Υπάρχει, δεν ξέρω από πότε, αυτή η δοξασία στη Θάλαττα.
Ίσως να είναι απομεινάρι παγανιστικό, απ’ τους Πελασγούς που ζούσανε εκεί πολύ πριν εμφανιστεί ο Δίας κι ο Ναζωραίος.
Ή μπορεί να ‘ναι πυθαγόρεια επιρροή, αφού ο σοφός πίστευε στη μετεμψύχωση.
Ίσως κάποιος απ’ τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου, που έφτασε ως τις Ινδίες, να ‘χε ακούσει τις βουδιστικές θεωρίες και να τις έφερε πίσω μπερδεμένες.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις από πού προήλθε η δοξασία του ανάποδου σταυροκοπήματος. Άλλωστε όλες οι θρησκείες ανάκατες είναι σ’ αυτούς τους αρχαίους τόπους. Ο Πάνας κι ο διάβολος χορεύουν καλαματιανό στην Αρκαδία, οι Κένταυροι πίνουν νερό απ’ τη χούφτα των αγίων στο Πήλιο.
Η δοξασία, έτσι όπως την άκουσα απ’ τους γέρους του χωριού, είναι η εξής:
Αν κάποιος στην Ανάσταση, καθώς χτυπάνε οι καμπάνες, σταυροκοπηθεί ανάποδα τρεις φορές, αριστερός ώμος, δεξιός, κοιλιά και μέτωπο, τότε δεν ανασταίνεται σαν άνθρωπος -όταν πεθάνει κι όταν έρθει η ώρα της ανάστασης.
Μπορεί να γίνει όποιο ζώο θέλει, αρκεί όταν πεθαίνει, τελευταία λέξη να είναι το όνομα του ζώου.
Κι ίσως πολλοί να το δοκίμαζαν, αλλά υπάρχει κι ένας κίνδυνος. Αν πεθάνεις στον ύπνο σου ή ξαφνικά ή ξεχαστείς και δεν μιλήσεις, τότε χάνεται για πάντα η ψυχή σου.
Ούτε άνθρωπος ανασταίνεσαι ούτε ζώο γίνεσαι ούτε καν πέτρα ή κουκί. Η ψυχή σου σβήνει σαν να μην είχε ποτέ υπάρξει.
~~
Παιδιά που πηγαίναμε στο χωριό είχαμε ακούσει για πολλούς, στα παλιά χρόνια, που σταυροκοπήθηκαν ανάποδα κι έγιναν ζώα.
Υπήρχε μια γριά που σαν πέθανε έγινε κατσίκα και ζούσε στο σπίτι της κόρης της. Ξάπλωνε μπρος στο τζάκι, κοιμότανε στο ντιβάνι κι έτρωγε από πιάτο. Δεν μιλούσε ανθρώπινα ούτε έκανε κάτι άλλο ανθρώπινο. Αλλά έμενε στο σπίτι, κι αυτό είναι κάτι που δεν κάνουν οι κατσίκες.
Ένα παπαδοπαίδι, ο Στυλιανός, που πέθανε μικρό από τύφο είχε γίνει φίδι. Σερνόταν ανάμεσα στις εικόνες και στα στασίδια και δεν πείραζε ούτε φοβόταν κανέναν. Ο παπάς του βαζε να πίνει νάμα και να τρώει λειτουργιά ή κόλλυβα. Το φιδόπαιδο κοιμόταν απ’ τις 26 Νοεμβρίου, που ήταν η γιορτή του, και ξυπνούσε μόνο την Ανάσταση, όσο νωρίς ή αργά κι αν τύχαινε αυτή.
~~
Υπήρχε κι ένας άντρας, ο Βάσος, που ‘χε γίνει τράγος. Αυτός ήταν όλη του τη ζωή ανύπαντρος, γιατί ‘ταν άσχημος και φτωχός -αλλά οι γέροι στο καφενείο έλεγαν ότι δεν δούλευε το εργαλείο του.
Εκείνον τον είχαν δει όλοι να σταυροκοπιέται ανάποδα, όχι μόνο στις καμπάνες, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί.
Λίγο καιρό αφότου πέθανε, ένας βοσκός είπε ότι ‘χε καινούριο τραγί. Είπε ότι είχε κατέβει απ’ το βουνό μονάχο του, κι ότι ήταν ο Βάσος.
Ο βοσκός είχε τη φήμη ζωοκλέφτη, αλλά αφού κανένα ζώο δεν έλειπε, όλοι κατάλαβαν ότι ο τράγος ήταν ο νεκρός Βάσος. Άσε που δεν είχαν ξαναδεί τόσο καβλωμένο τράγο, που όλη την ώρα βάτευε τις γίδες. Μέχρι και γαϊδούρα είχε προσπαθήσει να καβαλήσει ο τραγο-Βάσος, αλλά εκείνη δεν τον άφησε.
~~
Μα η πιο γνωστή -και τραγική- ιστορία ήταν εκείνη του Κικοίλια, που απαρνήθηκε τον κόσμο και τον θεό. Το σπίτι του, ερειπωμένο πια, ήταν στο τέλος της κατηφόρας όπου τρέχαμε με τα ποδήλατα.
