“WILL not be televised, WILL NOT BE TELEVISED”
Gil Scott-Heron
“ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος.”
Αποκάλυψη Ιωάννη, 22,13
~~~~~~~~
Την πρώτη φορά που είδε τους αγγέλους ήταν δεκαεννιά χρονών. Του μίλησαν απ’ την τηλεόραση.
Ο Κάππα ακολούθησε τις οδηγίες τους. Πήγε στο μπάνιο και ξύρισε το κεφάλι του. Μετά ξεντύθηκε και φόρεσε ένα σεντόνι. Βγήκε στο δρόμο ξυπόλητος. Του είχαν πει ότι αυτό ήταν αναγκαίο για να περάσει στο επόμενο στάδιο.
Ο περιπτεράς ήταν που τον είδε πρώτος. Πήρε τηλέφωνο τη μάνα του Κάππα. Εκείνη άφησε το μαγαζί ξεκλείδωτο και πήγε τρέχοντας να τον μαζέψει. Ήλπιζε ο γιος της να γλιτώσει, αλλά πάντα το είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της, σχεδόν το ήξερε ότι θα συμβεί.
~~
Ο Κάππα είχε πολλή τρέλα στο αίμα του. Ο πατέρας του ήταν διπολικός. Σε μια κρίση μανίας είχε φύγει απ’ το σπίτι. Τον εντόπισαν μετά από δύο χρόνια στο λιμάνι του Άμστερνταμ. Άστεγος και πλανόδιος μουσικός. Δεν ήθελε να γυρίσει. Είπε ότι προετοίμαζε την άφιξη.
Η γιαγιά του Κάππα, απ’ τη μεριά του πατέρα, ήταν κι εκείνη τρελή, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Μπήκε στην εκκλησία του χωριού κι έσφαξε τον παπά σαν κατσίκι. Οι άγγελοι της είχαν πει να το κάνει.
~~
Η Μι δεν ήξερε το ιστορικό τρέλας του άντρα της. Τα έμαθε πολύ μετά, όταν πλέον ήταν αργά. Πάντα το σκεφτόταν, πάντα το φοβόταν, ότι ο Κάππα θα γινόταν σαν τους προγόνους του.
Τον βρήκε στον δρόμο, με ξυρισμένο κεφάλι, λίγο αίμα έτρεχε στο κρανίο του, και με μάτια γυάλινα. Προσπάθησε να τον πάρει σπίτι, αλλά εκείνος δεν άκουγε.
“Μου είπαν να φύγω μακριά σου”, της φώναζε.
Όταν πήγε το περιπολικό ο Κάππα τους επιτέθηκε. Τον μπουζούριασαν, αφού τον έδωσαν το ξύλο που του αναλογούσε.
Δεν έγινε δίκη. Τον έστειλαν απευθείας στο ψυχιατρείο. Εκεί ο Κάππα ήταν πολύ συνεργάσιμος. Προσποιήθηκε ότι δεν είχε δει τίποτα. Ο ψυχίατρος έγραψε ότι ήταν άτομο με πολύ υψηλό IQ.
Τον κράτησαν μέσα πέντε χρόνια. Βγήκε μόνο όταν παραδέχτηκε ότι είχε δει τους αγγέλους. Ήταν κάτι σαν το Catch22. Αν παραδέχεσαι την τρέλα σου δεν είσαι τρελός.
Μόλις βγήκε μετακόμισε κι έμεινε μόνος. Βρήκε δουλειά. Έγινε δύτης που μάζευε τις μπάλες του γκολφ. Αυτό έκανε. Κάποια στιγμή γνώρισε και μια Ρωσίδα ξεναγό, την Νι. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν, κι όλα ήταν καλά. Ο Κάππα έπαιρνε τα χάπια του και ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Αλλά οι άγγελοι τον περίμεναν.
