Ο Λακάν δεν πιστεύει στους εξωγήινους

0
1124

Με λένε June, και παραδέχομαι ότι η σχέση μου με το φυσιολογικό ήταν πάντοτε κάπως πιο χαλαρή από το συνηθισμένο. Αν και όταν έγιναν όλα αυτά ήμουν μόλις οκτώ χρονών, ξέρω πως προετοιμαζόμουν να τα αντιμετωπίσω από τη στιγμή που είχα γεννηθεί.

Παρόλ’ αυτά, λίγες στιγμές μπορεί να αποδειχτούν αρκετές για να αλλάξουν βαθιά την ψυχή οποιουδήποτε ατόμου. Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα και στη σχέση μου με τον κόσμο εκείνη την ημέρα.

~~

Τον είχα γνωρίσει από πολύ μικρή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να υπήρξε ποτέ κάποια πρώτη συνάντηση μαζί του. Ίσως τον γνώρισα σε πολύ μικρή ηλικία, εκείνα τα πρώιμα παιδικά χρόνια που δεν αφήνουν συγκεκριμένες μνήμες, αλλά μόνο συναισθήματα.

Το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν τον γνώρισα ποτέ: μάλλον ήταν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού μου κόσμου από όταν, έμβρυο ακόμη, αναπτυσσόμουν στην κοιλιά της μητέρας μου.

Θυμάμαι όμως ξεκάθαρα πότε τον βάφτισα. Ήμουν επτά ετών όταν ο πατέρας μου, σε μια από τις σπάνιες στιγμές του με διάθεση επικοινωνίας, μου διηγήθηκε ότι όταν ήταν μικρός πήγαινε με τους φίλους του σε ένα μπιλιαρδάδικο και ξόδευε κέρμα-κέρμα το χαρτζηλίκι του σε ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα, παίζοντας ένα παιχνίδι με το όνομα space invaders.

Στο παιδικό μυαλό μου, αυτοί οι εισβολείς από το διάστημα πρόσφεραν το λογικότερο σενάριο για την προέλευσή του. Βγήκα λοιπόν στον κήπο, τον βρήκα ανάμεσα στα ψηλότερα κλαδιά του φίκου και τον αποκάλεσα Invy.

~~

Δεν ξέρω αν έχετε δει ποτέ φίκο της Βεγγάλης. Δέντρα τεράστια σε ύψος, έχουν την ικανότητα να ρίχνουν από ψηλά ρίζες στο έδαφος και έτσι, αργά αλλά αναπόδραστα, να εξαπλώνουν σε μεγάλη έκταση μια σκοτεινή μαγική πραγματικότητα. Με τον καιρό, από μία μόνο ρίζα, αναπτύσσουν ένα κόσμο μεταφυσικό στον οποίο βρίσκουν καταφύγιο όλα τα παράξενα πλάσματα και οι πιο αλλόκοτες σκέψεις.

Με την οικογένειά μου μέναμε στο Key West, σε μια παλιά ξύλινη, διώροφη μονοκατοικία, με συνηθισμένη βικτωριανή αρχιτεκτονική. Στον κήπο μας λοιπόν, ανάμεσα στα κλαδιά ενός τέτοιου φίκου, είχα μεταφέρει όλη την παράλληλη πραγματικότητα του παιδικού μυαλού μου. Και όπως ήταν φυσικό, ο Invy σύντομα έγινε αρχηγός όλων εκείνων των αλλόκοτων στοιχειών, όπως του άρμοζε.

~~

Αυτός ο φίκος της Βεγγάλης ήταν η μόνιμη κρυψώνα του Invy. Πρέπει να τον είχε διαλέξει επειδή ήταν ένα σημείο από το οποίο μπορούσε να εποπτεύει τα πάντα.