Στον κήπο υπήρχαν τρεις θεόρατες μανόλιες, και συνηθίζαμε να κόβουμε τα φύλλα τους για να τα κάνουμε βαρκούλες στο ρέμα.
Ο Κικοίλιας είχε τέσσερα παιδιά και πολύ καμάρωνε για κείνα. Τρία αγόρια παλικάρια και την κόρη τη μικρότερη που έλεγαν ότι ήταν όμορφη σαν το πρώτο άστρο.
Ο πρωτότοκος χάθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Το μετάλλιο που στειλαν στον Κικοίλια το φύτεψε στον κήπο με μια μανόλια.
Τ’ άλλα δυο αγόρια σκοτώθηκαν στον εμφύλιο -και λεγόταν ότι είχαν βρεθεί στ’ αντίπαλα στρατόπεδα. Μετάλλια δεν πήρε, αλλά φύτεψε άλλες δυο μανόλιες.
Του ‘χε μείνει η κόρη του, που δεν πολέμησε σε κανέναν πόλεμο. Την καλοπάντρεψε και σύντομα περίμενε το εγγόνι. Κι ήταν Χριστούγεννα που της ήρθε να γεννήσει. Το παιδί κατέβηκε στραβά κι η γητεύτρα δεν μπόρεσε τίποτα να κάνει. Μέχρι να ‘ρθει ο γιατρός απ’ την πόλη είχε πεθάνει η μητέρα μαζί με το παιδί.
Ο Κικοίλιας δεν φύτεψε άλλη μανόλια. Κλείστηκε στο σπίτι του ως το Πάσχα. Στην Ανάσταση πήγε στην εκκλησία με το δίκανο. Ο παπάς κατάλαβε ότι είχε κακό σκοπό και δεν ήθελε να ξεκινήσει τα χριστοσανέστη. Ο Κικοίλιας τον σημάδεψε και τον πρόσταξε ν’ αρχίσει. Έπειτα απείλησε και τον νεωκόρο, για να βαρέσει τις καμπάνες. Κι όπως χτυπούσαν ο Κικοίλιας σταυροκοπήθηκε τρεις φορές ανάποδα.
Δεν είπε το όνομα κάποιου ζώου, μόνο ψιθύρισε, έτσι λένε, με σφιγμένα δόντια: “Σιχτίρι όλοι. Άνθρωποι και θεοί.” Κι ύστερα τίναξε τα μυαλά του μέσα στην εκκλησία.
Δεν ήθελε ν’ αναστηθεί ούτε και ζώο να γίνει. Μόνο να χαθεί, να σβήσει, για να σβήσει μαζί κι ο πόνος του.
~~
Αυτές τις ιστορίες όλοι τις ήξεραν κι όλοι τις ξέρουν στη Θάλαττα. Και θυμόντουσαν να τις πούνε στην Ανάσταση.
Η γιαγιά μας φοβέριζε, εμένα και τον αδελφό μου.
“Προσέχτε, καμένοι μου, μη σταυροκοπηθείτε λάθος και γίνετε ζώα.”
Όμως εμάς μας εξίταρε μια τέτοια ιδέα κι όταν βρισκόμασταν με τα παιδιά του χωριού, στις διακοπές του Πάσχα, λέγαμε τι ζώο θα θέλαμε ν’ αναστηθούμε.
Οι πιο πολλοί έλεγαν λύκους κι αρκούδες, σαρκοφάγα κι άγρια. Ο αδελφός μου κόμπαζε ότι θα σταυροκοπηθεί ανάποδα για να γίνει τίγρης.
“Αν γίνεις τίγρης θα σε βάλουν σε ζωολογικό, σε κλουβί”, του έλεγα.
“Τότε καρχαρίας.”
“Θα πνιγείς στο βουνό.”
“Ε, παράτα με, θα γίνω κόμπρα.”
Όμως κανένα παιδί δεν είχε τολμήσει να κάνει, έστω και γι’ αστείο, τον σταυρό του ανάποδα.
~~
Εγώ δεν ήξερα τι θέλω να γίνω. Μου άρεσαν τ’ άλογα, αλλά θα ‘πρεπε να μου φοράνε χαλινάρι και να με σπιρουζίνουν. Ούτε λιβελούλα ήθελα, γιατί θα ζούσα πολύ λίγο.
Κάποιο βράδυ που ‘μεινα μόνος με τη γιαγιά τη ρώτησα, τάχα αθώα, τι ζώο θα ‘θελε να ‘ναι, αν δεν ήταν άνθρωπος, μπας και πάρω καμιά ιδέα.
“Πλατάνι”, μου ‘χε πει.
Δεν ξέρω αν συμπεριλαμβάνονται και τα φυτά στη δοξασία του ανάποδου σταυροκοπήματος. Αλλά όποτε βρίσκομαι στη Θάλαττα ή στο Πήλιο, βλέπω τα αιωνόβια πλατάνια με τις ρίζες στο νερό και την κορφή στ’ αστέρια, και σκέφτομαι ότι ίσως να μην είχε κι άδικο η γιαγιά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου