“But it’s not the fall that hurts
It’s when you hit the ground”
Ceasars
“I said you wanna be startin’ somethin’
You got to be startin’ somethin'”
Michael Jackson
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν ένας αποτυχημένος μεσήλικας με χάλια κούρεμα.Καθόταν στο ημιυπόγειο που είχε νοικιάσει πριν μερικές μέρες, όταν η γυναίκα του τον έδιωξε απ’ το σπίτι.
Δεν είχε αδειάσει τις κούτες. Δεν είχε καν στρώσει το κρεβάτι. Κοιμόταν στο στρώμα, πάνω στους λεκέδες. Η προηγούμενη νοικάρισσα ήταν μια γριά που πέθανε μόνη και κατουρημένη. Ο Δέλτα πίστευε ότι το ίδιο θα πάθαινε κι εκείνος. Πριν να γεράσει.
~~~~~~~
Το ζενίθ της ζωής του ήταν η πρώτη του ατομική έκθεση. Ναι, αν μπορούσε να ζει μία μόνο νύχτα για πάντα θα επέλεγε εκείνη, στις 22 Δεκεμβρίου του 2002.
Στα εγκαίνια όλοι ήταν ενθουσιασμένοι. Έλεγαν ότι ο Δέλτα είχε αυτό το “κάτι”. Η γκαλερί πούλησε δέκα απ’ τους πίνακες του, σε πολύ καλή τιμή. Ένας κριτικός τέχνης, γνωστός για τις κανιβαλιστικές του τάσεις, του είχε πει ότι ήταν η καλύτερη έκθεση πρωτοεμφανιζόμενου απ’ την πρώτη του Ματίς στη γκαλερί Βολλάρ.
“Αγαπώ τον Ματίς”, είχε πει ο Δέλτα.
“Όλοι αγαπούν τον Ματίς”, είπε απαντήσει ο Χάνιμπαλ. “Τον Ματίς και τον Σοπέν.”
Δεν ένιωθε να πατάει στη γη εκείνη τη βραδιά. Είχε βγάλει φτερά. Και καθώς πετούσε, σαν να ήταν σε πίνακα του Σαγκάλ, συνάντησε την Άλφα.
Το ίδιο βράδυ έκαναν έρωτα. Όταν την πήρε ο ύπνος, ο Δέλτα έπιασε τις μπογιές του και τη ζωγράφισε γυμνή στο κρεβάτι, σαν το Ροζ Γυμνό του Ματίς.
“Δεν κοιμάσαι;” τον ρώτησε η Άλφα λίγο πριν το ξημέρωμα.
“Δεν θέλω να κοιμηθώ. Δεν θέλω να ξανακοιμηθώ ποτέ. Ζω την απόλυτη ευτυχία.”
“Έλα να τη μοιραστούμε.”
Έκαναν έρωτα ξανά. Μετά, κοιτώντας το ταβάνι, ο Δέλτα είπε: “Θα μπορούσα να πεθάνω τώρα.”
Κι αποκοιμήθηκε, τερματίζοντας έτσι την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του, αρχίζοντας την κάθοδο.
~~
Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε πεθάνει τότε. Αυτό σκεφτόταν, δεκαοκτώ χρόνια μετά, ξαπλωμένος στο κατουρημένο στρώμα, μόνος, αποτυχημένος -και με χάλια κούρεμα.
Η νύχτα της πρώτης του έκθεσης ήταν όπως η βραδιά των Γκράμι 1984 για τον Μάικλ Τζάκσον.
Ο Δέλτα δεν αγαπούσε τον Σοπέν, προτιμούσε φανατικά τον βασιλιά της ποπ. Η πρώτη κασέτα που είχε αγοράσει ήταν το Thriller.
Από τότε παρακολουθούσε την πορεία του. Με το Thriller κέρδισε ό,τι βραβείο υπήρχε κι έγινε ο πρώτος αφροαμερικάνος που ξεπερνούσε σε πωλήσεις τους Beatles και τον Έλβις. Έμοιαζε σχεδόν σαν ύβρις μια τόσο μεγάλη επιτυχία.
Έπειτα άρχισε η κάθοδος. Το ατύχημα με τη φωτιά που του στοίχισε τα μαλλιά του, η αρρώστια του δέρματος, οι κατηγορίες για παιδεραστία, οι πόνοι και τα βαρβιτουρικά. Ο θάνατος.
Ο Δέλτα έκλαψε εκείνη τη μέρα του 2009, όχι μόνο για τον Μάικλ, αλλά και για τον εαυτό του. Γιατί είχε αποδεχτεί πλέον ότι δεν θα τα καταφέρει.
~~~~
Η δική του πτώση ξεκίνησε την επομένη της έκθεσης. Ο Χάνιμπαλ είχε γράψει ανάμεσα σε άλλα: “Όλοι αγαπούν τον Ματίς και τον Σοπέν. Τόσο που έχει καταντήσει κλισέ.”
