Η ψυχή του φονιά μυρίζει μολόχα (2. Ισμαήλ)

0
1565

Το πρώτο μέρος εδώ Η ψυχή του φονιά μυρίζει μολόχα (1.Σάρα) https://sanejoker.info/2018/11/a-killers-soul-smells-like-mallow.html

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο ψυχίατρος άκουσε προσεκτικά τι του είπαν οι γονείς.
“Δεν νομίζω ότι ήταν κάτι παραπάνω από εφιάλτης”, είπε στο τέλος

Η Ναταλία μόνο κούνησε το κεφάλι. Ήταν έτοιμη ν’ αλλάξει γιατρό.

“Εντάξει”, είπε εκείνος που διάβασε την αντίρρηση της. “Θα μπορούσε να είναι και σχιζοειδές επεισόδιο. Αλλά δεν γίνεται να κάνουμε διάγνωση με την πρώτη. Σίγουρα δεν θέλετε ν’ αρχίσει η Σάρα τα αντιψυχωτικά στα καλά καθούμενα.”
“Δεν ήταν καθόλου, καθόλου καλά καθούμενα.”
“Εντάξει, το δέχομαι, Ναταλία. Θες όμως να περιμένουμε μερικές νύχτες ακόμα; Το αντέχεις;”
“Εγώ;”
“Ναι, εσύ προπάντως.”

Έτσι της είπε. Και της μίλησε αυστηρά. Η Ναταλία κατάλαβε πως ό,τι κι αν έλεγε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.

Απέναντι είχε τον Ιεροδικαστή. Εκείνη ήταν η τρελή που έμεινε δύο χρόνια κατατονική. Έπρεπε να ηρεμήσει, για το καλό της Σάρας. Συμφώνησε να περιμένουν μερικές νύχτες.

Αλλά δεν χρειάστηκε. Το βράδυ άρχισε πάλι ο τρόμος.

Ακούσανε τη Σάρα να βγάζει πάλι τις ίδιες τρομαχτικές φωνές.
“Σταμάτα!” είπε η Ναταλία στον Νίκο που έκανε να τρέξει στο δωμάτιο της μικρής.

Πήρε το κινητό της, πήγε στο κρεβάτι της και τράβηξε βίντεο. Δεν την ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη. Πονούσε που το έκανε, αλλά ήξερε ακριβώς γιατί το έκανε.

Η Σάρα φώναζε για δεκαπέντε λεπτά κι είκοσι οκτώ δευτερόλεπτα. Τόσο διαρκούσε το βίντεο -αν κι είχε αρχίσει να ουρλιάζει νωρίτερα.

Μετά ξαφνικά σταμάτησε κι έγινε ένα κανονικό παιδί που κοιμόταν. Η Ναταλία είπε στον Νίκο να την προσέχει και πήγε στο διπλανό διαμέρισμα, στη Γιαζίφ.

Εκείνη ήταν ξύπνια, άνοιξε την πόρτα πριν καν χτυπήσει το κουδούνι.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε τη Ναταλία.
“Τ’ άκουσες;”
“Το άκουσα και χθες. Αλλά χθες τέλειωσε γρήγορα. Σήμερα… Τι ‘ν’ αυτό το πράγμα;”
“Η Σάρα”, είπε η Ναταλία.

Της έβαλε να δει, ν’ ακούσει το βίντεο. Με τις πρώτες λέξεις η Γιαζίφ έκλεισε το στόμα της με την παλάμη της, και κάρφωσε τα μάτια στο πάτωμα. Άκουσε λίγο ακόμα. Μετά είπε κάτι στα τούρκικα:
“Σέιταν”
Φώναξε στη Ναταλία να το κλείσει.
“Σέιταν”
Γύρισε σαν πυξίδα που έχει απομαγνητιστεί, μέχρι που βρήκε την ανατολή, ακούμπησε τα χέρια στο μέτωπο και προσευχήθηκε. Η Ναταλία την περίμενε να τελειώσει.

