Ο κύριος κι η κυρία
Ο κύριος: μόνιμος διαμονή Αθήναι. Φαλακρα, κοιλιτσα, σαρανταπέντε χρόνια αγώνων που δώσανε μια ζηλευτή περιουσία.
Ψηνεται στους σαράντα βαθμούς των αναστατωμενων άσφαλτων, προσπαθεί να δροσιστεί με ανεμιστήρες και παγωμένα ποτά, νοσταλγεί τον χειμώνα, την ήσυχη οικογενειακή ζωή, τα μικρά ανούσια χαρτοπαικτικα πάρτυ και την κυρία που βρίσκεται τώρα στις πράσινες εξοχές.
Ο κύριος είναι ένας Ροβινσών που ναυάγησε στο νησί τον υποχρεώσεων. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε ένα μικρό κυβικό κομμάτι πάγου, γέμισε το ποτήρι του με σόδα, έλαβε «τον καλαμον»-στύλο Πάρκερ- ανά χείρας και ξέσπασε όλο του το λυρισμό γράφοντας στην κυρία την μυρωμένη από της αύρες της υπαίθρου.
«Πιτσουνι μου»
(Καταραμένη καρακάξα)
Οι μέρες μακριά σου θυμίζουν κόλαση. Ονειρεύομαι την στιγμή που θα τελειώσει το καλοκαίρι και θα γυρίσεις κοντά μου.
(Εγώ δουλεύω σα το γαϊδούρι και βράζω και εσυ απλώνεσαι στις πλαζ και πίνεις κοκτεϊλς με την καπελαδούρα σου. Αλλά καλύτερα να είσαι εκεί να μου τρως τους παράδες αντί εδώ και να μου τρως τα συκώτια).
Οι νύχτες μακριά σου ατέλειωτες. Μοναχικές και άυπνες.
(Ουι και αλιμονο να μάθαινες ότι κάθε βράδι σουλατσαρω με την κούρσα στου Μιμή του μυτογκα. τρώω το κάτι της μου και κορτάρω και καμία Κοκοτιτσα μικραν όμορφη απ αυτές που λιγοθυμουν σαν βλέπουν την κούρσα και ξεκινάνε τα “μη καλέ” και τα “αχ”)
Μετρώ της ώρες Που θα σε δω ξανα. Χρυσή μου καρδερίνα. Να προσεχείς και να μην κάθεσαι πολύ στον ήλιο μη σου έρθει κανένας νταμπλάς
(Λυπήσουμε Παναγία μου και πάρτηνα κοντά σου)
Σ αγαπώ Πολύ,
ο μπούλης σου.
Υ.Γ. Σου στέλνω και μερικές δραχμές να περάσεις της επόμενες μέρες.
(Έχεις φάει μια περιουσία στον Θανάση με της άλλες της κότες)
~~~~
Η κυρία:
Τριανταπέντε ετών, κόρη αξιωματικου του Ελληνικού ναυτικού Μεγαλωμένη με τα όλα τα σεα και τα μεα της (πιάνα γαλλικά και πλέξιμο) είναι αραγμένη στο μπαρ του πόρτο ράφτη μπιτς και πινει ένα κοκτέιλ (απ τα πράσινα με τα φρούτα) και κοιτάζει τα παιδαρέλια που παίζουν βόλεϊ μπολ και τρέχουν ιδρωμένα απ τις μασχάλες μέχρι τις φτέρνες πετώντας άμμο.
Ο γιος της Ριρικας αμούστακος αμούστακος, αλλά όλο την κοιτάει και όλο στέλνει την “μπολ” προς την ξαπλώστρα της. Ανοίγει την τσάντα της και βγάζει το γράμμα του κυρίου. Ανοίγει το φάκελο.
Ρίχνει μια μάτια στο γράμμα το τσαλακώνει και το πετάει.
Μετράει και τσεπώνει τα λεφτά στην πορτοφόλα της.
(Πάλι λίγα έστειλε αυτό το αγριογούρουνο. Με έχει κάνει ρεζίλι με την τσιγκουνιά του, η Φωφω δεν ζητάει πίσω τα δανεικά, αλλά όλο με κοιτάει με αυτό το βλέμμα. Αν δεν ήξερα της πομπές της ρεζίλι θα με έχει κάνει το παλιοθήλυκο).
Να σου πάλι το “μπολ” στα πόδια της. Τρέχει ο γιος της Ριρικας. Και μαζί με την μπάλα μαζεύει το γράμμα απ τα πόδια της
«Κυρία Μαίρη σας έπεσε ένα χαρτί.»
«Δεν είναι τίποτα Δημητράκη για τα σκουπίδια είναι.»
Το παιδαρέλι παίρνει την μπάλα του και φεύγει.
«Δημητράκη», του φωνάζει. «Πες στην μαμα σου ότι θα περάσω αύριο το βραδι να την δω»
Ο Δημητράκης ξαφνιάζεται.
«Μα δεν έχει έρθει ακόμα στις δεκαπέντε έρχεται»
«Ακόμα καλύτερα», του λέει και τον κλείνει το ματι.
~~{}~~
Το κείμενο έγραψε ο Άγγελος Γούφμαν, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Κύριος
Όταν ο κύριος, γνωστός και ως θεός, αντιλήφθηκε ότι ο αδάμ και η εύα, ενώ εμφανίζονταν καθ’ όλα τέλειοι, δεν έβγαζαν λέξη από το στόμα τους, δεν άρθρωναν τουλάχιστον έναν ήχο, έστω τον πιο απλό, θα πρέπει να εκνευρίστηκε με τον εαυτό του αφού δεν υπήρχε κανείς άλλον στον κήπο της εδέμ για να του καταλογίσει τη βαρύτατη παράλειψη, όταν τα υπόλοιπα ζώα, προϊόντα, όλα τους, όπως και τα δύο ανθρώπινα όντα, της θεϊκής εντολής, άλλα με μουγκανητά και βρυχηθμούς, άλλα με ρόγχους, τιτιβίσματα, συριγμούς και κακαρίσματα, απολάμβαναν ήδη το καθένα τη δική του φωνή.
Αν και φυσιολογικά δεν έπρεπε να τον απασχολήσει και πολύ, σκέφτηκε, ότι χωρίς φωνή, ο άνθρωπος δεν θα καταφέρει ποτέ να κατακτήσει την ελεύθερη βούληση, άρα να αμαρτήσει, ώστε να τον τιμωρήσει αναλόγως, είτε να τον κάψει ζωντανό, είτε να τον κάνει στήλη άλατος ή και να τον πνίξει. Α πολύ μαρτυρικός θάνατος ο πνιγμός σκέφτηκε και του ξέφυγε ένα γελάκι.
Όρμησε πρώτα στον αδάμ, τον έπιασε δυνατά από τους ώμους, κοιτάζοντάς τον. Από τα μάτια που έβγαινε το απόλυτο φως. Ο άνθρωπος τον κοίταξε και αυτός, με τρόμο και απορία και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια και η αναπνοή, ενώ σαν φωτιά άρχισαν να καίνε τα σωθικά του. Ξεροκατάπιε και ένιωσε το σάλιο του να κατεβαίνει αργά σαν λάβα στο στομάχι του, κάπου εκεί λιποθύμησε.
Στο όνειρο που είδε, υπήρχε ένα δέντρο στη μέση του κήπου, τα φυλλώματα έλαμπαν στην πρωινή δροσιά, ενώ οι καρποί του κόκκινοι και γυαλιστεροί τον καλούσαν να πλησιάσει.
Άρχισε να περπατάει προς το δέντρο, και σκεφτόταν πως δεν πεινάει, την περιέργειά του ήθελε να χορτάσει πρώτα. Καθώς πλησίαζε είδε από κάτω να στέκεται εκείνη η γυναικά που την θυμάται από την αρχή σχεδόν, και καθώς την κοίταζε αντιλήφθηκε ότι κάτι άλλαζε.
Τα μαλλιά της τα είχε ανακατέψει δυνατός αέρας, και το κορμί της, έτσι λεπτό και στητό, έλαμπε, ενώ το δέντρο άλλαζε όψη, ο κορμός και τα κλαδιά του φάνηκε σαν να κουνιούνταν, ενώ οι καρποί σάπιζαν και μαυρα ζουμιά άρχισαν να τρέχουν στο αφράτο κόκκινο χώμα.
Ξύπνα! Ξύπνα! Ξύπνα! Άνοιξε τα μάτια του και πρώτη φορά είδε τον ουρανό γκρίζο με σύννεφα, έμεινε ακίνητος να κοιτάζει νιώθοντας το δέρμα του να ανατριχιάζει. Έκανε κρύο, ίσως και να φοβόταν, δεν ήταν σίγουρος.
Ξύπνα, έγινε μαλακία, πρέπει να φύγουμε. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν το ίδιο όμορφη, βασικά δεν ήξερε αν ήταν, αλλά μάλλον έτσι είναι η ομορφιά. Την κοίταξε και ένιωσε ξανά να ανατριχιάζει, ενώ κρύος ιδρώτας έτρεχε στο σβέρκο του και άρχισε να τρέμει, ή από το κρύο ή από τον φόβο, δεν ήταν σίγουρος.
Εκείνη, στεκόταν από πάνω του και τον κοιτούσε, όμως το βλέμμα της δεν ήταν όπως παλιά, δεν τον κοίταζε με αγάπη, ούτε με αθωότητα, ούτε με περιέργεια. Ήταν θαρρείς σαν να μην είχε καμία απορία, σαν να τα ήξερε όλα.
Τον άρπαξε από το χέρι με δύναμη και τον σήκωσε, ζαλίστηκε σαν στάθηκε όρθιος, και την κοίταξε σαν χαμένος. Μίλα! Μίλα! Μίλα μην με κοιτάς μόνο! Άνοιξε το στόμα σου και μίλα!
Τι έγινε, κατάφερε να ψελλίσει, ο μεγάλος, δεν ξέρω πως και γιατί, είναι πολύ τσαντισμένος μαζί μας, μαζί μου, αλλά ξέρεις πάμε μαζί εμεις οι δύο, οπότε μαζί μας, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως.
Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, ούτε εγώ κατάλαβα τι έγινε, και όταν τον ρώτησα εκνευρίστηκε ακόμα πιο πολύ και κοίτα τι μου έκανε, του είπε δείχνοντας τα μπούτια της, που ήταν βαμμένα με αίμα, θέλει να με σκοτώσει, νομίζω είναι τρελός, πονάω, πονάει η κοιλιά μου και τα πόδια μου, σήκω να φύγουμε θα μας σκοτώσει και τους δύο.
Μα τι λες; Αυτός είναι ο πατέρας μας, αυτός μας γέννησε, και μας το είπε να είμαστε καλά παιδιά και όλα θα πάνε καλά, εγώ λέω να πάμε και να του εξηγήσουμε τι έγινε, δεν γίνεται να μην μας ακούσει.
Το ξέρεις ότι σε κουβάλησα στην πλάτη μου, όταν ήταν έτοιμος να σου πετάξει κεραυνό, και σε έκρυψα εδώ; Το ξέρεις πως μας ψάχνει και τους δύο; Πάμε σου λέω, δεν έχουμε πολύ χρόνο, τον νιώθω, πλησιάζει! Αποκλείεται να είναι έτσι τα πράγματα! Εγώ θέλω να του πω ότι δεν φταίω σε τίποτα, μπαμπά μπαμπά, άρχισε να φωνάζει.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τρίτη κλήση προς τον πατέρα των πάντων, η οποία τρίτη φορά θα ήταν και η καθοριστική τόσο πρακτικά, ώστε να τους εντοπίσει ο θεός που όντως ήταν κοντά και τους έψαχνε, γιατί λάτρευε το κυνήγι, όσο και λογοτεχνικά, μιας και στη λογοτεχνία, τουλάχιστον στην παραδοσιακή, εις τριπλούν έρχονται όλα, καλά ή κακά.
Μια μεγάλη πέτρα, που ένας θεός ξέρει πως βρέθηκε στα χέρια της, προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Άρχισε να τρέχει και πίσω της άκουσε την πιο μεγάλη κραυγή που θα άκουγε σε όλη της τη ζωή, ενώ ένα οστικό κύμα την έριξε κάτω.
Από τον χαλασμό ξεσηκώθηκαν όλα τα πτηνά του κήπου, το περίεργο ήταν πως τα φτερουγίσματα αυτή τη φορά ήταν άγρια, σαν επίθεση από αρπακτικά. Σηκώθηκε με ματωμένα γόνατα και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη.
~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Ελένη Νικιτέα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άγγελος έκλεψε την πρώτη παράγραφο απ’ τον Τσιφόρο.
Η Ελένη έκλεψε την πρώτη παράγραφο απ’ τον Σαραμάγκου.