~~
Στην οδό Βαφοπούλου, κοντά στο νέο του σπίτι, υπήρχε ένα μαγαζί που πουλούσε παιχνίδια. Όχι τα συνηθισμένα κινέζικα. Είχε χειροποίητα και ιδιαίτερα παιχνίδια, απ’ αυτά που θα έπαιρνε ένας χίπστερ μπαμπάς στο χίπστερ παιδί του.
Στη βιτρίνα του μαγαζιού είχαν για διακόσμηση μια μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση, από εκείνες του προηγούμενου αιώνα με την ενσωματωμένη κεραία. Οι ιδιοκτήτες την άφηναν ανοικτή τα βράδια, να δείχνει χιόνια και παράσιτα.
Ο Κάππα πάντα κοιτούσε απ’ την άλλη όταν περνούσε μπρος απ’ το παιχνιδάδικο. Τον τρόμαζε εκείνη η οθόνη. Δεν ήθελε να περάσει ξανά επεισόδιο όπως εκείνο της νιότης του. Του άρεσε να είναι φυσιολογικός, όσο φυσιολογικός είναι ένας ενήλικας που ψάχνει για μπάλες του γκολφ στις λίμνες και φοράει καουμπόικο καπέλο.
Αυτό ήταν το φετίχ του. Ένα δερμάτινο καπέλο που το είχε αγοράσει από έναν Τεξανό πελάτη του Sani Resort. Ο Κάππα δεν πήγαινε πουθενά χωρίς το καπέλο του. Ήταν ο Καουμπόης του Ντεπώ, έτσι τον έλεγαν κρυφά. Και το ήξερε
~~
Ήταν η πρώτη μέρα του Δεκέμβρη. Μετά από ένα φθινόπωρο που θύμιζε άνοιξη ξεκίνησε να φυσάει ο Βαρδάρης. Οκτώ μποφόρ στα καλά καθούμενα, η θερμοκρασία έπεσε δέκα βαθμούς και ψόφησαν οι χοντρόμυγες.
Ο Κάππα βγήκε απ’ την πολυκατοικία με το τζιν μπουφάν κι ένιωσε το απρόσμενο κρύο, αλλά βιαζόταν. Το έκλεισε με τα δύο χέρια και προχώρησε. Έπρεπε ν’ αγοράσει σοκολάτα με κακάο 85%
Η Νι ήταν έγκυος. Είχε μπει στον ένατο μήνα κι όλη την ώρα της μύριζαν φαγητά.
“Θέλω σοκολάτα με ογδόντα πέντε κακάο”, του είπε μ’ εκείνη τη ρώσικη προφορά που πάντα τον έκανε να ερεθίζεται.
Αποφάσισε να πάει να της πάρει, σαν καλός σύζυγος που ήταν, αλλά έχοντας σαν δεύτερη σκέψη το σεξ. Η Νι είχε γίνει ακόμα πιο όμορφη στην εγκυμοσύνη. Είχε βάλει λίγα κιλά, τα βυζιά της είχαν φουσκώσει, κι έλαμπε, όλο σλάβικη υγεία και ορμόνες.
Έσφιξε το μπουφάν πάνω του και προχώρησε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μόλις έστριψε στη Βαφοπούλου, που έχει βόρειο προσανατολισμό, του ήρθε η πρώτη ριπή οκτώ μποφόρ. Έσκυψε το κεφάλι για να μην του φύγει το καπέλο.
Περπάτησε έτσι για λίγο, παρατηρώντας τα κλαδιά που είχε ρίξει ο άνεμος. Τη στιγμή που περνούσε μπροστά απ’ το χίπστερ παιχνιδάδικο έγινε μια αδικαιολόγητη παύση. Απ’ τα οκτώ έπεσε στην νηνεμία. Αυτό δεν το ένιωσε, πιο πολύ το άκουσε. Γιατί η Βαφοπούλου είναι γεμάτη θεόρατα πλατάνια, έξι ορόφους ψηλά. Κι όσο φυσούσε τα φύλλα κροτάλιζαν. Έπειτα, ξαφνικά, σιγή πιο εκκωφαντική από έκρηξη.
