Οι ωραίοι άντρες γερνάνε άσχημα

0
2980

Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί τον είχε αγαπήσει. Δεν ήταν γοητευτικός ή όμορφος. Σίγουρα όχι στα εξήντα φεύγα, αλλά και τότε, όταν τον γνώρισε, δεν έλεγε και πολλά σαν άντρας.

Η Στέλλα πίστευε ότι ένας άντρας μπορούσε να είναι γοητευτικός χωρίς να είναι όμορφος. Ακόμα και άσχημος αν είναι. Κάποιοι το είχαν, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχαν. Αυτοπεποίθηση μήπως; Όχι, αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει κι ένας βλάκας, κι αυτό τον κάνει ακόμα πιο γελοίο.

Ίσως να ήταν ο τρόπος που κινούνταν και μιλούσαν, το ντύσιμο τους, ο αέρας τους. Όπως εκείνος ο δικηγόρος που τη φλέρταρε -κάποτε. Δεν ήταν ωραίος, αλλά φαινόταν να μην τον νοιάζει.

“Το τριήμερο θα ‘χει βροχές”, της είπε.

Εκείνη έμεινε να τον κοιτάει, για να δει αν είχε κάτι το γοητευτικό.

“Τι;” τη ρώτησε.
“Τίποτα”, του είπε και συνέχισε το πρωινό της.

Όχι, δεν είχε τίποτα το γοητευτικό. Κι ούτε ωραίος ήταν. Ο πρώτος της ήταν ωραίος. Καιρό είχε να τον σκεφτεί. Πραγματικά ήταν ωραίος. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως μοντέλο. Αλλά είχε γίνει ηλεκτρολόγος. Συνάντησε την αδελφή του μετά από μερικά χρόνια, μπορεί να ‘ταν και δεκαετία. Με ‘κείνον δε μιλιόταν.

Τον είχε πετύχει και τον ίδιο κάπου, πριν μερικά χρόνια. Δεν ήταν και τόσο ωραίος πια. Οι ωραίοι άντρες γερνάνε άσχημα. Μάλλον είναι καλύτερα να είσαι γοητευτικός και άσχημος.

“Μήπως να μην πάμε να δούμε τον μικρό;” της είπε.
“Γιατί;”
“Θα βρέχει.”
“Και λοιπόν;”
“Ξέρω ‘γω;”

Δεν ήταν δυνατός χαρακτήρας ούτε κι ιδιαίτερα έξυπνος. Όχι πως ήτανε χαζός. Αλλά σίγουρα δεν ήταν από ‘κείνους που έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Ένας απλός άνθρωπος, ήσυχος, χωρίς εκπλήξεις. Βαρετός δεν θα ‘λεγες. Αλλά… Εντάξει, ήταν λιγάκι βαρετός. Αρκετά θα ‘λεγες. Όμως γιατί τον είχε αγαπήσει;

Για τα λεφτά του, χαχα, σίγουρα όχι. Καθηγητής ήταν κι εκείνος κι ούτε φροντιστήρια δεν έκανε. Περιουσία δεν είχε, μόνο το σπίτι που έμεναν, αυτό ήταν όλο, 90 τετραγωνικά.

Τότε γιατί; Για το σεξ; Πλέον δεν συνήθιζαν να κάνουν, ίσως μια φορά το εξάμηνο, στην καλύτερη περίπτωση, κι ούτε είχε καμιά όρεξη για περισσότερο. Αλλά και παλιότερα δεν ήταν ακριβώς κι ο κύριος Γκρέι. Σίγουρα είχε περάσει πολύ καλύτερα με τον… Χαμογέλασε που τον θυμήθηκε. Σίγουρα.

“Τι;” τη ρώτησε.
“Τι πράγμα;”
“Γιατί χαμογελάς;”
“Κάτι θυμήθηκα… Κάτι που είδα στο φέισμπουκ.”
“Τι;”
“Τίποτα ενδιαφέρον. Γυναικεία πράγματα.”

Σηκώθηκε να πάρει άλλη μια φρυγανιά. Έβαλε βούτυρο, αλλά χωρίς μαρμελάδα -έπρεπε να χάσει βάρος. Το σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά πήρε το βάζο με τη μαρμελάδα δαμάσκηνο. Ήταν χωρίς ζάχαρη.

Γοητευτικός δεν ήταν, έξυπνος δεν θα το ‘λεγες, λεφτά σίγουρα δεν είχε, κάπως βαρετός, κι από σεξ…

Καλός πατέρας ήταν. Αλλά αυτό δεν το ήξερε όταν τον αγάπησε. Να το είχε διαισθανθεί; Ήταν νοικοκύρης, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν ξενυχτούσε. Και του άρεσαν τα παιδιά και τα σκυλιά. Αλλά μπορείς ν’ αγαπήσεις κάποιον μόνο επειδή θα είναι καλός πατέρας; Όχι, κάτι πρέπει να είχε, κάτι την είχε κάνει να τον αγαπήσει. Ή μήπως δεν τον είχε αγαπήσει;

Ήταν είκοσι έξι όταν γνωρίστηκαν. Δεν μπορείς να πεις ότι βρισκόταν σε επικίνδυνα νερά, ώστε να παντρευτεί όποιον της έτυχε. Άφησε το πιάτο της στον νεροχύτη και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έβγαλε το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες. Από τότε που έβγαζαν φωτογραφίες και τις εμφάνιζαν.

Πέταξε στην άκρη το άλμπουμ του σχολείου, της σχολής, εκείνο στο νησί με τον… Χαμογέλασε πάλι. Καλά είχαν περάσει.

Κατά λάθος άνοιξε το άλμπουμ με τ’ αγόρια. Ο μεγάλος ήταν καραφλός εκ γενετής, γι’ αυτό άρχισε να χάνει τα μαλλιά του απ’ τα τριάντα. Ο μικρός είχε γεννηθεί μαλλιάς. Έμεινε για λίγο να τους κοιτάζει, μωρά τότε. Κοιτούσε κι εκείνη τη γυναίκα που ήταν. Ανησυχούσε τότε για τα κιλά της και τους μαύρους κύκλους της αγρύπνιας και για τον θηλασμό, μην της χαλάσει το στήθος. Αν ήξερε, αν ήξερε τότε πόσο όμορφη ήταν, κι ότι θα βρισκόταν τριάντα χρόνια μετά χωρίς στήθος.

Το πέταξε κι αυτό. Έψαξε για τις πρώτες φωτογραφίες μαζί του. Βρήκε το άλμπουμ.

Δεν ήταν ωραίος ούτε γοητευτικός. Αλλά εκείνη φαινόταν τόσο όμορφη μαζί του. Τόσο χαρούμενη. Σε κάποια φωτογραφία είχε ρίξει τα μαλλιά της πάνω απ’ το κεφάλι του, για να κρύψει τη φαλάκρα του, που τότε μόλις που φαινόταν.

“Γιατί τον αγάπησα;” αναρωτήθηκε. Και μετά: “Τον αγάπησα;”

~~{}~~

Είχε δει στον ύπνο του τη Σίλια. Ήταν πάλι στο αμφιθέατρο και χαμουρεύονταν. Ξύπνησε καβλωμένος, κι έμεινε στο κρεβάτι ν’ απολαμβάνει τη στύση του και να θυμάται. Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Στέλλα. Εκείνη ξυπνούσε πάντα νωρίς, ακόμα κι όταν δεν είχε σχολείο.

“Ετοίμασα πρωινό”, του είπε. “Δεν θα σηκωθείς;”
“Σηκώνομαι”, είπε εκείνος. “Ένα λεπτό.”

Δεν ήθελε να χαλάσει την ονειροπόληση. Η Σίλια… Ήταν σίγουρα η πιο ωραία γκόμενα που είχε ποτέ. Λίγο κοντή, αλλά σώμα άψογο κι ένα κωλαράκι θαύμα.

Δεν χόρταινε να πηδιούνται. Όλη μέρα κι όλη νύχτα, όπου έβρισκαν και μπορούσαν. Ακόμα και μες στο λεωφορείο το είχαν κάνει, όταν είχαν πάει διακοπές στην Κρήτη. Στην πίσω θέση, μόνοι τους ήταν. Το λεωφορείο άδειο ανέβαινε τα βουνά. Χαϊδευόντουσαν και φιλιούνταν. Μετά του κατέβασε το φερμουάρ κι έκατσε πάνω του. Δεν φορούσε εσώρουχο. Ο οδηγός σίγουρα τους είχε καταλάβει, αλλά δεν τους ένοιαζε.

“Θα ‘ρθεις επιτέλους; Κρυώσαν τ’ αυγά”, του φώναξε η Στέλλα απ’ την κουζίνα.

Μετά από ‘κείνο το καλοκαίρι χώρισαν. Είχε πάθει κατάθλιψη για κάνα χρόνο, ούτε που πατούσε στα μαθήματα. Σιγά σιγά την ξέχασε.

“Έρχομαι.”

Σηκώθηκε βογγώντας και φόρεσε την πιτζάμα του. Η μέση του όσο πήγαινε και χειροτέρευε. Τότε δεν είχε τέτοια θέματα, πετούσε.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της ντουλάπας. Άκουσε τη Στέλλα να μονολογεί απ’ τη κουζίνα.

Ο Νίκος αναρωτήθηκε γιατί την είχε παντρευτεί. Καλό κορίτσι ήταν, αλλά δεν τον τρέλαινε. Ούτε όταν την γνώρισε. Ήταν μαζί στο 12ο, εκείνη φιλολογικά. Βγήκαν κάνα δυο φορές, για λίγο τα σπάσανε, μετά ξαναβρεθήκαν, πηδηχτήκαν. Εντάξει, καλά ήταν, αλλά όχι όπως με τη Σίλια. Δεν υπήρχε η τρέλα.

Έμειναν έναν χρόνο μαζί, μετά παντρευτήκανε. Και λοιπά και λοιπά. Ώσπου έφτασαν εκεί που έφτασαν.

Πήγε στην κουζίνα, έκατσε κι άνοιξε το τάμπλετ, να δει τι γινόταν στην Ισπανία. Μετά μπήκε να δει τον καιρό. Θα έβρεχε το τριήμερο που είχαν κανονίσει να πάνε να δούνε τον γιο τους στην Αθήνα. Της το είπε.

Καθώς έτρωγε τ’ αυγά του, που ‘χαν κρυώσει για τα καλά, σκεφτόταν τη Σίλια, σκεφτόταν τον εαυτό του όπως ήταν τότε. Κοίταξε τη Στέλλα. Χαμογελούσε. Αλλά μάλλον σκεφτόταν τις βλακείες που ανεβάζουν οι φίλες της στο φέισμπουκ.

Όταν εκείνη σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο, ο Νίκος έμεινε ν’ αναρωτιέται γιατί την παντρεύτηκε. Δεν ήταν έρωτας τρελός όπως με τη Σίλια. Αλλά ήταν καλή μητέρα. Και σύζυγος. Σίγουρα καλύτερη απ’ την πουτανίτσα τη Σίλια που πηδιόταν με τον κάθε μαλάκα, ακόμα κι εκείνον τον δήθεν τον κουλτουριάρη.

“Κι αν δεν είχα παντρευτεί τι θα είχα κάνει;” αναρωτήθηκε.

Τέλειωσε τ’ αυγά του, πήρε το τάμπλετ και πήγε στην τουαλέτα.

~~{}~~

Ο μικρός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τη δικιά του. Της χάιδευε τα βυζιά. Τρυφερά. Μόλις είχαν πηδηχτεί. Εκείνη γουργούριζε σαν γάτα.

“Θα με παντρευτείς κάποτε;” τη ρώτησε.
Εκείνη γέλασε.
“Ουάου! Τι δήλωση!”
“Ερώτηση ήταν.”
“Πρόταση γάμου;”
“Μελλοντική.”
“Και τι πρέπει να σου απαντήσω; Ναι, θα;”
“Ή όχι. Ποτέ.”

Εκείνη σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι άρχισε να χορεύει μπροστά του γυμνή.

“Έρχονται οι γονείς σου να σε δουν κι έχεις πάθει. Σ’ έπιασε το οικογενειακό σου;”
“Μπορούμε και μόνο να γαμιόμαστε”, της είπε κι όρμησε να την πιάσει. Εκείνη τραβήχτηκε πίσω.

“Α, όχι. Ή με παντρεύεσαι ή τέρμα τα γαμήσια.”
“Σε παντρεύομαι. Όποτε θες.”
“Τώρα.”
“I do.”

Έπεσε στο κρεβάτι ξανά και πηδήχτηκαν γελώντας.

Μετά ο μικρός έστριψε ένα τσιγάρο, έβαλε και λίγη φούντα μέσα, και το κάπνισαν οριζόντια.

“Οι δικοί μου δεν είναι τόσο αγαπημένοι”, του είπε κάποια στιγμή, με κόμπο στη φωνή. “Νομίζω ότι έμειναν μαζί για να με μεγαλώσουν. Και τίποτα άλλο… Καλύτερα να χώριζαν, θα ‘χα γλιτώσει και τους τσακωμούς.”
“Άξιζε τον κόπο”, της είπε. “Σαν κι εσένα δεν υπάρχει άλλη.”

Εκείνη χάρηκε και τον φίλησε.

“Πότε φτάνουν οι δικοί σου; Μη με βρουν εδώ.”
“Δεν θες να τους γνωρίσεις; Θα χαρούν… Άλλωστε είσαι η σύζυγος μου.”
“Η μελλοντική σύζυγος… Πότε φτάνουν; Να φτιαχτώ λιγάκι, να φτιάξω κάτι πρόχειρο, έναν μουσακά, μια τούρτα.”

Ξεκίνησαν να γελάνε υστερικά, η φούντα τους είχε πιάσει. Όταν ηρέμησαν ο μικρός της είπε ότι έπρεπε να είχαν φτάσει. Αλλά με τη βροχή μάλλον θα κόλλησαν.

Εκείνη σηκώθηκε να ντυθεί. Ο μικρός την κοιτούσε και σκεφτόταν ότι ήταν τυχερός.

~~{}~~

Όταν βγήκαν στην εθνική είχε αρχίσει η βροχή.

“Σου το ‘πα”, έκανε ο Νίκος.
“Ναι, μου το ‘πες. Και λοιπόν;”

Πήγαν με εκατό χιλιόμετρα για καμιά ώρα. Μετά, κάπου έξω απ’ τη Λάρισα, η βροχή έγινε τόσο πυκνή που δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Ούτε πίσω ούτε μπροστά.

Η Στέλλα άνοιξε τα alarm, πήγε στα δεξιά και σταμάτησε.

“Δεν μπορώ να προχωρήσω έτσι. Και μη μου πεις ότι μου το ‘πες.”
“Δεν θα κρατήσει πολύ. Καλοκαιρινή μπόρα είναι.”

Τέσσερις ώρες μετά συνέχιζε να βρέχει το ίδιο δυνατά. Ήταν σαν να είχε σβήσει ο κόσμος και να ‘χε μείνει μόνο το σιτροέν τους κι εκείνοι.

“Τα αλάρμ ανάβουνε;” ρώτησε η Στέλλα.
“Ανάβουνε.”
“Όχι εδώ μέσα. Έξω φαίνονται;”
“Και τι σε νοιάζει; Δεν περνάει ψυχή έξω.”
“Μπορείς να βγεις να δεις;”
“Μες στη βροχή;”
“Μπορείς;”

Ο Νίκος σήκωσε τους ώμους. Βγήκε έξω, χωρίς ομπρέλα. Πήγε πίσω, μετά μπροστά. Μπήκε στο αυτοκίνητο μούσκεμα.

“Ανάβουν.”

Έκατσαν για άλλη μια ώρα χωρίς να μιλάνε, κοιτώντας τους υαλοκαθαριστήρες.

“Για δες στο μέτεο, τι λέει;” είπε η Στέλλα.
“Μάλλον βροχές”, έκανε ο Νίκος γελώντας και μπήκε στο σάιτ. Αφού το έψαξε λιγάκι ξαναγέλασε. “Δεν παίζονται οι άνθρωποι. Ασθενείς βροχές λέει.”
“Δες μήπως λένε στα άλλα για έκτακτες καιρικές συνθήκες”, του είπε η Στέλλα.

Το ‘ψαξε για λίγο στο κινητό του. Μετά έκανε ένα μικρό επιφώνημα. Η Στέλλα τον ρώτησε τι είχε διαβάσει κι εκείνος είπε δυνατά κι ατάραχα:
“Θανατηφόρο δυστύχημα στην εθνική Θεσσαλονίκης-Αθήνας, έξω από τη Λάρισα. Φορτηγό βγήκε απ’ την πορεία του κι έπεσε σε διερχόμενο γιοταχί. Νεκρός ο οδηγός του φορτηγού, καθώς και οι επιβάτες του γιοταχί.”

Ο Νίκος έκανε μια μικρή παύση.

“Πρόκειται για τους συνταξιούχους δάσκαλους Νίκο Κ και Στέλλα Β. Τα αίτια του δυστυχήματος διερευνούνται.”

Η Στέλλα έκλεισε τα αλάρμ. Έμειναν για λίγο να κοιτάνε τη βροχή.

“Ο μικρός θα μας περιμένει”, είπε μετά.
“Τουλάχιστον είμαστε μαζί”, της είπε ο Νίκος και της έσφιξε το χέρι.

Κοιταχτήκαν και χαμογέλασαν. Έξω συνέχιζε να βρέχει, αλλά δεν τους ένοιαζε.