Φοβού τους γονείς (1. Πατέρας)

0
6986

“Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ο πατέρας μου. Αυτό που έχει σημασία είναι ποιος θυμάμαι ότι ήταν.”
Ανν Σέξτον

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πατέρας μου ήταν καθίκι.
Συγνώμη για τη λέξη. Αρχίδι ήθελα να γράψω. Ας αφήσουμε τις κορεκτίλες, λοιπόν.

Ο πατέρας μου ήταν αρχίδι. Νομίζω ότι το σύμπαν ξεφύσησε ανακουφισμένο όταν ψόφησε ο σκατάνθρωπος. Μπορεί και μόνο να έκλασε. Θα του ταίριαζε πιο πολύ αυτό.

Ίσως να σας παραξενεύει το ύφος μου. Ειδικά εσάς που έχετε μεγαλώσει με καλούς μπαμπάδες
(ποδήλατο ψάρεμα ταινίες κινουμένων σχεδίων αγκαλιές το βράδυ).

Ακόμα κι εσάς, με τους αδιάφορους πατεράδες, τους ψυχρούς κουβαλητές, που σας τάιζαν και φρόντιζαν για κάθε σας ανάγκη, αλλά δεν θυμόντουσαν καλά καλά τ’ όνομα σας, και στην καλύτερη μπορεί να σας έλεγαν ένα χλιαρό “μπράβο, άσε με τώρα έχω δουλειά” -όταν τους λέγατε ότι βρήκατε τον τρόπο για ψυχρή σύντηξη, χωρίς απώλεια ενέργειας.

Το ξέρω ότι όλοι σας θα σκέφτεστε πως είμαι αχάριστος κι ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος κι άλλα τέτοια που σας φυτεύουν στο υποσυνείδητο απ’ τη μέρα που γεννηθήκατε.

Ατάκα μαλάκα πρώτη:
“Όπως και να το κάνεις, όσα λάθη και να ‘κανε, δεν παύει να είναι πατέρας σου.”

Ατάκα μαλάκα δεύτερη (χειρότερη γιατί είναι κλισέ):
“Το αίμα νερό δεν γίνεται.”

Αυτό συνοδεύεται με ταυτόχρονο κούνημα της δεξιάς παλάμης και του κεφαλιού: “Το αίμα νερό δεν γίνεται”.

Λοιπόν, καλοθελητές συμβουλάτορες, ένα έχω να σας πω: Χώστε τις κλισέ ατάκες σας σ’ εκείνο το σημείο του σώματος σας που δεν βλέπει ποτέ ο ήλιος.
(Ναι, στην κωλοτρυπίδα σας.)

Δύο πράγματα με στεναχώρησαν όταν πέθανε ο πατέρας μου:
1) Πέθανε ακαριαία, δεν βασανίστηκε καθόλου.
2) Δεν τον σκότωσα εγώ.
(Όχι πως δεν ήθελα, αλλά δεν πρόλαβα, ήμουν δεκαπέντε χρονών εκείνη την υπέροχη μέρα.)

Αν μπορούσα να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο δεν θα πήγαινα να δω τους δεινόσαυρους, ούτε να συναντήσω τον Τσαρλς Μάνσον (σπουδαίος άνθρωπος κι αδικημένος).
Θα πήγαινα στην 21 Οκτωβρίου 1995. Θα τον πλησίαζα λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο και θα του έχωνα ένα στιλέτο στη μαύρη καρδιά του.

Σας ακούω να λέτε: “Πω πω μίσος, γι’ αυτό βρέθηκε εδώ που βρέθηκε.”

Όχι, γελοίοι, δεν βρέθηκα εδώ επειδή μισώ τον πατέρα μου. Αυτό δεν είναι έγκλημα (ούτε τα ταξίδια στον χρόνο είναι). Βρέθηκα εδώ επειδή σκότωσα τη μάνα μου. Εκ προμελέτης μητροκτονία, απεχθές έγκλημα και λοιπά και λοιπά. Ισόβια και κάτι ψιλά.

“Κατηγορούμενε, αν μπορούσα να σε καταδικάσω σε χίλια χρόνια θα το έκανα. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα απ’ το να σκοτώνεις τον άνθρωπο που σε έφερε στη ζωή. Ελπίζω ο Θεός να μην είναι τόσο επιεικής, όσο αναγκαστικά είμαι εγώ.”

Βουβαμάρα στην αίθουσα. Τα είχε πει ωραία ο μπαγάσας. Τότε άρχισα να χειροκροτώ. Αργά στην αρχή, παλαμάκι στο παλαμάκι. Όπως κάνουν στις ταινίες τύπου Independence Day.

Που βγαίνει ο πρόεδρος της Αμερικής και λέει τα δικά του για την ελευθερία και την πατρίδα όλων που είναι η Γη, κι αρχίζει πρώτα ένας να χειροκροτάει, μετά δεύτερος και τρίτος, μετά όλοι μαζί να χειροκροτούν, να χαιρετούν στρατιωτικά και να φωνάζουν: “Πάμε να σκοτώσουμε τους εξωγήινους!”

Το ‘κανα αλλά δεν έπιασε. Ξεκίνησα εγώ να χειροκροτάω, αλλά δεν ακολούθησε κανείς.
“Ντροπή σου”, μου φώναζαν.
“Αλήτη.”
“Τέρας.”
“Μητροκτόνε.”

Στράφηκα, τους κοίταξα με κενό πρόσωπο, σαν να φορούσα μάσκα. Και δάκρυσα!

Μα το Χριστό, το έκανα! Και μετά ξεκίνησα να κλαίω κανονικά. Όλοι πάγωσαν. Κομμένα τα αλήτη και τα τέρας. “Η μετάνοια του μητροκτόνου”, έτσι θα έγραφαν οι εφημερίδες αν το συνέχιζα.

Ακόμα κι ο δικηγόρος μου, ένα παιδαρέλι που είχε διορίσει το δικαστήριο και ήθελε να βοηθάει τους άπορους και δυστυχισμένους, ακόμα κι εκείνος με πίστεψε. Με άγγιξε στον ώμο, παρηγορητικά.

Τότε ξεκίνησα να μουρμουρίζω.
“Τατά ταρά τα τα τα ταρά.”
Σιγά στην αρχή. Κι όλο πιο δυνατά μετά.
“Τατά ταρά τα τα τα.”

Ήταν το θέμα απ’ το “1492:Χριστόφορος Κολόμβος”, του Vangelis. Δεν νομίζω να το κατάλαβε κανείς, μόνο οι νεοδημοκράτες θα νόμιζαν ότι είμαι δικός τους.

“Τατά ταρά τα τα τα ταρά.”
Κι όσο ανέβαζα την ένταση σήκωνα τα χέρια μου προς τα πάνω, σαν να κάνω ικεσία στον Θεό.
Νομίζω ότι ήταν εξαιρετική ερμηνεία, άνετα θα έπαιρνα Όσκαρ.

Το κοινό μου παρακολουθούσε συνεπαρμένο. Είδα κάποιους να κάνουν τον σταυρό τους.
(τον φώτισε ο Θεός)

Και καθώς έφτανα στο αποκορύφωμα πετάχτηκαν τα μεσαία δάχτυλα των χεριών μου, σε δυο υποβλητικές χειρονομίες που θα ζήλευε κι ο Μάρλον Μπράντο στο Αποκάλυψη, Τώρα.

Έμεινα με τα κωλοδάχτυλα να στοχεύουν τον θεό και τη δικαιοσύνη. Ο κόσμος, που κατάλαβε ότι τους εξαπάτησα, εξοργίστηκε. Άρχισαν να με βρίζουν (τέρας, άθεε, μητροκτόνε, κομμουνιστή) και να μου πετάνε πράγματα. Κάποιος μ’ έπιασε απ’ τον γιακά και με γρονθοκόπησε.

Θα ήταν πολύ κινηματογραφικό αν με λιντσάριζαν εκείνη τη στιγμή. Να με βγάλουν έξω, στο προαύλιο των δικαστηρίων, να με ποδοπατήσουν και μετά να χορεύουν εκστασιασμένοι γύρω από το πτώμα μου. Ίσως κι ένα μικρό όργιο τρώγοντας τις σάρκες μου. Αρονόφσκι κανονικά, μην πω Γκασπάρ Νοέ.

