. Στο τέλος ο Romillo, που ήταν εξίσου σοκαρισμένος αλλά προσπαθούσε να σκεφτεί καθαρά, της είπε να το βουλώσει. Οδήγησαν για λίγη ώρα μέσα στη σιωπή, ώσπου η Juelle συνήλθε κάπως.
«Τί κάνουμε τώρα;»
«Θα επιστρέψουμε το αυτοκίνητο, όπως είχαμε υποσχεθεί.»
«Είσαι τρελός; Δεν καταλαβαίνεις τι έγινε; Δεν έχουμε υποσχεθεί τίποτα σε κανέναν! Ούτε ξέρουμε σε ποιον ανήκει το κωλοάμαξο!»
«Το υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας.»
«Δεν υπάρχουν τέτοιες υποσχέσεις.»
«Ίσα ίσα, μόνο τέτοιες υποσχέσεις υπάρχουν.»
«Είσαι ηλίθιος.»
«Μπορεί.»
Η Juelle δεν ήξερε τι άλλο να πει, όμως μέσα της είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται: φοβόταν ότι κατά κάποιον τρόπο είχε παίξει το ρόλο του ηθικού αυτουργού. Προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις της, όμως το μερίδιο ευθύνης που της αναλογούσε της έπεφτε ανυπόφορο. Ήθελε να πιστέψει ότι δεν είχε επηρεάσει το Romillo. Σαν από ένστικτο, το μυαλό της βάλθηκε να σβήσει τα λόγια που είχε πει, προτού γραφτούν στη μνήμη της για πάντα. Λίγο παρακάτω, τα είχε καταφέρει.
Του ζήτησε να σταματήσουν στην άκρη του δρόμου. Αμέσως μετά, με κάποια ένταση στη φωνή της, είπε στο Romillo ότι τα γάμησε όλα και ότι δεν θέλει να τον ξέρει. Βγαίνοντας από το SUV, χτύπησε την πόρτα και συμπλήρωσε: «στην πραγματικότητα, δεν γνωριστήκαμε ποτέ».
~~
Ο Romillo δεν προβληματίστηκε για το τί μπορούσε να εννοεί η κοπέλα του εκείνη τη στιγμή. Έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της κυρίας Doyle. Όταν έφτασε, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο για να βλέπει τις ρόδες και, με πολλή επιμέλεια, πάρκαρε το SUV ακριβώς πάνω στα ίχνη που υπήρχαν στο γκαζόν.
Μετά πήρε τα κλειδιά, πήγε στην πόρτα της κυρίας Doyle και χτύπησε το κουδούνι. Εκείνη άνοιξε διστακτικά, και είδε έκπληκτη το Romillo να στέκεται και να της εξηγεί ότι δεν είχαν πρόθεση να κλέψουν πραγματικά το αυτοκίνητο, ότι το πήραν μόνο για να πάνε μια βόλτα, ότι όλο αυτό ήταν μια ανοησία, και ότι ελπίζει στην κατανόηση της.
Η κυρία Doyle μπορεί να είχε πάρει σύνταξη από τη δουλειά, όμως η δασκάλα μέσα της ήταν ακόμη εν ενεργεία: αποφάσισε στη στιγμή να κάνει την υπέρβαση, του είπε ότι δεν πειράζει, και τον κάλεσε στο σαλόνι της να τον κεράσει ένα τσάι. «Ίσως με γεύση κανέλα;», ρώτησε.
Καθώς ετοίμαζε ένα πιάτο με φρέσκα μπισκότα που είχε φτιάξει το απόγευμα, συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια εκκρεμότητα που όφειλε να τακτοποιήσει. Πήρε το ασύρματο τηλέφωνο και κάλεσε στην αστυνομία. Ένιωθε αμήχανα, γι’ αυτό και μιλούσε κάπως χαμηλόφωνα. Εξήγησε πως ο νεαρός είχε επιστρέψει το αυτοκίνητο χωρίς κάποια ζημιά, και ότι δεν ήθελε σε καμμιά περίπτωση να υποβάλει μήνυση. Αυτά που άκουσε από την αστυνόμο υπηρεσίας από την άλλη άκρη της γραμμής την έκαναν να παγώσει.
Αν και τα είχε πλέον τελείως χαμένα, ακολούθησε τις οδηγίες που της έδωσαν από το τηλέφωνο. Επέστρεψε στο σαλόνι, αλλά φορούσε ένα ψεύτικο χαμόγελο και πρόσφερε το φλυτζάνι με τρεμάμενο χέρι.
Όμως ο Romillo, τόσο νέος και αναζητώντας οπουδήποτε τη λύτρωση, δεν έδωσε σημασία στην παράξενη έκφρασή της και απέδωσε το τρέμουλο στην ηλικία της. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. Ήταν ζεστό, και το άρωμα της κανέλας τον ανακούφισε κάπως.
Τρία λεπτά μετά, διέκρινε μέσα από τις κουρτίνες ένα μπλε-κόκκινο φως να αναβοσβήνει. Τύλιξε δυο-τρία μπισκότα σε μια χαρτοπετσέτα.
«Για το δρόμο…» εξήγησε.
~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα κύρια γεγονότα της ιστορίας προέρχονται από την αμερικανική ειδησεογραφία. Ο τόπος, ο χρόνος, και τα ονόματα είναι αλλαγμένα. Ο τίτλος, είναι δανεισμένος από την ομώνυμη ταινία.
~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Ζ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής