Το βάρος και η απώλεια της αγάπης

0
2156

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι dog-cop2y-1024x695.jpg

“Οι σκύλοι είναι η επαφή μας με τον παράδεισο. Δεν ξέρουν ούτε κακία ούτε φθόνο ούτε δυσφορία.”
Μίλαν Κούντερα

“Αγαπώ τα βουνά, το βιολοντσέλο μου και το σκύλο μου.”
Από το ημερολόγιο του Χες, διοικητή του Άουσβιτς
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Λόλα, απ’ το πίσω κάθισμα, έφερε τη μουσούδα της δίπλα στο πρόσωπο του.
“Φύγε!” της φώναξε.
Τον άκουσε και μαζεύτηκε πίσω.

Δεν έφταιγε ο σκύλος. Το ήξερε. Αλλά δεν έφταιγε ούτε κι εκείνος. Μια ζωή του φορτώνανε όλα τα βάρη. Εκείνος έφταιγε για όλα. Έφταιγε που ήταν άνεργος, έφταιγε που ήταν ανασφάλιστος, έφταιγε που ήταν άρρωστος, έφταιγε για την οικονομική κρίση, έφταιγε που έλιωναν οι γαμημένοι πάγοι στους πόλους.

Το αγαπούσε το σκυλί, τόσα χρόνια το είχε. Αλλά δεν άντεχε άλλο, έπρεπε να ξεφορτωθεί βάρος. Δεν άντεχε το βάρος της αγάπης.

Οδηγούσε αρκετή ώρα. Βγήκε απ’ την Εγνατία σ’ έναν παράδρομο. Μετά έστριψε σε χωματόδρομο. Δεν είχε σπίτια εκεί. Σταμάτησε κι έμεινε για λίγη ώρα μέσα, να σκέφτεται.

Πριν ένα εξάμηνο παρατήρησε το μελάνωμα. Ο γιατρός του είπε ότι ήταν ήπιος καρκίνος, σε πολύ αρχικό στάδιο. Το “ήπιος” δεν ήταν καλό. Γιατί ο Κάππα ήταν ανασφάλιστος, χρωστούσε δύο χρόνια στο ΤΕΒΕ, από τότε που έκλεισε το μαγαζί.

Πενήντα χρονών άνεργος σημαίνει ότι είσαι ήδη νεκρός. Κανείς δεν νοιάζεται για σένα. Το κράτος είναι εχθρός σου. Η κοινωνία αδιάφορη. Μόνη επιλογή η απόγνωση κι ο καφές -αν δεν αυτοκτονήσεις.

Με τον ήπιο καρκίνο δεν δικαιούταν δωρεάν φάρμακα. Έπρεπε να φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Τότε, που πλέον δεν θα θεραπευόταν, θα του έδιναν τα φάρμακα, για να πεθάνει.

“Ο καπιταλισμός είναι φίλος μας”, είπε ο Αρτέμης Μάτσας -χωρίς κουκούλα.

Άκουσε τη Λόλα να μασιέται ξανά. Δεν άντεχε να την ακούει να ξύνεται.

“Έλα”, της είπε. “Έλα, Λόλα.”
Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και τη ξαναφώναξε.
“Έλα, Λόλα.”
Η Λόλα τον κοιτούσε.
“Λόλα, να ένα μήλο.”
Η Λόλα πετάχτηκε έξω.

Γι’ αυτό την είχαν ονομάσει έτσι. Από κουτάβι λάτρευε τα μήλα. Μόνο τα κόκκινα, τα στάρκινκ.

Της έβγαλε το κολάρο, δεν τη χάιδεψε. Μπήκε στο αμάξι κι έβαλε όπισθεν. Η Λόλα τον κυνήγησε. Τράβηξε χειρόφρενο. Την ξανάβαλε στο αμάξι.

Το σκυλί είχε αρρωστήσει λίγο μετά από τον Κάππα. Ο κτηνίατρος δεν μπορούσε να βρει τι ήταν. Απέκλεισε τη λεϊσμανίαση. Της έδωσαν αντιβίωση για ένα μήνα, δεν έγινε τίποτα. Πρότεινε κάποιες ορμονικές εξετάσεις, φαρμακευτική αγωγή, καθώς και μια ειδική αντιαλλεργική τροφή.

