Σπάρτακος – Η επανάσταση ξεκίνησε

0
1878

Είναι τέσσερις το πρωί. Δεν θα πάω για ύπνο. Έχει σούπερ-μουν απόψε. Έτσι λένε στα μίντια. Εμένα μου φαίνεται σαν κανονικό φεγγάρι.

Ο Σπίθας ήρθε κι εκείνος έξω και ξάπλωσε στον καναπέ, στον καναπέ του.

Φαίνεται τόσο ήσυχος, τόσος ήρεμος, τόσο πιστός. Κανένας δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θέλει να με σκοτώσει.

Εγώ το ξέρω. Γι’ αυτό δεν πάω να κοιμηθώ. Τι σκατά ντετέκτιβ θα ήμουν αν δεν το ήξερα;

~~

Είναι καλό να ‘χεις γνωριμίες, μέσο, δόντι. Ο Γιώργος έτσι μπήκε κατευθείαν σε γραφείο υπουργού. Άνετα λεφτά και κουστουμάκι.

Εμένα απ’ τη σχολή με στείλανε στην Κόλαση: ΜΑΤ Αττικής. Κι αφού ο νόμος του Μέρφυ ισχύει πάντα, χειροτέρεψε κι άλλο.

Δυο μήνες με καψόνια απ’ τους παλιούς και τις χειρότερες βάρδιες, όταν έσκασαν τα Δεκεμβριανά. Φωτιές, επεισόδια, ο Αλέξης ζει, κάναμε δέκα ώρες τη μέρα στο δρόμο.

Πολύ ξύλο, πόνεσαν τα χέρια μου.

Πού θα πάει, θα ξεφουσκώσει, λέγαμε. Ξεφούσκωσε μετά από έναν μήνα, αλλά εγώ έφυγα νωρίτερα.

Τη δέκατη μέρα, ρεπό δεν είχαμε πάρει, ήμασταν Πατησίων. Από απέναντι έρχονταν μολότοφ και πέτρες. Ρίχναμε δακρυγόνα και περιμέναμε εντολή για να τους διαλύσουμε.

Τότε μου ‘ρθε το τσιμέντο. Το ρίξανε απ’ τ’ αριστερά, δεν τον είχα δει. Με βρήκε στο γόνατο. Ένιωσα τον πόνο μέχρι το κρανίο μου. Έπεσα κάτω, με πήραν σηκωτό. Το γόνατο κομμάτια.

Τρεις μήνες πλήρης ακινησία κι έξι φυσιοθεραπεία για να περπατήσω. Αλλά ο γιατρός στο 401 μου το ‘πε απ’ την αρχή:
“Ξέχνα τα 5Χ5, τα μπασκετάκια και τους μαραθώνιους.”
“Πιάνο θα ξαναπαίξω, γιατρέ;” Πήγα να το παίξω ψύχραιμος.
“Αρκεί να μην παίζεις με τα πόδια.”

~~

Κάποιες φορές το χάος σε ευνοεί. Με τέτοιο πόδι δεν μπορούσαν να μ’ έχουν στο δρόμο. Τι να κάνω; Να τους κυνηγάω με το μπαστούνι;

Ο διοικητής με φώναξε. Ήθελε να με βάλει σε γραφείο.

“Τι προτιμάς, Παζαρόπουλε; Αρχεία ΔΕΕ ή Αεροδρόμιο;”
“Θέλω στο ανθρωποκτονιών.”

Ο διοικητής ξίνισε τα μούτρα του.

“Κατάλαβα. Κι άλλος κολλημένος να γίνει ντετέκτιβ. Ράνκιν ή Νέσμπο;”
“Τσάντλερ.”
“Α, είσαι των κλασικών. Ωραία, Φίλιπ Μάρλοου, αλλά να ξέρεις ότι στην Ελλαδίτσα δεν έχουμε σίριαλ κίλερ. Αν σε τραβάει το αίμα να σε βάλω στην τροχαία αυτοκινητοδρόμων. Εκεί γίνεται πόλεμος.”
“Δεν θέλω αίμα. Μ’ αρέσει να λύνω μυστήρια.”

Αυτή τη φορά γέλασε δυνατά.
“Μυστήρια… Να σου πω εγώ, Ηρακλή, ποιος το ‘κανε. Ο δολοφόνος είναι η σύζυγος με τον εραστή της. Ή μπορεί ο αδελφός. Μπορεί κι ο γιος. Η αγία ελληνική οικογένεια. Εκεί θα βρεις τον φονιά. Αυτό το παίζω στανταράκι.”

Δεν είχε άδικο. Τα πρώτα δύο χρόνια στην υπηρεσία επιβεβαιώθηκε απόλυτα. Κανένα μυστήριο, καταντούσε βαρετό. Αρκεί να πίεζες λίγο τους πιο κοντινούς συγγενείς, μέχρι β’ βαθμό, κι ο δολοφόνος ομολογούσε. Ούτε Ζόντιακ ούτε Χάνιμπαλ ούτε Λορήν Μπακόλ. Ήξερες τη λύση απ’ την αρχή: Η παπαδιά το ‘κανε.

~~

Η πρώτη παράξενη περίπτωση ήταν πριν τρεις μήνες, κι είχε να κάνει με τον Σπίθα, που τώρα κάθεται στον καναπέ του και με παρατηρεί να γράφω. Ευτυχώς δεν ξέρει να διαβάζει.

Είχαμε έναν νεκρό στο Μαρούσι. Οι γείτονες ενοχλήθηκαν απ’ τη μυρωδιά, χτύπησαν κουδούνια πόρτες, τίποτα. Κάλεσαν το εκατό και τη πυροσβεστική.

Όταν σπάσαν την πόρτα βρήκαν το πτώμα σε προχωρημένη αποσύνθεση. Και τον σκύλο του, τον Σπίθα, αποστεωμένος κι αδύναμος, να κάθεται δίπλα στο αφεντικό του, κανονικός Χάτσικο.

Μας κάλεσαν, ενώ δεν φαινόταν να ‘χουμε σχέση. Η πόρτα κλειδωμένη από μέσα, μπαλκονόπορτες κλειστές, κανένα σημάδι παραβίασης ή διάρρηξης. Κανένα ίχνος πάλης ούτε σημείωμα αυτοχειρίας. Ο τύπος πέθανε στο κρεβάτι του εν ειρήνη. Κι ο Σπίθας έμεινε δίπλα του. Έτσι φαινόταν.

Τον συμπάθησα. Ήταν ωραίος, ακόμα και ξελιγωμένος. Κοπρίτης, με λίγο από γερμανικό και λίγο από λαμπραντόρ. Κανονικά θα τον πήγαιναν στην προστασία αδέσποτων, κι αν δεν το ‘παιρνε κανείς θα του κάναν μια ένεση ν’ αδειάζει ο χώρος.

Με συμπάθησε κι εκείνος. Και τον πήρα σπίτι. Μόνος μου μένω κι ο Σπίθας μου θύμισε τον δικό μου, τον Ρόκι, που είχα στο Αγρίνιο παιδί. Καλή παρέα ο σκύλος για έναν εργένη ντετέκτιβ σαν κι εμένα.

Μετά άρχισαν να μπερδεύονται τα πράγματα. Ήταν Αύγοστος όταν βρήκαμε το πτώμα, τίποτα δεν λειτουργούσε, τον έβαλαν στο ψυγείο. Ο ιατροδικαστής τον άνοιξε δυο βδομάδες μετά. Και μας φώναξε στο γραφείο του.

“Πέθανε από ασφυξία”, μας είπε.
“Αφού ήταν στο κρεβάτι, τι ασφυξία;” είπα και κοίταξα τον συνεργάτη μου, τον Νίκο.
“Μπορεί να ήταν πιωμένος και να πνίγηκε στον εμετό του”, είπε εκείνος.
“Όχι. Καθόλου αλκοόλ ούτε υγρό στους πνεύμονες”, είπε ο ιατροδικαστής. “Ούτε σημάδια από σκοινί ή στραγγαλισμό.”
“Τότε πώς;”
“Ή κάποιος άγγελος του ‘κοψε την ανάσα ή κάποιος δολοφόνος του έκλεισε μύτη και στόμα. Διαλέξτε.”
“Λες ότι είναι δολοφονία;”
“Εκτός κι αν υπάρχουν άγγελοι.”
“Σκατά!” έκανε ο Νίκος.

“Κάποιο άλλο στοιχείο;” ρώτησα τον ιατροδικαστή πριν φύγουμε.
“Τίποτα σημαντικό… Μάλλον είχε κινητικές δυσκολίες. Οι μυς στα χέρια και στα πόδια ήταν υπερβολικά ατροφικοί.”
“Ναι, είχε κάποιο αυτοάνοσο. Δεν έβγαινε και πολύ έξω.”
“Και τρίχες.”
“Τρίχες;”
“Ναι, τρίχες σκύλου.”
“Ο σκύλος κοιμότανε μαζί του”, είπε ο Νίκος.
“Ανθυγιεινό”, έκανε ο ιατροδικαστής.

Έτσι βρεθήκαμε με την πρώτη ανεξιχνίαστη δολοφονία. Αυτή ήταν η αρχή -για να μη γράψω η σπίθα.

~~

Δυο εβδομάδες μετά μια καινούρια υπόθεση προέκυψε, χειρότερη. Μια ολόκληρη οικογένεια δηλητηριασμένη. Δεν πρόλαβαν να τους πάνε νοσοκομείο.

Το δηλητήριο ήταν παραθείο και βρέθηκε στην κατσαρόλα. Συγγενείς δεν υπήρχαν κοντά, οι γονείς δεν είχαν ψυχολογικά.

Θα μπορούσε να ‘ναι κάποιος απέξω, όπως η υπόθεση με τη γριά που κερνούσε δηλητηριασμένα τηγανόψωμα. Αλλά ήταν Εκάλη, μεζονέτες με αυλή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πολλά πάρε-δώσε με τους γείτονες τους.

Ούτε ατύχημα ήταν. Δεν βρήκαμε πουθενά παραθείο στο σπίτι. Άλλωστε αυτό είναι γεωργικό φάρμακο.

Η ιστορία βγήκε στα μίντια κι ο διοικητής ξεκίνησε να με πρήζει.
“Κάνε κάτι, Μάρλοου, υποτίθεται ότι σ’ αρέσουν τα μυστήρια. Λύστο λοιπόν, ρεζίλι των σκυλιών έχουμε γίνει. Ο υπουργός με πήρε τηλέφωνο χθες και με ‘βριζε.”

Αλλά δεν είχα κανέναν στοιχείο. Πήγα πόρτα πόρτα. το μόνο εύρημα ήταν αυτό που μου είπε μια γυναίκα με σκύλο. Ότι τριγυρνούσε στην περιοχή ένας τρελός που έριχνε φόλες στις αυλές μέσα.

Ο σκύλος της δολοφονημένης οικογένειας είχε φάει λίγη. Ίσα που την έγλειψε, τον σώσανε. Τότε μόνο θυμήθηκα κάτι άλλο: Στην κατσαρόλα με το παραθείο είχαν βρει και σπασμένα γυαλιά, όπως αυτά που βάζουν στις φόλες οι ψυχάκηδες.

Το είπα στον διοικητή. Εκείνος με κοίταξε με το πιο παγερό βλέμμα που έχω νιώσει.

“Δηλαδή, για να καταλάβω, θες να βγω στα κανάλια και να τους πω ότι είναι ένας τρελός που ρίχνει φόλες στις οικογένειες της Εκάλης; Μέσα στις βίλες τους;”
“Μπορεί”.
“ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ!”

Μ’ έδιωξε απ’ το γραφείο. Είπα να το ξανακοιτάξω. Πάντα υπάρχει ένα επιπλέον στοιχείο. Έμαθα ότι η οικογένεια είχε μια Φιλιππινέζα νταντά, καθαρίστρια, μαγείρισσα κι ό,τι άλλο προκύψει. Όταν πρωτοπήγαμε εκείνη είχε εξαφανιστεί, για να μην τη βρούμε στο σπίτι. Μάλλον παράνομη θα ήταν, αλλά ήταν και ύποπτη.

Πήγα αιφνιδιαστικά και τη βρήκα εκεί. Την πλήρωνε ο ιδιοκτήτης να καθαρίσει και να μαζέψει για να μπορέσει να το ξανανοικιάσει. Μάλλον δεν θα ‘λεγε την ιστορία της οικογένειας που έμενε εκεί πριν.

Η Φιλιππινέζα δεν ήθελε να μου μιλήσει. Την ρώτησα αν είχε άδεια διαμονής. Αυτό πάντα πιάνει.

Άρχισε να μου λέει διάφορα χαζά, όλο υπεκφυγές, δεν θυμάμαι, δεν είδα, δεν ξέρω.

Καλή ύποπτος η υπηρέτρια. Τα μίντια θα στήνανε πανηγύρι εθνικιστικό. Έρχονται οι ξένοι, μας παίρνουν τις δουλειές, δεν πληρώνουν φόρους, και μετά μας δηλητηριάζουν.

“Τι μου κρύβεις;” της είπα απότομα. “Πες ‘τα τώρα, να γλιτώσεις το ξύλο.” Κι αυτό πάντα πιάνει.

Η υπηρέτρια τρόμαξε. Αλλά μου φάνηκε ότι δεν φοβόταν εμένα.

“Εγώ δεν μιλήσει εδώ”, είπε σιγανά και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο μου. Γύρισα. Εκεί ήταν μόνο ο σκύλος της οικογένειας, ένα ωραίο κόλεϊ, σαν τη Λάσυ.
“Ελάτε στο μπάνιο να σας καθαρίσω”, μου είπε.

Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα αν κυριολεκτούσε. Απασφάλισα το περίστροφο, για καλό και για κακό, και την ακολούθησα. Μπήκαμε κι άνοιξε τις βρύσες να τρέχουν.

“Αυτή έκανε”, είπε συνωμοτικά.
“Ποια;”
“Λούσυ. Το σκύλος.”

Μου εξήγησε με τα σπαστά ελληνικά της. Είχε παρατηρήσει ότι ο σκύλος φερόταν παράξενα το τελευταίο δίμηνο. Είχε αλλάξει. Δεν έπαιζε με τα παιδιά. Καθόταν σαν να σκέφτεται. Ειδικά αφότου έγλειψε την φόλα και κόντεψε να πεθάνει.

Τον έβρισκε, τον σκύλο, να στέκεται στην αυλή και να καρφώνει τ’ αφεντικά. Όχι άγρια. Σαν να σχεδίαζε κάτι. Έτσι μου το ‘πε, έτσι το γράφω.

Μετά, είπε η υπηρέτρια, βρήκε η Λούσυ τη φόλα στην αυλή, την πήρε και την έριξε στην κατσαρόλα.

“Εγώ έκανε μακαρόνια-με-κιμά”, είπε κλαίγοντας. “Εγώ δεν έβαλε φόλα.”

Το ένστικτο του ντετέκτιβ μου είπε ότι έλεγε την αλήθεια. Όχι για τον σκύλο, αλλά ότι δεν είχε δηλητηριάσει εκείνη την οικογένεια. Καθώς μιλούσε έπιανε το ροζάριο της. Είναι πιστοί καθολικοί οι Φιλιππινέζοι. Κάποιοι τουλάχιστον.

Αλλά τι να κάνω από ‘κει και πέρα; Να ανακρίνω τον σκύλο; Ή να πάω στον διοικητή και να του πω:
“Βρήκα ποιος τους δηλητηρίασε.”
“Ποιος;”
“Ο σκύλος τους.”

Θα μ’ έστελνε για ψυχομέτρηση (μετά τον διάολο), και θα εξασφάλιζα μια θέση γραφείου κάπου στην Καλαμπάκα. Στην καλύτερη περίπτωση.

Δεν είπα τίποτα. Αλλά κόλλησε το μυαλό μου.

~~

Ξεκίνησα να ψάχνω όλες τις υποθέσεις του τελευταίου διμήνου, ακόμα και τις κλειστές. Όχι μόνο δολοφονίες. Ατυχήματα, αυτοκινητιστικά, αυτοκτονίες, πυρκαγιές, τα πάντα.

Υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα όπου εμπλεκόταν κι ένας σκύλος, που συνήθως είχε κάνει κάτι καλό -μετά τον θάνατο του αφεντικού του. Ήταν μια παρανοϊκή υπόθεση, αλλά με είχε εξιτάρει.

Πήρα τηλέφωνο έναν συνάδελφο που είχε γράψει αναφορά για ένα ατύχημα.

Ένας άντρας έβαφε το εξωτερικό του σπιτιού του. Έπεσε απ’ τη σκάλα και καρφώθηκε στα κάγκελα. Κλασικό ατύχημα. Αλλά υπήρχε κι ένας σκύλος στην αναφορά, αυτός ξεσήκωσε τους γείτονες γαβγίζοντας.

“Υπήρχε τίποτα περίεργο”, τον ρώτησα.
“Τι εννοείς;”
“Οτιδήποτε… Κάτι που να σου τράβηξε το μάτι, αλλά δεν το βαλες στην αναφορά γιατί σου φάνηκε πολύ… περίεργο.”

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.
“Πού το ξέρεις;” είπε ο Ανετάκης.
“Τι; Πες το.”
“Εντάξει, αλλά μην… Λοιπόν, ο τύπος καρφώθηκε στα κάγκελα, αλλά άργησε να πεθάνει. Ο ιατροδικαστής είπε ότι αιμορραγούσε για δυο ώρες τουλάχιστον.”
“Δεν είχε οικογένεια;”
“Έλειπαν όλοι. Έχουν άλλοθι.”
“Κι οι γείτονες;”
“Όταν ξεκίνησε να γαβγίζει ο σκύλος και πήγαν να δουν ήταν ήδη νεκρός.”
“Κάτι ακόμα υπάρχει, έτσι;”

Το κατάλαβα απ’ τη φωνή του. Δεν ήθελε να τα πει όλα, μην τον πάρουν για τρελό.

“Δεν στο είπα εγώ, εντάξει;”
“Σύμφωνοι, δεν μιλήσαμε ποτέ.”

Στο μάρμαρο, δίπλα εκεί όπου ήταν καρφωμένος ο άντρας, βρήκαν γραμμένο με το αίμα του τη φράση: “Η Λίλη το ‘κανε.”

“Κι η Λίλη ήταν ο σκύλος”, είπα στον Ανετάκη. Δεν ήταν ερώτηση, ήμουν βέβαιος.
“Ακριβώς.” Άλλη μια παύση. “Παράξενος σκύλος, τρομαχτικός. Ένα ημίαιμο ψηλό και χοντρό, σαν γουρούνι. Πάνω από ογδόντα κιλά.”
“Θα μπορούσε να ‘χε κουνήσει εκείνο τη σκάλα για να τον ρίξει;”
“Άνετα. Σκέφτεσαι ότι… Ότι το ‘κανε επίτηδες;”
“Εγώ δεν είπα τίποτα, έχω να σου μιλήσω απ’ τον Μάιο”, του ‘πα και το ‘κλεισα.

Σκατά! Το χειρότερο όταν γίνεσαι παρανοϊκός είναι να βλέπεις να επαληθεύεται η παράνοια σου.

~~

Πήρα τηλέφωνο Θεσσαλονίκη. Έχω εκεί μια συνάδελφο γκομενάρα. Τη ρώτησα τα ίδια. Θυμήθηκε μια εξίσου παράξενη υπόθεση. Την καταχώρησαν ως ατύχημα, αλλά κάτι δεν της ταίριαζε.

“Η γυναίκα έπεσε απ’ τον έβδομο όροφο”, μου είπε η Μαρία. “Αρχικά το ψάξαμε για αυτοκτονία. Αλλά δεν υπήρχε σημείωμα ούτε είχε κατάθλιψη ή οικονομικά προβλήματα. Ούτε είχε βγάλει τα παπούτσια της. Το ξέρεις ότι πάντα βγάζουν τα παπούτσια πριν πηδήσουν. Αυτή σκοτώθηκε με Casadei. Ένα χιλιάρικο στο νερό.”
“Και πού ήταν το παράξενο; Δεν αυτοκτόνησε, γλίστρησε με τις τακουνάρες κι έπεσε.”

Η Μαρία γέλασε, όχι με χαρά. Τη βασάνιζε η υπόθεση.

“Είχε παιδικό κάγκελο”, μου είπε. “Ξέρεις, την επέκταση που βάζουν για να μη σκαρφαλώνουν τα παιδιά. Το κάγκελο είχε ένα κι εξήντα ύψος, αυτή ήταν ένα εβδομήντα. Πώς μπορείς να γλιστρήσεις και να πηδήξεις; Δεν το καταλαβαίνω. Λες και σκαρφάλωσε στα κάγκελα για να γλιτώσει από κάτι.”
“Σκύλο είχε;”
“Ορίστε;”
“Σκύλο είχε η τύπισσα;”
“Είχαν ένα ροτβάιλερ, πολύ φιλικό. Τι σχέση έχει αυτό;”

Σταμάτησε να μιλάει. Μάλλον έκανε την εικόνα στο μυαλό της. Η τύπισσα ετοιμάζεται για έξοδο. Ο σκύλος της επιτίθεται. Προσπαθεί να του ξεφύγει. Την οδηγεί έξω. Εκείνη σκαρφαλώνει στο κάγκελο. Μια τελευταία ώθηση χρειαζόταν.

“Μαρία, μη με πάρεις για τρελό, κάτι ψάχνω, κάτι μεγάλο. Μπορείς να ρωτήσεις τους συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη; Σε πόσες παράξενες περιπτώσεις υπήρχε σκύλος στο σπίτι.”
“Όλοι έχουμε σκύλο. Κι εγώ έχω, τον Τζόκερ.”
“Κάνε μου μια χάρη, Μαρία. Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου. Κλείδωσε τον σ’ έναν δωμάτιο.”
“Θες να πεις…”
“Δεν θέλω να πω τίποτα. Όχι ακόμα. Αλλά κλείδωσε ‘τον.”

~~

Πόσοι άνθρωποι έχουν σκύλο; Ή μήπως θα ‘πρεπε να ρωτήσω πόσοι σκύλοι έχουν άνθρωπο;

Είναι μες στα σπίτια μας, παντού. Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Τους αγαπάμε. Μας περιμένουν να γυρίσουμε. Τους εμπιστευόμαστε πιο πολύ κι τον εραστή, τον σύζυγο, τον φίλο.

Ένας σκύλος δεν πρόκειται ποτέ να σε προδώσει. Θα είναι για πάντα εκεί, χωρίς όρους.

Ο πιο σημαντικός ύποπτος είναι πάντα εκείνος που φαίνεται ως ο λιγότερο ύποπτος. Ο μπάτλερ το ‘κανε, λένε στο τέλος του βιβλίου. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το ‘κανε ο σκύλος.

Κι αν ένας το ‘κανε, ωραία, ακούγεται σχεδόν φυσιολογικό. Τρελάθηκε. Αλλά όλοι οι σκύλοι;

Είχα διαβάσει την ιστορία ενός πιθήκου στην Ινδονησία -ή κάπου εκεί, που ξεκίνησε να πλένει τις πατάτες και τις ρίζες στη θάλασσα πριν τις φάει. Οι άλλοι πίθηκοι του νησιού σύντομα τον αντέγραψαν. Αυτό ακούγεται απλό, μάθηση μέσω μίμησης.

Το παράξενο είναι ότι λίγο καιρό μετά, στο απέναντι νησί, μίλια μακριά, οι πίθηκοι εκεί ξεκίνησαν να κάνουν το ίδιο. Πού το είχαν μάθει; Ήταν τυχαίο;

Αν κάποιος σκύλος αποφάσιζε να απελευθερωθεί απ’ τον αφέντη του, θα μπορούσε να το μεταδώσει και στους άλλους σκύλους; Πώς; Με μυρωδιές; Με κινήσεις; Πώς θα το ‘κανε; Πώς το κάνουν;

Ζούνε χρόνια κοντά στους ανθρώπους, δέκα χιλιάδες χρόνια και βάλε. Εμείς τους θεωρούμε πιστούς. Όμως μήπως αποφάσισαν να επαναστατήσουν;

Ακούγεται αστείο, αλλά πλέον είμαι βέβαιος.

~~

Νωρίτερα το βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έστειλα ίνμποξ μήνυμα σ’ έναν συνάδελφο και “φίλο” του facebook απ’ τη Βερόνα.

Τον ρώτησα τα ίδια.

“Είναι παράξενο που ρωτάς”, απάντησε ο Φαμπρίσιο. “Το συζητάμε πολύ τον τελευταίο μήνα. Σ’ όλη την Ιταλία κάτι γίνεται με τους σκύλους. Κάποιοι λένε ότι τρελάθηκαν. Η γυναίκα μου, που είναι σινεφίλ, όταν μοιράστηκα τις ανησυχίες μου γέλασε και μου πε μόνο: Σπάρτακος. Απ’ την ταινία του Κιούμπρικ που λέει για την επανάσταση των σκλάβων στη Ρώμη.
Εμείς, ευτυχώς, έχουμε ένα πεκινουά. Αλλά το ‘χω δεμένο όλη την ώρα. Αριβεντέρτσι και να προσέχεις τους σκλάβους :(“

Μετά έστειλα ένα κοινό μήνυμα σε συναδέλφους σε διάφορες χώρες, απ’ τη Γερμανία ως την Αυστραλία.

Μόνο μια ερώτηση: “Έχετε προβλήματα με τους σκύλους στη χώρα σας;”

Μετά από μισή ώρα είχα 210 νέα μηνύματα. Δεν χρειάστηκε να τα διαβάσω όλα. Συμβαίνει.

~~

Κάθομαι στο μπαλκόνι. Πήγε πεντέμιση, έχει αρχίσει να φέγγει. Γύρω μου τα σημάδια του πολιτισμού μας. Όλο τσιμέντο κι αυτοκίνητα. Κάνει καύσωνα, τριάντα δύο βαθμούς Οκτώβρη μήνα. Αλλά δεν πιστεύουμε στην κλιματική αλλαγή. Ωραία τα καταφέραμε.

Στον καναπέ δίπλα ο Σπίθας με κοιτάζει. Γυρνάω και του λέω: “Σπάρτακε! Σπάρτακε!” Καμία αντίδραση, μόνο με κοιτάζει, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια.

Είναι θέμα επιβίωσης πια. Πρέπει να πάω στο κομοδίνο να πάρω το όπλο και να του τινάξω τα μυαλά. Αλλά δεν μ’ αφήνει. Πριν λίγο, όταν πήγα να σηκωθώ, μου γρύλισε. Κι ούτε να τρέξω μπορώ μ’ αυτό το σακατεμένο πόδι.

Είμαστε εγώ κι αυτός, ο άνθρωπος κι ο σκύλος, ο αφέντης κι ο σκλάβος.

~~

Ξημέρωσε. Θα το προσπαθήσω. Θα πάω για το όπλο. Αν με βρείτε νεκρό, να το ξέρετε, δεν είναι ατύχημα ούτε αυτοκτονία. Ο Σπάρτακος το ‘κανε.

Πάω. Κι ο θεός, των ανθρώπων, βοηθός. Πάω.

SEND