“Τι λέει;” τη ρώτησε σαν γύρισε προς το μέρος της.
“Αυτά δεν είναι λόγια που μπορώ να πω.”
“Είναι τούρκικα, δεν είναι;”
“Είναι. Αλλά αυτά δεν μπορεί να τα λέει ένα κοριτσάκι. Δεν μπορεί να τα λέει κανένας άνθρωπος. Σέιταν!”
“Τι ‘ν’ αυτό που λες;”
“Ξέρεις τι λέω, την ξέρεις τη λέξη.”
“Σέιταν; Σατανάς;”
“Μόνο αυτός μιλάει έτσι, μόνο αυτός κάνει έτσι.”

Η Ναταλία δεν πίστευε στον Σατανά. Αλλά έπρεπε να βοηθήσει την κόρη της. Ρώτησε τη Γιαζίφ, την παρακάλεσε, να της πει τι έλεγε στον εφιάλτη η μικρή.

“Είναι αδύνατον να στα πω κανονικά”, είπε η Τουρκάλα. “Μιλάει για δολοφονίες, για μωρά που τους σπάνε τα κεφάλια, για βιασμούς γυναικών και παιδιών, για ξεκοιλιάσματα. Σέιταν. Αλλά το πιο τρομαχτικό δεν είναι αυτό, δεν είναι μόνο αυτό.”
“Τι; Τι είναι χειρότερο;” ρώτησε η Ναταλία που είχε διαισθανθεί το χειρότερο.
“Το απολαμβάνει! Ο Σέιταν μιλάει με τη φωνή της κόρης σου και λέει πόσο χαίρεται που λιώνει τα κρανία των… Δεν μπορώ.”

Η Γιαζίφ γύρισε προς την ανατολή κι έπεσε να προσευχηθεί. Η Ναταλία κατάλαβε ότι ο ψυχίατρος δεν θα τη βοηθούσε.

~~

Υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Κι άλλες τόσες πραγματικότητες. Αυτά, αν τα πολλαπλασιάσεις με το άπειρο κάθε πιθανότητας θα καταφέρεις ν’ αγγίξεις μια τρίχα του ονείρου.

Το όνειρο δεν είναι ζωή. Ούτε θάνατος. Είναι το ίχνος που πιάνει ο νους όταν σταματά να είναι χωμένος στην θνητότητα. Μια κλωστή απ’ το χαλί της ύπαρξης.

Όταν είσαι ξύπνιος μπορείς να καταλάβεις πολλά. Όταν κοιμάσαι μπορείς να καταλάβεις όλα εκείνα που ξεπερνούν την κατανόηση.

Πολλοί νομίζουν ότι τα όνειρα είναι ανοησίες ενός κοιμισμένου νου. Κι όμως, ισχύει το αντίθετο. Η πραγματικότητα του ξύπνιου είναι ανοησία. Στον ύπνο μόνο μπορούμε ν’ αγγίξουμε την αφαίρεση που περιγράφει το ανάλεκτο.

Όταν κοιμάμαι, όταν ονειρεύομαι, μπορώ ν’ ακούσω τον Θεό. Γιατί τότε χάνομαι και γίνομαι. Όταν ξυπνάω ψάχνω να βρω τι απέμεινε απ’ το Ολόκληρο.

Δεν είναι τυχαίο, δεν είναι. Το κατάλαβαν κι αυτοί. Για να κατανοήσουν τους εφιάλτες μου με έβαλαν να κοιμηθώ περισσότερο.

~~

Η Μαρίζα τους είπε να την πάνε για εξορκισμό. Ο Νίκος συνέχισε να εμπιστεύεται τον ψυχίατρο. Η Ναταλία δεν ήθελε κανένα απ’ τα δύο.

Ένιωθε, χωρίς να ξέρει γιατί, ότι η λύση ήταν άλλη, ότι ήταν μέσα στο όνειρο. Ρώτησε, έψαξε, και βρήκε έναν ψυχαναλυτή ειδικό στις υπνώσεις.

Μίλησε μαζί του -να δει αν ήταν τσαρλατάνος. Εκείνος της είπε τα πράγματα απλά. Η ύπνωση δεν είναι θεραπεία για τίποτα. Δεν είναι καν θεραπεία. Είναι ένας ύπνος υπό καθοδήγηση.

