Το μπλε έξω απ’ το παράθυρο

0
1935

Είχε περάσει όλη του τη ζωή δίπλα στο παράθυρο.

Καθόταν με τις ώρες κι αγνάντευε, προσπαθώντας να μη χάσει την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο ορίζοντας που ντυνόταν με χρυσαφένια και κόκκινα χρώματα, ανάλογα με την ώρα της ημέρας, του έδινε την εντύπωση ότι όλα αλλάζουν. Το πίστευε κι εκείνος. Τίποτα δεν επιλέγει να σέρνεται,  όταν μπορεί να πετάξει.

Προσπαθούσε να σκιαγραφήσει νοερά οτιδήποτε υπήρχε έξω από το παράθυρο. Καθώς ζούσε σε πλήρη αρμονία και συγκατάβαση με τα ίδια βουητά, την ίδια ώρα, κάθε μέρα, για τριάντα έξι χρόνια, ήξερε τα πάντα, αν και ζούσε σε πλήρη άγνοια.

~~

Στις εφτά το πρωί ακουγόταν το πρώτο κάλεσμα, καθώς έφτανε ο γαλατάς. Ο θόρυβος της μηχανής του φορτηγού του, τάραζε με τον ίδιο πάντα τρόπο το ξεκίνημα της ημέρας. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταλάβαινε ότι άλλη μια μέρα προστίθεται στη ζωή του.

Στις εννιά, πάντα περνούσε ο ψαράς. Με τη χοντρή φωνή του, ανήγγειλε το μενού της ημέρας. Καθώς τον έβλεπε να πλησιάζει προς την πόρτα του σπιτιού, αντίκριζε το χειρότερο εχθρό του. Πώς να μην είναι εχθρός του κάποιος που απολαμβάνει τη θάλασσα;

~~

Η θάλασσα ήταν η μόνη επίμονη σκέψη του όλα τα χρόνια. Την είχε δει σε όλες τις μορφές της και την είχε ερωτευτεί. Το βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου σε συνδυασμό με το απέραντο μπλε του ουρανού, είχαν δημιουργήσει μέσα του την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος ήταν μπλε. Ότι δεν υπήρχε άλλο χρώμα γύρω του.

Συχνά ονειρευόταν ότι δεν είναι κατάκοιτος κι ότι κολυμπάει ανέμελα σε μια παραλία με χρυσοπράσινα νερά. Αλλά ξυπνούσε.

~~

Στις έντεκα σχηματιζόταν ήδη το πρώτο μποτιλιάρισμα της ημέρας. Οι αγανακτισμένοι οδηγοί ήταν ο αγαπημένος ήχος του μέσα στη μέρα. Ήταν η μοναδική στιγμή που το εικοσιτετράωρο αποκτούσε μια όμορφη ένταση για αυτόν.

Το μεσημέρι τα παιδιά γυρνούσαν από το σχολείο. Άκουγε τις φωνές τους και χαμογελούσε. Του δημιουργούσαν την εντύπωση ότι κάποτε ήταν κι αυτός παιδί.

Σκεφτόταν ότι έτρεχε με την παρέα του στο λιμάνι, την ώρα που έφταναν ή έφευγαν τα πλοία για να χαιρετήσουν τους ταξιδιώτες. Ύστερα, έπαιρναν όλοι μαζί τα ποδήλατα και γυρνούσαν στη γειτονιά για να παίξουν ποδόσφαιρο.

Είχε επινοήσει ένα δικό του μέρος, λίγο έξω από τη χώρα της Αστυπάλαιας, όπου πήγαινε με τους φίλους του. Το συγκεκριμένο σημείο απείχε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από το κέντρο και δεν ήταν γνωστό στους υπόλοιπους κατοίκους. Είχαν βρεθεί τυχαία εκεί μια μέρα, εξερευνώντας την περιοχή και από τότε το επισκέπτονταν συχνά.

~~

Οι ήχοι την υπόλοιπη μέρα ήταν πάνω κάτω οι ίδιοι. Κυριαρχούσαν οι μηχανές των αυτοκινήτων, τα γέλια των ανθρώπων και οι φωνές πλανόδιων πωλητών.

Η μόνη διαφορά ήταν η κόρνα των πλοίων που έμπαιναν ή έβγαιναν από το λιμάνι. Εκείνος, στο άκουσμα της, προσπαθούσε να μαντέψει αν το πλοίο ερχόταν ή έφευγε, ώστε να απασχολήσει με κάτι τον εαυτό του, τουλάχιστον για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά.

Μια φορά μόνο θυμάται που έγινε κάτι απροσδόκητο. Ένα κοριτσάκι είχε ξεφύγει από το χέρι της μητέρας του και βγήκε στο δρόμο. Το αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη την ώρα σκότωσε ακαριαία το παιδί. Τα ουρλιαχτά της μάνας τριγύριζαν ακόμα στο μυαλό του.

~~

Η μητέρα του είχε παρατήσει οποιαδήποτε ασχολία από τότε που γεννήθηκε ο Λευτέρης. Όταν της ανακοίνωσαν ότι το παιδί της δε θα ήταν σαν όλα τα άλλα, μέσα στα ακατάπαυστα δάκρυα της είπε ότι “το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να τον προσέχει”.

Οι επισκέψεις της στο δωμάτιο του ήταν ανεξάντλητες. Κάθε μισή ώρα τουλάχιστον άνοιγε την πόρτα για να τον ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι, πέρα από τις φορές που έμπαινε αναγκαστικά στο χώρο του για να τον ταΐσει, να τον καθαρίσει και γενικότερα να τον βοηθήσει.

Τα θλιμμένα μάτια της τον ενοχλούσαν πολύ αλλά δεν το έδειχνε ποτέ. Καταλάβαινε ότι αυτά τα μάτια δεν μπορούσαν να αποκτήσουν ένα διαφορετικό τρόπο να τον κοιτάνε. Η ελπίδα που περιδιάβαινε ανάμεσα στη θλίψη και τον πόνο των ματιών της μάλιστα, έδινε μία ανεξήγητη ώθηση στο Λευτέρη για να συνεχίσει να ζει, τουλάχιστον γι’ αυτή τη γυναίκα που όλα αυτά τα χρόνια ζούσε σα να ήταν η ίδια τετραπληγική.

Δεν έφερνε καμία αντίρρηση στο γιο της, όπως όταν εκείνος ανακοίνωσε για πρώτη φορά ότι δε θέλει ποτέ να ανέβει στο καροτσάκι που του είχαν αγοράσει. Ήταν η μόνη που στήριξε την επιλογή του να μείνει για πάντα κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και να χαζεύει τη θάλασσα ή τον ουρανό.

Ο Λευτέρης είχε δηλώσει ότι “δε θα αγόραζε ποτέ του εισιτήριο για να βλέπει καθισμένος το τρένο της ζωής”. Η επιθυμία του ήταν σεβαστή και όλα συνέβησαν, όπως εκείνος επιθυμούσε.

~~~~~

Πολλά βράδια προσπαθούσε να μην κοιμηθεί. Πάλευε με τον κουρασμένο του εαυτό, ώστε να μην κλείσουν τα μάτια του. Οι ώρες του ύπνου είχαν μετατραπεί σε μία ατελείωτη φρίκη για εκείνον. Τα όνειρα που έβλεπε κάθε βράδυ και έσβηναν μονομιάς, καθώς άνοιγε τα μάτια του, του είχαν δημιουργήσει ένα φριχτό συναίσθημα ανεπάρκειας. Ονειρευόταν την ελευθερία, που δεν ήξερε την πραγματική της έννοια.

Πολλά βράδια ο Λευτέρης ήταν αθλητής. Μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλει, χάντμπολ, τέννις, μπορούσε να τρέξει γύρω από αυτόν το στίβο που συνέχεια έβλεπε στην τηλεόραση, μπορούσε να κωπηλατήσει, μπορούσε να σκαρφαλώσει και ν’ αναρριχηθεί σε απέραντες πλαγιές.

~~

Σημαντική θέση στα όνειρα του κατείχε μία απροσδιόριστη μορφή, που τραγουδούσε γλυκά, σα να τον προσκαλεί κοντά της με τον πιο ηδονικό τρόπο. Σκεφτόταν ότι ονειρεύεται συνεχώς την ίδια γυναίκα, η οποία όμως κάθε μέρα είχε διαφορετικό πρόσωπο. Πίστευε ότι ονειρευόταν όλες τις γυναίκες που θα είχαν περάσει απ’ τη ζωή του, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Πολλές φορές όμως, θεωρούσε ότι αυτή η μορφή δεν ήταν άλλη από τη μητέρα του. Ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε δει μέχρι τότε, οπότε μέσα στην παράνοια που έντυνε τη ζωή του είχε το δικαίωμα να την μεταμορφώνει όπως εκείνος το επιθυμούσε.

~~

Τα βράδια που ακολουθούσαν κάποια πρωινά, μεσημέρια κι απογεύματα, συχνά ονειρευόταν ότι είναι πουλί. Θαύμαζε αυτές τις μαύρες κουκκίδες που διέκοπταν στιγμιαία το μπλε του πάνω ορόφου.

Στα όνειρα αυτά, πετούσε αδιάκοπα όλη τη μέρα και δεν κοιμόταν ποτέ. Πρωί και βράδυ έσκιζε ορμητικά τον ουρανό, πότε μόνος, πότε με σμήνη πουλιών που συναντούσε τυχαία. Όσο κι αν πετούσε παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν έφτανε στο μέρος που ήθελε. Που και που αντίκριζε κάτι φθαρμένες οφθαλμαπάτες να τον ξεγελούν, εκείνος ήξερε όμως ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να συνεχίσει να πετάει.

Στη ζωή του ήταν καταδικασμένος σε ένα κρεβάτι. Στο όνειρο ήταν φυλακισμένος στον ουρανό.

~~~~~

Χωρίς να το έχει επιλέξει, η τηλεόραση έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Σ’ αυτή είχε βρει όλα όσα έβρισκαν οι άνθρωποι που περπατούσαν έξω. Βλέποντας ασταμάτητα τηλεόραση γνώρισε τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, τα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα τρένα, τις αγκαλιές, τα μαγαζιά, τις παραλίες κι οτιδήποτε άλλο περιβάλλει τη ζωή. Είχε μάθει απ’ έξω το πρόγραμμα των καναλιών όλης της εβδομάδας.

Στο γραφείο που βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι του, υπήρχε ένα στρογγυλό ρολόι που είχε σταματήσει να λειτουργεί. Για να ξεγελάει τις μέρες του -που φάνταζαν απελπιστικά ίδιες- σκεφτόταν ότι οι δείκτες λειτουργούν κανονικά. Ότι δε σταμάτησαν ποτέ να γυρνάνε.

Καθόταν και μετρούσε τα λεπτά. Κάνοντας με το στόμα του ένα υπόκωφο τικ-τακ, σκεφτόταν ότι το ρολόι λειτουργούσε στην εντέλεια και προσπαθούσε να μη χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Ήταν τόσο προσηλωμένος στην εργασία του, ώστε αρκετές μέρες πέρασαν δίχως να καταλάβει τι συνέβη. Ο στόχος του ήταν να φτάσει μια μέρα που θα τη μετρήσει ολόκληρη μέσα από το χαλασμένο ρολόι του γραφείου του.

~~~~~~~~~~

Οι συννεφιασμένες ημέρες του δημιουργούσαν το πιο ευχάριστο αίσθημα. Περνούσε αμέτρητες ώρες επιχειρώντας να δώσει μορφή στα σύννεφα που κάλυπταν τον ουρανό. Τις περισσότερες φορές σκεφτόταν ότι ήταν άνθρωποι και προσπαθούσε να τους δώσει το κατάλληλο όνομα. Έπειτα, όπως τα κοιτούσε από μια άλλη οπτική, τα έκανε πρωταγωνιστές σε ιστορίες που επινοούσε εκείνη τη στιγμή.

Η αγαπημένη του ιστορία δημιουργήθηκε στα πρόθυρα μιας μεγάλης καταιγίδας που τάραξε για τα καλά ολόκληρο το νησί, καθώς είχε κοπεί το ρεύμα για αρκετές ώρες. Τα σύννεφα που είδε εκείνη τη μέρα να σκοτεινιάζουν απότομα ένα απόλυτα ηλιόλουστο ουρανό, ήταν “το τρομακτικότερο θέαμα που έχω αντικρίσει “.

Καθώς παρατηρούσε έντρομος την αντικατάσταση του ήλιου από ένα παχύρρευστο νεφώδες πλέγμα, φαντάστηκε ότι βλέπει δυο άλογα στον ουρανό, αντικριστά το ένα από το άλλο, να κοιτιούνται στα μάτια. Μετά φαντάστηκε ότι τα δύο ζώα άρχισαν να τρέχουν κολλητά το ένα στο άλλο, σε κάτι ολάνθιστα λιβάδια.

Τα άλογα έτρεχαν ασταμάτητα σα να ήθελαν να ξεφύγουν από κάποιον που τα καταδίωκε. Όταν έφθασαν στην είσοδο του δάσους, ακολούθησαν ένα ιδιαίτερα στενό μονοπάτι, πηγαίνοντας προς τη ρεματιά για να δροσιστούν.

Μόλις έφτασαν είδαν δυο παιδιά να πλατσουρίζουν στην δεξιά όχθη του ρέματος. Τα παιδιά όμως, δεν έπαιζαν. Έκλαιγαν, και το κλάμα τους δεν ήταν καθόλου ευδιάκριτο στην αρχή, καθώς τα νερά που πετούσαν το ένα στο άλλο, εμπόδιζαν όποιον βρισκόταν κοντά τους να καταλάβει τι συμβαίνει.

Όταν τα άλογα πλησίασαν τα παιδιά και είδαν τα θλιμμένα πρόσωπα τους, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι ήταν αυτό που τους προξενούσε δυσφορία. Τα δυο παιδιά, λες κι ήταν συνεννοημένα, αποκρίθηκαν σθεναρά την ίδια στιγμή ότι τα ενοχλούσε το νερό.

Τα ενοχλούσε το συγκεκριμένο ρέμα γιατί μια μέρα που είχε βρέξει πολύ και κατέβαινε το νερό με μία ασυγκράτητη ορμή, παρέσυρε τους γονείς τους που βρίσκονταν εκεί για να πλύνουν τα ρούχα τους.

Τα άλογα σώπασαν ξαφνικά και το βλέμμα τους θαρρείς απέκτησε βλοσυρότητα και θλίψη που τρόμαξε τα παιδιά. Τότε τα δύο ζώα είπαν στα πιτσιρίκια ν’ ανέβουν πάνω τους, να τα καβαλήσουν.

Μέσα σε λίγες στιγμές είχαν βρεθεί να πετάνε ψηλά, τσιμπώντας δυνατά τα χέρια τους για να καταλάβουν αν αυτό που ζούσαν ήταν όντως αληθινό.

Ο Λευτέρης φαντάστηκε τα δύο άλογα με τους νεαρούς αναβάτες τους να περνάνε έξω από το παράθυρο του και λυπήθηκε πολύ εκείνη τη στιγμή γιατί δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του και να χαιρετίσει τους πρωταγωνιστές του.

~~~~~~~~~

Οι ηλιόλουστες μέρες -που ήταν κι οι περισσότερες- αντίθετα, του δημιουργούσαν ένα είδος ασφυξίας. Μια μέρα το συζητούσε αυτό με τη μητέρα του και όταν εκείνη τόλμησε να εκφράσει την άποψη ότι “αυτό ήταν περίεργο”, ο Λευτέρης ούρλιαξε τόσο δυνατά που για κάποια λεπτά έπειτα, ανάσαινε με μία δόση δυσκολίας.

Μόλις κατάφερε να συνέλθει, δίχως να διστάσει, της επιτέθηκε, και θα σας παραθέσω τα λόγια του ακριβώς όπως τα είπε, διότι έχει μεγάλη σημασία να διαβαστούν όσο πιο αυθεντικά γίνεται.

“Εσύ που λογίζεις τον εαυτό σου για μάνα, μάλλον δεν είσαι κατάλληλη για αυτόν το ρόλο. Δεν αξίζεις καν να είσαι μάνα ενός ανάπηρου. Δεν αξίζεις να είσαι η δικιά μου μάνα.
Γιατί η μάνα μου θα καταλάβαινε ότι ο ήλιος κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται και όχι τα τέρατα.
Γιατί η μάνα μου θα καταλάβαινε ότι ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό για να χαρίσει το φως του στους ανθρώπους που τρέχουν, γελάνε, περπατάνε και κολυμπάνε στη θάλασσα και όχι για να το χαρίσει σε εμένα που τον βλέπω για τρεις ώρες μόνο κάθε μέρα, πίσω από ένα αναθεματισμένο παράθυρο.
Αλλά ξέρεις τι άλλο είναι περίεργο; Είναι περίεργο που επέλεξα εγώ ο ίδιος να μη γνωρίσω ποτέ τον κόσμο έξω από αυτό το σπίτι.

Είναι περίεργο που δεν επιθύμησα ποτέ το καροτσάκι να γίνει προέκταση του χεριού σου. Είναι περίεργο που αποκαλείς εμένα περίεργο, το ίδιο και τις σκέψεις μου.
Μπορώ όμως μάνα να σου πω και άλλα πράγματα που είναι περίεργα. Ξέρεις τι εννοώ; Πες μου! Ξέρεις;

Είναι περίεργο που δεν περπάτησα ποτέ δίπλα στην προκυμαία ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων.
Είναι περίεργο που δεν ερωτεύτηκα ποτέ στη ζωή μου μια γυναίκα. Κι αν ήξερες τι έρωτα κρύβω μέσα μου, ακόμα κι εσύ που είσαι μάνα μου, θα ένιωθες την καρδιά σου να σκιρτάει για εμένα.

Είναι περίεργο που δεν κολύμπησα ποτέ μου σε αυτήν τη ρημαδιασμένη θάλασσα που βλέπω κάθε μέρα. Είναι περίεργο που δεν αγκάλιασα ποτέ μου έναν άνθρωπο για να καταλάβω πώς νιώθεις όταν σε αγκαλιάζουν, όπως το βλέπω στις ταινίες.

Είναι περίεργο που δεν πήγα ποτέ μου σε μία θεατρική παράσταση, σε μία συναυλία, στον κινηματογράφο.

Αλήθεια μάνα, υπάρχουν όλα αυτά που σου λέω; Ε; Πες μου αν μπορείς! Πες μου ότι δεν υπάρχουν. Πες μου ότι όλοι οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον κόσμο είναι καθηλωμένοι σαν κι εμένα και διασκεδάζουν μετρώντας τις ρωγμές που άφησε στον τοίχο ο προπέρσινος σεισμός! Πες μου ότι είναι έτσι σε παρακαλώ! Πες μου ότι οι άνθρωποι δεν αγαπιούνται, δεν ερωτεύονται, δε γελάνε, δεν κολυμπάνε, δεν πάνε στο θέατρο!

Πες μου ότι εκτός από εσένα δεν υπάρχει κανένας άλλος εκεί έξω που να μπορεί να περπατήσει! Πες το μου! Γίνε η μάνα μου για μια φορά μονάχα! “

Μετά το ξέσπασμα του Λευτέρη, η μητέρα του αποχώρησε σιωπηλά από το δωμάτιο. Τα κλάματά της κράτησαν για αρκετές ώρες και ο κατάκοιτος γιος της, της φώναζε συνέχεια ότι “έκανε φασαρία και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί”.

~~~~~

Πέρασαν αρκετές ημέρες και η μητέρα με το γιο δεν είχαν κάποια επαφή. Μάλιστα προσέλαβε και μια κοπέλα να προσέχει το Λευτέρη, ώστε να μη χρειάζεται να μπαίνει πια στο δωμάτιο του.

Κι όπως περνούσε ο καιρός και εκείνοι δε μιλούσαν, ο Λευτέρης αναθεωρούσε κάποια πράγματα και πίστευε πλέον ότι η Κατερίνα, η κοπέλα που τον βοηθούσε, ήταν εκείνη η μορφή που εμφανιζόταν στα όνειρα του και τον προσκαλούσε στα άδυτα του σφριγηλού κορμιού της.

Μάλιστα μια μέρα της το είπε κιόλας, ότι πιστεύει πως την ονειρεύεται κάποια βράδια, εκείνη όμως δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία και απλώς συνέχισε να τον ταϊζει.

Η ζωή του κυλούσε σχετικά ήρεμα, με την ίδια ρουτίνα να εκτυλίσσεται καθημερινά και τους ίδιους τρόπους διασκέδασης να κατέχουν την προνομιούχο θέση που είχαν πάντα στις ορέξεις του.

~~~~~~

Πέρασαν δυο μήνες από εκείνη τη συζήτηση. Δεν είχαν ξαναμιλήσει, ούτε είχαν ιδωθεί για να πούμε την αλήθεια. Ακριβώς με τη συμπλήρωση αυτής της επετείου, στις εικοσιτρείς αυγούστου του χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα, η Κατερίνα μπήκε στο δωμάτιο του Λευτέρη και του ανακοίνωσε ότι “η μητέρα του ήταν νεκρή. Ο γιατρός που την εξέτασε είπε ότι προδόθηκε από την καρδιά της, λίγες ώρες πριν”.

Μόλις το άκουσε αυτό ο Λευτέρης σάστισε. Είπε στην Κατερίνα ν’ αναλάβει αν μπορεί τις πρωτοβουλίες για την κηδεία της. Εκείνη συμφώνησε και ύστερα βγήκε από το δωμάτιο του.

Δεν στεναχωρήθηκε και τόσο πολύ στο άκουσμα της είδησης. Ο θάνατος σαν έννοια και σα φαινόμενο δεν μπορούσε να του προκαλέσει κάποια έκπληξη, σκεπτόμενος ότι ο ίδιος ζει και τα τριάντα έξι χρόνια της ζωής του ουσιαστικά σαν ένας πεθαμένος, έχοντας προχωρήσει σε μία διατριβή των αντικειμένων που υπήρχαν στο δωμάτιο και του μπλε χρώματος που τόσο επίμονα φανερωνόταν από το παράθυρο του.

Ύστερα από λίγα λεπτά η Κατερίνα ξαναμπήκε στο δωμάτιο του. Τα είχε κανονίσει ήδη όλα. Του είπε πως “η κηδεία θα γίνει αύριο στις δέκα και θα ήταν καλό να παρευρεθεί κι αυτός στην τελετή”.

Ο Λευτέρης τότε, κοιτώντας το χαλασμένο ρολόι που βρισκόταν δίπλα του, της είπε πως αυτό θα ήταν αδύνατο γιατί κάθε πρωί στις δέκα ακούγεται η κόρνα του πλοίου και εκείνος έπρεπε να βρίσκεται στο δωμάτιο του για να μαντέψει αν το καράβι μπαίνει ή βγαίνει από το λιμάνι.

Ύστερα κοίταξε από το παράθυρο του τη θάλασσα, έφερε στο μυαλό του για κάποια δευτερόλεπτα το πρόσωπο της μητέρας του και σκέφτηκε ότι το μόνο πράγμα που θα ήθελε, όταν πεθάνει κι αυτός, είναι , εκεί που θα πάει, να μπορεί να κολυμπάει ελεύθερα, όσες ώρες επιθυμεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Rasayana, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Αυτή είναι η πιο σύντομη εκδοχή. Το πλήρες κείμενο, καθώς κι άλλα κείμενα του, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ Los Innuendos  https://losinnuendos.com/