Λέω εποπτεύει, και όχι βλέπει, γιατί νομίζω πως δεν είχε μάτια. Δεν είχε ούτε μύτη, ούτε αυτιά, ούτε άλλα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα, ο Invy είχε ένα απλό, σχετικά λείο σώμα που έμοιαζε στο σχήμα με μπάλα του ράγκμπυ, αν και είχε περίπου δύο φορές μεγαλύτερο μέγεθος. Το χρώμα του ήταν σκούρο μπλέ, αλλά η απόχρωσή του μερικές φορές άλλαζε.

Τώρα, που είμαι είκοσι χρονών, ξέρω ότι η αντίληψή μου για τα χρώματα μερικές φορές αλλάζει ανάλογα με τη διάθεσή μου. Όμως, για τη μικρή June, αυτές οι μεταβολές των αποχρώσεων αποτελούσαν σαφή απόδειξη: ο Invy ήταν ζωντανός οργανισμός.

Ποτέ δεν τον είδα να αλλάζει θέση μπροστά στα μάτια μου. Παρόλ’ αυτά, όταν πήγαινα με ολοένα και περισσότερο δέος να τον συναντήσω στον κήπο, τον έβρισκα πάντα ανάμεσα στα κλαδιά του φίκου αλλά ποτέ στην ίδια θέση.

Προσπαθούσα με αγωνία να καταλάβω αν αυτές οι κρυφές, σιωπηλές μετακινήσεις του ακολουθούσαν κάποια λογική. Δεν έβγαλα ποτέ κάποιο συμπέρασμα, όμως νομίζω ότι όσο μεγάλωνε το δέος μου γι’ αυτόν, τόσο πιο εσωτερική θέση καταλάμβανε, ώσπου στο τέλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην καρδιά του φίκου μου.

~~

Δεν κατόρθωσα ποτέ να μιλήσω στους γονείς μου για όλα αυτά. Στην αρχή, μπορεί να μην μιλούσα γιατί ένιωθα ότι ο Invy ήταν παρών στο μικρόκοσμό μου από πάντα: ως παιδί, τις σπάνιες φορές που κατόρθωνα να μιλήσω, ήταν για γεγονότα και όχι για καταστάσεις.

Αργότερα, όταν άρχισα να υποψιάζομαι ότι ίσως και να ήμουν η μόνη με επίγνωση της παρουσίας του, θέλησα να το μοιραστώ μαζί τους. Όμως είχα ήδη διανύσει μήνες εσωστρέφειας, οπότε ένιωθα ότι μάλλον είχα χάσει και το σχετικό δικαίωμα. Έτσι, με ύπουλο τρόπο, σταδιακά βρέθηκα εγκλωβισμένη στη σιωπή.

Όπως εξήγησα, το πιθανότερο είναι ότι ο Invy ήταν παρών στη ζωή μου από πολύ νωρίς. Παρόλ’ αυτά, οι πρώτες κάπως πιο ξεκάθαρες μνήμες που έχω από αυτόν είναι από την ηλικία των πέντε ετών.

Στην αρχή, απλά τον παρατηρούσα. Σύντομα όμως, άρχισα να προσπαθώ με διάφορους τρόπους να του τραβήξω την προσοχή. Του μίλησα, τον κοίταξα επίμονα, έκανα την αδιάφορη, έτρεξα προς τα πάνω του… Το μόνο που δεν τόλμησα ποτέ ήταν να προσπαθήσω να τον αγγίξω.

Ό,τι και να δοκίμασα όμως, ποτέ δεν κατάφερα να πάρω κάποια αντίδρασή του. Είναι αλήθεια ότι, προσπαθώντας να επικοινωνήσω μαζί του, συχνά έχανα τον έλεγχο των συναισθημάτων μου και το μπλε χρώμα του γινόταν περισσότερο σκούρο. Όμως, ακόμη και όταν άλλαζε η απόχρωσή του, έμενε πάντα ατάραχος.

~~

Με τον καιρό, άρχισα να αναζητώ πιο πολύπλοκους τρόπους για να του τραβήξω την προσοχή. Της μητέρας μου της άρεσε κάθε βράδυ να με βοηθά να κοιμηθώ με ένα παραμύθι. Ήξερε πολλά παραμύθια, όμως εγώ άρχισα να της ζητάω να μου διηγείται πάντοτε το ίδιο.

Προτού ξαπλώσω, φρόντιζα πάντα να είναι οι κουρτίνες ανοιχτές. Ήξερα ότι ο Invy μας παρακολουθούσε από το παράθυρο, και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα συνέχιζα με το ίδιο παραμύθι μέχρι να τον αναγκάσω να ανταποκριθεί με κάποιο τρόπο.

Ουσιαστικά, είχα ξεκινήσει ένα chiken game μαζί του. Είτε αυτός θα άλλαζε δέντρο, είτε εγώ παραμύθι. Και μάλιστα, αν αυτός δεν κουνιόταν ούτε εκατοστό, το παραμύθι μου δεν θα άλλαζε ούτε κατά μία λέξη. Ούτε κατά ένα κόμμα.

Όμως εκείνος παρέμενε πάντα στην ίδια θέση, κι έτσι άρχισα να εξαναγκάζω την αξιολύπητη μητέρα μου να αναπτύξει την ικανότητα να χρησιμοποιεί ακριβώς τις ίδιες λέξεις, ή τουλάχιστον να προσπαθεί.

Όταν χρησιμοποιούσε κάποια διαφορετική, της έλεγα ότι είχε κάνει λάθος, ότι το παραμύθι χάλασε, και ότι έπρεπε να το ξαναπάρει από την αρχή. Δεν ξέρω πώς της φαινόταν όλο αυτό, αλλά δεν τολμούσε να μου χαλάσει το χατίρι. Έπιανε λοιπόν ξανά και ξανά το «μια φορά κι έναν καιρό…», χωρίς ποτέ να καταφέρνει να καταλήξει στο «…έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», που τόσο ποθούσα να το ακούσω.

Η δύστυχη, προσπαθούσε σκληρά, αλλά είναι αδύνατον άνθρωπος να πει τόσες πολλές λέξεις με την ίδια πάντα σειρά. Στο τέλος, κάποια στιγμή με έπαιρνε ο ύπνος. Όταν, λίγο αργότερα, ξεκινούσαν οι εφιάλτες, η μητέρα μου είχε ήδη κλείσει την πόρτα του δωματίου μου, και έφευγε ευχαριστημένη που είχε ικανοποιήσει με επιτυχία το πρότυπο της μάνας που είχε στο μυαλό της.

Ήταν άνθρωπος που αποστρεφόταν τις δυσκολίες, και δεν τολμούσε να προβληματιστεί με το γεγονός ότι βίωνε μια παράξενη παραλλαγή αυτού του προτύπου.

~~

Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, ώσπου κάποια στιγμή το πήρα απόφαση ότι δεν υπήρχε κανένας φυσιολογικός τρόπος για να του τραβήξω την προσοχή. Έτσι, άρχισα να δοκιμάζω άλλες μεθόδους.

Μια φορά, καταμεσήμερο καλοκαιριού, βγήκα στην ταράτσα και ακούμπησα το σώμα μου μπρούμυτα πάνω στο μαρμάρινο περβάζι που είχε ανάψει από τον ήλιο. Καιγόμουν, αλλά επέμεινα έως ότου κατάφερα το μυαλό μου να μεταλλάξει τον πόνο σε ένα οριακό αίσθημα ζεστασιάς. Μάταια όμως, ο Invy παρέμεινε αδιάφορος. Έτσι, την επόμενη μέρα πρόσθεσα στο μαρτύριό μου και μια απειλή. Άρχισα να σέρνομαι μέχρι την άκρη, δείχνοντας ότι σκοπεύω να βουτήξω στο κενό.

Δεν ξέρω αν τελικά θα το τολμούσα. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έτυχε να ανεβεί στην ταράτσα και να με δει, οπότε, σύμφωνα με εκείνον, με έσωσε την τελευταία στιγμή.