Στον ύπνο οι άνθρωποι δεν ελέγχουν τη συνείδηση τους -μάλλον δεν τους ελέγχει η συνείδηση τους. Είναι σαν να υπάρχει κάποιος άλλος εκείνες τις ώρες, ειδικά τις περιόδους του παράδοξου ύπνου, της φάσης REM, όταν ονειρεύονται.

Ο ψυχαναλυτής το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την υπνωτίσει, οπότε να ονειρεύεται σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το υποκείμενο, η Σάρα στη προκειμένη περίπτωση, δεν θα είχε συνείδηση όσων συμβαίνουν, όσων ονειρευόταν, αλλά θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτά.

“Θα πετύχει;” ρώτησε η Ναταλία.
“Δεν σας υπόσχομαι τίποτα. Δεν ξέρω καν τι θα γίνει.”

Της είπε ότι χρέωνε εκατό ευρώ τη συνεδρία. Βρήκαν ένα διερμηνέα, έναν δίγλωσσο Έλληνα. Πήγαν το ίδιο απόγευμα, λίγο πριν βραδιάσει. Ο διερμηνέας μίλησε τούρκικα με τη Σάρα. Μετέφρασε αυτά που του έλεγε ο ψυχαναλυτής. Η Σάρα δεν φαινόταν να φοβάται.

Έβαλαν μια κάμερα σε τρίποδο να καταγράφει τη συνεδρία. Η Σάρα ξάπλωσε. Οι γονείς έκατσαν λίγο πιο πίσω. Ο ψυχαναλυτής έλεγε στον διερμηνέα τι έπρεπε να πει.

(Ηρέμησε. Ανέπνεε αργά. Πιο αργά. Σιγά σιγά θα κοιμηθείς. Ανέπνεε αργά. Αργά. Κλείσε τα μάτια σου. Ανέπνεε αργά. Αργά. Θα κοιμηθείς και θ’ ακούς τη φωνή μου στον ύπνο σου. Ανέπνεε αργά. Κοιμήσου.)

Της μιλούσε έτσι για λίγα λεπτά. Η ανάσα της Σάρας έγινε αργή. Μετά ξεκίνησαν οι οφθαλμικές κινήσεις κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα. Ονειρευόταν.

~~

(Καταγραφή πρώτης συνεδρίας. Ώρα 18:30
Υποκείμενο ύπνωσης: Σάρα Τανκιάν
Μετάφραση από τούρκικα)

ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι βλέπεις;
ΣΑΡΑ: Μπαίνουμε στην πόλη.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Μπες… Ποια πόλη είναι;
ΣΑΡΑ: Η Σμύρνη.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Η Σμύρνη στην Τουρκία;
ΣΑΡΑ: …
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πώς μπαίνεις στην Σμύρνη;
ΣΑΡΑ: Με το άλογο.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Είσαι μόνη;
ΣΑΡΑ: Δεν είμαι μόνος.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Με ποιους είσαι;
ΣΑΡΑ: Με τους δικούς μου.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πώς σε λένε;
ΣΑΡΑ: Ισμαήλ. Ισμαήλ, ο Πεχλιβάνης.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Γιατί πας στη Σμύρνη;
ΣΑΡΑ: Να μακελέψουμε τους γκιαούρηδες.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Συνέχισε να προχωράς… Πού έφτασες τώρα;
ΣΑΡΑ: Μπήκαμε στη μεριά των Αρμένηδων.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι κάνεις;
ΣΑΡΑ: Σφάζω.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι… Ποιον σφάζεις;
ΣΑΡΑ: Όποιον βρω μπροστά μου.

(Ένα μικρό διάλειμμα. Ο διερμηνέας κοιτάει τον ψυχαναλυτή. Σηκώνει τα χέρια του, σαν να ρωτάει τι να κάνει. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει και του υπαγορεύει την επόμενη ερώτηση.)

ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Γιατί τους σφάζεις;
ΣΑΡΑ: Γιατί είναι γκιαούρηδες. Μας πίνουν το αίμα. Η Τουρκία στους Τούρκους.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Συνέχισε να προχωράς… Πού είσαι τώρα;
ΣΑΡΑ: Φτάσαμε στην εκκλησία τους. Έχουν ταμπουρωθεί εκεί. Έχουν όπλα.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι κάνετε;
ΣΑΡΑ: Τους ρίχνουμε βόμβες. Δεν βγαίνουν. Τους πνίγουμε στον καπνό.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πήγαινε παρακάτω. Τι γίνεται μετά;
ΣΑΡΑ: Μπαίνουμε μέσα. Πυροβολάνε οι άντρες. Οι γυναίκες προσεύχονται και τσιρίζουν. Σκοτώνουμε τους άντρες πρώτα. Μετά κάνουμε κομμάτια τα παιδιά. Πιάνω ένα μωρό, απ’ την αγκαλιά μιας ωραίας μάνας. Του σπάζω το κρανίο σαν καρύδι. Μετά ρίχνω τη μάνα κάτω και τη γαμάω. Εκείνη ουρλιάζει. Της σπάω τα δόντια να μη φωνάζει και της κόβω το λαιμό. Τη γαμάω.

(Διακοπή συνεδρίας. Η μητέρα του υποκείμενου κλαίει. Ο πατέρας φωνάζει να σταματήσουν. Ο διερμηνέας στέκεται ακίνητος στη μέση. Ο ψυχαναλυτής ξυπνάει το υποκείμενο. Το υποκείμενο κοιτάζει τριγύρω. Το υποκείμενο στρέφεται στη μητέρα του και της λέει, στα ελληνικά: “Τι έγινε, μαμά;”)

~~

Οι ψυχές είναι λεπτές κλωστές που ενώνουν τα σώματα όλων των ζωντανών πλασμάτων με τον Θεό.

Όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά κάθε ζωντανού. Η ζωή είναι ο αγώνας του Ανάλεκτου να παραμείνει ενεργό ενάντια στην αταξία.

Κάθε ζωντανό ενώνεται με κάθε άλλο, μέσα απ’ τις κλωστές, για πάντα. Ο χρόνος είναι ψεύτικος. Όλα συμβαίνουν έξω απ’ αυτόν, αλλά δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε.

Είναι αδύνατον να κατανοήσεις το Ανάλεκτο όσο σκέφτεσαι με λέξεις.

~~

Η Σάρα μίλησε ελληνικά μετά την ύπνωση. Και δεν σταμάτησε να μιλάει. Οι εφιάλτες σταμάτησαν. Το κορίτσι ηρέμησε. Είχε ανοίξει το παράθυρο της στον κόσμο. Αλλά μπορούσε ακόμη να μιλάει και τούρκικα.

Η Ναταλία κι ο Νίκος το έψαξαν. Αυτοί που είχαν το περιώνυμο Πεχλιβάν ήταν Τσέτες. Πρώην εγκληματίες του ποινικού, που ο Κεμάλ είχε απελευθερώσει και οπλίσει για να πολεμήσουν για την Νέα Τουρκία. Ήταν περιβόητοι για τις θηριωδίες τους.

Αυτοί μπήκαν πρώτοι στη Σμύρνη, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ορμήσανε στην αρμένικη συνοικία. Είχαν μεγαλύτερο μίσος για τους Αρμένηδες. Πρώτα θα έσφαζαν αυτούς και μετά τους Έλληνες.

Οι Αρμένηδες πήραν τα όπλα, αμύνθηκαν, αλλά η λύσσα των Τσετών και η υπεροπλία τους ήταν καταιγιστική.

Οι επιζήσαντες κλείστηκαν στον Καθεδρικό τους ναό, τον Άγιο Στέφανο. Οι Τσέτες, με τη βοήθεια του κεμαλικού ιππικού, τους βομβάρδισαν. Μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν έναν προς έναν. Μετά έβαλαν φωτιά στην αρμένικη συνοικία.

Αυτή η φωτιά έκαψε τη Σμύρνη.