Δεν ξαναπούλησε πίνακα. Τα λεφτά που είχε βγάλει απ’ την πρώτη εξανεμίστηκαν σε δύο χρόνια. Βρέθηκε παντρεμένος με την Άλφα, μ’ ένα μωρό, κι άφραγκος
Απογοητεύτηκε και σταμάτησε να ζωγραφίζει. Ξεκίνησε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού. Εκεί πουλούσε τον χρόνο του, πουλούσε το σώμα του, την ψυχή του.
Δεν υπήρχε κανένας πίνακας του σε μουσείο ή σε γκαλερί. Ο μόνος που μπορούσες να δεις ήταν σ’ ένα κουλτουριάρικο μπαράκι. Και το χειρότερο: Τον είχαν στην τουαλέτα. Ό,τι απέμεινε απ’ την καριέρα του το έβλεπαν οι θαμώνες του Ωραίον Ντεπώ καθώς στέγνωναν τα χέρια τους. Τουλάχιστον δεν κατουρούσαν.
~~
Πέρα απ’ τη ζωγραφική, πέρα απ’ την τέχνη του, τι είχε κάνει; Τίποτα.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της έγγαμης συμβίωσης ήταν όταν έδειξε στον έφηβο γιο του, που είχε ενταχθεί σ’ ένα graffiti-cru, πώς να φτιάχνει στένσιλ, πώς να χρησιμοποιεί σωστά τα χρώματα.
Καθώς έκανε γκράφιτι σ’ ένα βαγόνι του μετρό τους την έπεσαν οι μπάτσοι. Ο Σίγμα είπε ότι τον άφηνε ο πατέρας του. Έγινε μήνυση για παραμέληση ανηλίκου. Η Άλφα αφηνίασε.
“Δεν προσφέρεις τίποτα”, του είπε. “Μόνο μπελάδες.”
Μετά από λίγες μέρες καβγάδων αποφάσισαν ότι ήταν προτιμότερο να φύγει.
Κι έτσι βρέθηκε στην γκαρσονιέρα του θανάτου, να καπνίζει και ν’ αναρωτιέται αν αυτό είναι το ναδίρ ή μήπως υπάρχει και πιο κάτω;
~~
Έκανε αυτό που έκανε πάντα όταν αισθανόταν να χάνεται. Γέμισε το ποτήρι του με σκέτο τζιν κι έβαλε ν’ ακούσει τον βασιλιά.
Είχε πιει μισό λίτρο όταν σηκώθηκε να κάνει τις φιγούρες.
Όταν ήταν παιδί είχε μάθει, όπως κι όλοι οι συνομήλικοι του, τις κινήσεις του MJ. Ήξερε όλες τις χορογραφίες, αλλά στο moonwalk ήταν ο καλύτερος.
Ξεκίνησε να χορεύει. Ήταν αρκετά ζαλισμένος, παραπατούσε, αλλά δεν τα παρατούσε. Έβαλε το Billie Jean και στο κατάλληλο σημείο έκανε το moonwalk.
Γλιστρώντας προς τα πίσω δεν είδε την κούτα. Σκόνταψε κι έπεσε. Χτύπησε το πίσω μέρος του κρανίου στον τοίχο. Ακούστηκε ήχος σπασίματος κι έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν συνήλθε έπαιζε το Wanna be startin’ somethin’. Σηκώθηκε χωρίς να πονάει. Κοίταξε τον τοίχο. Για καλή του τύχη εκεί όπου είχε χτυπήσει ήταν γυψοσανίδα. Αν ήταν τούβλο θα είχε μείνει σέκος.
Είχε ανοίξει μια τρύπα στη γυψοσανίδα. Προσπάθησε να τη βάλει στη θέση της και ξεκόλλησε ολόκληρο κομμάτι. Βλαστήμησε. Θα έπρεπε να πληρώνει μάστορα.
Τότε παρατήρησε ότι η γυψοσανίδα ήταν πρόσθετη στον τοίχο, μόνο σ’ εκείνο το σημείο. Κάτι υπήρχε πίσω της.
“Αφού θα την πληρώσω που θα την πληρώσω”, είπε και την έσπασε ολοκληρωτικά.
Πίσω υπήρχε μια πόρτα. Φαινόταν πιο παλιά απ’ τον υπόλοιπο κτίριο. Επάνω της είχαν γράψει:
Μιν Ανοιγετε!
Απαγορεύετε η έξοδος!
Ο Δέλτα την άνοιξε.
~~
Η πόρτα έβγαζε σ’ έναν φωτεινό κήπο. Του έκανε εντύπωση. Δεν ήξερε ότι υπήρχε τόσο ωραίος κήπος στην Τούμπα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο σκοτεινό δωμάτιο και βγήκε στο φως.
Ήταν ο κήπος ενός καλοδιατηρημένου νεοκλασικού. Παρατήρησε ένα μικρό σπιτάκι, στην άκρη του κήπου. Χτύπησε. Κανείς δεν απάντησε. Μπήκε.
Μόλις τα μάτια του συνήθισαν το σκοτάδι κατάλαβε ότι ήταν το στούντιο κάποιου ζωγράφου. Κοίταξε γύρω και τότε τον είδε.
Εκεί, αφημένος στο πάτωμα, ήταν ένας Ματίς. Δεν θυμόταν το όνομα του πίνακα, αλλά ήταν σίγουρα Ματίς. Ένα τέλειο αντίγραφο; Το κοίταξε από πιο κοντά. Όχι, αυτός ήταν αυθεντικός, το ένιωθε ότι ήταν αυθεντικός. Και γιατί τον είχαν στο πάτωμα;
Σήκωσε τον καμβά να δει τι είχε πίσω. Και του κόπηκε η ανάσα. Ήταν η Κόκκινη Αρμονία, ένας απ’ τους πιο διάσημους πίνακες του δασκάλου. Και πιο πίσω το Χρυσόψαρο.
Ο Δέλτα έκατσε για να μην λιποθυμήσει. Η μεγαλύτερη κλοπή έργων τέχνης. Αυτοί οι πίνακες άξιζαν εκατομμύρια. Κινδύνευε. Αν τον έβρισκαν εκεί θα τον σκότωναν. Έπρεπε να φύγει. Αλλά τότε του ήρθε μια καλύτερη ιδέα. Αν τους έπαιρνε, αν τους έκλεβε απ’ τους κλέφτες; Σίγουρα υπήρχε αμοιβή, τεράστια αμοιβή. Θα έλυνε το οικονομικό του πρόβλημα.
Δεν πρόλαβε ν’ αποφασίσει. Η πόρτα άνοιξε πίσω του. Κάποιος στεκόταν στο φως και ρώτησε τον Δέλτα:
” Qui êtes vous? Qu’est-ce que vous voulez?”
Ο Δέλτα σκέπασε τα μάτια του. Ο Γάλλος μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Τον ρώτησε το ίδιο. Ποιος είστε; Τι θέλετε;
Τα μάτια του μπόρεσαν να δουν, αλλά ο νους του αρνήθηκε αυτό που έβλεπε. Εκεί μπροστά του, ολοζώντανος, στεκόταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος όλων των εποχών, ο Ανρί Ματίς, περίπου στην ίδια ηλικία με τον Δέλτα.
Ήξερε τα πάντα για ‘κείνον. Κατάλαβε ότι βρισκόταν στο σπίτι του δασκάλου στη Νίκαια, στη Γαλλική Ριβιέρα.
“Είστε ο Ανρί Ματίς”, του είπε με τα γαλλικά του σχολείου. “Ο μετρ.”
“Ναι, εσείς ποιος είστε; Από πού είστε;”
“Ο μεγαλύτερος θαυμαστής σας. Ένας ζωγράφος απ’ την Ελλάδα.”
“Ελλάδα. Ωραίο φως.”
Του είπε να κάτσει. Τον κέρασε αψέντι. Μίλησαν για τη ζωγραφική. Ο Ματίς τα είχε βάλει με τον Πικάσο, που έκανε ό,τι του ερχόταν.
“Αναρωτιέμαι τι άλλο θα κάνει στη ζωγραφική, αυτός ο τσαρλατάνος”, είπε ο Ματίς.
Ο Δέλτα χαμογέλασε. Ήξερε τι θα έκανε ο Πικάσο. Όπως ήξερε τι θα έκαναν κι όλοι οι επόμενοι. Και τότε έσκασε μέσα στο κεφάλι του η μεγάλη ιδέα.
Στην εποχή του δεν είχε τίποτα. Γιατί να γυρίσει; Αν έμενε στο 1910 θα μπορούσε να κάνει όλες τις επαναστάσεις της τέχνης μόνος του. To ready-made, τον σουρεαλισμό, τα έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας, τον φουτουρισμό, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, την Ποπ Αρτ, την εννοιολογική τέχνη. Ακόμα και γκράφιτι.
Ποιος Καντίνσκι και ποιος Νταλί; Πόλλοκ, Κάλο, Ρόθκο, Χιρστ, Μπάνσκι. Θα γινόταν ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης όλων των εποχών. Όλοι θα μάθαιναν το όνομα του Δ.Κ.
Χωρίς να το καταλάβει ξεκίνησε να γελάει. Ο Ματίς του είπε ότι δεν του βάζει άλλο αψέντι.
“Μπορώ να σας ζητήσω δυο μικρά πράγματα;” είπε ο Δέλτα.
Πήρε μερικές σανίδες και καρφιά. Πήγε και κάρφωσε την πόρτα απ’ την μέσα μεριά. Έτσι κανείς δεν θα τον έβρισκε. Κανείς δεν θα περνούσε στο 1910.
Η δεύτερη χάρη ήταν να του δώσει έναν άδειο καμβά και λίγα χρώματα. Τον έστησε στο καβαλέτο. Με τι θα ξεκινούσε; Τι θα έφτιαχνε; Θυμήθηκε τον αγαπημένο του Μάικλ.
Κάθε καλλιτέχνης έχει τις εμμονές του. Έτσι δεν είναι;