Αρχίδια Αρονόφσκι. Μπήκαν στη μέση οι μπάτσοι και χάλασαν τη σκηνή, ως συνήθως. Όπως στους Ελεεινούς Ιππότες των Μόντι Πάιθονς.

“Αφήστε μας, να τον κανονίσουμε”, φώναζε ο όχλος.
“Αφήστε τους”, έλεγα κι εγώ.

Δεν τους άφησαν. Μηδενική φαντασία οι μπάτσοι.

~~

Ισόβια και κάτι ψιλά. Που σημαίνει ότι θα πεθάνω στη φυλακή και μετά θα κρατήσουν το κουφάρι μου λίγα χρόνια ακόμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής.

Ο δικηγόρος μου ήταν συφιλιασμένος. Με τον δικό του τρόπο, τον φλώρικο. Είμαι σίγουρος ότι έπαιζε πλέιμομπιλ με τον μπαμπά του. Και μετά έβλεπαν μαζί ταινίες της Μάρβελ.
“Ο Σπάιντερμαν είναι ο καλύτερος.”
“Όχι, ο Άιρον Μαν.”
“Σ’ αγαπώ, μπαμπά.”
“Κι εγώ παιδί μου. Πάμε να σου πάρω playstation.”

Ξεκίνησε να μου λέει ότι τίποτα δεν είχε χαθεί παρά την (υπέροχη, λέω εγώ) παράσταση μου. Αν δείξω καλή διαγωγή, αν δείξω ότι μετάνιωσα, ίσως αν εκκλησιάζομαι συχνά και δείξω ότι έγινα πιστός, θα βγω σε είκοσι χρόνια.

“Αλλά πρέπει να σταματήσεις να υπονομεύεις τον εαυτό σου”, μου είπε κοιτώντας με στα μάτια.
“Γι’ αυτό ακριβώς τη σκότωσα τη σκύλα.”

Ταράχτηκε. Και τη μαμά του πολύ την αγαπάει.
“Σου έφτιαξα κέικ χωρίς γλουτένη. Φάε και πάμε να σου διαβάσω τον Μικρό Πρίγκηπα για να κοιμηθείς.”
“Σ’ αγαπώ, μαμά.”
“Κι εγώ, λουλούδι μου.”

Κοίταξε πίσω να δει αν με είχε ακούσει ο φύλακας. Εκείνος στ’ αρχίδια του. Σκεφτόταν τι θα κάνει ο Μπάοκ και τι ποτό θα πιει στην Μπάολα.

“Πρέπει να ηρεμήσεις.”
“Πρέπει να γράψω ένα βιβλίο.”

Η ιδέα μού είχε έρθει στο δικαστήριο. Για να είμαι ειλικρινής, ίσως κι η παράσταση να είχε σχέση με την ΙΔΕΑ.

Κανονικά θα ήθελα να γράψω σενάριο, αλλά δεν μπορώ. Εντάξει, έχω δει εκατομμύρια ταινίες. Εντάξει, δούλευα σε βιντεοκλάμπ όπως ο Ταραντίνο. Εντάξει, εκείνος είχε γράψει το σενάριο του From dusk till dawn κι έτσι βρήκε τα λεφτά να γυρίσει το Reservoir Dogs.

“Εσύ θα είσαι ο κύριος Ροζ.”
“Γιατί να είμαι ο κύριος Ροζ;”
“Γιατί είσαι πουστάρα, εντάξει; Πάλι καλά να λες που δεν είσαι ο κύριος Κίτρινος.”
“Θέλω να είμαι ο κύριος Μαύρος.”
“Δεν μπορείς να είσαι ο κύριος Μαύρος.”
“Γιατί να μη διαλέξουμε χρώματα;”

Εντάξει, θεός ο Ταραντίνο, αλλά εγώ δεν ξέρω αγγλικά.

Ήμουν πολύ καλός στ’ αγγλικά. Πήγα έξι χρονών φροντιστήριο κι η καθηγήτρια μ’ έβαλε σε δυο μήνες στην πρώτη κανονική. Έχω ταλέντο με τις γλώσσες, μου είπε.

Το ‘πα στον πατέρα μου με χαρά. Αλλά στην κανονική τα δίδακτρα ήταν διπλάσια. Μου τράβηξε μια σφαλιάρα που έπεσα στο πάτωμα.
“Και ποιος θα πληρώνει, κωλόπαιδο;”

Η μάνα μου πήγε να μπει στη μέση. Της έκανε τα μούτρα μπλε μαρέ. Γιατί να είμαι ο κύριος Μπλε;
“Τέλος τ’ αγγλικά.”
Και πήγε στο κωλόμπαρο να τα πιει με τις πουτάνες του.

Τέλος τ’ αγγλικά, τέλος ο Ταραντίνο. Να κάνω σενάριο να γυριστεί στην Ελλάδα αποκλείεται. Ο Νικολαΐδης πέθανε. Τα κουρέλια δεν τραγουδάνε άλλο.

Οπότε το σκέφτηκα αλλιώς. Θα γράψω ένα βιβλίο. Την αυτοβιογραφία μου. Αλλά κινηματογραφικά, όχι παπαριές του στυλ: Ο ήλιος έλαμπε ζεστός στα πράσινα γρασίδια της Οξφόρδης, όταν ο δούκας Βαν ντε Γκλικ ανέμισε για μια στιγμή το μπολερό του ατενίζοντας τις χιονισμένες βουνοκορφές του Κιλιμάντζαρο.

Δυνατό βιβλίο, γροθιά κοφτή, χωρίς καλικατζούρες. Να στριμώξω τον αναγνώστη στα σχοινιά και να τον κοπανάω.

Δεξί κρος, Ντένζελ Ουάσινγκτον Hurricane, χουκ στην κοιλιά Ρόμπερτ Ντενίρο Οργισμένο Είδωλο, ντιρέκτ στα δόντια Σταλόνε Ρόκι, ένα βήμα σαν πεταλούδα πίσω Γουίλ Σμιθ Μοχάμεντ Άλι, και το τελειωτικό χτύπημα, φυσικά ο θεός τσιγγάνος Μπραντ Πητ Snatch, άπερκατ στο σαγόνι κι άντε γεια.

Έτσι όπως τα λέω. Θα μεταφραζόταν στ’ αγγλικά (τέλος τ’ αγγλικά, κωλόπαιδο)
θα το ‘βλεπε ο Νόλαν και θα ‘κανε μια ταινία σαν τον Σκοτεινό Ιππότη.

Θα ήθελα να με παίξει ο Χηθ Λέτζερ, αλλά πάει αυτός, του ‘φυγε το χαμόγελο. Δεν ξέρω ποιος να με παίξει. Μ’ αρέσει ο Άνταμ Ντράιβερ. Κι ο Τζέιμς Μακ Αβόι ήταν δυνατός στον Διχασμένο.

Τον πατέρα μου ποιος θα τον έπαιζε; Θα ήθελα τον Μίκυ Ρουρκ, όπως ήταν στο Barfly. Αλλά τώρα έχει γίνει σαν αποτυχημένο πείραμα πλαστικού χειρουργού.

Μήπως ο Τομ Χάρντι; Ωραίος είναι αυτός, του μοιάζει λίγο, όπως εμφανίζεται στον Καπόνε.

Να χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας ο Τομ Χάρντι. Ανοίγω εγώ (σε παιδική ηλικία, στάνταρ να με παίζει ένας πιτσιρικάς σαν τον Όσμεντ στην Έκτη Αίσθηση).

“Ποιος είσαι ‘συ;” λέει ο Τομ Χάρντι.
Χαμογελάω αμήχανα. Βλέπω ότι είναι λιώμα.
“Ο γιος σου”, λέει ο Όσμεντ.
“Σιγά μην είσαι γιος μου. Μπάσταρδο είσαι. Με τον ταχυδρόμο σ’ έκανε η πουτάνα η μάνα σου”, λέει ο Χάρντι.

