Δημιουργικής κλοπής συνέχεια. Η πρώτη παράγραφος είναι από το βιβλίο “Ο Άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι” του Χαρούκι Μουρακάμι. Η υπόλοιπη ιστορία από τον Zas.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Από τα μέσα της ακαδημαϊκής χρονιάς ως τη λήξη της – από τον Ιούλιο ως τον επόμενο Ιανουάριο δηλαδή – ο δευτεροετής Τσουκούρου Ταζάκι ζούσε σχεδόν με μία και μοναδική σκέψη: τον θάνατο. Στο μεταξύ, πέρασαν και τα εικοστά του γενέθλια, η ημερομηνία όμως δε σήμαινε απολύτως τίποτα. Εκείνον τον καιρό ένιωθε πως κόβοντας το νήμα της ζωής του, θα έκανε το πιο φυσιολογικό και συνεπές πράγμα στον κόσμο. Και μολονότι το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο του φαινόταν ευκολότερο και από το να καταπιεί ένα ωμό αυγό, ακόμη και τώρα δεν μπορούσε να πει με σιγουριά για ποιο λόγο δεν έκανε ποτέ το μοιραίο βήμα.
Από την παιδική του ηλικία η ιδέα του θανάτου του φαινόταν κάτι το φυσιολογικό, αν όχι κάτι το ελκυστικό. Πλέον ήταν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο απλά για μια ιδέα, αλλά για την βαθιά κατανόηση αυτού το γεγονότος. Όλη του η ως τώρα σχετικά σύντομη διαδρομή, είχε ως φυσική κατάληξη στο μυαλό του, ένα αντίστοιχα σύντομο και ασήμαντο τέλος. Σαν μια μύγα, που μετά από ένα γρήγορο χτύπημα της μυγοσκοτώστρας, η πληροφορία της υπερκινητικής και σύντομης ύπαρξης της περνάει στην λήθη.
Αυτό που τον δυσκόλευε πραγματικά ήταν να βρει τον κατάλληλο τρόπο, μιας και αν δεχτούμε ότι ο θάνατος είναι το να μην ζεις, ένιωθε ήδη ότι τίποτα από αυτά που έπραττε δεν ήταν παράγωγα της ζωής. Λειτουργούσε μηχανικά και αδυνατούσε να καταλάβει την έννοια των συναισθημάτων.
Δεν είχε φίλους μιας και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να μοιραστεί ένα μυστικό ή να μιλήσει για κάτι που τον απασχολεί, ούτε άλλες παρέες, γιατί ποτέ δεν τον ενόχλησε το γεγονός ότι για όλα τα παιδιά της ηλικίας του ήταν το παράξενο παιδί. Ήταν ευγενικός με τους συνομήλικους του αλλά οι απαντήσεις του ήταν ψυχρές, σχεδόν άψυχες, σε βαθμό που ακόμα και τα παιδιά που θέλανε να τον πειράξουν έχαναν το ενδιαφέρον τους πολύ σύντομα.
Ούτε ο έρωτας ήταν κάτι που τον ενδιέφερε, αν και είχε κάποιες σεξουαλικές εμπειρίες. Οι δυο κοπέλες που είχε παρευρεθεί, μια συνομήλικη συμμαθήτρια του και μια αρκετά μεγαλύτερη καθηγήτρια αγγλικών, είχαν δείξει μεγάλο ενθουσιασμό με τις επιδόσεις του, αλλά ούτε αυτή η πληροφορία συγκίνησε καθόλου τον Τσουκούρου. Ήταν μια ακόμα πληροφορία σαν όλες αυτές που διάβαζε το πρωί στην εφημερίδα, πίνοντας το πράσινο τσάι του, γυρνώντας το κεφάλι του που και που για να δει τα αμάξια να περνάνε αστραπιαία αλλά βουβά έξω από το παράθυρο.
Όλη αυτή η φυσιολογική ροή για τον Τσουκούρου άλλαξε ένα απόγευμα εκείνου του Ιανουαρίου, όταν γνώρισε για πρώτη φορά την Άικα. Το βλέμμα του σκάλωσε σε αυτό το ανεπαίσθητο χαμόγελο, του λίγα χρόνια μικρότερου, κοκαλιάρικου κοριτσιού. Ένα χαμόγελο που δεν βρισκόταν σε αυτό το πρόσωπο για να ευχαριστήσει κανένα, αλλά έδειχνε μια όρεξη για ζωή που σπάνια συναντάς σε ανθρώπους.
Γνωρίστηκαν καθώς περίμεναν στην ουρά του εστιατορίου του πανεπιστημίου
“Τελικά ποιος κέρδισε χτες ?” Είπε το κορίτσι
“Ορίστε?”
“Χτες στον αγώνα μπέιζμπολ. Σε είδα που καθόσουν στις κερκίδες και χάιδευες εκείνη την γάτα”
Ο Τσουκούρου καθόταν συχνά σε κάποιο απόμακρο σημείο του γηπέδου μπέιζμπολ του πανεπιστημίου. Του άρεσε ο ήχος του ροπάλου που χτυπάει το δέρμα της μπάλας, μα περισσότερο του άρεσαν οι γάτες, και πιο συγκεκριμένα η Μούσι που σύχναζε εκεί.
“Ααα ε δεν ξέρω, δεν παρακολουθούσα πολύ προσεκτικά τον αγώνα” είπε ο Τσουκούρου και ένιωσε να κοκκινίζει για πρώτη φορά στη ζωή του.
“Χμ είσαι περίεργος άνθρωπος κύριε …?”
“Τσουκούρου” απάντησε βιαστικά
“Τσουκούρου. Εγώ είμαι η Άικα. Χάρηκα”
“Και εγώ” είπε και κατάλαβε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ότι τίποτα πλέον δεν θα ήταν όπως πριν.
Δεν ήταν έρωτας αυτό που ένιωσε, όχι ότι ήξερε τι είναι ο έρωτας, αλλά ήξερε πως δεν ήταν αυτό.
Μέχρι τώρα όσους ανθρώπους και αν είχε γνωρίσει δεν είχε βρει κανένα που να του μοιάζει, και αυτό δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Άλλωστε πίστευε και ο ίδιος ότι ήταν βαρετός άνθρωπος. Αυτό που μόλις είχε διαπιστώσει όμως ήταν ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιον άνθρωπο που να είναι το αντίθετο του εαυτού του. Ένιωσε μια μεγάλη ταραχή. Ένιωθε σαν ο ίδιος να ήταν το αρνητικό, και η κοπέλα που στεκόταν μπροστά του ήταν η φωτογραφία που μόλις είχε βγει από τον σκοτεινό θάλαμο. Η Άικα συνέχισε να τον κοιτάει με το ίδιο χαμόγελο, και έδειχνε να μην έχει καταλάβει τίποτα από όλο αυτά που βρισκόταν στο μυαλό του.
Ανησυχούσε για τις αλλαγές που μπορούσαν να έρθουν στη ζωή του. Ένιωθε για πρώτη φορά έστω και λίγο ζωντανός.