“Breathe, breathe in the air. Don’t be afraid to care”
Breathe, Pink Floyd
Πέντε φορές ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο. Κι όλο πάταγα backspace. Πήγα να το γράψω ποιητικά. Πήγα να το γράψω εξοργισμένα. Πήγα να το γράψω φιλοσοφικά, οργουελικά. Κάπως ήθελα να το γράψω. Τελικά σκέφτηκα: “Απλώς γράψε.”
Δεν είμαι εξοργισμένος. Όταν είδα τον θάνατο του George Floyd ένιωσα να πνίγομαι, σαν να ήταν το δικό μου κεφάλι εκεί κάτω. Θα μπορούσε να είναι.
Αλλά δεν ένιωσα οργή. Ο αστυνομικός μου προκάλεσε αηδία, σαν να βλέπω ένα απ’ τα δημιουργήματα του Λάβκραφτ, κάτι από εκείνα τα ανίερα πλάσματα που η γλώσσα δεν τολμά να προφέρει τ’ όνομα τους.
Κι είναι πολύ χειρότερος απ’ τον Κθούλου του Λάβκραφτ ο αστυνομικός-δολοφόνος, γιατί εκείνος είναι άνθρωπος.
Ναι, κι ο δολοφόνος έχει μάνα. Κι εκείνος ήταν παιδί κάποτε. Μεγάλωσε σε μια δυτική κοινωνία, είχε πρόσβαση σε καθαρό νερό και πήγε σχολείο.
Μάλλον έχει την ίδια ηλικία με μένα, μπορεί και λίγο νεότερος. Είδε παρόμοιες ταινίες, ίσως διάβασε κάποια βιβλία, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έχει παιδιά.
Δεν είναι τέρας ο αστυνομικός, κι αυτό είναι τόσο τρομακτικό.
Η Χάνα Άρεντ είχε δίκιο.
Το πιο τρομαχτικό είναι ότι το κακό είναι κοινότοπο.
Το Κακό στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα απ’ τη γοητεία του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Δεν είναι σατανικό όπως ο Αντίχριστος. Δεν έχει χάσει το μυαλό του, όπως ο Τζακ Τόρενς της Λάμψης.
Το Κακό είναι ο γείτονας, που σου μιλάει για το μπάσκετ, που βγάζει τα παπούτσια του πριν μπει στο σπίτι σου για το παιδικό πάρτι, που έκοψε το κάπνισμα το ποτό και το κόκκινο κρέας, που κάνει δίαιτα για να χάσει τα κιλά της καραντίνας και γελάει με τα αστεία σου.
Κι έπειτα πάει στη δουλειά του, και πρέπει να κάνει τη δουλειά του, αλλά δεν κάνει τη δουλειά του, γιατί κανείς δεν του είπε ότι η δουλειά του είναι να πατάει μέχρι θανάτου ανθρώπους στον λαιμό.
Κανείς δεν του το είπε ρητά, αλλά το κράτος του δίνει το δικαίωμα.
Γιατί οι φονιάδες αστυνομικοί, όπως και οι φονιάδες στρατιώτες, δεν θεωρούνται φονιάδες, δεν διώκονται ως φονιάδες, εκτός κι αν κατά λάθος κάποιος καταγράψει το έγκλημα τους και το κοινοποιήσει στο facebook.
“Please, sir, i can’t breathe.”
Δεν είναι το ίδιο το έγκλημα που μας συγκινεί. Κάθε μέρα σκοτώνονται χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο. Αυτό που μας έκανε να νιώσουμε κάτι παραπάνω είναι ότι ακούσαμε τη φωνή του μελλοθάνατου. Είναι ένας άνθρωπος που μιλάει, που εκλιπαρεί για λίγο αέρα, προτού πνιγεί.
Είναι τα λόγια του Φλόιντ που μας καταδιώκουν:
“Σας παρακαλώ, κύριε. Δεν μπορώ να ανασάνω.”
Μας καταδιώκουν αυτά τα λόγια, γιατί όλοι μας κάτι παρόμοιο λέμε:
“Σας παρακαλώ, κύριε. Δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Σας παρακαλώ, κύριε. Δεν με πληρώνετε αρκετά για να ζήσω.
Σας παρακαλώ, κύριε. Το κράτος με φορολογεί περισσότερο απ’ όσο αντέχω.
Σας παρακαλώ, κύριε. Μη μου πάρετε το σπίτι, επειδή χρωστάω δόσεις.
Σας παρακαλώ, κύριε. Αφήστε με να ονειρεύομαι.”
Μήπως θα έπρεπε να σταματήσουμε να εκλιπαρούμε; Γιατί πέρα απ’ την κοινοτοπία του κακού, που τόσο κλισέ είναι πια, υπάρχει και η κοινοτοπία του καλού.
Είμαστε κοινότοποι. Είμαστε προβλέψιμοι. Είμαστε δεδομένοι.
Μαζεύουμε υπογραφές στο AVAAZ, βιντεοσκοπούμε φόνους με το κινητό μας χωρίς να παρεμβαίνουμε, εξοργιζόμαστε διαδικτυακά.
Μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και περισσότερο θεατές. Ο κορονοϊός έδωσε ένα κβαντικό άλμα στην εκπαίδευση αποστασιοποίησης κι αποξένωσης. Ένα καινούριο εργαλείο για τον περιορισμό κάθε πιθανής αντίδρασης. Πόσο καιρό έχουν να εμφανιστούν τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία;
Αυτοί που μας πνίγουν με την μπότα τους ξέρουν τι θα κάνουμε. Είμαστε προβλέψιμοι. Είμαστε κλισέ. Ήδη έχουν αρχίσει να μας τρομοκρατούν με το νέο κύμα των φονικών ιών που έρχονται.
Δεν είναι Μεσαίωνας, μακάρι να ήταν. Τώρα ο εχθρός γνωρίζει πολλά περισσότερα απ’ τους φεουδάρχες και τους βασιλιάδες. Το κακό είναι κοινότοπο, αλλά εμείς είμαστε πολύ πιο κλισέ.
~~{}~~
Ο Τηλέμαχος, ο γιος μου, έφηβος δεκατριών χρονών, πήρε τις προάλλες να διαβάσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Μετά το “Κράτος και Επανάσταση”, του Λένιν.
Πήγα να τον συμβουλευτώ.
“Είχα διαβάσει κάπου ότι παλιά οι άνθρωποι έκαναν επαναστάσεις”, του είπα.
“Ναι”, είπε ο Τηλέμαχος, “έτσι τις λένε. Επαναστάσεις.”
“Κόβανε κεφάλια”, του είπα.
“Βασιλιάδων και τσάρων”, είπε ο Τηλέμαχος.
“Έχω δει και ταινίες”, του είπα. “Παλιές, με ανθρώπους που απαιτούσαν τα δικαιώματα τους.”
“Εργάτες, γυναίκες, μαύροι, ομοφυλόφιλοι, απλοί άνθρωποι”, είπε ο Τηλέμαχος.
“Τους σκότωναν”, του είπα.
“Συχνά. Ήταν ήρωες”, είπε ο Τηλέμαχος.
“Τώρα δεν υπάρχουν”, του είπα.
Ο Τηλέμαχος δεν απάντησε. Χαμογέλασε συγκαταβατικά, σαν να ήμουν εγώ το παιδί.