“Είναι προτιμότερο να προσεύχεσαι σ’ ένα ξόανο μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σου, παρά στον αληθινό Θεό χωρίς πίστη.”
Σαίρεν Κίρκεγκωρ
Credo quia absurdum.
(Πιστεύω, επειδή είναι παράλογο)
Τερτυλλιανός
“Όχι μόνο δεν υπάρχει θεός, αλλά σε βλέπω να ψάχνεις για υδραυλικό το Σαββατοκύριακο.”
Γούντι Άλεν
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
1) Αδάμ
Ξύπνησε στις 07:31, όπως κάθε πρωί. Ανασηκώθηκε και είπε ευχαριστώ ευχαριστώ ευχαριστώ. Έπειτα πάτησε τα πόδια του δίπλα στις παντόφλες. Είχαν 23 ρίγες, το ήξερε. Μέτρησε πρώτα τις ρίγες της αριστερής. Μετά της δεξιάς. Έβαλε το αριστερό πόδι. Το έβγαλε. Το ίδιο και με το δεξί. Μετά έβαλε και τα δύο ταυτόχρονα. Και ξεφύσησε. Όλα καλά.
Πήγε να φτιάξει καφέ. Άναψε το πρώτο σπίρτο, το έσβησε. Έκανε το ίδιο με το δεύτερο. Με το τρίτο άναψε το γκαζάκι. Η φλόγα του έκανε λίγους παφλασμούς κι έσβησε.
Κάτω απ’ το ντουλάπι είχε 7 γκαζάκια. Πήγε ένα και σημείωσε ότι έπρεπε να το αντικαταστήσει. Άλλαξε το γκαζάκι. Άναψε δυο σπίρτα και περίμενε να σβήσουν. Με το τρίτο άναψε τη φωτιά.
Μέτρησε 211 ml νερό στο μπρίκι. Μια δόση ελληνικού καφέ, ακριβώς 31 γραμμάρια και με διαφορετική μεζούρα 17 γραμμάρια ζάχαρης από καρύδα. Ξεκίνησε ν’ ανακατεύει αριστερόστροφα τον καφέ, ενώ μετρούσε 113 δευτερόλεπτα. Μετά κατέβασε το μπρίκι κι έκλεισε τη φωτιά. Άναψε ένα σπίρτο και το έβαλε στο γκαζάκι για να δει ότι είχε κλείσει καλά. Το έκανε άλλες δυο φορές.
Άδειασε τον καφέ στο φλιτζανάκι. Έπλυνε μπρίκι και μεζούρες, τα έβαλε στη θέση τους. Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπέζι, πάνω στο σχέδιο με το λουλούδι. Τράβηξε την καρέκλα 33 εκατοστά πίσω, στο σημάδι που είχε στο πάτωμα.
Κι έκατσε ν’ απολαύσει τον καφέ του. Όλα καλά.
Άνοιξε το κινητό να δει τι παραγγελίες είχε να στείλει.
2 κούτες αρώνια.
2 κούτες κράνα
3 κούτες λεμονανθούς
Έπρεπε να κατέβει στο υπόγειο να τις ανεβάσει. Το κούριερ θα ερχόταν πριν το μεσημέρι. Έπρεπε να κατέβει.
Είπε 3 φορές “όλα καλά” και ξεφύσησε. Θα τα κατάφερνε πάλι.
Είχε μια μικρή εταιρεία που είχε γίνει διάσημη σ’ όλο τον κόσμο. Έφτιαχνε μαρμελάδες με φρούτα του Πηλίου. Καθόλου πρωτότυπο, αλλά ο Αδάμ το είχε στήσει με τέτοια ακρίβεια που θα ταίριαζε σε νευροχειρουργό.
Είχε πουλήσει τα διαμερίσματα που του δώσαν οι γονείς του κι είχε κοπιάσει δυο χρόνια, μέρα νύχτα, μέχρι να πετύχει την τέλεια συνταγή για κάθε είδος. Αυτές τις συνταγές τις ακολουθούσε ευλαβικά, με ζυγαριές ακριβείας και χρονόμετρα.
Έφτιαχνε πολύ μικρή ποσότητα, αλλά τις πουλούσε σαν να ήταν μαύρες τρούφες. Κάθε κουταλιά μαρμελάδας Prime κόστιζε 211 ευρώ. Οι πελάτες του ήταν κυρίως Ρώσοι κι Άραβες. Πληρωνόταν απευθείας σε μια off shore εταιρεία στα Κέιμαν.
Κι όλα θα ήταν τέλεια, αν δεν είχε το τέρας στο κελάρι.
~~
Η Τροία γάβγισε δείχνοντας με τη μουσούδα την πόρτα. Ήταν 07:43, η ώρα της για να βγει. Είχε μάθει κι εκείνη να μετράει.
Ο Αδάμ χρειάστηκε 7 λεπτά για να ντυθεί. Περίμενε άλλο ένα, να πάει 07:51 και τότε βγήκαν έξω. Το Ανήλιο κι ολόκληρο το Πήλιο ήταν χιονισμένο. Το χωριό ήταν άδειο. Οι γέροι δεν τολμούσαν να βγουν, οι νέοι είχαν φύγει.
Είδε μόνο τον κυρ Βασίλη στο παντοπωλείο. Αγόρασε ένα γκαζάκι για συμπληρώσει την εφτάδα του. Λίγο πιο κάτω, έξω απ’ την εκκλησία, είδε τον παπά του χωριού.
Ο Ιερώνυμος τον πλησίασε. Η Τροία, που σίγουρα ήταν άθεη, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να χέζει.
“Τι κάνεις, παιδί μου;” είπε στον Αδάμ, παρότι ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος.
Εκείνος του έδειξε την Τροία.
“Πολύ χιόνι, ε;” είπε ο Ιερώνυμος.
“Ωραίο το χιόνι.”
Ο Αδάμ δεν άντεχε να πατάει στα κενά ανάμεσα στις πέτρες. Όταν χιόνιζε μπορούσε να πατάει παντού.
~~~
Γύρισε σπίτι κι έβαλε φαΐ στην Τροία. Έβγαλε το παλτό, το κασκόλ και τα γάντια. Τα έβαλε στη θέση τους. Είχε έρθει η στιγμή να κατέβει στο υπόγειο για ν’ ανεβάσει τις μαρμελάδες.
Είχε αγοράσει το σπίτι μισοτιμής. Ήταν ένα αρχοντικό διώροφο, χρόνια ερειπωμένο. Πάνω είχε το εργαστήριο. Στο ισόγειο έμενε με την Τατιάνα και τον μικρό, πριν να φύγουν. Στο υπόγειο αποθήκευε τις μαρμελάδες. Στο υπόγειο ήταν και το τέρας.
Έβαλε τον ηλεκτρικό μετρονόμο πάνω στο τραπέζι. Τον άνοιξε και δυνάμωσε τον ήχο. Πήγε στην πόρτα του υπόγειου και ξεκλείδωσε. Η Τροία στάθηκε δίπλα του.
“Εντάξει, Τροία, ξέρεις τι κάνεις. Αν δεν γυρίσω σε έντεκα δεύτερα κάλεσε την αστυνομία. Ή μάλλον… Πήγαινε στον Ιερώνυμο κατευθείαν.”
Η Τροία δεν γέλασε.
~~~~
Άνοιξε την πόρτα του υπογείου και κατέβηκε τρέχοντας. Μετρούσε δυνατά: “Ένα, δύο, τρία…”
Πήρε δυο κούτες αρώνια κι ανέβηκε. Έκλεισε την πόρτα. Η Τροία γάβγιζε. Άφησε τις κούτες στο τραπέζι και περίμενε να περάσουν εφτά λεπτά.
Τότε έφυγε πάλι για κάτω. Πήρε τρεις λεμονανθούς. Ανέβηκε στο εννιά. Η Τροία γάβγιζε. Έκλεισε την πόρτα, περίμενε άλλα εφτά λεπτά.
Έφυγε πάλι για κάτω, τρίτη φορά.
Ένα δύο τρία τέσσερα
Πήρε δυο κράνα και ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει
πέντε έξι
Στο εφτά σκόνταψε. Τα κιβώτια του έπεσαν, αλλά δεν σταμάτησε να μετράει
οκτώ εννιά
Τα παράτησε όπως ήταν
δέκα έντεκα
Άκουσε κάτι να ‘ρχεται πίσω του. Δεν γύρισε να δει. Συνέχισε μέχρι την πόρτα.
Άκουγε το πράγμα πίσω του να τον ακολουθεί, το μύριζε. Κι ήταν η μυρωδιά του σαν να σου χώνουν το κεφάλι στην αποχέτευση των δημόσιων σφαγείων.
Έφτασε στην πόρτα και πετάχτηκε έξω. Η Τροία ήταν μανιασμένη σαν τον Αχιλλέα. Προσπάθησε να μπει μέσα, δεν την άφησε. Έκλεισε και κλείδωσε.
Ακούστηκαν λόγια πίσω απ’ την πόρτα, κάποιας γλώσσας νεκρής.
Ο Αδάμ έπεσε στην καρέκλα. Χάιδεψε την Τροία που είχε αφηνιάσει.
“Δεν θα δώσουμε κράνα σήμερα”, της είπε.
Πρώτη φορά το πράγμα είχε φτάσει τόσο κοντά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
2. Ιερώνυμος
Ο πάτερ Ιερώνυμος είχε μετατεθεί κακήν κακώς απ’ τη Θεσσαλονίκη στον Ανήλιο. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη πίστης. Ακριβώς τ’ αντίθετο. Μάλλον έπαιρνε τις διδαχές πολύ κυριολεκτικά.
Είχε δυο πτυχία και ήξερε τρεις γλώσσες. Είχε επιλέξει να μείνει ανύμφευτος, έτσι το μέλλον προβλεπόταν λαμπρό. Όμως σαν διορίστηκε στον Άγιο Ελεύθεριο εμφάνισε το κουσούρι του. Δεν ήταν γυναικάς ή παιδεραστής, ήταν κάτι χειρότερο.
Στον πρώτο γάμο δεν πήρε καθόλου χρήματα απ’ τους κουμπάρους. Το ίδιο έκανε και στις κηδείες, στα βαφτίσια, στους αγιασμούς. Στο κήρυγμα της Κυριακής μιλούσε για τον Μαμμωνά, τον δαίμονα της φιλαργυρίας. Έλεγε πως το χρήμα διαβάλλει την ανθρώπινη ψυχή, είναι σατανικό. Έλεγε πως πρέπει να μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε. Έλεγε ότι ο καπιταλισμός είναι διαβολικός κι ότι το χάραγμα του Αντίχριστου είναι τα χρήματα, που όλοι προσκυνάμε σαν θεό.
Πρώτα διαμαρτυρήθηκαν οι συνάδελφοί του, γιατί με τον αθέμιτο ανταγωνισμό θα τους έκλεινε το μαγαζί. Άκουσε κι ο Άνθιμος για τα κομμουνιστικά κηρύγματα, έφριξε. Τον κάλεσε στη Μητρόπολη.
~~
Ο Ιερώνυμος περίμενε απ’ έξω κοιτώντας τα βραβεία και τα μετάλλια. Βγήκε κάποιος βουλευτής του νεοναζιστικού κόμματος και κάλεσαν τον Ιερώνυμο να μπει στο γραφείο. Ασπάστηκε τη χείρα του Άνθιμου κι έκατσε.
“Παιδί μου, Ιερώνυμε”, ξεκίνησε εκείνος. “Διαβλέπω σε σένα μια λαμπρή σταδιοδρομία στην Εκκλησία του Χριστού μας.”
“Ευχαριστώ, Παναγιότατε.”
“Όμως στ’ αυτιά μου έφτασαν ειδήσεις άσχημες.”
“Αυτές φτάνουν πάντα πρώτες.”
“Κάποιοι μου είπαν ότι μίλησες εκ του άμβωνος με λόγια που μόνο σε κομμουνιστή ταιριάζουν.”
“Σε χριστιανό μάλλον, Παναγιότατε.”
“Ορίστε;”
Ο Ιερώνυμος άνοιξε μ’ αργές κινήσεις το ράσο του. Έβγαλε το πορτοφόλι του. Ψάρεψε ένα νόμισμα. Το έδωσε στον Άνθιμο.
“Τι είναι αυτό, Παναγιότατε;”
“Ευρώ.”
“Τι έχει πάνω;”
Ο Άνθιμος δίστασε.
“Τι έχει;”
“Έναν αετό.”
“Ο αετός είναι σύμβολο του Κυρίου μας;”
“Όχι βεβαίως.”
“Είναι σύμβολο της Γερμανίας. Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.”
Η συζήτηση δεν κράτησε πολύ. Όταν σηκώθηκε να φύγει ο Άνθιμος του έδωσε το ευρώ. Ο Ιερώνυμος αρνήθηκε.
“Στείλτε τον κάπου μακριά”, είπε ο Άνθιμος στο γραμματέα του. “Μακριά κι έρημα. Είναι πέτρα σκανδάλου.”
Τον έστειλαν στο Ανήλιο. Εκεί απαρνήθηκε και τον μισθό του. Για να τρέφεται έφτιαξε μπαξέ. Μάζευε ελιές και πληρωνόταν σε λάδι, ψάρευε, βρήκε τον Παράδεισο του.
Αλλά σε όλους τους Παραδείσους ευδοκιμούν οι δαίμονες.
~~~
Ο Αδάμ πήγε να τον βρει μαζί με την Τροία. Έκανε να δέσει τον σκύλο απέξω, αλλά ο Ιερώνυμος του είπε να τον βάλει στο ναό.
“Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό”, είπε ο Ιερώνυμος. “Όλοι πλάσματα του Θεού είμαστε.”
“Και τα τέρατα;”
“Κι αυτά.”
“Ωραία, γιατί έχω ένα τέρας στο κελάρι μου.”
Ο Ιερώνυμος ήξερε ότι ο Αδάμ ήταν εκκεντρικός, αλλά ήθελε να τον ακούσει. Γιατί είχε ονειρευτεί το τέρας.
Απ’ τη μέρα που βρέθηκε στο Ανήλιο έβλεπε συχνά έναν εφιάλτη, που δεν είχε να κάνει με τσουπωτές κοπέλες. Έβλεπε μάτια δαιμονικά μέσα σ’ απόλυτο σκοτάδι. Και νύχια. Έπειτα λέξεις ρυπαρές, ήχους ανόσιους. Και ξυπνούσε άφωνος, άπνοος, στεγνός.
“Το έχεις δει;” ρώτησε τον Αδάμ.
“Το έχω ακούσει. Και μυρίσει.”
“Κάνει μόνο ήχους; Ή μιλάει;”
Ο Αδάμ δεν το σκέφτηκε καθόλου.
“Μιλάει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει ούτε τι γλώσσα είναι.”
“Τότε δεν είναι τέρας, είναι δαίμονας.”
Και του εξήγησε. Τέρατα πολλά υπάρχουν. Αλλά το χάρισμα της ομιλίας ο Θεός το έδωσε μόνο στους Αγγέλους, στους Δαίμονες και στους Ανθρώπους, μ’ αυτή τη σειρά.
“Με πιστεύεις δηλαδή;” είπε ο Αδάμ, που περίμενε να είναι πιο δύσκολο.
“Εσύ πιστεύεις όσα λες;”
“Πιο πολύ απ’ το χιόνι που βλέπω.”
“Το χιόνι θα λιώσει. Η πίστη δεν λιώνει.”
Αυτό είπε ο Ιερώνυμος κι έφυγε προς το άβατο. Επέστρεψε μ’ έναν σταυρό και το κασκόλ του.
“Το κρύο μου πειράζει τη φωνή. Πάμε.”
~~~~~
Στάθηκαν έξω απ’ την πόρτα του κελαριού. Η Τροία γάβγιζε.
“Άναψε το φως”, είπε ο Ιερώνυμος.
“Δεν έχει φως κάτω. Πειράζει τις μαρμελάδες.”
Πήραν φακούς.
Ο Αδάμ έβαλε τον μετρονόμο.
“Να ξέρεις, πάτερ. Έχουμε έντεκα δευτερόλεπτα.”
“Όχι δέκα; Όχι δώδεκα;”
“Δέκα ναι. Δώδεκα όχι.”
Άνοιξαν την πόρτα και ξεκίνησαν να μετράνε
ένα δύο
Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια
τρία τέσσερα πέντε
Φώτισαν τον χώρο
έξι εφτά
Τα κιβώτια με τις μαρμελάδες ήταν όλα δεξιά. Αριστερά είδαν κάτι λευκό
οκτώ εννιά
Ανέβηκαν τις σκάλες τρέχοντας.
δέκα έντεκα
Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Δεν είχε ακουστεί τίποτα.
“Τι ήταν αυτό το άσπρο;”
“Σκελετός. Από κατσίκι νομίζω. Δεν το ‘χω ακουμπήσει.”
“Πάμε πάλι;”
“Περίμενε να περάσουν εφτά λεπτά.”
Άνοιξαν την πόρτα
ένα
Κατέβηκαν κάτω
δύο τρία τέσσερα
Στ’ αριστερά ο σκελετός, γυμνός από δέρμα σαν τα αφρόξυλα που ξεβράζει η θάλασσα.
Πέντε έξι
Λίγο πιο πίσω ένα ρόπτρο πόρτας
εφτά οκτώ
Η πόρτα ήταν χωμένη στο έδαφος, σαν να υπήρχε ένα υπόγειο κάτω απ’ το υπόγειο, ένας κόσμος κάτω απ’ τον κόσμο μας.
εννιά δέκα
“Πάμε πίσω!”
Έντεκα δώδεκα
Καθώς έφταναν στην πόρτα μύρισαν μια μπόχα από ψόφια σώματα και τρυπημένα έντερα να τους σκεπάζει. Μαζί ένας ήχος από κάτι γλοιώδες που έτρεχε να τους πιάσει, ενώ ακούγονταν λόγια μιας γλώσσας που κανείς άνθρωπος δεν είχε ποτέ μιλήσει.
Δεν θα προλάβαιναν να βγουν. Ήταν δυο σκαλοπάτια κάτω απ’ την πόρτα και το πράγμα ήταν πίσω τους. Τότε όρμηξε η Τροία. Πέρασε ανάμεσα τους κι επιτέθηκε. Ο Αδάμ δίστασε. Ο Ιερώνυμος τον έσπρωξε και τον πέταξε έξω. Έκλεισε την πόρτα.
Η μάχη κράτησε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα. Ακούστηκε το γρύλισμα του ροτβάιλερ και μετά ένας βορβορώδης ήχος, σαν να βάζεις βάτραχο στο μπλέντερ. Μυρωδιά από φρέσκο αίμα. Ακούστηκε κάτι ακόμα πίσω απ’ την πόρτα, μια λέξη. Μετά ησυχία.
~~~~~~
Ο Ιερώνυμος έπιασε την καρέκλα του Αδάμ κι έκατσε.
“Αυτό με ξεπερνάει”, είπε κάνοντας τον σταυρό του.
Ο Αδάμ έσπρωξε την καρέκλα, για να βρεθεί στο σωστό σημείο.
“Το κατσίκι τι σχέση έχει;” τον ρώτησε.
“Ήταν θυσία. Ο προηγούμενος ένοικος θυσίασε ένα ζωντανό στο δαίμονα. Ποιος ζούσε εδώ πριν;”
“Κανείς. Εγώ κι η γυναίκα μου.”
“Αυτή τον έφερε.”
“Δεν μπορεί. Η Τατιάνα…”
Δεν τέλειωσε τη φράση. Γιατί μπορούσε. Η Τατιάνα τον μισούσε. Θα έκανε τα πάντα για να τον εκδικηθεί. Σίγουρα θα μπορούσε να βάλει έναν δαίμονα στο υπόγειο.
“Πώς μπορούμε να το διώξουμε;”
“Μόνο με εξορκιστή. Πρέπει να τον καλέσω.”
“Τον εξορκιστή; Υπάρχει κάποιος που δηλώνει εξορκιστής;”
“Σου φαίνεται παράλογο; Ωραία. Τότε μείνε με τον δαίμονα στο κελάρι. Όλα είναι λογικά.”
Ο Ιερώνυμος βγήκε έξω. Ο Αδάμ τον ακολούθησε ως την εκκλησία.
“Συγνώμη, πάτερ. Μπορείς να τον καλέσεις;”
“Για ποιον λες;”
Ήθελε ν’ ακούσει να το λέει.
“Τον τέτοιο. Τον εξορκιστή.”
“Αυτοκίνητο έχεις. Παίρνω το παλτό μου.”
Και κάπως έτσι κατέβηκαν το βουνό. Είχαν δρόμο μέχρι το Άγιο Όρος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια και το τέλος εδώ
Ο Εξορκιστής https://sanejoker.info/2020/03/exorcist2theend.html