Οι γονείς μου θεώρησαν τότε ότι όλο αυτό ήταν μια παιδική τρέλλα και δεν έδωσαν συνέχεια. Μου έβαλαν λίγη κρέμα στo κοκκινισμένο δέρμα μου και προτίμησαν να μην αναρωτηθούν σοβαρά για ποιο λόγο είχα κοντέψει να κάνω τέτοια αποκοτιά.

Να ήταν θέμα που τους ξεπερνούσε; Να διαισθάνθηκαν πόσο δυσάρεστη θα ήταν η εξήγηση και πόση αναστάτωση θα μπορούσε να φέρει; Γεγονός πάντως είναι ότι το περιστατικό το έθαψαν άμεσα και το ξέχασαν λίγο αργότερα. Τους ζήλευα για αυτή τους την ικανότητα, ήξερα ότι αν την είχα κι εγώ θα ήταν όλα κάπως πιο εύκολα.

~~

Τον τελευταίο μήνα, πριν από το απόγευμα που άλλαξαν τα πάντα, προκειμένου να πάρω μια νίκη άρχισα να καταφεύγω στον πιο διεστραμμένο τρόπο που μπόρεσα να σκαρφιστώ.

Το παράθυρο του μπάνιου ήταν μεγάλο και έβλεπε προς τον κήπο. Ένα βράδυ, αφού σιγουρεύτηκα ότι ήμουν στο οπτικό πεδίο του Invy, έβγαλα τα ρούχα μου και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο γυμνή, προστατευμένη μόνο από το φως του φεγγαριού. Μετά, βυθίστηκα αργά στο νερό της μπανιέρας. Ολόκληρη. Έμεινα εκεί μέσα ώσπου η έλλειψη οξυγόνου άρχισε να μετατρέπει το χλιαρό νερό σε υγρό τάφο.

Δεν ξέρω αν είχα παραισθήσεις, αλλά ένιωσα πως ο Invy αναγκάστηκε να τρεμοπαίξει λίγο. Ίσως πάλι να ήταν και η ιδέα μου. Η αλήθεια είναι ότι, αν ένιωθα σίγουρη ότι αυτό θα τον έκανε να αντιδράσει ξεκάθαρα, θα μπορούσα να μείνω κάτω από το νερό μέχρι να τα τελειώσω όλα. Αλλά δεν ήμουν.

Σύντομα αναδύθηκα, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Τις επόμενες ημέρες επανέλαβα τη διαδικασία αρκετές φορές, αλλά πάντα με την ίδια κατάληξη. Ήμουν πλέον σε απόγνωση.

~~

Ήταν τόσο πολυάριθμες οι αποτυχίες μου, ώστε όταν ήρθε η ώρα της εισβολής, εκείνη την άνοιξη που δεν έφτασε ποτέ, ήμουν πλέον έτοιμη να δεχτώ τα χειρότερα: κανείς δεν θα μπορούσε να στείλει την ψυχή μου σε σκοτάδι βαθύτερο από αυτό που μπορούσα να τη στείλω εγώ η ίδια.

Με αυτές τις σκέψεις, απόγευμα Κυριακής, άφησα τον πατέρα μου στο σαλόνι να ανάβει κάτι ρεσώ «για ατμόσφαιρα», και βγήκα στον κήπο δήθεν για να παίξω. Ήταν σούρουπο. Προχώρησα με αργά, καταθλιπτικά βήματα προς το φίκο. Όταν έφτασα, χώθηκα ανάμεσα στις ρίζες που βουτούσαν προς το χώμα και σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω.

Αυτό που αντίκρυσα, παρότι το λαχταρούσα από καιρό, με έκανε να παγώσω. Μόλις βρήκα τη δύναμη, έφυγα τρέχοντας προς το σπίτι και όρμηξα στο σαλόνι.