“Και πόσο θα κοστίσουν αυτά;” ρώτησε ο Κάππα.

Πλήρωσε την εξέταση κι έφυγε. Δεν μπορούσε, δεν είχε, δεν άντεχε. Στη Ζήτα είπε ότι όλα πήγαιναν καλά. Αλλά το είχε πάρει απόφαση.

Το επόμενο πρωινό, όταν έφυγαν όλοι, έγραψε ένα σημείωμα: “Πάω με τον Λευτέρη για ούζα.” Άφησε την πόρτα της αυλής ανοιχτή. Έβαλε τη Λόλα στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να την πάει κάπου μακριά. Στο δρόμο σκεφτόταν να στρίψει το τιμόνι και να ρίξει το αυτοκίνητο σε μια κολόνα, να τελειώνει.

Οδήγησε μέχρι που έφτασε σ’ ένα χωριό. Καλοχώρι, έγραφε η ταμπέλα. Κάποιος την είχε πυροβολήσει. Βγήκε και την έδεσε στην ταμπέλα. Την έβλεπε στον καθρέφτη, την άκουγε να γαβγίζει. Δυνάμωσε τη μουσική, κοίταξε μπροστά. Κάποιος θα την έβρισκε εκεί.

Πριν φτάσει στο σπίτι τον πήρε η Ζήτα. Του είπε ότι η Λόλα το ‘χε σκάσει.
“Έρχομαι”, της είπε. Σταμάτησε κι αγόρασε ένα καραφάκι ούζο. Ήπιε λίγο, να μυρίζει.

Βρήκε τα παιδιά να κλαίνε. Η Ζήτα ήταν θυμωμένη.
“Ξέχασες πάλι την πόρτα ανοιχτή”, του είπε. “Πόσες φορές; Πόσες φορές σου το ‘χω πει; Την ξέχασες ανοιχτή. Πόσες φορές.”
“Θα γυρίσει”, είπε ο Κάππα. “Τα σκυλιά πάντα βρίσκουν τον δρόμο για το σπίτι.”
“Πήγαινε να ψάξεις”, του είπε η Ζήτα.
“Μπαμπά”. Η Άλφα αγκάλιασε τα γόνατα του. “Μπαμπά, σε παρακαλώ, βρες τη Λόλα, δεν θέλω να πεθάνει.”
Ο Κάππα κοιτούσε τον καναπέ της Λόλας.
“Θα τη βρω”, τους είπε. “Θα τη βρω.”

Μπήκε στο αυτοκίνητο κι οδήγησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάθε κολόνα του φαινόταν σαν λύση.
~~

Βρήκε εύκολα το Καλοχώρι. Ήταν το πρώτο χωριό έξω απ’ την πόλη. Αλλά η Λόλα δεν ήταν στην ταμπέλα. Οδήγησε αργά, κοιτώντας έξω και φωνάζοντας το όνομα της. Σε μια διασταύρωση είδε κάτι παιδιά που έπαιζαν πόλεμο.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο και τα πλησίασε. Τα ρώτησε μήπως είχαν δει έναν μαύρο σκύλο. Το μεγαλύτερο αγόρι έσκυψε κι έφτυσε στα πόδια του Κάππα. Μετά έφυγαν τρέχοντας προς το κοντινότερο σπίτι.

“Μαλακισμένα”, έκανε ο Κάππα και συνέχισε να ψάχνει.
“Ε, εσύ”, του φώναξε κάποιος.
Πήγαινε κατά πάνω του φουριόζος. Μόλις έφτασε μπροστά του είπε μόνο: “Δεν γαμιέσαι λέω ‘γω;”
Ο Κάππα κόλλησε. Τι ν’ απαντήσεις;
“Το σκυλί σου ψάχνεις;” τον ρώτησε ο Καλοχωρίτης.
Ο Κάππα κούνησε το κεφάλι.
“Το έχασες, ε;”
Πάλι κούνησε το κεφάλι.