Ο Κάππα σήκωσε το κεφάλι να δει, τρομαγμένος σαν να ξυπνούσε από υπνοβασία. Έτσι λένε ότι συμβαίνει και με τους ναύτες στα υπεραντλαντικά ταξίδια, όταν σβήνουν αναπάντεχα οι μηχανές.
Κοίταξε πάνω. Δεν κουνιόταν ούτε ένα φύλλο. Ανατρίχιασε ως τα σπλάχνα. Κάτι συνέβαινε. Πριν προλάβει να σκεφτεί τη γυναίκα του και το αγέννητο παιδί του, ο άνεμος επανήλθε. Ένα φύσημα και του πήρε το καπέλο απ’ το κεφάλι.
Ο Κάππα γύρισε να το πιάσει και είδε την οθόνη της ασπρόμαυρης τηλεόρασης στο παιχνιδάδικο. Δεν έδειχνε πια χιόνια.
Ήταν ο ένας απ’ τους αγγέλους που είχε δει παλιότερα. Ο χρυσός άγγελος στην ασπρόμαυρη οθόνη. Του έκανε νόημα να πλησιάσει. Πήγε κοντά. Δεν άκουγε. Έπιασε μια πέτρα και την πέταξε στη τζαμαρία. Το κρύσταλλο ράγισε, αλλά δεν έσπασε.
Έψαξε γύρω. Στα σκουπίδια είχαν παρατήσει τα μπάζα από κάποια ανακαίνιση. Υπήρχε μια ολόκληρη χέστρα εκεί, από ατόφια πορσελάνη. Τη σήκωσε με δυσκολία και τρέχοντας την έριξε στο τζάμι. Το έσπασε.
Έξω είχε αρχίσει να γίνεται σούσουρο. Γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια, κοιτούσαν, κάποιοι φώναζαν, κάποιοι τηλεφωνούσαν.
Ο Κάππα δεν τους έδωσε σημασία. Μπήκε στο μαγαζί κι έκατσε μπροστά στη τηλεόραση, μπροστά στον χρυσό άγγελο.
~~
Η αστυνομία ήρθε ταυτόχρονα με τους ιδιοκτήτες. Ο Κάππα δεν αντιστάθηκε, δεν έτρεξε να φύγει. Είπε ότι του φάνηκε πως είδε φωτιά μέσα στο μαγαζί, αλλά είχε κάνει λάθος. Ζήτησε συγνώμη και τους είπε ότι θα πλήρωνε ό,τι ήθελαν για το τζάμι.
Οι αστυνομικοί ήταν λιγάκι καχύποπτοι, αλλά οι ιδιοκτήτες δεν έκαναν μήνυση, οπότε το θέμα τέλειωσε.
Όταν γύρισε σπίτι μπήκε στο ίντερνετ κι έγραψε τους αριθμούς που του είχε πει ο άγγελος.
41,2832615409
23,0341076486
“Μου πήρες τη σοκολάτα ογδόντα πέντε;” τον ρώτησε η Νι απ’ την κρεβατοκάμαρα.
“Σου ‘χω κάτι καλύτερο”, της είπε εκείνος. “Φεύγουμε εκδρομή στη Κερκίνη.”
~~
Έμειναν στα Άνω Πορόια. Έφαγαν βουβαλίσιο τυρί, έκαναν σεξ και κοιμήθηκαν, αφού ο Κάππα διάβασε στην κοιλιά της Νι λίγες σελίδες απ’ τον Μικρό Πρίγκηπα.
Την επομένη σηκώθηκε πολύ πρωί κι άφησε μήνυμα ότι πήγαινε να φέρει φαΐ. Με το κινητό στο χέρι βρήκε ακριβώς το σημείο. Ήταν στο δάσος, δέκα λεπτά περπάτημα. Εκεί, κάτω από μια βελανιδιά, είχε φυτρώσει ένα μωβ μανιτάρι, μοναχικό σαν τρελός άνθρωπος ανάμεσα στους λογικούς. Το έκοψε και γύρισε στο δωμάτιο.
Καθώς ετοίμαζε το πρωινό της Νι ακούμπησε τον δείκτη του στα ελάσματα του μανιταριού, κάτω απ’ το καπέλο. Κοίταξε τη ρώγα του δακτύλου του. Δεν φαινόταν τίποτα, αλλά εκείνος ήταν βέβαιος ότι υπήρχε. Έβαλε το δάκτυλο στον χυμό της Νι. Και της τον σέρβιρε.
“Πιες τον γρήγορα”, της είπε. “Φεύγουν οι βιταμίνες.”
Μόλις άδειασε το ποτήρι της το πήρε και το έπλυνε. Πέταξε το μωβ μανιτάρι στα σκουπίδια.
~~
Μέχρι τότε δεν είχαν ετοιμάσει το παιδικό δωμάτιο. Η Νι, πριν μερικά χρόνια, είχε γεννήσει το έμβρυο νεκρό, στον τελευταίο μήνα. Χρειάστηκε πολύ θάρρος για να ξαναπροσπαθήσει, αλλά αυτή τη φορά ήθελε να περιμένει μέχρι το τέλος.
Αμέσως μόλις επιστρέψαν απ’ την Κερκίνη ο Κάππα ξεκίνησε να το φτιάχνει. Είχε την ιδέα να το κάνουν μωβ. Ήξεραν ότι θα είναι κορίτσι, αλλά δεν ήθελε το κλασικό ροζ. Η Νι δεν νοιαζόταν. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να γεννήσει το μωρό της. Άφησε τον Κάππα να κάνει ό,τι θέλει και υποσχέθηκε ότι θα το έβλεπε μόνο όταν θα γυρνούσε απ’ την κλινική.
Τις τελευταίες μέρες ο Κάππα τις πέρασε κλεισμένος στο δωμάτιο, προετοιμάζοντας την άφιξη.
~~{}~~{}~~{}~~
Το φως είχε αλλάξει. Ή μπορεί να είχε αλλάξει ο τρόπος που έβλεπε. Την τελευταία βδομάδα της εγκυμοσύνης το σκεφτόταν συχνά αυτό. Καμιά απ’ τις άλλες έγκυες και μαμάδες που ήξερε δεν θυμόταν να είχε νιώσει κάτι ανάλογο.
Μιλούσαν για φαγούρες, καούρες και λιγούρες, για κράμπες και πόνους στη μέση. Καμία δεν είχε παραπονεθεί για αλλαγή στον φωτισμό.
Η Νι έφτασε στο σημείο να κάνει την παρανοϊκή σκέψη ότι ο άντρας της είχε αλλάξει όλες τις λάμπες του σπιτιού. Όμως καταλάβε ότι της φαινόταν διαφορετικό και το φως του ήλιου -ακόμα περισσότερο το σεληνόφωτο.
Ο νυχτερινός ουρανός δεν ήταν μαύρος ή prussian blue, εκείνο το τόσο σκούρο μπλε, το τσόμνιι σίνιι που έλεγαν στην Αγία Πετρούπολη. Ο ουρανός το βράδυ ήταν φιολέτοβιι, ήταν μωβ.
Η γυναικολόγος της σύστησε να δει οφθαλμίατρο. Εκείνος της έδωσε το τηλέφωνο μιας ψυχολόγου.
Η ψυχολόγος της μίλησε για τη επιλόχεια κατάθλιψη. Η Νι δεν ένιωθε άσχημα. Ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής της. Μόνο που όλα ήταν μωβ.
Όλα πλέον, γιατί μέρα με τη μέρα κάθε κόκκινο και κάθε μπλε γινόταν ιώδες. Όχι απλώς μωβ, αλλά ακτινοβόλο ιώδες ή κάτι άλλο που θύμιζε το black light. Ένα απροσδιόριστο χρώμα, πιο πέρα απ’ το φάσμα.
Η ψυχολόγος δεν ήξερε τι να πει. Τη ρώτησε για τη σχέση της με τη μητέρα της.
Ο Κάππα δεν φαινόταν ν’ ανησυχεί. Της έλεγε ότι όλ’ αυτά θα άλλαζαν με τη γέννα. Της έλεγε ότι όλα θ’ άλλαζαν. Τη ρωτούσε αν πονούσε, μήπως ένιωθε αδιάθετη. Η Νι δεν είχε κανένα πρόβλημα. Μόνο εκείνο το ξένο χρώμα.
~~
Τα νερά έσπασαν στις 22 Δεκεμβρίου, μια νύχτα με πανσέληνο. Όλα ήταν φυσιολογικά, οι διαστολές, ο πόνος, όλα κανονικά. Γέννησε φυσικά και με έναν πόνο στις 06:19 π.μ. -ακριβώς στο χειμερινό ηλιοστάσιο και μέρα Κυριακή.
Η Νι κράτησε την ανάσα της και προσευχήθηκε στην Μπογκαρόντιτσα, τη Μητέρα του Θεού, τη Παναγία. Σαν άκουσε το κλάμα του μωρού της γέλασε. Αυτή ήταν η ευτυχία.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάλαβε ότι ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το κλάμα του μωρού, κι εκείνο είχε σταματήσει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τους γιατρούς και τους νοσοκόμους να έχουν μαζευτεί γύρω απ’ τ’ ανοιχτά της πόδια, γύρω απ’ το μωρό που κρατούσε η γυναικολόγος.
Το κοιτούσαν με τόσο θαυμασμό που για λίγο της φάνηκε ότι θα ξεκινούσαν οι άγγελοι να ψέλνουν το Bogoroditse, devo του Ραχμάνινωφ. Κι ότι θα έμπαιναν οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι, σμύρνα κι αφανισμός.
Τους ζήτησε να της δείξουν την κόρη της. Η γιατρός την άφησε ευλαβικά στην αγκαλιά της.
Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει. Κι είχε χρυσό δέρμα.
Ήταν σαν δώρο απ’ τους θεούς, ήταν σαν θεά.
Οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι γονάτισαν για να τιμήσουν την άφιξη Της.
~~{}~~
Στο σπίτι γύρισαν τρεις μέρες μετά.
Ο Κάππα την πήγε να δει το παιδικό δωμάτιο. Ήταν όλο μωβ, ιώδες, εκείνο το ξένο φως. Οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν μαύρες με τρύπες απ’ όπου έμπαινε το φως του ήλιου και τις έκανε να μοιάζουν με αστέρια. Στο πάτωμα λαμπύριζαν λωρίδες από κόκκινο.
Η Νι άφησε το νεογέννητο κάτω. Εκείνο στάθηκε όρθιο. Ο Κάππα κι η Νι προσκύνησαν το βρέφος.
Και το βρέφος μίλησε και είπε:
“Ωσαννά.
Μακάριοι εκείνοι που προετοίμασαν την άφιξη μας.
Εγώ δεν είμαι μία, είμαι ο λαός μας, είμαστε ο κόσμος μου.
Δεν είμαι η άφιξη, είμαστε η έναρξη της άφιξης.
Όσα γνωρίζετε θα σταματήσετε να τα γνωρίζετε.
Όσα ζείτε θα σταματήσετε να τα ζείτε.
Τίποτα δεν θα είναι ίδιο ξανά.
Αυτό είναι το τέλος και η αρχή.
Εγώ είμαστε το τέλος και η αρχή,
εμείς είμαι το Ωμέγα και το Άλφα.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~“““`