Γι’ αυτό πολεμάμε

0
4717

“Απ΄όλους τους ήρωες της ιστορίας και των μύθων, απ’ όλους εκείνους τους επώνυμους και διάσημους και ένδοξους, εγώ πάντα δύο θα θυμάμαι.”
“Πώς τους έλεγαν;”
“Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.”
“Ποιοι ήταν;”
“Παιδιά.”

Γύρισα απ’ την άλλη για να μη με δει να χαμογελάω. Ο νουνός μου ήταν πια ενενήντα έξι ετών. Το μυαλό του κουδούνιζε στο κεφάλι του, σαν μαραζωμένη ψίχα στο καρύδι. Έτσι νόμιζα.

“Σου φαίνεται αστείο;”
“Όχι, νουνέ.”
“Πόσων χρονών είσαι;”
“Γέρασα κι εγώ, νουνέ. Σαράντα.”
“Και νομίζεις ότι γέρασες;”

Προσπάθησε να γελάσει, γέλασε για μια στιγμή, μετά το γέλιο έγινε βήχας, έγινε πνίξιμο, με το ζόρι πήρε πάλι μπρος ν’ ανασάνει.

Σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Με ρώτησε αν ήθελα. Ήθελα. Με ρώτησε αν ήθελα γάλα. Δεν ήθελα.

“Ταχίνι;”
“Στον καφέ;”
“Δεν το ‘χεις δοκιμάσει;”
“Στον καφέ;”
“Και λες ότι γέρασες.”

Κινιόταν σαν πρόταση του Χέμινγουεϊ. Κάθε κίνησή του είχε τη βραδύτητα και την τελειότητα ενός ζεν δασκάλου. Δεν περίσσευε τίποτα.

Ήταν συγγενής εξ αγχιστείας. Η γυναίκα του, η νουνά μου και αδελφή του παππού μου, είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο. Την είχαν θάψει στη Θάλαττα, στο χώμα όπου φύτρωσε.

Εκείνος, ο νουνός, Ροδίτης στο επίθετο, Σαμιώτης στην καταγωγή. Θα τον έθαβαν κι εκείνον στη Θάλαττα, μαζί με την Γεωργία, να πίνουν καφέ με ταχίνι.

“Πιστεύεις στον Θεό;” με ρώτησε κι άφησε τον καφέ.
“Μ’ έναν δικό μου τρόπο.”
“Όλοι με τον δικό μας τρόπο πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε. Δεν υπάρχει κοινός τρόπος.”

Ήταν παράδοξο να το λέει αυτό ο Ροδίτης. Ψάλτης στην εκκλησία, υπερορθόδοξος, ήξερε κάθε κείμενο απέξω. Κι η νουνά μου το ίδιο ένθερμη. Μέχρι που είχε γράψει βιβλίο για την Αποκάλυψη. Μια κάποια ερμηνεία, αντικαταναλωτική.

“Το ξέρεις ότι με τη νουνά σου είχαμε κάνει φυλακή στη Χούντα;” με ρώτησε κάποια στιγμή ο Ροδίτης.

Γέλασα. Δεν το ήξερα.

“Νόμιζα ότι η Χούντα ήταν Ελλήνων χριστιανών.”
“Χριστιανών, με τον τρόπο τους. Ελλήνων, με τον τρόπο της CIA.”
“Τέτοια λέγατε και σας βάλαν μέσα;”
“Όχι. Ο δικός μας τρόπος πίστης τους πείραξε.”

Δεν τα ήξερα. Αν και είχα υποψιαστεί κάτι, αφού η νουνά μου ήταν φανατική βιοκαλλιεργητής, έστελνε κι έπαιρνε σπόρους στο Πελίτι, και απέφευγε την κατανάλωση όπως ο διάολος το λιβάνι.

Δεν ήξερα, αλλά έμαθα. Οι δυο τους άνηκαν σε μια ομάδα χριστιανών που αντιδρούσαν στον καπιταλιστικό μοντέλο ζωής. Κάτι σαν πρωτοχριστιανοί ή σαν τον αναρχικό χριστιανισμό του Τολστόι, κάτι τέτοιο.

Δεν πίστευαν ότι η διαρκής ανάπτυξη, η αστυφιλία, η υπερκατανάλωση και υπερπαραγωγή ήταν συμφέρουσες για την ανθρωπότητα. Τώρα πια ακούγεται σαν βεβαιότητα, αλλά τη δεκαετία του πενήντα που τα έλεγαν εκείνοι ήταν χίπηδες πριν υπάρξουν τα παιδιά των λουλουδιών, ήταν οικολόγοι πριν τη Σιωπηλή Άνοιξη της Κάρσον.

Έγραφαν άρθρα, μοίραζαν φυλλάδια, διοργάνωναν ανοιχτές συζητήσεις γι’ αυτά τα θέματα όταν η μισή Ελλάδα δεν είχε αποχωρητήριο μέσα στο σπίτι.

Το εξήντα, στη Χούντα, τους πέρασαν για κομμουνιστές. Μόνο αυτοί έλεγαν τέτοια για τον καπιταλισμό και την Αμερική. Τους φυλάκισαν για ένα μικρό διάστημα. Μετά τους εξόρισαν.

“Μας έφεραν μια δήλωση, να υπογράψουμε, να μας αφήσουνε”, είπε ο Ροδίτης. “Αλλά πώς μπορούσα να το κάνω; Θυμόμουν τα λόγια του Παιδιού. Γι’ αυτό πολεμάμε. Θυμόμουν τότε που τον είδα.”

~~

Το Παιδί πέρασε απ’ τη Θάλαττα όταν είχαν φύγει οι Γερμανοί. Δεν ήταν ακριβώς παιδί, αλλά ούτε κι άντρα θα τον έλεγες. Μπορούσες να μετρήσεις τις τρίχες που φύτρωναν πάνω απ’ το χείλι του. Αλλά ξυριζόταν.

Τότε ο Ροδίτης ήταν σχεδόν τριάντα. Δάσκαλος του χωριού, σοβαρός άνθρωπος, θεοσεβούμενος και μορφωμένος, παντρεμένος και νοικοκύρης.

Ένα βράδυ, λίγο πριν πάνε να κοιμηθούν, κι ενώ το μόνο φως ήταν απ’ το τζάκι, μόνη μυρωδιά τα ξύλα, μόνος ήχος το σαράκι, νιώσανε πόδια να σέρνονται στην αυλή. Μετά τους χτύπησαν την πόρτα. Σηκώθηκε ο Ροδίτης να δει. Άνοιξε κι είδε το Παιδί.

“Λίγο νερό”, του είπε.

Ο Ροδίτης γύρισε προς τα μέσα. Το Παιδί έμεινε στην πόρτα να περιμένει.

“Πέρνα μέσα”, του είπε ο Ροδίτης.

Δεν κρατούσε ντουφέκι ούτε είχε τα φυσίγγια χιαστί στο στήθος. Ήταν μόνο ένα παιδί, σχεδόν άντρας, με λίγες τρίχες πάνω απ’ το χείλι.

Του έβαλαν νερό, του έβαλαν να φάει ό,τι είχαν. Αυτά που έβγαζε το χώμα.

“Ποιανού είσαι;” τον ρώτησε ο Ροδίτης.
“Δεν είμαι αποδώ.”
“Από πού;”

Το Παιδί σήκωσε τα μάτια απ’ το πιάτο. Τους κοίταξε σαν να μη θυμόταν.

“Απ’ το Βέλο είν’ η μάνα μου”, τους είπε.
“Πού είναι αυτό;”
“Αποκεί μεριά. Κόρινθο.”
“Μακριά είσαι απ’ τη μάνα σου”, του είπε η Γεωργία.
Εκείνος δεν απάντησε. Έσκυψε πάλι το κεφάλι στο πιάτο.

“Πού πας;” τον ρώτησε ο Ροδίτης.
“Να πολεμήσω”, είπε το Παιδί. Χωρίς να σηκώσει κεφάλι.

Σεβάστηκαν την πείνα του. Τον άφησαν να τελειώσει.

“Είσαι με τους κομμουνιστές;” τον ρώτησε μετά η Γεωργία.
“Είμαι μ’ αυτούς που συνεχίζουν να πολεμάνε.”
“Έχεις πιάσει ποτέ όπλο;” τον ρώτησε ο Ροδίτης.

Το Παιδί ντράπηκε για λίγο.
“Όχι. Δεν μου δίνουν ακόμα. Έχουν λίγα. Μόνο στους μεγάλους δίνουν. Ακόμα και σε γυναίκες. Αλλά εμένα δε μου δίνουν.”

Μάζεψε τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι. Τα έριξε στην παλάμη του και τα έφαγε. Μετά έκανε το σταυρό του και σηκώθηκε.

“Μείνε εδώ για το βράδυ, αν θες”, του είπε η Γεωργία. “Θα σου στρώσουμε κοντά στο τζάκι.”
“Ευχαριστώ. Αλλά πρέπει να φύγω τώρα που ‘χει σκοτάδι. Και δεν πρέπει να συνηθίζω τη ζέστη.”

Ο Ροδίτης τον ξεπροβόδισε.
“Μείνε αν θες”, του είπε κι εκείνος.
“Με περιμένουν.”
“Θα σας σκοτώσουν. Κι εσένα. Δεν θα λυπηθούν τα νιάτα σου.”
“Το ξέρω.”
Αυτό το είπε χαμογελώντας. Ο Ροδίτης σάστισε. Θυμήθηκε τους βίους αγίων που διάβαζε.
“Αλλά θα τους νικήσουμε”, είπε το Παιδί.
“Πώς θα τους νικήσετε αφού…”
“Θα πεθάνουμε ελεύθεροι, δεν το καταλαβαίνεις;”
Ο Ροδίτης δεν μπορούσε να μιλήσει.
“Γι’ αυτό πολεμάμε”, είπε το Παιδί.

Τον αγκάλιασε κι έφυγε. Ο Ροδίτης πήγε μέσα. Η Γεωργία είχε ακούσει. Έμενε με το μάγουλο κόκκινο απ’ τη φωτιά. Αλλά και το άλλο ήταν κόκκινο. Ο Ροδίτης στάθηκε όρθιος πίσω της, χωρίς να μιλάει.

~~

Λίγες μέρες μετά ένα κάρο στάθηκε πίσω απ’ την εκκλησία, στη μέση της πλατείας. Δόθηκε εντολή να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι, να δουν τι κουβαλούσε. Πήγε κι ο Ροδίτης με τη Γεωργία.

Το κάρο ήταν φορτωμένο πτώματα. Πάνω στον σωρό ήταν και το Παιδί, νεκρό. Τα χέρια του ανοιχτά. Σχημάτιζαν το σχήμα του σταυρού. Το κεφάλι γερμένο πίσω. Έμοιαζε με πιετά, όπως θα τη ζωγράφιζε ο Καραβάτζιο, όπως θα τη σκηνοθετούσε ο Παζολίνι.

Το πρόσωπό του κακοποιημένο. Στο πάνω χείλι δεν μπορούσες πια να μετρήσεις τις τρίχες. Υπήρχε ένα μουστάκι από ξεραμένο αίμα. Το ένα μάτι έλειπε, το άλλο ανοιχτό, θολό, μπαγιάτικο ψάρι.

Ο κόσμος κοιτούσε. Κανείς δεν μιλούσε. Ο πρόεδρος του χωριού πήρε να διαβάζει το χαρτί που του είχαν δώσει, τα λόγια που έπρεπε να πει.

Σταμάτησε μετά την πρώτη πρόταση. Το μάτι του παιδιού τον κοιτούσε, τους κοιτούσε όλους, όπου και να στέκονταν.

Ο μοναχογιός του προέδρου είχε σκοτωθεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον εσταυρωμένο στο κάρο. Του είχαν φτιάξει ένα κενοτάφιο.

Του σάλεψε του προέδρου. Άφησε το χαρτί, πήγε στο κάρο παραπατώντας κι είπε στον εσταυρωμένο: “Σε φέρανε, παιδί μου”. Κι έκανε να τον κατεβάσει.

Οι δύο Ράλληδες, που συνόδευαν τα πτώματα, πήγαν να τον εμποδίσουν.

“Αφήστε με”, φώναξε ο πρόεδρος, “θέλω να θάψω το παιδί μου.”

Του έπιασαν τα χέρια. Τότε όλοι οι κάτοικοι έκαναν ένα βήμα μπροστά, ταυτόχρονα, κλείνοντας τον κύκλο. Οι Ράλληδες ταράχτηκαν.

“Αυτός είναι ο άντρας μου”, είπε η χήρα Ωραιοζήλη κι έδειξε έναν άλλον νεκρό στο κάρο. Ο άντρας της είχε πεθάνει κάπου στην Αλμυρά Έρημο, μετά το Αφιόν Καραχισάρ, το ’22. “Δώστε τον μου, να τον θάψω.”

“Ο αδελφός μου”, είπε η κόρη της Ιοκάστης, που τον αδελφό της τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. “Αφήστε με να τον θάψω.”

“Ο πατέρας μου”, είπε ο Ορέστης. “Αφήστε με.”

Κι ο κλοιός όλο κι έκλεινε. Οι Ράλληδες έκαναν πίσω. Οι χωριανοί κατέβαζαν τα πτώματα των ανταρτών απ’ το κάρο και τα έπαιρναν.

Ο παπάς του χωριού, που εκείνου τον αδελφό τον είχαν σκοτώσει κομμουνιστές, μπήκε στη μέση.

“Λειτουργία για άθεους κι αντίχριστους φονιάδες δεν θα γίνει.” Έτσι φώναξε.
“Τότε θα τους θάψουμε άψαλτους”, είπε ο πρόεδρος.

Η Γεωργία σκούντηξε τον Ροδίτη.
“Μίλα”, του είπε. “Τι δε μιλάς;”

Ο Ροδίτης μίλησε: “Θα τους ψάλλω εγώ. Δεν έχω το χρίσμα, αλλά ο θεός θα με συγχωρέσει.”
“Καταραμένος θα ‘σαι”, του είπε ο παπάς. “Και θα μείνεις άθαφτος κι εσύ. Τους αφορισμένους δεν τους θάβουμε, και θα φροντίσω να σ’ αφορίσουν, Ροδίτη.”
“Θα έχω ελεύθερη την ψυχή μου, παπά Γιάννη. Γι’ αυτό πολεμάμε.”

Ο παπάς συνέχισε να καταριέται και να φωνάζει στους Ράλληδες να σταματήσουν τους αντίχριστους. Εκείνοι δεν τολμούσαν να πιάσουν τουφέκι. Ήταν πολύς ο κόσμος γύρω, οι σφαίρες δεν τους έφταναν.

Το κάρο άδειασε. Κάθε χωριανός, κάθε άντρας και γυναίκα, κάθε πατέρας και μάνα, κάθε γιος και κόρη, καθένας, όλοι, όλοι είχαν από έναν άθαφτο νεκρό.

Τόσα χρόνια διαρκούσε ο Πόλεμος, κι έμοιαζε πως δεν θα τέλειωνε, δεν θα τέλειωνε όσο οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να σκοτώνονται για του αφέντη το φαΐ, για το χρώμα της σημαίας, για το όνομα του θεού, για την τιμή του έθνους, για τα σιρίτια του στρατηγού, για τις γραμμές στον χάρτη, για ένα πουκάμισο αδειανό να σκοτώνονται και να σκοτώνουν.

Κουβάλησαν τα πτώματα στο νεκροταφείο, ένα χωριό μαζί. Χωρίς φέρετρα. Οι νεκροί περνούσαν από χέρι σε χέρι, κι από ώμο σε ώμο.

Σαν μπήκαν στο νεκροταφείο κατάλαβαν ότι θα χρειάζονταν φτυάρια. Έστειλαν τα παιδιά στα σπίτια, να φέρουν. Εκείνα έφυγαν σαΐτες.

Είπαν στον Ροδίτη ν’ αρχίσει το ψαλτήρι. Ξεκίνησε, αλλά δεν τον έβλεπαν όλοι, ούτε τον άκουγαν. Κάθε νεκρός ήταν σε άλλη μεριά του νεκροταφείου, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Του είπαν ν’ ανέβει κάπου ψηλά. Ο Ροδίτης σκαρφάλωσε σ’ ένα κυπαρίσσι κι άρχισε να ψέλνει από κει.