“Δεν γαμιέστε όλοι σας”, του είπε ο Καλοχωρίτης. “Έρχεστε όλοι και παρατάτε τα κωλόσκυλα σας σε μας. Γιατί; Γιατί είμαστε στην πρώτη έξοδο. Ούτε καν λίγο παρακάτω να πάτε, όλα εδώ.”
Αυτά του είπε και γύρισε να φύγει.
“Πού είναι;” φώναξε ο Κάππα.
“Τώρα μάλλον θα το έχουν ψήσει ήδη”, του απάντησε.
“Τι πράγμα; Ποιοι;”

Ο Καλοχωρίτης συνέχισε ν’ απομακρύνεται. Ο Κάππα του όρμηξε από πίσω. Πιαστήκανε στα χέρια, δώσανε μερικές γροθιές στον αέρα, έπεσαν κάτω και μαλλιοτραβόντουσαν.

Μια γυναίκα, με τα τρία παιδιά στο κατόπι, βγήκε απ’ το σπίτι και τους χώρισε κλωτσώντας τους. Κατσάδιασε τον άντρα της, που έφυγε με την ουρά στα σκέλια. Μετά ζήτησε τα ρέστα απ’ τον Κάππα.
“Πού είναι το σκυλί μου;” είπε εκείνος.
“Τα δίνουμε στους λάθρο”, είπε εκείνη.
“Σε ποιους;”

Έξω απ’ το χωριό, σ’ ένα εγκαταλειμμένο κάμπινγκ, το κράτος είχε φτιάξει ένα εξίσου εγκαταλειμμένο camp για πρόσφυγες. Τα σκυλιά που παρατούσαν οι Θεσσαλονικιοί στο χωριό, τα πουλούσαν οι Καλοχωρίτες στους “λάθρο”.

“Τι να τα κάνουν;”
“Ξέρω ‘γω. Να τα φάνε. Τρώνε σκυλιά αυτά τα ζώα που μας φόρτωσαν. Τράβα να πάρεις τα κόκαλα του. Και πολύ σου πάνε.”

Η γυναίκα έφυγε. Ο Κάππα έμεινε σύξυλος. Ένα κορίτσι πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια. Χαμογέλασε. Μετά έσκυψε και του έφτυσε τα παπούτσια. Κι έτρεξε πίσω στη μάνα της.

Ο Κάππα μπήκε στο αυτοκίνητο κι έμεινε να κοιτάει μπροστά. Ύστερα ξεκίνησε να χτυπάει το τιμόνι ουρλιάζοντας.

~~

Οδήγησε ως το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τον σταμάτησαν βαριεστημένοι στρατιώτες. Κάπνιζαν και κοιτούσαν τα κινητά τους. Τον ρώτησαν αν ήταν σε κάποια Μ.Κ.Ο. Είπε πως ήταν. Δεν του ζήτησαν ταυτότητα. Να μπεις είναι εύκολο, να φύγεις δεν μπορείς.

Τα κοντέινερ ήταν γεμάτα απλωμένα ρούχα, κάθε χρώματος.  Περπάτησε στον χώρο κι ένιωθε σαν τουρίστας στο Άουσβιτς, στο Μακρονήσι, στο Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς.

Η προγιαγιά του ζούσε μέχρι που ο Κάππα πήγε γυμνάσιο. Είχε έρθει απ’ τον Πόντο. Δεν του είχε πει ποτέ παραμύθια. Του έλεγε και του ξανάλεγε την ίδια ιστορία. Για το σπίτι τους. Για τον πόλεμο. Ότι τους σφάζαν σαν σκυλιά οι Τούρκοι. Και μετά, στην Ελλάδα, πάλι σαν σκυλιά τους φέρονταν, οι χριστιανοί.
“Μην το ξεχάσεις, μην το ξεχάσεις”, έτσι του έλεγε κάθε βράδυ.

Αλλά το είχε ξεχάσει. Η ζωή του ήταν πολύ δραματική από μόνη της, για να θυμάται τα παλιά δράματα.

Ο Κάππα έκλαιγε. Δεν το είχε καταλάβει, αλλά προχωρούσε κι έκλαιγε. Ένα παιδί στάθηκε μπροστά του. Ο Κάππα του χαμογέλασε. Ήταν τόσο όμορφο παιδί. Εκείνο έσκυψε και του έφτυσε τα παπούτσια. Μετά έφυγε τρέχοντας.