Μου τραβάει μια σπρωξιά και πέφτω κάτω. Ο Χάρντι πάει προς τα μέσα τρεκλίζοντας.
“Γύρισε ο άντρας του σπιτιού, γαμώτο. Έχει τίποτα να φάμε ή ν’ αρχίσω τα γαμωσταυρίδια;”
“Έρχομαι, έρχομαι”, λέει η…

Τη μάνα μου ποια να την παίξει; Ένα θύμα. Ξέρω! Η Σέλει Ντιβάλ απ’ τη Λάμψη του Κιούμπρικ. Θα ήταν τέλεια. Αλλά τώρα θα ‘ναι ενενήντα χρονών.

Θέλω να είναι κάποια
1) Όχι όμορφη, πολύ αδύνατη
2) Αδύναμη
3) Υπάκουη
4) Υποκρίτρια

Να ‘ναι και σαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Όχι από την αρχή, μετά να γίνει έτσι. Γίνεται; Μπορεί να βάλει ο Νόλαν δυο ηθοποιούς να παίζουν τον ίδιο ρόλο, όπως έκανε ο Μπουνιουέλ στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.

Εντάξει, το κάστινγκ είναι αλλουνού θέμα, δεν είναι του συγγραφέα.

“Έρχομαι, έρχομαι”, λέει η Ντιβάλ.
“Τι κάνεις, μωρή ηλίθια;” λέει ο Χάρντι.
“Στην τουαλέτα είμαι, έρχομαι.”

Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Ο πατέρας την κοιτάει με αηδία.

“Κατουρούσες;” λέει ο Χάρντι.
“Ε…” κάνει η Ντιβάλ.
“Πλύνε τα χέρια σου.”
“Τα ‘πλυνα.”
“ΠΛΥΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΠΛΥΝ’ΤΑ!”

Ωραία σκηνή. Για όσκαρ α’ αντρικού ρόλου. Το ‘χει ο Χάρντι, το ‘χει.

Η μάνα μου πάει να τα ξαναπλύνει, μουρμουρίζοντας
(συγνώμη, συγνώμη)
κι ο πατέρας πάει στην κουζίνα, ανοίγει κατσαρόλες, άδειες. Ρωτάει τι φαγητό έχουμε. Η μάνα βγαίνει απ’ την τουαλέτα.

“Έχω ένα πιάτο με μακαρόνια”, λέει η Λάμψη.
“Μακαρόνια με τι;”
“…Με σάλτσα… Δεν είχες αφήσει λεφτά… να πάρω…”
“Φερ’ το μου!”

Η μάνα τον κοιτάζει μόνο. Δεν πλησιάζει. Κάτι ξέρει.

“Τι κοιτάς, σα χαζή; Φερ’ το μου”, λέει ο Χάρντι.

Η μάνα ανοίγει το ψυγείο. Βγάζει ένα πιάτο. Μακαρόνια με σάλτσα ντομάτα.
“Εμένα μ’ αρέσουν έτσι”, λέει ο Όσμεντ.
“Τι είπες;” λέει ο Χάρντι. “Τι είπε το κουτάβι;” Η μάνα δεν απαντάει. “Τι είπε το μπασταρδάκι;”
“Δεν είναι…” πάει να πει η Λάμψη.
“Δεν είναι τι;”
Δεν του απαντάει.
“Φτιάχνεις μαλακίες φαγητά κι αντιμιλάς από πάνω; Δωσ’ το μου”, λέει ο Χάρντι.

Ο πατέρας παίρνει το πιάτο. Το ακουμπάει στο τραπέζι, αλλά δεν κάθεται. Βγάζει το σελοφάν. Τρώει ένα μακαρόνι, με τα χέρια.
“Κάτσε να σου φέρω πηρούνι”, λέει η Λάμψη.
“Δεν χρειάζεται πηρούνι”, λέει ο Χάρντι. “Κουτάβι έλα ‘δώ.”

Πηγαίνω κοντά του. Η φωνή του αφέντη.
“Σ’ αρέσουν τα μακαρόνια;”
Κουνάω το κεφάλι. Μ’ αρέσουν.
“Ε, τότε, φα’ τα.”

Μου χώνει το πιάτο στα μούτρα. Πέφτω στον τοίχο. Μαζί με τα μακαρόνια. Αυτό σε αργή κίνηση. Σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε.

Η οθόνη χωρίζεται στα δύο.
Αριστερά: Ο Όσμεντ πέφτει, με τα μακαρόνια στο κεφάλι και σάλτσα να τρέχει στο μέτωπο σαν αίμα.
Δεξιά: Ο Χάρντι χαμογελάει, μόνο απ’ την αριστερή πλευρά του στόματος. Είναι κι αξύριστος, σαν τον Κλιντ Ίστγουντ.
Ανοίγει τρίτο παράθυρο, από κάτω: Η Λάμψη τρέχει προς το παιδί, σε αργή κίνηση.
Μουσική Ένιο Μορικόνε.

“Το παιδί!” λέει η Λάμψη.
Η μάνα πέφτει πάνω μου σαν τη μάνα στο Θωρηκτό Ποτέμκιν. Καθαρίζει το πρόσωπο μου απ’ τα μακαρόνια και τα αίματα ντομάτας.
“Α γαμήσου κι εσύ και το παιδί σου”, λέει ο Χάρντι.

Της τραβάει κλωτσιά στο κεφάλι. Η μάνα πέφτει κάτω. Ο πατέρας πάει να φύγει. Στέκεται στην πόρτα για μια στιγμή και με κοιτάει.

Ο Όσμεντ του επιστρέφει το βλέμμα. Δεν είναι βλέμμα φόβου (ούτε αγάπης σίγουρα) είναι βλέμμα μίσους.
Κι αυτή σκηνή για Όσκαρ β’ αντρικού.

Ο πατέρας ταράζεται για μια στιγμή.
“Με κοιτάς, κουτάβι;” λέει ο Χάρντι και σηκώνει το χέρι να του δώσει σφαλιάρα.
Ο Όσμεντ δεν τραβιέται πίσω ούτε καν ανοιγοκλείνει τα μάτια. Σφίγγει τα δόντια και περιμένει το χτύπημα. Ο πατέρας κάνει ένα γελάκι.

“Χα”, κάνει ο Χάρντι. “Το κουτάβι αγρίεψε.”

Φεύγει προς την πόρτα τρεκλίζοντας. Ο Όσμεντ σηκώνεται. Ακούγεται μουσική.
(Τατά ταρά τα τα τα ταρά)
Όχι, όχι, δεν ταιριάζει. Μήπως κάτι σαν τον τελευταίο των Μοϊκανών; Ούτε, πολύ κλισέ.

Το βρήκα! Ναι!

Ο Χάρντι πάει προς τα έξω, ο Όσμεντ σηκώνεται αργά, ενώ ακούγεται το μπάσο απ’ τους Rage Against The Machine, μόνο το μπάσο, κι ο Ζακ ντε λα Ρόσα ψιθυρίζει: “Fuck you, I won’t do what you tell me, Fuck you, I won’t do what you tell me”

Ο Χάρντι συνεχίζει προς την πόρτα. Κοπανάει μια γροθιά στον καθρέφτη
(το είδωλο του κομμάτια)
ο μικρός τον ακολουθεί από πίσω, ο Ζακ τραγουδάει όλο και πιο δυνατά τον ίδιο στίχο, ο Χάρντι στέκεται στην πόρτα και κοιτάει πίσω, ο Όσμεντ τον κοιτάει στα μάτια, ο Χάρντι χαμογελάει μόνο απ’ τ’ αριστερά, η μουσική δυναμώνει, ο Χάρντι κάνει νόημα στον μικρό, όπως ο Μπρους Λη “έλα μικρέ”, η μουσική δυναμώνει, ο Όσμεντ ουρλιάζει κι ο Ζακ σε πλήρη ένταση με όλα τα όργανα να βαράνε φωνάζει:
“MOTHEFUCKA!!!”

CUT

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εδώ η συνέχεια: Φοβού τους γονείς (2.Η Αγία Οικογένεια)