“Τι υπέροχος καιρός σήμερα! Δεν μπορώ να αποφασίσω… Nα φτιάξω τσάι ή να κρεμαστώ;” Τσέχωφ
“Colegiala, colegiala…” Gary Low
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν το ‘χε επιλέξει να μείνει μόνος· συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνος δεν το πίστευε. Έλεγε ότι φταίγαν’ οι γυναίκες που γνώρισε, η στιγμή που τις γνώρισε, το μέρος, τ’ άστρα… Και το λάθος τραγούδι.
Μετά τα σαράντα προσπάθησε να το χρυσώσει· καλύτερα μόνος, είμαι ελεύθερος.
Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε παιδί, δεν είχε γάτα. Το μόνο που ακουγόταν στο σπίτι ήταν ο ήχος απ’ το ρολόι κι ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα – απέξω. Για κείνα δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Για το ρολόι έκανε· έβγαλε την μπαταρία.
Τότε του ‘ρθε ξανά η Ναυτία-του-Σαρτρ, εκείνη η αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα και σημασία… Δεν έπρεπε, δεν μπορούσε ν’ αφεθεί. Ήταν Πέμπτη! Είχε το ραντεβού…
Ξεκίνησε να τραγουδάει: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
~~{}~~
Πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία της μητέρας του, είχε κάνει κι εκείνος μια απόπειρα. Τον έσωσε η αδελφή του – και η κακή επιλογή σκοινιού. Νοσηλεύτηκε για λίγο.
Μαζί με το εξιτήριο ο ψυχίατρος του ‘δωσε μια συμβουλή: Κάθε φορά που αγχώνεται ή νιώθει πως η ζωή δεν έχει νόημα, να επαναλαμβάνει ένα μάντρα.
“Εννοείτε κάτι σαν Χάρε Κρίσνα Χάρε Χάρε;”
“Δεν χρειάζεται να είναι βουδιστικό”.
“Τότε τι; Ιησούς χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει;”
“Είστε θρήσκος;”
“Πάω στην εκκλησία… Το Πάσχα… Λίγο πριν τη μαγειρίτσα.”
“Τότε όχι, δεν χρειάζεται να είναι θρησκευτικό.”
“Υπαρξιακό; Καμύ; Ν’ αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;”
“Προς Θεού, όχι!”
(Είχε δίκιο ο ψυχίατρος. Δεν ήταν καλό να επαναλαμβάνει κάτι τέτοιο. Μπορεί κάποια μέρα να μην ήθελε καφέ…)
“Καλύτερα να λες κάτι χαρούμενο, κάτι που να συνδέεται μ’ ευτυχισμένες αναμνήσεις.”
“Δεν μου ‘ρχεται.”
“Δεν χρειάζεται να είναι κάτι σοφό ή με βαθύ νόημα… Οι περισσότεροι ασθενείς μου λένε το κουνελάκι.”
“Ποιο κουνελάκι;”
“Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας.”
“Έχουν θέμα διαχείρισης θυμού;”
Ο ψυχίατρος δεν του είπε, κι εκείνος έφυγε χωρίς να ‘χει βρει το μάντρα του.
Το βρήκε στον ύπνο του. Ονειρεύτηκε ότι ήταν οκτώ χρονών. Η μητέρα του κρατούσε τη δίχρονη αδελφή του στην αγκαλιά της και της τραγουδούσαν μαζί το τραγούδι του Γκάρι Λόου: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα”.
~~{}~~
Πήγε ν’ αγοράσει ένα καινούριο παπιγιόν για το ραντεβού. (Γραβάτα δεν είχε ξαναφορέσει μετά την απόπειρα. Δεν τους μπορούσε τους κόμπους, τον έσφιγγαν).
Βρήκε ένα κόκκινο κρίμσον. Το πρόβαρε στον καθρέφτη του καταστήματος. Πίσω του ήταν κάτι έφηβοι, ντυμένοι σαν τα Τσακάλια του Δαλιανίδη. Χασκογελούσαν. Τον κορόιδευαν.
Κατάφερε κι είπε μόνο ένα κορεγιάλα.
Στο ταμείο είχε ουρά και γκρίνια. Όταν ήρθε η σειρά του να πληρώσει έδωσε πενηντάρικο. Η ταμίας το πήρε τη στιγμή που μια συνάδελφός της είπε ότι θα έκανε διάλειμμα.
Η ταμίας μουρμούρισε κάτι
αχ, κουνελάκι κουνελάκι
κι έδωσε στον Χρήστο τα ρέστα του· από εικοσάρικο.
“Συγνώμη”, είπε ο Χρήστος. “Σας έδωσα πενηντάρικο.”
“Αποκλείεται!”
Κοίταξε το πορτοφόλι του για να βεβαιωθεί.
“Ναι, δεν είχα εικοσάρικο.”
“Δεν υπάρχει περίπτωση!”
Πλησίασε πίσω της ο υπεύθυνος του καταστήματος (θύμιζε Γκεσταπίτη).
“Τι έγινε;” ρώτησε την κοπέλα. Εκείνη δεν μίλησε.
Ο Χρήστος είπε σιγά: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Ο Γκεσταπίτης τον κοίταξε παραξενεμένος. “Τι έγινε;” ρώτησε την ταμία, πιο αυστηρά.
“Ο κύριος…” ξεκίνησε να λέει.
“Έκανα λάθος”, είπε ο Χρήστος. “Νόμιζα ότι έδωσα πενηντάρικο, αλλά έκανα λάθος. Εδώ το έχω.” Το πορτοφόλι του ήταν άδειο. “Με συγχωρείτε, δεσποινίς.”
Κι έφυγε τραγουδώντας πιο δυνατά το κορεγιάλα. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Η ταμίας τον κοιτούσε.
~~{}~~
Το μεσημέρι έφαγε νουντλς της στιγμής. Σκεφτόταν την ταμία. Ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά είχε πολύ μυτερά αυτιά για τα γούστα του. Έπλυνε το πιάτο του, το στέγνωσε. Πήγε να δει μια ταινία Ντίσνεϋ για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Διάλεξε το Πινόκιο.
Όταν ξύπνησε είδε ότι είχε μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. Του έγραφε:
“Κύριε Πολιτάκο, είμαι η ταμίας. Βρήκα το τηλέφωνό σας απ’ την κάρτα μέλους. Με συγχωρείτε, έκανα λάθος. Ευχαριστώ που με καλύψατε, ο προϊστάμενος είναι μεγάλο καθίκι. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εσάς. Παρακαλώ τηλεφωνήστε μου για να σας επιστρέψω τα χρήματά σας.”
Ο Χρήστος πήγε να φτιάξει έναν ζεστό καφέ. Άνοιξε να διαβάσει το ωροσκόπιο του. Έλεγε ότι θα έκανε νέες γνωριμίες.
Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να το σηκώσει.
“Ο κύριος Πολιτάκος;”
“Ο ίδιος.”
“Κύριε Πολιτάκο, ονομάζομαι Μαρία Παπαδοπούλου. Εκπροσωπώ την Τράπεζα Πειραιώς.”
Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.
Μες στη χαρά του δεν είχε ελέγξει τον αριθμό. Ήταν η εισπρακτική. Η Μαρία Παπαδοπούλου του ‘πε ότι η προστασία πρώτης κατοικίας έληγε τον Απρίλιο κι ότι η τράπεζα είχε δικαίωμα να εκποιήσει το ακίνητο του, προκειμένου να πληρωθεί το χρέος. Αλλά μπορούσε να συνεχίσει να μένει σ’ εκείνο, πληρώνοντας ενοίκιο της τάξεως των…
Εκεί το ‘κλεισε. Είπε πενήντα φορές το Κορεγιάλα. Δεν βοήθησε. Έστειλε μήνυμα στην αδελφή του: “Δεν θα πάω.”
~~{}~~
Δέκα λεπτά μετά η Σοφία του χτύπησε το κουδούνι. Ήταν με τις πιτζάμες.
“Τι έγινε;” του ‘πε και μπήκε φουριόζα.
“Είναι μάταιο.”
“Ποιο απ’ όλα;”
“Όλα.”
Της εξήγησε για το τηλεφώνημα. Εκείνη του ‘πε να επικεντρωθεί στο ραντεβού.
“Δεν θα πετύχει. Τίποτα δεν πετυχαίνει.” Ούτε η αυτοκτονία μου
“Το idate έχει τον καλύτερο αλγόριθμο: Επιτυχία ενενήντα οκτώ στα εκατό.”
“Εγώ είμαι το δύο που περισσεύει.”
Η Σοφία του ‘χε φτιάξει το προφίλ στο idate. Ο αλγόριθμος έβγαλε πέντε υποψήφιες, με ταύτιση πάνω από εβδομήντα. Ο Χρήστος είδε τις φωτογραφίες, διάλεξε την Αυγή, επειδή του άρεσε το όνομα. Θα ήταν η Ωραία Κοιμωμένη κι εκείνος ο Πρίγκιπας. Έκλεισαν ραντεβού στο Habanera, ένα εστιατόριο με κουζίνα απ’ την Καραϊβική.
“Θυμάσαι τι μου ‘χες πει;” τον ρώτησε η Σοφία.
“Θυμάμαι.”
“…Ότι μου χρωστάς μια χάρη.”
“Θυμάμαι.”
“Αυτή είναι η χάρη μου… Και θα ‘μαστε πάτσι.”
“Μετά θα μ’ αφήσεις να πεθάνω;”
Είδε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.
“Συγνώμη… Αλλά δεν θα της αρέσω. Ή δε θα μ’ αρέσει. Συνήθισα να ‘μαι μόνος.”
“Σκατά συνήθισες. Θα πας.”
Ο Χρήστος κοίταξε τη μικρή του αδελφή. Δεν τον ένοιαζε που τον είχε σώσει, αλλά δεν ήθελε να τη βλέπει να κλαίει. Του άρεσε να γελάει. Όπως τότε, όταν της τραγουδούσαν το Κολεγιάλα.
“Θα πάω αν μου φτιάξεις το παπιόν”, της είπε.
Εκείνη τον αγκάλιασε.
~~{}~~
Πήγε στο Habanera ακριβώς στην ώρα του. Ούτε νωρίτερα, για να μη φανεί απελπισμένος, ούτε αργότερα, να μη φανεί αδιάφορος. Έκατσε στο τραπέζι που ‘χαν κλείσει και περίμενε. Έπαιζε κουβανέζικη μουσική.
Δέκα λεπτά μετά ήταν έτοιμος να φύγει. Τον είχε στήσει, τι πρωτότυπο. Έκανε να φορέσει το σακάκι του. Άλλαξε γνώμη. Θα ‘λεγε το κορεγιάλα πενήντα φορές και μετά θα ‘φευγε.
Στο πεντηκοστό έβδομο κορεγιάλα είδε μια γυναίκα να μπαίνει· ήταν η Αυγή. Στη φωτογραφία του idate φαινόταν πιο νέα, αλλά από κοντά ήταν πιο αληθινή και πιο όμορφη. Είχε χοντρά φρύδια… ίσως υπερβολικά σμιχτά. Αλλά είχε τέλεια αυτιά. Στρογγυλά, με χοντρό λοβό και χρυσούς κρίκους.
“Συγνώμη που άργησα”, του ‘πε κι άπλωσε το χέρι της. “Χαμός γίνεται έξω.”
Ο Χρήστος κόλλησε να κοιτάζει τα λουλούδια στο κεφάλι της. Μετά ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε κι η καρέκλα του έπεσε πίσω. Πήγε να τη σηκώσει, είδε την Αυγή που περίμενε, προτίμησε τη χειραψία.
“Εντάξει”, έκανε η Αυγή, χωρίς ν’ αφήσει το χέρι του. “Να μη λέω ψέματα. Άργησα γιατί δεν ήξερα τι να ντυθώ. Εσύ τι ντύθηκες;”
Ο Χρήστος πρόσεξε το μονόφρυδο της· ήταν φτιαγμένο με μολύβι. Τα λουλούδια στο κεφάλι. Τα έθνικ ρούχα. Ήταν ντυμένη Φρίντα Κάλο!
Μια μικρή έκρηξη στο μυαλό του. Τα πιτσιρίκια που τον κορόιδευαν στο μαγαζί ήταν μασκαρεμένα. Η ταμίας φορούσε αυτιά ξωτικού. Ο υπεύθυνος ήταν ντυμένος αστυνομικός.
Ήταν… Τσικνοπέμπτη.
“Τι ντύθηκες;” τον ρώτησε ξανά.
“Κώστας Καρυωτάκης.”
“Αν το ήξερα θα ντυνόμουν Πολυδούρη. Είναι η αγαπημένη μου.”
Του άφησε το χέρι κι έκατσε. Σχολίασαν τον χώρο και τη μουσική. Ο Χρήστος προσπαθούσε να το παίζει άνετος, έστω κανονικός, αλλά οι παλάμες του έσταζαν. Του άρεσε η Αυγή, είχε πάχνη στα μάτια της -σαν τη μητέρα του.
Ο σερβιτόρος άργησε. Για κάποιον λόγο τον είχαν αφήσει μόνο να εξυπηρετεί δύο ορόφους. Πήγε λαχανιασμένος.
“Τι θα πάρετε;” τους είπε, χωρίς να καλησπερίσει.
“Νουντλς έχετε;” είπε ο Χρήστος.
Ήταν αστείο· να ζητήσει κινέζικο σ’ ένα εστιατόριο με κουζίνα Καραϊβικής. Το σκάρωνε πολλές μέρες. Στο προφίλ του είχε γράψει ότι είναι χιουμορίστας. Το αστείο στο μυαλό του θα εξελισσόταν κάπως έτσι:
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τι θα πάρετε;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Νουντλς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τα νουντλς είναι κινέζικα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Σπρινγκ ρολς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Κι αυτά κινέζικα είναι.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Έχετε κάτι που να μην είναι κινέζικο;
Κι όλοι θα γελούσαν. Ο σερβιτόρος, η Αυγή, οι υπόλοιποι πελάτες. Έτσι το ‘χε σχεδιάσει.
Αλλά ο σερβιτόρος δεν γέλασε. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί, προσπαθούσε μόνο να βγάλει τη νύχτα ζωντανός.
“Έχουμε ό,τι γράφει ο κατάλογος” είπε και μουρμούρισε…
αχ, κουνελάκι κουνελάκι
Δείτε τον κι επιστρέφω.”
Έφυγε τρέχοντας.
Η Φρίντα Κάλο κοίταξε τον Καρυωτάκη. Το μονόφρυδο της ήταν κάπως επικριτικό. Εκείνος έκανε ότι κοιτάει το μενού και ξεκίνησε να μουρμουρίζει το μάντρα του. “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
“Τι είπες;” τον ρώτησε η Αυγή.
Νόμιζε ότι το έλεγε από μέσα του. Όταν σήκωσε τα μάτια κατάλαβε ότι το ‘λεγε δυνατά. Η Αυγή τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και φρύδι.
“Συγνώμη”, της είπε. “Όταν αγχώνομαι…”
“Πάρε με τηλέφωνο!” του ‘πε εκείνη.
Ο Χρήστος το ‘ξερε πως θα γινόταν έτσι. Ήταν βέβαιη η αποτυχία… Η Αυγή θα ‘φευγε και θα του ‘βαζε φραγή. Πάρε με τηλέφωνο -κι αν το σηκώσω γράψε μου.
“Συγνώμη που ξόδεψες άσκοπα τον χρόνο σου”, της είπε.
“Πάρε με τηλέφωνο”, έκανε η Αυγή. “Τώρα!”
Ο Χρήστος έπιασε το τηλέφωνο. Η Αυγή του ‘πε τον αριθμό κι ακούμπησε το δικό της κινητό στο τραπέζι. Την κάλεσε. Τρία δευτερόλεπτα αναμονής κι αμηχανίας…
Και τότε ακούστηκε το Κορεγιάλα απ’ το τηλέφωνο της. Το είχε για ήχο κλήσης.
“Gary Low”, είπε η Αυγή.
“Είναι η αγαπημένη μου εκτέλεση!”
“Κι εμένα. Eίναι πιο ντίσκο απ’ το λάτιν.”
Ο Xρήστος ήθελε να κλάψει, ήθελε να την αγκαλιάσει, ήθελε να τη φιλήσει.
“Περίμενε”, της είπε.
Και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο του Habanera.
~~{}~~
Η Φρίντα Κάλο Αυγή περίμενε στο τραπέζι τους. Τα είχε κάνει θάλασσα πάλι. Είχε ντυθεί, ενώ ο άλλος είχε πάει κανονικά ντυμένος. Και τον είχε ρωτήσει τι είχε ντυθεί. Πόσο ηλίθια; Πάντα κάτι τέτοια έκανε και τους έδιωχνε όλους.
Κόντευε τα σαράντα. Δεν το είχε επιλέξει να μείνει μόνη. Συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνη δεν το πίστευε. Έλεγε ότι ‘φταιγαν οι άντρες που γνώρισε, η στιγμή που τους γνώρισε, το μέρος, τ’ άστρα – και το λάθος τραγούδι.
Το ‘χε πάρει απόφαση· ούτε παιδιά ούτε άντρας, είμαι ελεύθερη.
Της το ‘λεγε η μάνα της από παλιά: “Αν δεν κουνήσεις το κωλαράκι σου μην περιμένεις να παντρευτείς.” Δεν το κούνησε, είχε καλύτερα πράγματα να κάνει.
Όλες οι φίλες της είχαν παντρευτεί. Κάποιες είχαν τρία παιδιά. Κι όλο γκρίνιαζαν. Καμιά δεν αγαπούσε τα παιδιά όσο η Αυγή. Αλλά εκείνη είχε μείνει μόνη.
Είδε τον Χρήστο ν’ ανεβαίνει τις σκάλες χαμογελώντας. Στάθηκε εκεί, τρία μέτρα μακριά της και της έκανε σήμα: “Περίμενε.”
Ήταν παράξενος τύπος και της άρεσε.
Τότε ακούστηκε απ’ τα ηχεία του μαγαζιού το La Colegiala, η αυθεντική εκτέλεση, η λάτιν, αυτή είχαν στο Habanera.
Πήγε κοντά της και της ζήτησε να χορέψουν.
Μόνο τότε η Αυγή κατάλαβε τι είχε ντυθεί ο Χρήστος· είχε ντυθεί ο εαυτός του.
Χόρεψαν σφιχτά αγκαλιασμένοι. Και ψιθύριζε ο ένας στο αυτί του άλλου: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοιτούσαν και χασκογελούσαν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να χωρίσει αυτούς τους δυο. Τίποτα πια.