«Μπαμπά, πρέπει να σου μιλήσω, τον είδα μόλις τώρα, έχει αρχίσει και τρεμουλιάζει…»
«Τρεμουλιάζει; Ποιος τρεμουλιάζει;»

Κάτι στο βλέμμα του με έκανε να νιώσω ότι πρέπει να ήξερε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσα. Ναι, ήμουν σίγουρη, γιατί αντί να κοιτάζει εμένα, μόνο εμένα, κοίταξε προς την κουζίνα όπου βρισκόταν η μητέρα μου και μαγείρευε.

Ούτως ή άλλως, δεν χρειάστηκε να του απαντήσω. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Invy είχε χιμήξει στο σαλόνι, και στεκόταν τρεμοπαίζοντας στη μέση του σαλονιού. Οι κουρτίνες σάλευαν, στην αρχή από το ρεύμα που είχε δημιουργήσει και μετά χωρίς προφανή αιτία. Ο Invy στεκόταν πάνω από τα κεφάλια μας και αιωρούνταν τρεμοπαίζοντας.

Η μητέρα μου διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και έτρεξε να μας βρει, κρατώντας στο χέρι μια κουτάλα πασαλειμμένη με σάλτσες που έσταζαν στο πάτωμα. Παραδόξως, αυτό δεν έμοιαζε να την ενοχλεί καθόλου.

«Θεέ μου, είναι κατάμαυρος…» ήταν το μόνο που είπε.

Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ήταν λοιπόν και σε αυτήν γνωστή η ύπαρξή του; Ή μήπως, από τον πανικό της, αυτό ήταν όλο κι όλο που μπόρεσε να πει; Και στο κάτω της γραφής, δεν συμφωνούσα. Δεν λέω, σήμερα ήταν σκούρος, το πιο βαθύ σκούρο μπλε που είχε πάρει ποτέ, όμως σίγουρα δεν ήταν μαύρος.

Δεν θα μάθω ποτέ αν έπρεπε να έχουμε αντιδράσει και με ποιο τρόπο. Πάντως ο πατέρας μου άρπαξε το κάλυμμα του καναπέ και το έριξε σαν δίχτυ πάνω από τον εισβολέα, προσπαθώντας να τον παγιδεύσει.

Ο Invy, σαν να ήταν άυλος, πέρασε από μέσα και το κάλυμμα σωριάστηκεε στο ξύλινο δάπεδο.

Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο πατέρας μου πέταξε προς τον εισβολέα ένα βαρύ κρυστάλλινο τασάκι, όμως ο Invy αποδείχτηκε ελαστικός. Το τασάκι αναπήδησε πάνω του χωρίς να τον μετακινήσει, έφυγε με διπλάσια ταχύτητα προς την οθόνη της τηλεόρασης και την έκανε θρύψαλλα. Η μητέρα μου εκσφενδόνισε την κουτάλα, η οποία έφυγε περιστρεφόμενη με ταχύτητα, και η κόκκινη σάλτσα λέκιασε την ταπετσαρία σε άπειρα σημεία.

Tο τέλος ήρθε απότομα, σαν αστραπή. Την είδα να τρέχει στην αποθήκη. Έφερε το πρώτο σπρέϋ που βρήκε μπροστά της, μάλλον κάποιο εντομοκτόνο, και άρχισε να ψεκάζει προς το μέρος του με υστερία.

Η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική, μας έπιασε βήχας και δύσπνοια από τις αναθυμιάσεις. Μετά πέταξε τη σχεδόν άδεια φιάλη προς τον Invy, όμως αυτή έπεσε στο τραπέζι όπου βρίσκονταν τα αναμένα ρεσώ.

Σε λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε έκρηξη και οι κουρτίνες πήραν φωτιά, η οποία σύντομα εξαπλώθηκε σε όλο το σαλόνι.

Βγήκαμε όπως-όπως έξω στον κήπο και στεκόμασταν μπροστά στην καταστροφή που εξελισσόταν, με το μπαμπά και τη μαμά αποσβολωμένους. Εγώ, παρατηρούσα το θέαμα κάπως πιο αποστασιοποιημένα, και μελετούσα με προσοχή τα πρόσωπα των γονιών μου.

Με τόση προσοχή, ώστε διέκρινα τη διαφορά στις κόρες των ματιών τους. Της μητέρας μου, είχαν διασταλεί από τον πανικό και επέτρεπαν όλα αυτά τα τρομακτικά ερεθίσματα να εισβάλλουν στην ψυχή της ανεπεξέργαστα. Του πατέρα μου, που ως αρχηγός της οικογένειας δεν είχε τέτοια περιθώρια, είχαν μετατραπεί σε σχισμές.

Ο Invy, είχε βγει μέσα από τις φλόγες άθικτος και στεκόταν ήρεμος λίγα μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι φλόγες, κάποιοι τριγμοί από τα ξύλινα έπιπλα του σαλονιού, και η μητέρα μου που μουρμούριζε κάτι για τους λεκέδες στην ανύπαρκτη πλέον ταπετσαρία.

Από μακριά, ακούστηκαν οι σειρήνες της πυροσβεστικής. Πρέπει να την είχε ειδοποιήσει κάποιος από τους γείτονες. Τότε, ο Invy τρεμόπαιξε για μια τελευταία φορά, και μετά έφυγε με εκπληκτική ταχύτητα προς τον ουρανό.

Σύντομα είχε μετατραπεί σε μια κουκκίδα, η οποία όμως παρέμεινε για πολύ ώρα στα μάτια μου, τόση ώρα που δεν ήξερα πλεόν αν απλά τη φανταζόμουν.

Ο μόνος που μίλησε ήταν ο πατέρας μου. Ψελλίζοντας, αναρωτήθηκε τι έπρεπε να έχουμε κάνει με τον εισβολέα για να γλιτώσουμε από την καταστροφή. Καμμιά μας δεν του απάντησε, αν και εγώ σκεφτόμουν ότι ίσως θα βόλευε απλά να τον είχαμε αγνοήσει.

~~

Οι γονείς μου δεν τόλμησαν να πουν την αλήθεια για όσα είχαν συμβεί, ούτε στην αστυνομία ούτε στην πυροσβεστική. Φοβήθηκαν ότι θα τους έπαιρναν για τρελούς.

Ο πατέρας μου κατάφερε να λαδώσει τον πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής, ο οποίος κατέγραψε στο σχετικό έντυπο ότι η φωτιά ξεκίνησε απά κάποιο βραχυκύκλωμα.

Έτσι, σε λίγες εβδομάδες οι ζημιές είχαν αποκατασταθεί και όλα πλέον συνέχισαν να κυλούν στη ζωή μας όπως πριν.

Ούτε μεταξύ μας τολμήσαμε ποτέ να μιλήσουμε για όλα αυτά. Ίσως δεν θα ξέραμε τι να πούμε, ίσως και να χρειαζόταν θάρρος που δεν το είχαμε.

Σύντομα, στο παιδικό μυαλό μου, οι μνήμες άρχισαν να πλέκονται με την ανάγκη μου για κάποια σύνδεση με την πραγματικότητα, και άρχισα να πιστεύω ότι ίσως τίποτε από όλα αυτά δεν είχε συμβεί, ότι όλα ήταν προΐόν της φαντασίας μου.

Παρόλ’ αυτά, από εκείνη την ημέρα, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο λίγο διαφορετικά. Ένιωθα λιγότερο ιδιαίτερη, και έτσι λιγότερο μόνη. Ένιωθα πλέον ότι η ηρεμία των άλλων δεν είναι παρά μια μάσκα που φροντίζουν να φορούν καθημερινά.

Ήξερα ότι ο Invy τους έχει επισκεφτεί όλους. Κι αν όχι ακόμη, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή στο μέλλον, πρόκειται να το κάνει.

~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Ζ, απόφοιτος του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Με τι βαθμό αποφοίτησε το αποφασίζουν πάντα οι αναγνώστες.

~~~

Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt /Magnum Photos