Μια γυναίκα με μεγάλα καστανά μάτια πλησίασε και του ζήτησε συγνώμη στα αγγλικά. Ο Κάππα χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει. Όχι τι του έλεγε, αλλά ποιος ήταν, πού ήταν, γιατί ήταν. Της είπε ότι έψαχνε το σκύλο του. Τον ρώτησε πώς είναι. Της είπε.

Η γυναίκα ρώτησε κάποιους άλλους. Εκείνοι το σκέφτηκαν λιγάκι. Ρώτησαν περισσότερους. Κάποιος έδειξε το κοντέινερ αριθμός 23. Δεν έψηναν τίποτα εκεί.

Η γριά που βγήκε να του μιλήσει του θύμισε τη γιαγιά του, την Παρθένα Κοντοπίδου. Όλα του θύμιζαν τη γιαγιά του, την ιστορία της, που δεν έπρεπε να ξεχάσει. Της είπε ότι έψαχνε τον σκύλο του. Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια μετάφραζε.

“Ο σκύλος σου είναι άρρωστος”, του είπε η γριά.
“Το ξέρω.”
“Έχει θλίψη και απόγνωση.”
[sadness and desperation]
“Τι;” ρώτησε ο Κάππα τη γυναίκα με τα μεγάλα μάτια.
“Έχει τη δική σου αρρώστια”, του είπε η γριά.

Και ξεκίνησε να μιλάει γρήγορα. Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια τ’ άκουσε όλα, κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω, μετά μετάφρασε όσα άκουσε.

Η γριά γεννήθηκε στα σύνορα Ιράν-Ιράκ. Με τον πόλεμο βρέθηκε στη Συρία. Με τον επόμενο πόλεμο βρέθηκε στην Τουρκία. Μετά είδε θάλασσα για πρώτη φορά. Την πέρασε σε μια βάρκα.

Ήταν οπαδός του ζωροαστρισμού, μιας θρησκείας πιο παλιάς κι απ’ τον Γιαχβέ τον Εβραίων.

Τα σκυλιά στη θρησκεία τους είναι φύλακες και σφουγγάρια. Έτσι του είπε η γριά. Τα σκυλιά αγαπάνε τους ανθρώπους πιο πολύ απ’ τον εαυτό τους και κουβαλάνε το βάρος της αγάπης.

Όταν αρρωσταίνει ο άνθρωπος, τότε ο σκύλος ρουφάει την αρρώστια. Κι η Λόλα είχε ρουφήξει την αρρώστια του Κάππα. Γι’ αυτό μασιόταν.

“Τον θέλεις;” ρώτησε η γριά και μετάφρασε η γυναίκα.
“Θέλω να του ζητήσω συγνώμη”, είπε ο Κάππα και μετάφρασε η γυναίκα.

Η γριά είπε κάτι προς τα πίσω. Άνοιξαν την πόρτα του κοντέινερ και βγήκε τρέχοντας η Λόλα. Έπεσε στην αγκαλιά του Κάππα και του έγλειψε τα δάκρυα. Τα σκυλιά δεν κρατάνε κακία.

“Πάμε σπίτι;” της είπε ο Κάππα.

Η Λόλα γάβγισε. Αλλά πήγε και στάθηκε δίπλα στη γριά. Γάβγισε ξανά. Τα είχε πει όλα.

~~

Ο Κάππα γύρισε σπίτι. Τα παιδιά έκλαιγαν ακόμα.
“Την βρήκα”, τους είπε. “Είναι μια χαρά. Ελάτε, ντυθείτε.”
“Πού θα πάμε;” ρώτησε η Άλφα.
“Να δείτε τη Λόλα. Και τη γιαγιά μου. Την ιστορία μου.”

Στο δρόμο η Ζήτα τον κοιτούσε.
“Είσαι καλά;” τον ρώτησε και του έπιασε το χέρι.
“Αρχίζω να γίνομαι”, είπε ο Κάππα, “αρχίζω να γίνομαι καλά πάλι.”