Για τον Ισμαήλ δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία πουθενά. Άλλωστε είναι ένα πολύ κοινό όνομα.

Αλλά οι γονείς της Σάρας τόλμησαν να κάνουν αυτό που τους ζήτησε. Πήγαν στη Σμύρνη.

~~

Οι τόποι κουβαλάνε μνήμες.

Κάθε αντικείμενο, κάθε ρούχο, κάθε σπίτι, κάθε χώρος, όλα έχουν σημάδια απ’ τις ψυχές που τ’ άγγιξαν.

Τα καινούρια πράγματα μοιάζουν άδεια, αν ξέρεις να τα δεις.
Τα καινούρια σπίτια είναι σαν τρύπες στη μνήμη.

Όμως όλοι οι τόποι έχουν απομεινάρια απ’ τις κλωστές. Κι υπάρχουν κάποιοι τόσο γεμάτοι που σε πλημμυρίζουν.

Έτσι ήταν στην Αρχαία Ολυμπία. Όταν βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο το ένιωσα σαν έκρηξη. Τόσες ψυχές είχαν τριφτεί σ’ αυτές τις πέτρες.

Και δεν ήταν μόνο των Αρχαίων, εκείνων που είχαν φτιάξει το άγαλμα του Δία. Υπήρχαν ψυχές ακόμα παλιότερες, που μιλούσαν άλλες γλώσσες, που λάτρευαν άλλες όψεις του Ανάλεκτου.

Μπορεί ο ίδιος ο τόπος να τους τράβηξε κι εκείνους, τους Πανάρχαιους.

Γιατί κάποιοι τόποι έχουν ψυχή παλιότερη απ’ των ανθρώπων.

Έχουν ψυχή και τα βουνά, τα ποτάμια, τ’ αστέρια; Όλα ανήκουν στο Όλο, αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Ακόμα.

~~

Στο πλοίο από Χίο για Τσεσμέ η Ναταλία ήταν έτοιμη να κλάψει κι ο Νίκος την καθησύχαζε. Όσο μπορούσε, γιατί κι εκείνος ανησυχούσε.

“Είναι σωστό;” έλεγε η Ναταλία. “Να την πηγαίνουμε εκεί; Στο μέρος όπου έζησε ο… φονιάς;”
“Το θέλει τόσο πολύ.”
“Και λοιπόν; Παιδί είναι δεν μπορεί να…”
“Αγάπη μου”, τη διέκοψε ο Νίκος. “Πού είναι η…”
“Σάρα!”

Κάθονταν στο κατάστρωμα. Η Σάρα είχε πάει να χαϊδέψει έναν σκύλο και μίλησε τούρκικα με τον κηδεμόνα του. Την ξέχασαν για λίγο. Για όσο λίγο χρειαζόταν ώστε να τη χάσουν. Κινητό δεν είχε, να την πάρουν. Δεν της άρεσε η τεχνολογία, της φαινόταν πολύ προσωρινή.

Έφυγε προς τη μια μεριά ο ένας, αντίθετα ο άλλος, ψάχνοντας και φωνάζοντας. Κάθε τόσο ο Νίκος κοιτούσε και στην θάλασσα, έτοιμος να βουτήξει αν χρειαστεί.

Μπήκε στο σαλόνι, ακόμη και στις γυναικείες τουαλέτες. Μετά σκέφτηκε να πάει στις πληροφορίες, στην υποδοχή, κάπου όπου θα φώναζαν τη Σάρα απ’ τα μεγάφωνα.

Πηγαίνοντας προς τα ‘κει άκουσε τη φωνή της. Ήταν στην καφετέρια. Η Σάρα στεκόταν όρθια και μιλούσε. Γύρω της ένας κύκλος από ανθρώπους, γέροντες, αλλά και πιο νέους, που την άκουγαν με προσήλωση.

Ο Νίκος πλησίασε αργά, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Κάλεσε τη Ναταλία.
“Ηρέμησε, τη βρήκα. Καφετέρια. Έλα να δεις.”

Εκείνη πήγε τρέχοντας και στάθηκε δίπλα του αναμαλλιασμένη.

Η Σάρα συνέχιζε ν’ αγορεύει. Εκείνη τη στιγμή έλεγε: “Η Θεία Χάρη δεν είναι θεϊκή, είναι όλων των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε θεοί, αλλά οι συνθήκες μας σπρώχνουν αλλού. Φτώχεια, ανισότητες, πόλεμος, ανταγωνισμός, πώς μπορεί κάποιος να φροντίσει την θεϊκή του υπόσταση;”

“Πώς;” ρώτησε ένας νεαρός. Πριν απαντήσει η Σάρα είδε τους γονείς της. Τους χαιρέτησε με μια κλίση του κεφαλιού. Και μετά απάντησε.

Ένας απ’ τους γέροντες που άκουγαν αντιλήφθηκε την κίνηση, είδε τη Ναταλία με τον Νίκο, τους πλησίασε.

“Είστε οι γονείς της;”
“Δεν φάνηκε να χάρηκε και πολύ που μας είδε”, είπε η Ναταλία, κάπως πικραμένη.
“Ξέρετε την ιστορία του δωδεκάχρονου Ιησού στον ναό;” ρώτησε ο γέρος.
“Εννιά είναι”, είπε ο Νίκος.
“Εννιά, αλήθεια; Συγνώμη, δεν συστήθηκα. Λέγομαι Γεώργιος Ροδίτης, είμαι θεολόγος. Και πραγματικά, πραγματικά, νιώθω ότι σήμερα παρακολουθώ ένα θαύμα. Τόση ώρα ευχαριστούσα τον Θεό που μ’ αξίωσε ν’ ακούσω τη Σάρα να μιλάει. Θέλω να ευχαριστήσω κι εσάς.”
“Δεν κάναμε τίποτα”, είπε ο Νίκος.
“Κάνατε τόσα”, είπε ο Ροδίτης. “Πιστέψτε με, τόσα πολλά.”

Τον ευχαρίστησαν κι εκείνοι, την ώρα που ο κόσμος χειροκροτούσε. Κάποιοι έκλαιγαν. Μια γριά, μεγάλη όσο η Μαρίζα, πήγε να φιλήσει το χέρι της Σάρας. Εκείνη το τράβηξε, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο. Της είπε κάτι στο αυτί κι η γριά δάκρυσε.

Αλλά είχαν φανεί τα σπίτια στην ακτή καθαρά. Όλοι βγήκαν στο κατάστρωμα.

“Πώς νιώθεις;” ρώτησε η Ναταλία τη Σάρα.
Εκείνη ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια της.
“Ο αέρας δεν έχει αλλάξει. Ούτε το φως.”

Τους περίμεναν στο λιμάνι για να τους πάνε στην Σμύρνη. Στη διαδρομή η Σάρα μιλούσε τούρκικα με τον οδηγό. Εκείνος στην αρχή έμεινε έκπληκτος, μετά φάνηκε να ηρεμεί. Ώσπου να φτάσουν χαμογελούσε σαν να είχε συναντήσει τον ίδιο τον Μωάμεθ.

Η Ναταλία κατάλαβε ότι η κόρη της έκανε το ίδιο πράγμα με όλους τους ανθρώπους: Τους φώτιζε. Και δεν κουραζόταν να φωτίζει.

“Κουράζεται ο ήλιος να δίνει το φως του;” σκέφτηκε.

Λίγο μετά, στο ξενοδοχείο, καθώς την περίμεναν να βγει απ’ το μπάνιο, ρώτησε τον Νίκο:
“Τι νομίζεις ότι θα γίνει όταν μεγαλώσει;”
“Δεν ξέρω. Φοβάμαι”, είπε εκείνος.
“Κι εγώ.”
“Συνήθως οι γονείς φοβούνται ότι τα παιδιά τους δεν θα τα καταφέρουν, έτσι δεν είναι; Εγώ φοβάμαι τ’ αντίθετο.”
“Κι εγώ”, έκανε η Ναταλία.
“Ξέρεις, σκέφτομαι ότι όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους τους σκοτώνουν και…”
“Μη μου λες τέτοια.”
“Δε σου λέω.”

Εκείνη τη στιγμή η κόρη τους βγήκε απ’ το μπάνιο. Όποιο φόβο είχαν χάθηκε σαν την είδαν να λάμπει.
“Μη φοβάστε”, τους είπε. “Ελάτε μαζί μου.”

Δεν ζήτησαν οδηγό, ούτε καν αγόρασαν χάρτη. Η Σάρα ήξερε ακριβώς πού πήγαινε. Βρήκε την αρμένικη συνοικία, τ’ απομεινάρια της, και το μέρος όπου κάποτε βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος.

“Από ‘δω πήγα”, τους είπε κι έδειξε τον δρόμο στα δεξιά. “Ο Ισμαήλ, από ‘δω.”

Περπατούσε όλο και πιο γρήγορα, σχεδόν έτρεχε μετά από λίγο, σαν να ήταν υπνωτισμένη και να καβαλούσε άλογο. Η Ναταλία φοβήθηκε ότι θ’ αρχίσει καινούρια κρίση.

“Εδώ!” είπε, σταμάτησε και κοίταξε πάνω.
Κοίταξαν κι οι γονείς. Ο συνηθισμένος ουρανός, γαλάζιος κι αδιάφορος για όσα συμβαίνουν στη γη.

“Μυρίζει τζιράνι. Μολόχα.”

~~

Μια γλάστρα ήταν. Φωτιές έκαιγαν πίσω. Ήμουν ποτισμένος στο αίμα. Άκουσα τη φωνή της, από πάνω, στο μπαλκόνι της.

Ήταν μια γριά. Πιο παλιά απ’ τον Ατατούρκ, πιο παλιά κι απ’ τον Σουλτάνο. Μίλησε ελληνικά, την άκουσα. Είπε: “Στο διάολο να πάτε, Σατανάδες.”

Ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο κεφάλι. Έπεσα απ’ το άλογο. Ήταν μια γλάστρα με τζιράνι.

Η κλωστή της ψυχής έφυγε απ’ το σώμα του Ισμαήλ, του Πεχλιβάνη. Κι ήρθε στο καινούριο, σ’ αυτό που είπαν Σάρα.

Η κλωστή δεν έχει σκέψεις ούτε λέξεις. Μέσα σε κάθε ζωντανό που μπαίνει ρουφάει. Στον Ισμαήλ ρούφηξε πόνο και μίσος και αίμα και τρόμο.

Δεν φταίει αυτός. Όχι μόνο αυτός. Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός, το ξέρω, το έζησα κι εγώ μαζί του. Κι η φτώχεια είναι μεγάλη βία.

Σαν του είπαν “η Τουρκία στους Τούρκους”, σαν του είπαν “γιατί οι άπιστοι να ‘χουν τις δικές σου λίρες;”  σαν του είπαν “βγες απ’ τη φυλακή και πάρε ό,τι σου πήραν”, σαν του έδωσαν όπλα και δύναμη ξεκίνησε να σκοτώνει. Δεν είναι αθώος. Αλλά δεν είναι και καταδικασμένος.

Η κλωστή λερώθηκε μέσα του. Απ’ όλα τα ζωντανά μόνο οι άνθρωποι μπορούν να λερώσουν την ψυχή. Τα δέντρα δεν μισούν. Τα ζώα δεν γνωρίζουν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για ό,τι καλό κι ό,τι κακό κάνει, γιατί έχει Γνώση.

Απ’ όλα τα ζωντανά μόνο οι άνθρωποι μπορούν να καθαρίσουν την ψυχή.

Κι ήρθε σε μένα η ψυχή του Ισμαήλ, για να καθαριστεί.

~~

Πέρασαν τρία ακόμα χρόνια. Η Σάρα ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Έλαμπε. Οι περαστικοί σταματούσαν σαν την έβλεπαν. Οι γριές κι οι γέροι έκαναν στον σταυρό τους, σαν να βλέπαν άγγελο.

Αφού μιλούσε πήγε σε κανονικό σχολείο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να φτάσει τους άλλους μαθητές. Μάλλον εκείνοι έπρεπε να τη φτάσουν. Οι δάσκαλοι μιλούσαν για θαύμα.

“Διδάσκω τριάντα χρόνια”, τους είπε η διευθύντρια. “Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο μυαλό. Όχι μόνο μυαλό, δεν είναι μόνο αυτό. Η Σάρα είναι… Δεν είναι απ’ τον κόσμο μας, ναι, αυτό σκέφτομαι κάποιες φορές σαν την ακούω και τη βλέπω. Πρέπει να τη βοηθήσετε να προχωρήσει. Νιώθω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα προσφέρει πολλά. Σε όλους μας.”

Η Ναταλία κι ο Νίκος ήταν χαρούμενοι. Μέχρι που η Σάρα τους είπε ότι θα έφευγε.

Ότι είχε έρθει η ώρα της.

~~

Η μητέρα μου δεν μπορεί να καταλάβει. Νιώθω τον πόνο της, αλλά δεν χρειάζεται να είμαι άλλο. Η κλωστή καθάρισε, λάμπει πια. Τέλειωσε ο ρόλος της Σάρας.

Με ρωτάει τι θα πάθω, αν θα πεθάνω, αν θα δω τον Στέφανο και τη γιαγιά Μαρίζα. Της λέω ότι ο θάνατος είναι ψευδαίσθηση. Θα είμαι μαζί τους, θα είμαι μαζί με όλα.

Τίποτα δεν χάνεται, δεν υπάρχει τέλος και αρχή, μόνο η αέναη επιστροφή στο Όλο.

Ο ήλιος βγήκε.

~~

Η Ναταλία είχε αφήσει το πρωινό της Σάρας να κρυώσει. Έκλαιγε. Δεν πήγαινε ούτε να ξυπνήσει τον Νίκο. Δεν ήθελε να βγει στο μπαλκόνι, δεν ήθελε να τη φωνάξει, δεν ήθελε να ξέρει. Όσο το ανέβαλλε ήταν σαν να μη συνέβαινε.

Δεν ήθελε να χάσει και τη Σάρα. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν συνηθισμένο παιδί, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος, “δεν ήταν απ’ τον κόσμο μας”.

Αλλά αυτή ήθελε ένα παιδί. Όσα της έλεγε η κόρη της, αυτά τα όμορφα, δεν την καθησύχαζαν πια. Θα επέστρεφε στο Όλο, στον Θεό, κάπου θα επέστρεφε, ωραία, αλλά… Αλλά.

Σκούπισε τα μάτια της και πήγε προς το μπαλκόνι. Περπατούσε όσο πιο αργά μπορούσε.

Χωρίς να το σκεφτεί απευθύνθηκε στον Θεό, σ’ εκείνον που δεν πίστευε.

“Άφησε τη μου. Άφησε τη μου, να τη δω να μεγαλώνει. Εσύ έχεις τα πάντα, έχεις το όλο σου. Άφησε σε μένα μόνο τη Σάρα. Τόσο πολύ θα σου λείψει; Εγώ πώς θα υπάρχω χωρίς… Σε παρακαλώ, μόνο αυτό.”

Στάθηκε δυο βήματα απ’ την μπαλκονόπορτα. Δεν ακουγόταν τίποτα απέξω.

“Ή πάρε με κι εμένα μαζί”, ψιθύρισε η Ναταλία.

Βγήκε έξω. Ο ήλιος είχε ανατείλει. Η Σάρα ήταν στην μπαμπού καρέκλα, όπου αγαπούσε να κάθεται. Με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω της και τα μάτια κλειστά.

“Παιδί μου!” έκανε η Ναταλία κι έπεσε στα γόνατα.

Η Σάρα άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε. Ήρεμη, λάμποντας.

“Είσαι εδώ”, είπε η Ναταλία και της έπιασε το γόνατο, σαν να την ικέτευε να της το βεβαιώσει, να της πει ότι ήταν πράγματι εκεί.

Η Σάρα χαμογέλασε και της σκέπασε το χέρι.
“Θα μείνω. Μ’ αρέσει να βλέπω τον ήλιο ν’ ανατέλλει.”