Ποτέ ξανά θάνατος
Του κάκου μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανδρών συνωθούμενες μέσα σε μία μικρή έκταση, αγωνίζοντο να γυμνώσουν την γη όπου ζούσαν. Του κάκου καταφόρτωναν το έδαφος με σωρούς από λίθους, για να μη μπορεί τίποτα να ριζοβολήσει. Τέτοιο το μένος που κατέτρεχε στο άνανδρο στράτευμα προς το συγκεκριμένο τόπο.
Ήταν ξεκάθαρο, τον πόλεμο τον είχανε κερδίσει κατά κράτος. Μα δεν θέλανε να τους θυμίζει πως πάλαι ποτ’ ήσαν άλκιμοι οι Μιλήσιοι. Οι αντίπαλοι στρατιώτες μπήκανε στα μεταγωγικά για να επιστρέψουν στα σπίτια τους που τόσο τους είχαν λείψει. Όλη η πολιτεία ξεκίνησε για το αέναο ταξίδι της επιβίωσης.
Το πλήθος περπατούσε εδώ και μία βδομάδα ασταμάτητα. Τα μωρά κλαίγανε στις αγκαλιές των μανάδων που κι αυτές με τη σειρά τους βάδιζαν βουβές. Που και που κοίταζαν με άδειο βλέμμα πίσω διότι ξέρανε πως σε τούτα εδώ τα πάτρια εδάφη δεν θα ξανά πατούσαν το πόδι τους σύντομα και προσπαθούσαν να ρουφήξουν την παραμικρή εικόνα για να τους συντροφεύει στην υπόλοιπη, δύστυχη ζωή τους.
Λιγοστοί άνδρες μεταξύ αυτών, κι αυτοί ήσαν μόνο οι τυχεροί μιας και η πλειοψηφία τους έγινε έρμαιο στα χέρια άμορφης μάζας ανθρώπων.
Κάποιοι από αυτούς πιστέψανε στο μεγαλείο του έθνους. Οι περισσότεροι όμως απλά κολυμπούσαν στο ήσυχο ποτάμι του χρόνου, ανέμελα. Μέχρι που το μίσος του πολέμου διέλυσε τα πάντα. Δεν μπορούσαν πλέον να γυρίσουν στα παιδικά τους αισθήματα. Εξαφανίστηκαν όλα, για πάντα.
Μέσα σε αυτή την πορεία προς την νέα τους πλέον πατρίδα υπήρχε και η Ελένη. Κοπέλα με τα είκοσι έξι της χρόνια και μόνη της περιουσία το ξεφτισμένο της φουστάνι και ένα βιβλίο του αγαπημένου της. Αυτό το βιβλίο ήταν μία συλλογή με τέσσερις τραγωδίες του Αισχύλου. Η αγαπημένη της ήταν, προφητικά, «οι Ικέτιδες». Σαν άλλος χορός οδύρονταν οι πρεσβύτερες γύρω της πότε – πότε.
Κι ενώ ένιωθες μόνο το σύρσιμο των φθαρμένων παπουτσιών στο στεγνό χώμα, μέσα στη βουβή πορεία, ακούγεται η νεάνιδα με τρεμάμενη φωνή που πλαισιωνόταν από τη πολύπαθη μητέρα της.
-Και τώρα μάνα;
-Τώρα κορίτσι μου θα έχουμε νέα πατρίδα, νέα όνειρα.
-Κι αν δεν στεριώσουμε;
-Άνθρωπος σημαίνει πως και στη πέτρα πάνω θα ποτίσει δέντρο.
-Θα είμαστε ευπρόσδεκτοι στο τόπο που θα μείνουμε;
-Κι αν δεν είμαστε, θα το υπομείνουμε μέχρι να γίνουμε.
-Τον τόπο μας θα τον θυμόμαστε σε λίγα χρόνια;
-Δεν μπορείς να ξεχάσεις τον τόπο που γεννήθηκες, είναι ευχή και κατάρα.
-Εύχομαι οι γιοί μας να πάρουνε εκδίκηση για τους αδικοχαμένους πατεράδες τους.
-Ποτέ ξανά θάνατος, κόρη μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Δημήτρης Τσιακμάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η προσδοκία
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το ν’ απασχολείται κανένας διαρκώς, προπαρασκευάζοντας το μέλλον, εις βάρος του παρόντος – να θυσιάζει, δηλαδή, τη σημερινή πραγματικότητα, για μία μελλοντική αβεβαιότητα – είναι καθαρή ματαιοπονία. Και από της απόψεώς των, δεν έχουν άδικο. Ξεχνούν όμως, ότι, κάποτε, αυτή η προετοιμασία, να πούμε, της ευτυχίας, είναι και αυτή επίσης, ένας τρόπος ευτυχίας – και ότι η μόνη ίσως θετική χαρά, σ’ αυτό τον κόσμο, είναι, ακριβώς, η προσδοκία της.