Τα παιδιά γύρισαν με φτυάρια κι αξίνες. Άνοιξαν τα κενοτάφια κι έβαλαν έναν κανονικό πτώμα εκεί όπου είχε θαφτεί αέρας, αναμνήσεις, ρούχα και κοσμήματα, ένα ρολόι, ένα καπέλο, δυο παπούτσια, τα στέφανα του γάμου, κι άλλα ειδώλια και κτερίσματα.

Ο Ροδίτης καταλήφθηκε από θρησκευτικό και ποιητικό οίστρο. Ανακάτευε ψαλμωδίες κι ομηρικές λέξεις, σοφίες του Σολομώντα και στίχους του Σολωμού, εικόνες της Αποκάλυψης και άσματα δημώδη για τον Διγενή.

Τέλειωσε λέγοντας: “Γι’ αυτό πολεμάμε. Για να πεθάνουμε με τα χέρια λυτά και την ψυχή ελεύθερη.”

Άπαντες έκαναν τον σταυρό τους κι έθαψαν τους νεκρούς τους. Μετά έφυγαν απ’ το νεκροταφείο. Ξαλαφρωμένοι, καθαρμένοι.

Δεν έγινε τραπέζι της κηδείας. Ο καθένας πήγε σπίτι του, να πιει σκέτο καφέ. Ο Ροδίτης αγκάλιασε τη γυναίκα του.

“Δεν θέλω να κάνουμε παιδιά”, της είπε. “Όχι ακόμα. Όχι όσο υπάρχει τόσος πόλεμος.”
“Τότε δεν θα κάνουμε ποτέ”, του είπε η Γεωργία.

Και πράγματι, δεν έκαναν.

~~{}~~

Εβδομήντα χρόνια μετά η Γεωργία είχε πεθάνει. Ο Ροδίτης περίμενε κι εκείνος τον θάνατο, χωρίς επίθετα κι επιρρήματα, σαν πρόταση του Χέμινγουεϊ.

Έπινα για πρώτη φορά καφέ με ταχίνι. Μου άρεσε. Και νόμιζα ότι είχε τελειώσει η ιστορία.

“Ξαναείδαμε το Παιδί στη…”, είπε ο Ροδίτης πηγαίνοντας προς την τουαλέτα.

Μέχρι να φτάσει, να κλείσει την πόρτα, να κάνει ό,τι έκανε, ν’ ακουστεί το καζανάκι κι η βρύση, μέχρι να βγει, να γυρίσει και να μιλήσει ξανά, είχα τελειώσει τον καφέ κι έπινα κατακάθια με ταχίνι.

“…Λέρο. Ήταν κορίτσι τότε.”

~~{}~~

Τους είχαν εξορίσει στη Λέρο. Δεν ήταν σε στρατόπεδο, αλλά σ’ ένα χωριό, το Πιτίκι, ορεινό, απόμερο και φτωχό, σαν εκείνο όπου έζησε ο Λέβι. Πρωτόγονο, σαν την Λουκανία.

Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι είχαν για μουσαφίρηδες φυλακισμένους κάποιους ανθρώπους μορφωμένους. Ο παπάς του χωριού, που ήταν ντόπιος γέρος κι ήξερε πέντε λέξεις, ζήτησε απ’ τον Ροδίτη να τον βοηθήσει στην εκκλησία.

Ο πρόεδρος ζήτησε απ’ τη Γεωργία ν’ ανοίξει το σχολείο. Είχαν δώδεκα παιδιά δημοτικού στο χωριό, αλλά δεν είχαν δάσκαλο.

Δέχτηκαν κι οι δύο. Δεν ήθελαν να πάνε χαμένες αυτές οι χαμένες μέρες τους. Όμως, όσο καλές προθέσεις και να είχαν έπεσαν κατά μέτωπο στον τοίχο της πραγματικότητας.

Οι εκκλησιάζοντες προσεύχονταν σ’ έναν θεό μισαλλόδοξο και μίζερο, που δεν χρειαζόταν πάνω από πέντε λέξεις.

Στο σχολείο πήγαιναν δώδεκα αγόρια. Η Γεωργία παραξενεύτηκε. Ρώτησε αν γεννούσαν μόνο σερνικά στο χωριό τους. Ο πρόεδρος της είπε ότι τα κορίτσια δεν χρειάζονταν να μάθουν τίποτα άλλο από οικοκυρικά κι αγροτικά.

“Να γεννάνε, να μαγειρεύουν και να καθαρίζουν, να βοηθάνε στο χωράφι”, της είπε.
Αυτός ήταν ο προορισμός της γυναίκας. Μέχρι που να πεθάνει. Τα γράμματα ήταν για τ’ αγόρια, κι όχι πολλά, ίσα να διαβάζουν και να μετράνε.

Η Γεωργία αγανακτούσε.
“Είναι δυνατόν;” έλεγε στον Ροδίτη. “Μπήκαμε στη δεκαετία του εβδομήντα.”
“Αυτοί μάλλον είναι σε προηγούμενη δεκαετία. Μη σου πω κι αιώνα.”
“Μη μου πεις, μη μου πεις.”

Ένα μήνα μετά από τότε που πήγαν στο Πιτίκι, κι ενώ διάβαζαν στο φως της λάμπας, ένιωσαν βήματα να σέρνονται στην αυλή. Κι ένα χτύπημα, δισταχτικό, στην πόρτα.

Άνοιξε η Γεωργία. Ήταν ένα κοριτσάκι του χωριού, την είχε παρατηρήσει που τους παρακολουθούσε.

“Θέλω να σας πω”, είπε στη Γεωργία και την έβαλαν μέσα.

Ήταν σχεδόν παιδί και λίγο γυναίκα. Μόλις που είχαν αρχίσει να φουσκώνουν τα βυζιά της. Τους είπε ότι ήθελε να πάει κι εκείνη στο σχολείο. Αλλά δεν την άφηνε ο κύρης της.

“Κι αν δεν σ’ αφήνει πώς θα έρθεις;” τη ρώτησε η Γεωργία.
“Να, είπα… Να ‘ρχομαι εδώ.”

Της άρεσε της Γεωργίας. Το κρυφό σχολειό. Όμως πώς θα δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο στους γονείς της;

“Βελονάκι ξέρεις;” ρώτησε το παιδί.
“Βελονάκι;”
“Ναι, βελονάκι”, κι έκανε παντομίμα ότι πλέκει.
“Α, τσιγκελάκι.”
“Ναι.”
“Λίγο.”
“Ωραία. θα ‘ρχεσαι εδώ κάθε απόγεμα να σε μαθαίνω βελο… Τσιγκελάκι.”
“Μα δεν θέλω τσιγκελάκι. Γράμματα θέλω να διαβάζω και να γράφω.”

Η Γεωργία της εξήγησε να καταλάβει. Η ίδια ήξερε βελονάκι. Θα πήγαινε η μικρή, τάχα να της δείξει, και θα της μάθαινε γράμματα.

Το κορίτσι καταχάρηκε. Οι γονείς συμφώνησαν, να φτιάξει τα προικιά της. Το άλλο απόγευμα πήγε στο κρυφό σχολειό -κουβαλώντας κλωστή και τσιγκελάκι.

Όση ώρα μάθαινε την αλφάβητο, ορθογραφία-γραμματική-συντακτικό, η Γεωργία περνούσε θηλιές. Όταν ερχόταν η ώρα να φύγει έπαιρνε μαζί της το εργόχειρο, ως απόδειξη της μαθητείας της.

“Πώς τα πάει το παιδί;” τη ρώτησε μετά από κάμποσο καιρό ο Ροδίτης.
“Σφουγγάρι.”
“Τόσο καλή;”
“Το παλεύει με όλη της τη δύναμη. Αλλά, η αλήθεια είναι, ότι δεν τα πάει καλά με τους κανόνες. Τους μαθαίνει, αλλά μετά κάνει ό,τι θέλει.”
“Ε, θα γίνει συγγραφέας. Αυτοί όλα ανάποδα τα κάνουν, αλλά τα κάνουν ωραία.”

Η μικρή είχε άλλα όνειρα. Ήθελε να γίνει δασκάλα. Να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Και μετά να γυρίσει στο νησί να κάνει μάθημα μόνο στα κορίτσια.

“Θα σ’ αφήσουν να φύγεις;” τη ρώτησε η Γεωργία.
“Δεν θα τους ρωτήσω. Αρκεί να γίνω δεκαοκτώ, να βγάλω ταυτότητα να μπορώ. Και θα φύγω. Δεν θα τους ρωτήσω.”

~~

Δυο χρόνια κράτησε το κρυφό σχολείο. Η Χούντα κόντευε να πέσει. Τότε οι γονείς της κανόνισαν γάμο. Ήταν δεκατέσσερα, έτοιμη να γκαστρωθεί, να γεννήσει, να προσέχει το σπίτι της.

Η μικρή πήγε στο σπίτι της δασκάλας, χωρίς να κλαίει, με τις γροθιές σφιγμένες. Δεν ήθελε άντρα, ούτε παιδιά. Ζήτησε απ’ τη Γεωργία να παρέμβει. Εκείνη δεν δίστασε καθόλου -αν και ήξερε την κατάληξη.

Ο Ροδίτης πήγε μαζί της να την στηρίξει. Ο πατέρας του κοριτσιού εξοργίστηκε, αλλά δεν ξαφνιάστηκε.

“Το ‘ξερα”, τους είπε. “Το ‘χα καταλάβει. Αλλά την αγαπώ, γι’ αυτό την άφηνα να ‘ρχεται σε σας. Εντάξει, καλά ήταν. Έμαθε αυτά που ήταν να μάθει, φτάνουν τώρα τα παιδιακίσια.  Τώρα θα γίνει γυναίκα. Καλύτερο γαμπρό απ’ τον γιο του Πιατέλα δεν θα βρει ούτε σε χίλια χρόνια.”

“Μπορεί να καταφέρει πολλά”, του είπε η Γεωργία.
“Τι να καταφέρει;” έκανε ο πατέρας. “Να μείνει στέρφα σα του λόγου σου;”

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και τσάκισε τα κόκαλα της Γεωργίας. Ο Ροδίτης πήγε να βοηθήσει, να παινέψει το παιδί. Πόσο έξυπνη ήταν, ότι θα μπορούσε να σπουδάσει και μετά αν ήθελε να…

“Είστε ξένοι”, του είπε ο πατέρας. “Τι κι αν είστε μορφωμένοι; Σας βοήθησε σε κάτι; Τρώτε χάρη σε μας, τ’ αποφάγια μας τρώτε. Οι τελευταίοι του τελευταίου χωριού είστε. Τίποτα, τιποτένιοι, δεν έχετε ούτε μια γίδα, ένα κεραμίδι, ένα παιδί. Τίποτα.”

Ο Ροδίτης πήγε να μιλήσει. Ο πατέρας δεν τον άφησε. Του έδειξε την πόρτα. Μόνο αυτό.

Στην επιστροφή δεν μιλούσαν. Μόνο κάποια στιγμή η Γεωργία κατάφερε να πει τρεις λέξεις:
“Παντού είμαστε ξένοι.”
Και κλείστηκαν στο σπίτι.

~~

Λίγες μέρες μετά άκουσαν φωνές και κλάματα απ’ την πλατεία. Βγήκαν να μάθουν τι είχε συμβεί. Τους είπε ο παντοπώλης. Το Παιδί είχε βουτήξει απ’ τον γκρεμό της Μοιράρισσας.

Είχε ανέβει στο ξωκλήσι της Παναγιάς της Καβουράδαινας. Να κατέβεις από εκεί στη θάλασσα δεν μπορούσες. Μόνο με βάρκα πήγαινες. Κι είχε πέσει κάποτε να πνιγεί η Μοιράρισσα για να νικήσει τον διάολο. Έτσι έλεγε ο μύθος.

Η Γεωργία με τον Ροδίτη έτρεξαν στο ξωκλήσι, όπως και το υπόλοιπο χωριό.

Κάτω χαμηλά, ήταν το σώμα του Παιδιού. Είχε πέσει ανάσκελα στα βράχια. Γύρω απ’ το κεφάλι της υπήρχε ένα στεφάνι από αίμα. Κοιτούσε τον ουρανό με θολά μάτια. Τα χέρια της ήταν ανοιχτά.

“Άλλος ένας εσταυρωμένος”, είπε ο Ροδίτης.

Η φωνή του ακούστηκε πάνω απ’ την ησυχία. Ο πατέρας του κοριτσιού τους είδε κι έκανε να τους ορμήσει. Τον κράτησαν οι συγχωριανοί του.

“Εσείς φταίτε!” τους χτύπησε με τα λόγια. “Φονιάδες. Αν την αφήνατε, αν μας αφήνατε, τώρα η κόρη μου θα ‘ταν ζωντανή. Τώρα θα είχαμε γάμο, όχι κηδεία. Εσείς, φονιάδες.”

Η Γεωργία κοίταξε για μια τελευταία φορά το σκοτωμένο παιδί. Έπειτα αφέθηκε να την τραβήξει ο Ροδίτης προς το σπίτι.

“Έχει δίκιο”, είπε σαν μπήκαν. “Θέλαμε να τη βοηθήσουμε. Τη βοηθήσαμε να σκοτωθεί. Τι της δώσαμε;”
“Πέθανε ελεύθερη”, είπε ο Ροδίτης. “Η άλλη ζωή θα ‘ταν μόνο θάνατος και σκλαβιά.”
“Θα συνήθιζε. Θα ζούσε.”
“Μην την προσβάλλεις. Δεν θα συνήθιζε ποτέ. Δεν θα γινόταν αυτό που θέλανε. Γι’ αυτό πολεμούσε. Για να ζήσει ελεύθερη, έτσι όπως ήθελε να ζήσει. Και τους νίκησε.”

Η Γεωργία τη φαντάστηκε στην άκρη του γκρεμού της Μοιράρισσας, λίγο πριν πέσει. Να χαμογελάει όπως το άλλο Παιδί, είκοσι πέντε χρόνια πίσω.
“Γι’ αυτό πολεμάμε. Για να πεθάνουμε με τα χέρια λυτά.”

Χώθηκε στον κόρφο του Ροδίτη, αλλά δεν έκλαψε. Μύρισε τον ιδρώτα του.

“Νομίζω”, του είπε από κει μέσα, “ότι είναι μαζί. Εκείνο το αγόρι απ’ το Βέλο. Και το κορίτσι απ’ το Πιτίκι. Έχουν τα χέρια τους τυλιγμένα στην πλάτη του άλλου. Και κοιτιούνται στα μάτια. Αγαπιούνται.”

Ξέχωσε το κεφάλι της.
“Νομίζω ότι αυτά τα δυο παιδιά είναι οι πιο ελεύθεροι άνθρωποι που γνώρισα. Θα ήθελα να είναι δικά μου παιδιά.”

~~{}~~

Ένιωθα το κατακάθι με το ταχίνι στον λαιμό. Ο νουνός είχε σταματήσει να μιλάει. Τι παραπάνω να πει;

Σηκώθηκα να φύγω. Αλλά στάθηκα λιγάκι.

“Με ρώτησες αν πιστεύω στον θεό, νουνέ.”
“Το έκανα.”
“Και σου απάντησα. Αλλά θέλω να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι.”
“Σ’ ακούω, γιε μου.”
“Εσύ πιστεύεις ακόμα στον άνθρωπο;”

Ο Ροδίτης απάντησε χωρίς καθόλου να σκεφτεί.
“Στον άνθρωπο γενικά κι αόριστα δεν πιστεύω. Ούτε στην ανθρωπότητα, ούτε τίποτα τέτοιο. Δεν μ’ αρέσει η στατιστική. Δεν συμπαθώ τα πλήθη. Αλλά πιστεύω. Πιστεύω σ’ έναν άνθρωπο.”
“Σε ποιον;”
“Σ’ εκείνον που ζει και πεθαίνει με τα χέρια λυτά.”

Χαιρέτησα κι έφυγα. Κατέβηκα με τα πόδια ως το ποτάμι. Εκείνο συνέχιζε να ρέει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα πρόσωπα της φωτογραφίας είναι από εδώ