Η Ρηνούλα άνηκε, δίχως να το γνωρίζει, στην τελευταία αυτή κατηγορία, των ανθρώπων εκείνων για τους οποίους μόνη η ενασχόληση με το μέλλον αρκεί για να γεννηθούν αισθήματα χαράς – εκείνης της χαράς που συνδέεται με την ελπίδα, την προσμονή και την γλυκιά καρτερικότητα μίας καλύτερης επαύριον.
Μόνη, στην πόλη της Αθηνάς, έβρισκε πάντοτε παρηγοριά στις επισκέψεις της στο Ζάππειο. Λάτρευε τη μαρμαρυγή και το φως έτσι όπως χάνονταν μέσα στους φοίνικες και τα δεντράκια και εμφανίζονταν πάντοτε ξανά τόσο απρόσμενα και παιδικά. Συνήθιζε να περπατάει, σχεδόν χόρευε στα ποικίλα μονοπάτια, αναζητώντας συνεχώς τον ήλιο και τα παιχνιδίσματά του, όπως ένας ηθοποιός αναζητάει το φως του προβολέα, καθώς μόνο εκεί υπάρχει, μόνο εκεί λάμπει και βρίσκει ζωή.
Όταν πια κουραζόταν από το αέναο αυτό κυνηγητό, καθόταν σε ένα παγκάκι –επέλεγε κάθε φορά ένα διαφορετικό για να γλιτώσει τη μονοτονία –,έγερνε το κεφάλι πίσω, έτσι που τα μακριά, μαύρα μαλλιά της να ψαύουν, θροΐζοντας, απαλά το χώμα, έρμαια ενός γλυκού αέρα, και έκλεινε τα μάτια της· της αρκούσε εκείνες τις στιγμές να βλέπει σκιές. Αφού έπαιρνε μερικές ανάσες – μέρος καθώς ήταν αυτές μίας καθιερωμένης ιεροτελεστίας – απελευθέρωνε το μέρος εκείνο της ψυχής της που τον υπόλοιπο καιρό δάμαζε με όλη της τη δύναμη, με την ελπίδα να μην χαθεί σε αυτό, και επέτρεπε στον εαυτό της να σκεφτεί τον έρωτά της, που έπαιρνε σάρκα και οστά στο πρόσωπο εκείνου του ψηλού άντρα με τα ξανθά μαλλιά και τα ζεστά, αβυσσαλέα μάτια που, μία φθινοπωρινή βραδιά, υποσχέθηκε να της χαρίσει κάθε άστρο και κάθε ευτυχία, να της δωρίσει καθετί πιο όμορφο. Έφερνε τότε στο νου της τόσο καθαρά κάθε στιγμή που μοιράστηκαν, έτσι που αν άνοιγε τα μάτια, θα προβάλλονταν μία-μία μπροστά της σαν σκηνές κινηματογράφου.
Και ήταν αυτές οι στιγμές που την γέμιζαν τη μεγαλύτερη χαρά, γιατί σε αυτές η εικόνα του άντρα της ήταν τόσο καθαρή ώστε να μπορεί να την πάρει αυτούσια και να την τοποθετήσει σε ένα μέλλον, δίπλα – επιτέλους ξανά – στη δική της. Έτσι, στην αναμονή της επιστροφής του, η Ρηνούλα έζησε μυριάδες περιπέτειες με τον άντρα της, επισκέφτηκε νησιά και ταξίδεψε στην Ελλάδα, φόρεσε φανταχτερά φορέματα και γιόρτασε τις Απόκριες και την Πρωτοχρονιά και τα Χριστούγεννα, δέχτηκε καλεσμένους σε μία φωτεινή έπαυλη, απέκτησε δύο κόρες και ένα γιο…
Κάθε μία παράσταση έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά· ποτέ δεν ήταν πιο ευτυχισμένη απ’ όταν χανόταν στους μελλοντικούς κόσμους που δημιουργούσε και καθόλου δεν θλιβόταν όταν τύχαινε να συναντήσει ζευγάρια ερωτευμένων ή μητέρες με μικρά παιδιά ή κυρίες και κύριους που αφηγούνταν ξέφρενες βραδιές με χορό και μουσική. Τουναντίον, έβρισκε έμπνευση στην πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων. Έτσι, συχνά ήταν το φάντασμα εκείνης που κρατούσε το μπράτσο του άντρα της και περπατούσε δίπλα του νωχελικά, που έτρεχε πίσω από ένα αγοράκι ρίχνοντας ταυτόχρονα ματιές σε δύο μικρά κορίτσια που έπαιζαν με δύο καινούριες κούκλες – από αυτές που βγάζουν ήχους όταν πιέζεις την κοιλιά τους και των οποίων τα μάτια ανοιγοκλείνουν –, που συζητούσε με μία φίλη της για το χθεσινό χορό, τους έρωτες των νέων και τα διάφορα σκάνδαλα.
Οι ιστορίες αυτές και το ενδεχόμενο να υλοποιηθούν την κρατούσαν ζωντανή και την ανανέωναν. Έτσι πάντοτε, όταν επέστρεφε από τη βόλτα της στο Ζάππειο, ένιωθε πρόθυμη να προετοιμάσει τον κόσμο στον οποίο θα γυρνούσε ο άντρας της για να της προσφέρει την ευτυχία, πραγματώνοντας κάθε ονειρική της εικόνα.
***
Ποτέ δεν έπαψε η συνήθειά της αυτή, ούτε αφότου έμαθε για το ναυάγιο του πλοίου που θα έφερνε τον άντρα της κοντά της. Και ποιος μπορεί να πει ότι δεν ευτύχησε τελικά το Ρηνιώ; Ποιος θα ισχυριστεί πως οι προσδοκίες της αυτές, οι προσδοκίες μιας ανείπωτης και ανεκπλήρωτης χαράς, δεν ήταν τελικά που χρωμάτισαν τη ζωή της και της προσέφεραν κάθε πιθανή ευτυχία;
~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Μαριλένα Κοσμοπούλου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έγκλημα στα μπαμπού
Η κατάθεση ενός ξυλοκόπου ενώπιον του Ανακριτή
ΜΑΛΙΣΤΑ, ΥΨΗΛΟΤΑΤΕ. Εγώ βρήκα το πτώμα. Εκείνο το πρωί, πήγα όπως κάθε μέρα να κόψω κέδρα στον λόφο πίσω απ’ το σπίτι μου. Το πτώμα ήτανε στο ρουμάνι με τα μπαμπού στην άλλη μεριά του βουνού. Που ακριβώς; Καμιά πεντακοσαριά μέτρα κοντά στον κεντρικό δρόμο προς τη Γιαμάσινα. Πολύ ξεραΐλα εκείνο το μέρος, μόνο κάτι χαμόδεντρα ανάκατα με τα μπαμπού.
Στην αρχή νόμιζα πως πρόκειται για το τομάρι κάποιου ζώου και δεν έδωσα σημασία. Δεν υπήρχαν όμως ίχνη από ζώα στο έδαφος και αυτό ήταν που με παραξένεψε. Όταν πλησίασα και αντίκρισα το πτώμα, μου κόπηκε η ανάσα. Το είχαν κατακρεουργήσει.
Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στο σημείο είναι από έναν δρόμο με μια συστάδα μπαμπού. Τα χορτάρια γύρω ήταν τσακισμένα, που σημαίνει ότι έγινε άγριος καυγάς. Πιο κάτω βρήκα αυτό το κομμάτι σχοινί. Δεν υπήρχαν όμως ίχνη ούτε από άλογο, ούτε από άνθρωπο. Κάποιος πρέπει να τα έσβησε.
Η κατάθεση ενός ιερέα ενώπιον του Ανακριτή.
Είμαι σίγουρος ότι τον συνάντησα εχθές, υψηλότατε. Εχθές περί τις… λοιπόν, θα’ λεγα πως ήταν το μεσημέρι. Κοντά στο σημείο ελέγχου στον λόφο προς τη Γιαμάσινα. Δεν ήταν από την πόλη. Ήταν φρεσκοξυρισμένος με κατεβασμένο το κεφάλι, ίσα ίσα φαίνονταν τα μάτια του. Φορούσε ένα ψηλό, στρογγυλό καπέλο και στεκόταν για ώρα ακίνητος κάτω από τον ήλιο. Σίγουρα περίμενε κάποιον. Προσευχήθηκα γι’ αυτό τον άνδρα σήμερα το πρωί. Δεν μπορώ να πιστέψω πως του συνέβη κάτι τέτοιο.
Η κατάθεση ενός αστυφύλακα ενώπιον του Ανακριτή.
Ο άντρας που συνέλαβα, υψηλότατε; Είμαι σίγουρος πως πρόκειται γι’ αυτό τον περιβόητο ληστή, τον Ταζόμαρου. Τον συνάντησα στην χθεσινοβραδινή μου βάρδια. Φορούσε ένα μπλε κοστούμι και ένα ψηλό καπέλο. Ξυλοκόπησε άγρια μια νεαρή κοπέλα και ύστερα μπήκε στο διπλανό μπαρ. Τον βρήκα να πίνει κλαίγοντας. Τον ακινητοποίησα και του έδεσα τα χέρια με ένα κομμάτι σχοινί. Εκείνος όμως έβγαλε από το πουθενά ένα σπαθί, κόβει το σχοινί και απειλεί να μου κόψει το κεφάλι στα δύο αν δεν τον αφήσω ήσυχο. Βγήκα ήρεμα από το μπαρ και τον περίμενα απ’ έξω. Αφού κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα, πέφτει αναίσθητος στο πάτωμα από το πιόμα. Τον συνέλαβα αλλά δεν μπορούσα πια να τον σηκώσω. Φώναξα ενισχύσεις και τελικά τον μεταφέραμε στο τμήμα όλοι μαζί. Δεν επεμβαίνω στη δουλειά σας, φυσικά, αλλά νομίζω πως καλό θα ήταν να τον ανακρίνετε σχετικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Άσπα Σιώκου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όλα τα κείμενα γράφτηκαν στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής -και κλοπής.
Ο Δημήτρης έκλεψε την πρώτη παράγραφο απ’ τον Τολστόι.
Η Μαριλένα έκλεψε την πρώτη παράγραφο απ’ τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Η Άσπα έκλεψε την πρώτη παράγραφο από τον Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα.