(Εδώ μπορείτε να το διαβάσετε στα ιταλικά I piedi di Leda https://sanejoker.info/2021/04/piedi-di-leda-giullare.html
~~~~~{}~~~~~
1) Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου
Λίγα χιλιόμετρα απ’ τη Θάλαττα, δύο τσιγάρα δρόμο πάνω κάτω, ήταν το καφενείο του Πεντακόσια. Γιατί τον λέγαν έτσι ποτέ δεν έμαθα, ούτε και γιατί το θεωρούσαν καφενείο.
Πηγαίναμε εκεί με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, όταν ήμασταν παιδιά. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια με τον ιδιοκτήτη, κάτι σαν δεύτερος ξάδελφος του παππού μου. Αλλά ήταν κι εκείνος Δόγκας, και στα χωριά αρκεί να ‘χεις το ίδιο επίθετο για να θεωρείς τον άλλο συγγενή σου. Ειδικά αν είναι απ’ τη μεριά της μάνας, γιατί αυτές οι γραμμές είναι αδιαμφισβήτητες, ενώ για τον πατέρα ποτέ δεν είσαι σίγουρος.
Το καφενείο του Πεντακόσια δεν έμοιαζε με καφενείο ούτε ακουγόταν σαν τέτοιο. Μουσική δεν έπαιζε ποτέ, τηλεόραση δεν είχε και τάβλι ή κολιτσίνα δεν έβγαιναν στα τραπέζια. Μόνος ήχος το σαράκι που ‘τρωγε το ξύλο. Κι η ζέστη ήταν τόσο πηχτή, που σχεδόν μπορούσες να την ακούσεις.
Οι άντρες που μαζεύονταν εκεί δεν γελούσαν ούτε καν μιλούσαν. Έμπαιναν, τους έβαζε ο Πεντακόσιας ένα κονιάκ κι ένα σκέτο καφέ με παξιμάδι, τα έπιναν, πλήρωναν κι έφευγαν. Θλιμμένοι κι ιδρωμένοι, έτσι έβγαιναν όλοι, σαν να είχαν πάει ταξίδι στους τροπικούς. Θλιμμένοι και λυτρωμένοι, έτσι έβγαιναν οι άντρες, κι έκαναν πάντα το σταυρό τους στο κατώφλι.
~~
Ο πατέρας μας προειδοποιούσε πριν μπούμε: “Τσιμουδιά τώρα”.
Όσο εκείνος έπινε το κονιάκ με τον καφέ του εμείς τριγυρνούσαμε στο καφενείο σιωπηλοί, βουβοί, παιδιά φαντάσματα.
Κάτω απ’ τα πόδια μας η σκόνη ήταν παχιά σαν αλεύρι. Πατούσες κι ανατρίχιαζες.
Παρατηρούσαμε τις μύγες που είχαν πιαστεί στις ταινίες με την μελάσσα που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Ακουμπούσαμε προσεχτικά τα βάρη στον αρχαίο ζυγό που είχε στον πάγκο. Κοιτούσαμε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο.
Μα πέρα απ’ αυτά που φαίνονταν, υπήρχε κάτι ακόμα στο καφενείο, ισχυρό όσο και αδιευκρίνιστο, που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω μόνο ως μια αίσθηση ασφάλειας και ακινησίας.
Παράξενη ασφάλεια, όπως όταν ξυπνάς απ’ το όνειρο και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο δωμάτιο σου. Αλλά δεν έχεις ξυπνήσει πραγματικά. Και συνεχίζεις να κοιμάσαι λέγοντας: “Ονειρεύομαι”.
Η ακινησία που ανέφερα δεν ήταν σχετική με τον χώρο, αλλά με τον χρόνο του καφενείου. Σύμβολο της δυο ρολόγια σταματημένα στην ίδια ώρα. Γιατί να ‘χεις δύο χαλασμένα ρολόγια;
Μόνο πολλά χρόνια μετά, όταν βρέθηκα στη Νεκρόπολη της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, βίωσα μια ανάλογη ακινησία του χρόνου. Αλλά εκεί μέσα δεν είχε ρολόγια.
~~
Περπατούσαμε στο καφενείο χωρίς να μιλάμε, χωρίς καν να κοιτιόμαστε.
Έπειτα ο πατέρας σηκωνόταν, άφηνε το αντίτιμο της θλίψης στο τραπέζι και μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε.
Μόνο μια φορά ο Πεντακόσιας βγήκε απ’ το καφενείο και μας μίλησε. Στάθηκε στο κατώφλι και κοιτούσε εμένα και τον αδελφό μου την ίδια στιγμή. Ήταν αλλοίθωρος κι έτσι δεν χρειαζόταν να στρέφει το κεφάλι. Κι ήταν μπασμένος, πιο κοντός απ’ τον μεγάλο αδελφό μου, λίγο πιο ψηλός από μένα, έτσι δεν χρειαζόταν να σκύβει.
“Ίδιος η μάνα του είν’ αυτός”, είπε στον πατέρα κι εκείνος συμφώνησε. Για ποιον απ’ τους δυο μας έλεγε κανείς δεν κατάλαβε.
Αυτό ήταν το μόνο που άκουσα απ’ το στόμα του. Την ιστορία του μου την είπε άλλη -και μοιάζει λίγο με μπαλάντα.
~~
Ήταν, λέει, κάποτε νέος ο Πεντακόσιας. Κι είχε κι όνομα χριστιανικό. Αλέξη τον βαφτίσανε, όπως και τον πατέρα του.
Ο Αλέξης ήταν κοιλάρφανος. Ο πατέρας του πέθανε από λύκο -την αρρώστια, όχι το ζώο- όταν εκείνος ήταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του.
Η γκαστρωμένη χήρα δεν τους άφησε να τον θάψουν. Ήταν αρβανίτισσα και ξενομερίτισσα. Οι παραδόσεις του τόπου της έλεγαν ότι ο νεκρός έπρεπε να περιμένει τη γέννα. Αν πέθαινε και η γυναίκα ή το παιδί, πράγμα καθόλου σπάνιο εκείνα τα χρόνια, θα τους κηδεύανε μαζί.
Έτσι κρατήσανε τον Αλέξη τον πρεσβύτερο πεθαμένο κι άθαφτο για τρεις μήνες. Ψυγεία και πάγος δεν υπήρχαν. Η σορός έμεινε μέσα στο φέρετρο, μέσα στην εκκλησία, και βρώμισε πρώτα το φέρετρο, βρώμισε μετά η εκκλησία, βρώμισε όλο το χωριό.
Κάναν δεκαπενταύγουστο φορώντας μαντήλια στη μύτη, για ν’ αντέξουν τη μυρωδιά που ανέβαινε πάνω απ’ το λιβάνι και τα θυμιάματα. Κι η γκαστρωμένη δεν έλεγε να γεννήσει.
Τελικά μπλέχτηκε κι η γητεύτρα του χωριού, της έδωσε βοτάνια να πιει, είπε δυο ξόρκια που ‘χε μάθει κουτσά στραβά απ’ τον μάγο που ‘μενε στο βουνό, κι όταν είχε ολόκληρο φεγγάρι πιάσαν τη χήρα οι πόνοι.
Έβγαλε το παιδί λίγο πριν δύσει το φεγγάρι. Το ίδιο πρωί έκαναν στην εκκλησία δύο τελετές μαζί. Πρώτα βαφτίσαν το νεογέννητο, Αλέξη όπως τον πατέρα του, κι ύστερα κηδέψαν τον μακαρίτη.
~~
Η μάνα, Σοφία ήταν τ’ όνομα της, μεγάλωσε το μωρό σιωπηλά. Δεν το νανούριζε, δεν του μιλούσε, μόνο του ‘δινε το βυζί της να πιει σαν έκλαιγε.
Κι εκείνο ποτέ δεν χαμογέλασε, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα μωρά, ούτε και γέλασε ποτέ όπως συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά, ούτε και μάλωσε όπως συνηθίζουν να κάνουν οι έφηβοι, ούτε και πολέμησε όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άντρες. Μέχρι που είδε τα πόδια της Λήδας και τα ‘κανε όλα με μιας.
Αλλά πριν απ’ αυτή τη συνάντηση, για να μην προτρέχουμε, ήταν ένα θλιμμένο παιδί με πετρωμένο πρόσωπο.
Οι γειτόνισσες πλησίασαν πολλές φορές τη Σοφία και της προξένεψαν άντρες για να παντρευτεί. Ήταν νέο κορίτσι, ούτε καν δεκαεφτά, όταν φόρεσε μαύρα. Κι ήταν φτωχιά, μόνο με την παράγκα που ‘χε ο πεθαμένος άντρας της και τίποτα άλλο.
“Σκέψου το παιδί”, της λέγανε για να την πείσουν. “Πρέπει να ‘χει έναν πατέρα… Κι εσύ έναν άντρα.”
“Έναν άντρα έχω”, απαντούσε η Σοφία. “Και το παιδί θα ‘χει έναν πατέρα.”
Έτσι μεγάλωσε ο Αλέξης. Με τη μαυροφορεμένη αμίλητη μάνα και τη τραγιάσκα του πατέρα στον τοίχο, το μόνο που απέμεινε απ’ αυτόν.
“Το παιδί του νεκρού”, τον έλεγαν όλοι.
~~
2) Τα πόδια της Λήδας
Κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο. Δεν υπάρχει πιο παράλογη πεποίθηση απ’ αυτήν.
Κάθε άνθρωπος κυριαρχείται πρωτίστως απ’ τα συναισθήματα του. Αυτά τον ωθούν να κάνει ό,τι κάνει. Κι έπειτα προσπαθεί να εκλογικεύσει τις πράξεις του.
Χωρίς συναίσθημα δεν είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε καν ζώα. Είμαστε νεκροί.
~~
Έτσι αποκαλούσαν τον Αλέξη όταν σταμάτησε να είναι παιδί: Ο νεκρός.
Δεν είχε πρόβλημα στο μυαλό, απ’ αυτά που κάποτε νόμιζαν ότι είναι τα μόνα προβλήματα. Μιλούσε κανονικά και καταλάβαινε τι του έλεγαν. Κάποιες φορές απαντούσε κιόλας. Τέλειωσε το δημοτικό κι ήταν άριστος μαθητής, αφού πάντα έκανε ό,τι του ζητούσε ο δάσκαλος.
Δούλευε μεροκάματα στα χωράφια κι όπου έβρισκε απ’ τα δέκα του χρόνια.
Κι ήταν καλός σε ό,τι του έλεγαν να κάνει. Αρκεί να του το έλεγαν. Γιατί από μόνος του δεν μπορούσε να πάρει καμία απόφαση. Αν του έλεγες να χτίσει έναν πετρότοιχο θα το έκανε. Κι ας μην είχε ξαναπιάσει μυστρί. Και θα το έκανε καλά. Ήταν έξυπνος, αλλά ήταν άβουλος.
Δεν έδειχνε ποτέ χαρούμενος ούτε οργισμένος ή φοβισμένος. Το πρόσωπο του ήταν πάντα ίδιο, κενό, σαν του νεκρού. Ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ανύπαρχτος κατά κάποιο τρόπο.
Μπορεί να έφταιγε η ψυχρότητα της μάνας του, μπορεί να έφταιγε που γεννήθηκε και βαφτίστηκε στην κηδεία του πατέρα του. Μπορεί να ήταν τυχαίο γεγονός. Το βέβαιο ήταν ότι όλοι το ήξεραν: Ο Αλέξης ήταν νεκρός.
~~
Όταν οι ναζί έφτασαν στην Πελοπόννησο πολλοί άντρες πήραν τα όπλα για να πολεμήσουν απ’ τα βουνά. Τα παλικάρια στο χωριό φιλήσαν τις μάνες και τις αρραβωνιαστικές, τις γυναίκες και τα παιδιά κι ετοιμάστηκαν να φύγουν. Κάποιος μίλησε και για τον Αλέξη.
“Αυτόν δεν θα τον πάρουμε;” ρώτησε.
“Ποιον;” του είπαν όλοι μαζί. “Τον νεκρό;”
Δεν μπορούσαν να έχουν για σύντροφο στη μάχη και στον θάνατο εκείνον που δεν ένιωθε τίποτα. Τι να μοιραστείς με κάποιον που δεν φοβάται, που δεν λυπάται, που δεν θυμώνει;
Ο Αλέξης έμεινε στη Θάλαττα, ο μόνος αρτιμελής νέος. Αρτιμελής, μα λειψός.
Αλλά λίγο καιρό μετά όλα άλλαξαν, κι ο νεκρός αναστήθηκε.
~~
Ο παπάς χρειαζόταν φελλούς για το κρασί, κι έστειλε τον Αλέξη στο πιο κοντινό κεφαλοχώρι, το Χελιδόνι, για να πάρει. Ήταν κάμποσες ώρες δρόμος με τα πόδια, αλλά ο νεκρός δεν έφερε αντιρρήσεις. Μόνο άκουσε τι του είπαν να κάνει και ξεκίνησε νωρίς το πρωί.
Ήταν μεσημέρι όταν έφτασε σ’ ένα κτήμα που το έβρεχε ο Ενιππέας, το ποτάμι της περιοχής. Μπορούσε πια να δει το Χελιδόνι, μια ώρα περπάτημα το πολύ. Καθώς όμως πήγε να βγει απ’ τις καλαμιές κοντοστάθηκε.
Σ’ έναν βράχο δίπλα στο ποτάμι, καθόταν μια κοπέλα. Και βράχνιασε ο νους του Αλέξη.
Η κοπέλα μόλις είχε βγάλει τα πόδια της απ’ το νερό. Ήταν λευκά σαν βούτυρο. Τα δάχτυλα μικρά και τα νύχια βαμμένα κόκκινα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο γόνατο κι ο Αλέξης είδε την φτέρνα της ολοστρόγγυλη σαν το φεγγάρι. Ακόμα κι ο αστράγαλος της ήταν λαμπρός. Όσο για την πατούσα της, αυτή ήταν καθαρή σαν το νερό.
Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Ήξερε μόνο τα χοντρά και σκληρά πέλματα των γυναικών και των αντρών του χωριού. Δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι μπορεί ένα πόδι να είναι τόσο άσπρο, τόσο καθαρό, τόσο λεπτεπίλεπτο, τόσο αρμονικό, τόσο ερεθιστικό.
Ένιωσε να καβλώνει και κρύφτηκε καλύτερα για να μπορεί να βλέπει χωρίς να τον δουν. Έπειτα η κοπέλα έκανε κάτι τρομαχτικό: Φόρεσε τις κάλτσες της.
Αλλά δεν ήταν κάλτσες μάλλινες ή βαμβακερές. Αφού στέγνωσε τα πόδια της με το φουστάνι της -κι ο Αλέξης έλιωσε- έβγαλε απ’ την τσέπη της δυο νάιλον μαύρες κάλτσες. Άφησε τη μία στην άκρη και φόρεσε την άλλη.
Ο Αλέξης είδε την κοπέλα να ντύνει το πόδι της με το σχεδόν διάφανο ύφασμα. Και δεν άντεξε άλλο, τέλειωσε στο παντελόνι του.
Βόγγηξε άθελα του, κι η κοπέλα τον άκουσε και γύρισε.
“Ποιος είναι εκεί;” ρώτησε.
Ο Αλέξης δεν απάντησε. Μόνο έφυγε τρέχοντας.
~~
Μέχρι να φτάσει στο χωριό δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο, πέρα απ’ τα πόδια της. Μπήκε στο σπίτι αλλόφρονας, γελώντας.
“Τι κάνεις;” του είπε η Σοφία.
Εκείνος έτρεξε για λίγο γύρω της, μετά κουράστηκε κι έκατσε να της πει τι είχε δει.
“Και φορούσε νάιλον κάλτσες;” ρώτησε η μάνα.
“Σαν τον ιστό της αράχνης. Αλλά μαύρες”, είπε ο Αλέξης.
“Κι είχε βαμμένα νύχια;”
“Κόκκινα, σαν τα ρόδια.”
“Κι είχε άσπρα πόδια;”
“Και στρογγυλά.”
Η Σοφία σηκώθηκε.
“Ξέχνα την. Είναι πλούσια.”
Έτσι του είπε. Μα ο Αλέξης, για πρώτη φορά, της έφερε αντίρρηση.
“Δε με νοιάζει τι είναι”, της είπε.
Κι η Σοφία τον χαστούκισε.
Αλλά ήταν πολύ αργά για ν’ αλλάξει κάτι. Ο Αλέξης έπιασε το μάγουλό του και γέλασε. Κι αυτό τρόμαξε τη Σοφία. Κατάλαβε ότι δεν είχε πια καμία εξουσία στον γιο της. Τον έστειλε να κοιμηθεί, κι εκείνος παράκουσε ξανά. Βγήκε έξω και χάθηκε στη νύχτα. Κάπως έτσι τέλειωσε η εποχή που ο Αλέξης ήταν νεκρός.
~~
Τις επόμενες μέρες έφευγε νωρίς για να πάει στο ποτάμι, χωρίς κανείς να του το ‘χει πει. Μόλις την έβδομη είδε ξανά το κορίτσι. Με φόβο και με πάθος βγήκε απ’ τα καλάμια και την πλησίασε.
“Τι κάνεις εδώ;” του είπε εκείνη κι έριξε το φουστάνι στα πόδια της. “Απαγορεύεται να είσαι εδώ.”
“Σ’ αγαπώ”, της είπε ο Αλέξης. “Και θα σε παντρευτώ.”
Η κοπέλα σάστισε για λίγο, μετά είδε τα ρούχα του και τ’ αλλοίθωρα μάτια του και γέλασε ψεύτικα.
“Δεν θα παντρευόμουν κάποιον σαν κι εσένα ακόμα κι αν ήσουν ο τελευταίος ζωντανός άντρας στον κόσμο”, του είπε.
“Αλλά εγώ θα γυρίσω κι απ’ τον τάφο για να σε πάρω”, της είπε ο Αλέξης.
Η κοπέλα θύμωσε περισσότερο, αλλά δεν μίλησε.
“Πώς σε λένε;” τη ρώτησε ο Αλέξης.
“Δε με λένε.”
“Πώς σε φωνάζουν;”
“Δε με φωνάζουν.”
“Πώς σ’ αγαπούν;”
“Δε μ’ αγαπάνε.”
Και σηκώθηκε να φύγει, με τις κάλτσες στην τσέπη ακόμα.
“Εγώ σ’ αγαπώ”, της φώναξε ο Αλέξης. Κι αφού είδε ότι δεν γυρνούσε της είπε: “Γιατί δεν μου λες τ’ όνομα σου; Τι φοβάσαι;”
Η κοπέλα σταμάτησε. Έπειτα γύρισε αργά, με το κεφάλι ψηλά.
“Δεν φοβάμαι, χωριάτη. Εσύ θα ‘πρεπε να φοβάσαι. Με λένε Λήδα Πρωτονοταρίου.”
Κι αφού έριξε τη βόμβα της έφυγε.
Ο Αλέξης απέμεινε καμμένος. Η μάνα του είχε δίκιο. Ήταν κόρη του Πρωτονοτάριου, του πιο πλούσιου και ισχυρού άντρα. Τι ελπίδες είχε μαζί της;
Του ‘ρθε να κλάψει, του ‘ρθε να πέσει στο ποτάμι. Μετά ντράπηκε για τη δειλία του. Θα βρισκε έναν τρόπο να την κάνει δική του.
“Ακόμα κι αν χρειαστεί να τον σκοτώσω”, έλεγε καθώς γυρνούσε στη Θάλαττα.
~~~~~~~~~~~~
3) Κάτι δικό της για τα μάγια
Γύρισε στο σπίτι φλεγόμενος κι έπεσε στο κρεβάτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν σηκώθηκε, ούτε για να φάει.
“Καλύτερα ήσουν πρώτα”.
Αυτό ήταν το μόνο που του είπε η μάνα του.
Όταν σηκώθηκε πήγε στην ταβέρνα για να πιεί. Κρασί δεν είχε ξαναβάλει στο στόμα του κι ούτε τον είχαν δει να κάθεται εκεί μέσα. Αλλά ξεκίνησε να πίνει και να παραληρεί. Σε λίγες ώρες όλο το χωριό έμαθε τι είχε πάθει ο νεκρός, ποιαν είχε αγαπήσει. Και γελούσαν.
Τη δεύτερη νύχτα που ξαναπήγε για να πιει τον πλησίασε ο Σπύρος, ο ταβερνιάρης.
“Τζάμπα βογκάς, παλικάρι μου”, του είπε. “Δεν γίνεται τίποτα μ’ αυτή. Κοίτα να βρεις καμιά κοπέλα της σειράς σου κι άσε τα μεγαλεία. Ή τράβα κρυφά στη χήρα, να ξελαμπικάρεις λίγο, να δει κι εκείνη τη χαρά στα σκέλια της.”
“Δεν με νοιάζουν οι χήρες. Εγώ εκείνη θα πάρω”, απάντησε ο Αλέξης.
“Εκείνη είναι πλούσια. Ούτε το σάλιο της δεν θα χαραμίσει μαζί σου.”
“Τότε θα γίνω πλούσιος κι εγώ.”
“Πλούσιοι γίνονται οι πλούσιοι. Εμείς αν έχουμε να τρώμε πρέπει ν’ ευγνωμονούμε τον θεό.”
“Κι ο Σεράφης;”
Ο Σεράφης ήταν κτηνοτρόφος. Με πολλή δουλειά και χάρη στις σχέσεις του με τους πολιτικούς του νομού κατάφερε να ‘χει χίλια κεφάλια. Κι είχε χτίσει δεύτερο όροφο στο σπίτι του πατέρα του.
“Αυτός είχε κάτι για ξεκίνημα. Εσύ δεν έχεις ούτε κότα. Και μην μπερδεύεις τον σπουργίτη με τον αετό. Πού να φτάσει ο Σεράφης τον Πρωτονοτάριο;”
Μπλέχτηκε κι ο παπάς στην κουβέντα, πιστός θαμώνας του καπηλειού, κρασοπατέρας απ’ τους πρώτους. Είπε στον Αλέξη ότι ο Πρωτονοτάριος ήταν άρχοντας είκοσι γενιές πίσω. Με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου μιλούσε. Από εκείνον κι απ’ την εκκλησία είχε πάρει όλα τα κτήματα. Κι όταν ήρθαν οι Τούρκοι τα ‘χε καλά και μ’ αυτούς. Και με την επανάσταση δεν έχασε τίποτα. Οι υπουργοί τρέχανε στον Πρωτονοτάριο και τον παρακαλούσαν για να τους βγάλει. Ό,τι έλεγε εκείνος ψήφιζε ο κόσμος. Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε φάει στο σπίτι του.
“Και τώρα τα ‘χει πλακάκια με τους Γερμανούς. Τι τα θες;” είπε ο παπάς. “Αυτοί οι άνθρωποι είναι πάνω από μας, νομίζουν ότι είναι πάνω κι απ’ τον θεό τον ίδιο. Πόσα χρόνια τον παρακαλώ να συνδράμει για να φτιάξουμε την εκκλησία. Ούτε που απάντησε στα γράμματα μου.”
Έκατσε δίπλα κι ο κουρέας, έκατσε κι ο Ζαχαρίας που ‘χε το λιοτρίβι, έκατσαν όλοι οι άντρες που ‘χαν μείνει στο χωριό για να συμβουλέψουν τον νέο. Μα ‘κείνος δεν άκουγε. Του είχαν πατήσει το μυαλό τα πόδια της Λήδας.
“Θα φύγω να πάω στην Αμερική… Και θα γυρίσω πίσω πιο πλούσιος από κείνον”, είπε ο Αλέξης.
“Τράβα να την πάθεις σαν τον θειό σου, τον Θανάση, που πήγε στην Αμερική και χάθηκε”, του ‘πε ο Σπύρος.
“Τι να ‘γινε κι αυτός;” ρώτησε ο Ζαχαρίας.
Και πιάσαν την κουβέντα για τον χαμένο Θανάση. Ο Αλέξης τους άκουγε μα δε μιλούσε. Έψαχνε να βρει λύση στο πρόβλημα του. Κι αν σκότωνε τον πατέρα τι θα γινόταν; Υπήρχε ο αδελφός της Λήδας, ο πρωτότοκος, που ‘χε δικαίωμα σε όλα, και στην αδελφή του ακόμα. Εκείνος θ’ αποφάσιζε ποιον θα παντρευόταν.
“Μάγια θα του κάναν, να το δεις”, είπε ο κουρέας για τον χαμένο Μερικάνο του χωριού.
“Ουφ κι εσύ”, έκανε ο παπάς. “Στην Αμερική δεν πιάνουν τα μάγια και τα θαύματα. Εκεί πιστεύουν σ’ άλλα.”
Τότε ο Αλέξης πετάχτηκε πάνω. Χωρίς να πει τίποτα, χωρίς και να πληρώσει για κρασιά του, χωρίς να καληνυχτίσει, σηκώθηκε κι έφυγε.
“Να δεις που αυτός θα ‘χει κακό τέλος”, είπε ο Σπύρος.
“Με τέτοια αρχή που είχε τι άλλο περιμένεις;” έκανε ο παπάς κοιτώντας τον νεαρό που έφευγε σαν να τον είχαν προγκήξει διαβόλοι.
Μα ο Αλέξης ήξερε πού πήγαινε. Ανέβηκε το δρόμο μέχρι το σπίτι της γητεύτρας. Της χτύπησε μια και δυο. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα κι ας φώτιζε το φεγγάρι σαν μέρα. Κάποια στιγμή του άνοιξε. Αναμαλλιάρα όπως ήταν πάντα.
“Τι έγινε;” του είπε. “Πεθαίνει κανείς;”
“Εγώ πεθαίνω”, έκανε ο Αλέξης και μπήκε μέσα.
Στάθηκε όρθιος στο δώμα κι είπε στη γητεύτρα, χωρίς προλόγους και φτιασίδια: “Να της κάνουμε μάγια!”
“Ποιανής;” ρώτησε η γητεύτρα που ‘ταν αργή απ’ τον ύπνο κι έβλεπε κι όνειρο με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά.
“Της Λήδας. Να της κάνουμε μάγια να μ’ αγαπήσει.”
Η γητεύτρα σκέφτηκε τι άκουσε, μετά κατάλαβε τι άκουσε.
“Της Λήδας του Πρωτονοτάριου; Δεν είσαι με τα καλά σου. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα. Δεν μαγεύεις αρχόντισσα έτσι απλά.”
“Θα σου δώσω ό,τι θες.”
Η γητεύτρα γέλασε.
“Τι έχεις να μου δώσεις, καημένε;”
“Θα σε υπηρετώ. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.”
“Δεν έχω ανάγκη υπηρέτη. Τράβα στη μάνα σου.”
Κι έκανε να γυρίσει στο κρεβάτι της και στον Βασιλιά.
“Στάσου!” τη φώναξε ο Αλέξης.
“Στέκομαι.”
Μόλις του ‘χε έρθει η ιδέα και γέλασε.
“Αν παντρευτώ τη Λήδα, αν της κάνεις μάγια να μ’ αγαπήσει και την παντρευτώ, τότε θα πάρω προίκα, έτσι δεν είναι;”
“Ό,τι αφήσει ο αδελφός να πάρεις”, είπε η γητεύτρα.
“Και πάλι πολλά θα είναι, δεν θα ‘ναι;”
“Πιότερα απ’ όσα έχει το χωριό ολόκληρο.”
“Ωραία τότε. Τα μισά.”
“Ποια μισά;”
“Τα μισά θα τα δώσω σ’ εσένα. Ή κι όλα, δε με νοιάζει. Εγώ τη Λήδα θέλω.”
Η γητεύτρα ξερογλείφτηκε.
“Τα μισά απ’ όσα πάρεις;” είπε στον Αλέξη.
“Χωρίς τη Λήδα.”
“Τι να την κάνω αυτή; Τη μισή την προίκα.”
“Θα γίνεις πλούσια.”
“Τώρα μιλάς.”
Πήγε στο εικονοστάσι κι έκανε τον σταυρό της. Μετά γύρισε στον Αλέξη.
“Θα το κάνω”, του είπε. “Αλλά η μισή προίκα δική μου.”
“Κι όλη αν θες.”
“Όχι. Μη γινόμαστε μοναχοφάηδες. Τα μισά.”
Ο Αλέξης της έδωσε το χέρι για να επιβεβαιώσει τη συμφωνία, αλλά η γητεύτρα δεν χόρταινε με συμφωνίες λόγου. Πήγε στην κουζίνα, έφτυσε το μαχαίρι της για να το καθαρίσει κι έκοψε την παλάμη της. Έπειτα έκοψε και την παλάμη του Αλέξη, έσφιξαν τα χέρια κι έφτυσε πίσω της. Έτσι, αν κάποιος αθετούσε τα λόγια του θα ‘χε να κάνει με τον Οξαποδώ, τον διάβολο αυτοπροσώπως.
“Ωραία”, του πε μετά. “Τώρα θέλω να μου φέρεις κάτι δικό της.”
“Κάτι δικό της; Πού να το βρω;” είπε ο Αλέξης.
“Μάγια αλλιώς δεν γίνονται. Θέλω κάτι δικό της.”
“Σαν τι να σου φέρω; Την κάλτσα της;”
“Ό,τι μπορείς. Όσο πιο δικό της τόσο πιο ισχυρά θα ‘ναι τα μάγια. Φέρε μαλλιά.”
“Πού να τα βρω τα μαλλιά της; Κουρέας είμαι;”
“Αν την θέλεις και την αγαπάς να γίνεις και κουρέας. Τι μου το λες; Κάτι δικό της για τα μάγια, αυτό θέλω.”
Ο Αλέξης έφυγε απελπισμένος και γύρισε σπίτι. Η μάνα του τον είδε προβληματισμένο και πάλι.
“Μην πηγαίνεις κόντρα στη μοίρα σου”, του είπε. “Σε κακό θα σου βγει.”
“Δεν με νοιάζει, μάνα, δεν με νοιάζει. Τόσο καιρό που ήμουν υποταχτικός στη μοίρα μου τι κέρδισα; Ας βγει όπως θέλει να βγει, αλλά θα την κάνω δικιά μου πρώτα.”
“Δεν έχεις αγάπη για κείνη”, του είπε η Σοφία.
“Μπορεί γιατί εσύ δεν μου ‘δωσες ποτέ”, απάντησε ο Αλέξης πηγαίνοντας προς το κρεβάτι του.
Κι η μάνα δαγκώθηκε.
~~
Τις επόμενες ημέρες ο Αλέξης παραφυλούσε για να δει τη Λήδα και να πάρει κάτι δικό της. Την έπαιρνε από πίσω στο Χελιδόνι, ελπίζοντας να της πέσει κάτι. Αλλά οι χωριάτες τον είδαν κι έπρεπε να κρυφτεί.
Μετά την περίμενε στα κτήματα του πατέρα της. Κρυβόταν μέχρι να τη δει να φεύγει κι ύστερα έτρεχε μήπως βρει καμιά τρίχα. Τίποτα δεν γινόταν, μέχρι που μια μέρα που είχε κοιμηθεί έξω, στα χωράφια, άκουσε τη Λήδα να κατεβαίνει με μια φίλη της, να γελά και να φλυαρεί για φορέματα απ’ το Παρίσι.
Τις ακολούθησε πιστά, σαν σκύλος, αλλά αθόρυβα. Κάποια στιγμή η Λήδα έκανε το ανέλπιστο. Είπε στη φίλη της να περιμένει λιγάκι και πήγε πίσω από έναν πλάτανο. Εκεί κουκούβισε, σήκωσε το φουστάνι της και κατέβασε το βρακί της. Κατούρησε κρυμμένη, πέρα απ’ τον Αλέξη που περίμενε, κι αφού ντύθηκε ξανά έφυγε χασκογελώντας.
Εκείνος περίμενε να απομακρυνθούν. Έπειτα πήγε στο σημείο όπου είχε κατουρήσει η Λήδα και πήρε ένα φύλλο. Το κράτησε προσεχτικά, για να μην πέσει το υγρό που ‘χε, και γύρισε βήμα βήμα στη Θάλαττα. Κάθε τόσο έσκυβε να μυρίσει τα ούρα της αγαπημένης του.
Στο χωριό πήγε κατευθείαν στο σπίτι της γητεύτρας.
“Στο ‘φερα”, της είπε. “Κάτι δικό της.”
“Φύλλο;” έκανε εκείνη. “Δέντρο είναι η αγαπημένη σου;”
“Το ‘χει κατουρήσει.”
Η γητεύτρα φάνηκε να εκστασιάζεται.
“Κάτουρα; Το δεύτερο καλύτερο. Καλύτερο κι από μαλλιά. Γιατί έχει βγει από μέσα της.”
Του έκανε νόημα να το αφήσει στο τραπέζι της. Έπειτα έβαλε στην κατσαρόλα λίπος να μαλακώνει. Έλεγε ότι ήταν ανθρώπινο, αλλά όλοι ξέραν πως το ‘χε κρατήσει απ’ το γουρούνι των Χριστουγέννων. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα δύο το ίδιο μυρίζουν όταν ψήνονται.
Μόλις μαλάκωσε το άνοιξε σαν πίτα. Έριξε κάποια απ’ τα βότανα που μόνο οι γητεύτρες ξέρουν, έβαλε μέσα το κατουρημένο φύλλο και το έπλασε. Μετά, ενώ έλεγε λόγια ανείπωτα κι ακατανόητα, έφτιαξε μια κούκλα που έμοιαζε με άνθρωπο και την έδεσε με κλωστές και νήματα.
“Αυτό είναι. Τέλειωσε”, είπε στον Αλέξη και του έδωσε την κούκλα από σαπούνι.
“Με αγαπάει τώρα;” ρώτησε εκείνος, κρατώντας την κούκλα σαν να κρατούσε τα πόδια της Λήδας.
“Τώρα; Ούτε που σε θέλει. Για να πιάσουν τα δεσίματα πρέπει να βάλεις την κούκλα μέσα στο στρώμα που κοιμάται.”
Ο Αλέξης εξοργίστηκε.
“Μέσα στο στρώμα της! Πώς θα το κάνω αυτό;”
“Τη θέλεις;” είπε η γητεύτρα.
“Τη θέλω, αλλά αυτή… Πώς θα μπω στο σπίτι της, στο δωμάτιο της;”
“Αν τη θέλεις πραγματικά θα βρεις τρόπο. Εγώ τη μεριά μου την έκανα. Τώρα είναι δικό σου.”
Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω, μην περνάει κανείς.
“Αλλά πρόσεχε!” του είπε πριν τον διώξει. “Έτσι και κοιμηθεί στο στρώμα και δέσουν τα μάγια δεν πρέπει να κοιμηθεί σ’ άλλο κρεβάτι μέχρι ν’ αλλάξει το φεγγάρι. Γιατί τότε θα χαλάσουν.”
Ο Αλέξης γύρισε στο σπίτι με την κούκλα στα χέρια. Ούτε να την κρύψει δεν σκέφτηκε, τόσο απεγνωσμένος ήταν. Η μάνα του την είδε κι έκανε τον σταυρό της, αφού πρώτα πλατάγισε τη γλώσσα της.
“Τα μαγικά σου παίρνουν δυο φορές όσα τους έδωσες”, είπε στο γιο της.
“Καλά. Βρες μου εσύ έναν τρόπο να μπω στο δωμάτιο της, κι ύστερα μου λες για μαγικά… Τέτοιες συμβουλές ούτε ο εχθρός μου.”
“Ο εχθρός του εχθρού σου είναι φίλος σου”, είπε η Σοφία.
Ο Αλέξης έπεσε να κοιμηθεί. Στον ύπνο του είδε τους Γερμανούς να πίνουν κρασιά στην ταβέρνα του χωριού. Παρέα μ’ έναν χοντρό που όλο έγραφε.
Ξύπνησε πριν το πρωί. Πήρε την κούκλα κι ένα σάκο κι έφυγε για να βρει τους αντάρτες, τους κομμουνιστές, τους εχθρούς του εχθρού του.
4) Στο μεθυσμένο καράβι του Σατανά
Σ΄αυτό το σημείο η διήγηση μπλέκεται. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το τι έγινε όταν ο Αλέξης συνάντησε τους αντάρτες.
Στην πρώτη, έτσι όπως μου την είπαν στην καφετέρια του χωριού, ο Αλέξης βρήκε τους κομμουνιστές έτοιμους να επιτεθούν στο Χελιδόνι. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αφού ο Πρωτονοτάριος όχι μόνο συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, αλλά σίτιζε, όπλιζε και μίσθωνε ολόκληρο λόχο από γερμανοτσολιάδες. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν ο ΕΛΑΣ κι εφιάλτης του μια κομμουνιστική Ελλάδα.
Οι ναζήδες δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρουν τους αντάρτες στα βουνά ούτε ήθελαν ν’ απασχολούν τους στρατιώτες τους. Τα τάγματα ασφαλείας είχαν πολλούς ντόπιους στις τάξεις τους, κι εκείνοι ήξεραν τα ορεινά κατατόπια το ίδιο καλά με τους κομμουνιστές. Άλλωστε το εμφύλιο μίσος είναι πάντα πιο ισχυρό κίνητρο.
Οι αντάρτες ήξεραν για τον λόχο του Πρωτονοτάριου, αλλά ο καπετάνιος Αρθούρος, ψευδώνυμο ενός Θεσσαλονικιού Εβραίου, τους είχε προτρέψει να χτυπήσουν το κεφάλι. Αν σκότωναν δέκα ή πενήντα ταγματασφαλίτες, άλλοι τόσοι θα βρίσκονταν να υπηρετήσουν την κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη. Αυτοί ήταν αναλώσιμοι.
Αν όμως σκότωναν τον ίδιο τον Πρωτονοτάριο θα ήταν μια ισχυρή δήλωση προς την προδοτική κυβέρνηση και ταυτόχρονα θα κοβόταν η μηνιαία ενίσχυση.
Ο γιος του Πρωτονοτάριου ήταν πιο μετριοπαθής, κρυφός αγγλόφιλος ουσιαστικά. Ζούσε στην έπαυλη τους στην Πάτρα κι ετοιμαζόταν να πολιτευτεί με τον Παπανδρέου μόλις θα έφευγαν οι Γερμανοί.
Απεχθανόταν εξίσου τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά είχε μεγαλύτερη κατανόηση της πολιτικής, και γνώριζε ποιοι θα κυριαρχούσαν στην Ελλάδα μετά την ήττα των ναζί -που είχε αρχίσει στο ρωσικό μέτωπο.
Αυτή είναι η πρώτη εκδοχή, του καφενείου. Την άλλη την άκουσα απ’ τη γιαγιά μου, που δεν ήξερε πολλά από πολιτική. Η Πηνελόπη μου είπε ότι ο Αλέξης βρήκε τους αντάρτες και τους έπεισε ότι έπρεπε να επιτεθούν στο Χελιδόνι. Το πάθος του για τη Λήδα τον έκανε ατρόμητο ομιλητή και πολεμιστή. Οι κομμουνιστές έχαψαν το παραμύθι του κι ακολούθησαν το σχέδιο του.
~~
Δεν ξέρω ποια απ’ τις δύο εκδοχές είναι η αληθινή. Άλλωστε όλη αυτή η ιστορία μπλέκει τόσο τη φαντασία με την αλήθεια που δύσκολα θα πίστευα το παραμικρό, αν δεν είχα βρεθεί στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια.
Το σίγουρο είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν. Τώρα πώς και γιατί έγιναν κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα.
Άλλωστε τίποτα δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, ούτε τα πιο κοινά.
~~
Όπως και να ‘γινε, το θέμα είναι ότι έγινε. Δέκα νύχτες αφότου ο Αλέξης έφυγε απ’ το χωριό οι αντάρτες ξεκίνησαν την επίθεση τους. Λέω νύχτα γιατί τα τοπικά αρχεία των εφημερίδων γράφουν ότι δεν είχε φεγγάρι όταν μετακινήθηκαν.
Μια μικρή ομάδα πήγε στο σταθμό της χωροφυλακής στον Καράτουλα, και έκανε ένα χτύπημα αντιπερισπασμού. Οι χωροφύλακες ειδοποίησαν τον Πρωτονοτάριο κι εκείνος έστειλε τον λόχο του επιτόπου.
Σαν άδειασε το Χελιδόνι η δεύτερη ομάδα των ανταρτών βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στον ίδιο τον Πρωτονοτάριο, και τον έπιασαν εξ απήνης. Σκότωσαν τρεις λακέδες που προσπάθησαν να αμυνθούν και μπήκαν στο μεγάλο σπίτι.
Μάζεψαν τους αφεντάδες και τους υπηρέτες στο ισόγειο και τους ανακοίνωσαν το σκοπό τους. Θα έπαιρναν τον Πρωτονοτάριο στο βουνό να περάσει λαϊκό δικαστήριο. Ο γέρος δεν φάνηκε να λυγίζει, παρότι ήξερε τι σήμαινε αυτή η απόφαση: Σίγουρη εκτέλεση. Αλλά η κυρά του κι η Λήδα, μαζί κι οι υπηρέτες, ξεκίνησαν να θρηνούν.
Ενώ χειροπέδεναν τον κοτσάμπαση ο Αλέξης ανέβηκε στο πάνω πάτωμα, στα υπνοδωμάτια των αρχόντων. Δεν του φάνηκε δύσκολο να καταλάβει ποιο ήταν της Λήδας. Παντού φορέματα και καθρέφτες, στηθόδεσμοι πρωτευουσιάνικοι στη ντουλάπα.
Πήγε γρήγορα κι έχωσε το ανίερο ειδώλιο που ‘χε φτιάξει η γητεύτρα μέσα στο στρώμα. Καθώς έβγαινε, νυχοπατώντας, βρέθηκε μπρος στον καπετάνιο.
“Τι κάνεις εκεί;” τον ρώτησε ο Σαλονικιός.
Μόνο τον καπετάνιο Αρθούρο φοβόταν ο Αλέξης. Ήταν διαβασμένος άνθρωπος, κάποιοι σύντροφοι έλεγαν ότι ήταν ποιητής, κι ότι είχε ζήσει στο Παρίσι. Ήταν δύσκολο να τον ξεγελάσει. Γι’ αυτό πάντα μπροστά του καμωνόταν τον καιροσκόπο. Καλύτερα να σε μισούν γι’ αυτό που δεν είσαι, παρά να καταλάβουν τι είσαι.
Ο Αλέξης φανέρωσε τι έκρυβε πίσω απ’ την πλάτη του: Την κασετίνα με τα κοσμήματα της Λήδας. Την είχε δει καθώς έβγαινε, κι ο διάβολος τον φώτισε να την πάρει.
“Κλέβεις; Για πλιάτσικο ήρθαμε εδώ ή για δικαιοσύνη;”
“Κλεμμένα είναι”, αποκρίθηκε ο Αλέξης. “Από μας τα πήρανε, απ’ τον ιδρώτα μας.”
Ο καπετάνιος φάνηκε να το σκέφτεται.
“Δες, καπετάν Αρθούρε, πόσο καιρό θα στηρίξουμε τον αγώνα μας μ’ αυτά”, συνέχισε ο Αλέξης.
Άνοιξε την κασετίνα κι έδειξε τα διαμάντια και τα χρυσά.
“Δεν λες ψέματα”, απάντησε εκείνος. “Je ne me sentis plus guidé par les haleurs. Για δες και στ’ άλλα δωμάτια, μήπως έχουν περισσότερα εκεί.”
Ο Αλέξης έφυγε τρέχοντας. Και σκεφτόταν: “Ποιητής εσύ; Τρελός εγώ. Να δούμε ποιος θα κερδίσει.”
~~
Αφού μαζέψαν ό,τι χρυσό κι ασημένιο υπήρχε στο σπίτι σηκώσανε και τον Πρωτονοτάριο για να φύγουν. Μόνο τότε η Λήδα, που δεν είχε σταματήσει να κλαίει, είδε το πρόσωπο του Αλέξη, τα αλλοίθωρα μάτια του.
Εκείνος στάθηκε δίπλα της και της είπε στ’ αυτί: “Τώρα τον φοβάσαι τον χωριάτη, Λήδα Πρωτονοταρίου. Μάθε και το δικό μου όνομα, να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Αλέξη Δόγκα με λένε. Και θα με παρακαλάς να σε παντρευτώ.”
Ο καπετάνιος βγήκε πρώτος, είδε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και σφύριξε. Οι σύντροφοι τον ακολούθησαν, ο Αλέξης πήγε πίσω τους, ενώ η Λήδα κοιτούσε, μόνο κοιτούσε.
~~
Το πρώτο βράδυ, μετά την απαγωγή δεν κοιμηθήκαν καθόλου στο σπίτι του Πρωτονοτάριου. Μόνο έκλαιγαν.
Το δεύτερο βράδυ η Λήδα κοιμήθηκε μαζί με τη μητέρα της, περιμένοντας τον αδελφό να έρθει.
Το τρίτο βράδυ, είχε έρθει ο πρωτότοκος, με τη συνοδεία της αστυνομίας πόλεων της Πάτρας. Εκείνος οργάνωσε τον λόχο των Ραλλήδων, να αμύνεται στο Χελιδόνι, προς αποτροπή νέας επίθεσης των κομμουνιστών.
Κι αφού όλα ήταν ειρηνικά η Λήδα πήγε να κοιμηθεί στο δωμάτιο της, στο κρεβάτι της, στο στρώμα της.
Ήταν η νύχτα που μόλις είχε φανεί το φεγγάρι, σαν νυχιά στον ουρανό. Η Λήδα κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε, κι όταν ξύπνησε δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό της τον αλλήθωρο χωριάτη.
5) Μαύρος Γάμος
Λένε πως ο έρωτας είναι το ισχυρότερο κίνητρο. Ότι είναι μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή τρέλας που αναγκάζει τους ανθρώπους να πράττουν αλόγιστα.
Όμως υπάρχει μία ακόμα κινητήριος δύναμη στην ανθρώπινη ιστορία και ψυχή, που μάλλον είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να αντιμετωπίσεις: Ο πόθος για την εξουσία.
Αυτές οι δύο δυνάμεις καθόρισαν τη μοίρα του Αλέξη.
~~
Η Λήδα ήταν τρελή από έρωτα, κυριολεκτικά. Ήθελε να παντρευτεί τον χωριάτη απ’ τη Θάλαττα. Και σαν της αρνήθηκαν ξεκίνησε να αυτοτραυματίζεται, να προσπαθεί να σκοτωθεί, μέχρι που την κλειδώσανε στο δωμάτιο της και την έδεσαν στο κρεβάτι της.
Κι ο Αλέξης, έτοιμος να ρισκάρει τα πάντα για τον έρωτα, πήγε να συναντήσει τον γιο του Πρωτονοτάριου, στη φωλιά του λύκου, στο σπίτι του, στο Χελιδόνι.
Είχε έναν κρυμμένο άσσο: Ήξερε πού βρίσκονταν οι αντάρτες του καπετάνιου Αρθούρου και πού θα δίκαζαν -και θα εκτελούσαν- τον τσιφλικά.
“Δως μου την αδελφή σου, για να σώσεις τον πατέρα σου”, του είπε.
Περίμενε ν’ αντιμετωπίσει τον χλευασμό, ακόμα και τον θάνατο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όμως ο πρωτότοκος αντέδρασε εντελώς διαφορετικά απ’ αυτό που περίμενε.
“Θα παντρευτείς τη Λήδα το συντομότερο δυνατόν”, του είπε εκείνος. “Θα σου δώσω αυτό το σπίτι κι όλα τα κτήματα πάνω απ’ τον Ενιππέα. Αλλά υπό έναν όρο: Δεν θα πεις σε κανέναν που είναι οι κομμουνιστές. Ούτε για τον πατέρα μου.”
Ο Αλέξης σάστισε. Για λίγο νόμισε ότι ήταν παγίδα. Μετά κατάλαβε.
Ο πρωτότοκος ετοιμαζόταν να πολιτευτεί με τον Παπανδρέου, μόλις θα έφευγαν οι Ναζί. Γι’ αυτό ήθελε να ξεφορτωθεί το βάρος του “συνεργάτη των Γερμανών” πατέρα. Και μια αυτόχειρας ή τρελή αδελφή δεν θα έκανε καλό στην πολιτική του καριέρα. Το μόνο που είχε σημασία για εκείνον ήταν η εξουσία. Και θα συμμαχούσε με τον διάβολο για να την κερδίσει. Ο διάβολος είχε το πρόσωπο του Αλέξη.
~~
Ο γάμος κανονίστηκε για λίγες μέρες μετά, ουσιαστικά μετά την ημερομηνία που είχε καθοριστεί το λαϊκό δικαστήριο. Ο Πρωτονοτάριος ο πρεσβύτερος θα ήταν η αναγκαία θυσία.
Ο Αλέξης πήγε στη Θάλαττα και είπε τα νέα στη μάνα του.
“Σε λυπάμαι”, του είπε εκείνη.
“Πώς με… Τι ‘ν’ αυτά που λες;” φώναξε ο Αλέξης. “Παντρεύομαι την ομορφότερη και την πλουσιότερη της περιοχής. Την άλλη βδομάδα θα ζεις σε παλάτι.”
“Εγώ θα ζήσω και θα πεθάνω εδώ”, του είπε η μάνα. “Στο σπίτι μου. Στο σπίτι του πατέρα σου. Και μη με περιμένεις να ‘ρθω σ’ αυτό που λες ότι είναι γάμος.”
“Δε σε καταλαβαίνω”, έκανε ο Αλέξης. “Έχω τα πάντα κι εσύ…”
“Δεν έχεις τίποτα.”
Έτσι του είπε η μάνα του: Δεν έχεις τίποτα.
Έκανε να φύγει, αλλά έφτιαξε λίγο τα γκρίζα μαλλιά και το μαύρο ρούχο, για να του πει τα τελευταία της λόγια.
“Κάποιους ανθρώπους τους αγαπούν, κι εκείνοι αποδέχονται την αγάπη, παρότι δεν νιώθουν το ίδιο. Έτσι γίνεται, κι αυτό το λένε γάμο. Εγώ αγάπησα τον πατέρα σου κι εκείνος εμένα το ίδιο. Αυτό το λένε αγάπη. Αυτό δεν θα το νοιώσεις ποτέ. Ο γάμος μας ήταν έργο του θεού. Ο δικός σου είναι έργο του διαβόλου. Ένας τέτοιος γάμος μόνο μαύρος μπορεί να είναι, τίποτα άλλο… Κι όσο κι αν με πονάει, θα κάνω αυτό που πρέπει. Αφού το θες έτσι να το κάνεις, τότε πρέπει να με ξεχάσεις κι εμένα από μάνα. Δεν υπάρχω πια για σένα, γιατί κι εσύ δεν είσαι πια παιδί μου. Τράβα στο διάολο και μη γυρίσεις πίσω.”
Αυτά του είπε και δεν του ξαναμίλησε ποτέ.
Μα ο Αλέξης ήταν τόσο παθιασμένος που δεν νοιαζόταν για κανέναν. Είχε πετύχει τον σκοπό του.
Καθώς έφευγε απ’ το χωριό συνάντησε τη γητεύτρα. Εκείνη του θύμισε τη συμφωνία τους: Τα μισά απ’ όσα πάρει.
“Τράβα στο διάολο, μάγισσα”, της είπε ο Αλέξης.
“Εγώ τον ξέρω καλά”, του είπε εκείνη. “Περίμενε να τον γνωρίσεις κι εσύ.”
~~
Ο Πρωτονοτάριος εκτελέστηκε κι ο γάμος έγινε σε κλειστό κύκλο. Η Λήδα κι ο Αλέξης γελούσαν, η μάνα της Λήδας έκλαιγε, κι ο αδελφός της έφυγε για την Πάτρα πριν κάτσουν στο τραπέζι.
Την πρώτη τους νύχτα την πέρασαν στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, στο μεγάλο κρεβάτι. Η Λήδα έκανε όπως της είπε ο σύζυγος της: Γδύθηκε κι έμεινε να φοράει μόνο τις κάλτσες της. Τις φωνές της συνεύρεσης τις άκουσε όλο το χωριό. Κι όταν ρόδισε η ανατολή έπεσαν να κοιμηθούν αποκαμωμένοι και ευτυχισμένοι. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία στιγμή ευτυχίας.
Γιατί η Λήδα κοιμήθηκε σε άλλο κρεβάτι, όχι σ’ εκείνο που ήταν δεμένο με τα μάγια. Κι όταν ξύπνησε ο έρωτας της είχε χαθεί. Είδε τον άντρα που είχε δίπλα της κι έβαλε τα κλάματα. Της ήταν αδύνατο να δεχτεί ότι είχε παντρευτεί τον αλλοίθωρο χωριάτη. Κι ότι του είχε δώσει την παρθενιά της.
Μα ο Αλέξης δεν νοιαζόταν για τα κλάματα της. Ξύπνησε ερεθισμένος και την ανάγκασε να κάνει το συζυγικό της καθήκον. Τη βίασε ενώ της έλεγε: “Εγώ είμαι ο άντρας σου τώρα.” Όμως βιασμός σε νυμφευμένο ζευγάρι δεν υπήρχε.
Κι η εξουσία που είχε πάνω της τον ερέθιζε περισσότερο.
~~
Η Λήδα παρακάλεσε τη μάνα της και τον αδελφό της να τη σώσουν. Η μάνα σιωπούσε, έτσι όπως είχε μάθει να κάνει, έτσι όπως έπρεπε να κάνει κάθε γυναίκα.
Ο αδελφός της είπε την αλήθεια: Ότι τα συναισθήματα της δεν είχαν καμία σημασία. Ότι θα θυσιαζόταν σαν Ιφιγένεια για ούριους ανέμους στην πολιτική του καριέρα.
Άλλωστε εκείνη είχε διαλέξει τον άντρα της.
Κάθε μέρα και κάθε βράδυ η Λήδα έπρεπε να δέχεται τον άξεστο χωριάτη ως σύζυγο της. Κι εκείνος δεν ένιωθε οίκτο ή -πόσο μάλλον- αγάπη. Του αρκούσε να την έχει γυμνή κι ανάσκελα στο κρεβάτι. Να ηδονίζεται με τα πόδια της και μετά να της τον χώνει για να τελειώσει μέσα της.
Ήταν μόνο ένα αντικείμενο ηδονής και τη χρησιμοποιούσε με μανία. Την εξουσίαζε.
Όταν εκείνη κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει ξεκίνησε να πλέκει την εκδίκηση της.
Κι είναι αλήθεια, έχει γραφτεί σε τόσους μύθους, κι έχει ειπωθεί σε περισσότερες ιστορίες, ότι μόλις μια γυναίκα αποφασίζει να εκδικηθεί, τότε ούτε ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να σε προφυλάξει.
6) Εξιλέωση
Συμβαίνει συχνά, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και μεγάλωσαν στη φτώχεια, αν γίνονται πλούσιοι να συμπεριφέρονται χειρότερα απ’ αυτούς που γεννήθηκαν με το χρυσό κουτάλι στο στόμα.
Οι εκ γενετής πλούσιοι αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά τους φτωχούς, πολλές φορές δεν τους βλέπουν καν και σίγουρα δεν μπορούν να τους καταλάβουν, όπως η Αντουανέτα με το παντεσπάνι της.
Όμως οι νεόπλουτοι απεχθάνονται όσο τίποτα άλλο τους φτωχούς, γιατί τους θυμίζει τι αφήσαν πίσω τους. Άλλωστε εκείνοι έχουν πιο πολύ τη στρεβλωμένη ιδέα ότι πλούτισαν μόνο επειδή ήταν ικανοί, σε αντίθεση με τους εκ γενετής που απλώς ήταν τυχεροί να γεννηθούν απ’ τους σωστούς γονείς.
Έτσι κι ο Αλέξης Δόγκας, πολύ γρήγορα έγινε χειρότερος δυνάστης απ’ τον πεθερό του. Γιατί ήξερε πώς σκέφτονταν οι υποτακτικοί του, ότι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του κλέψουν κάτι, να του κρύψουν κάτι. Και γνώριζε τις μεθόδους τους, τις κρυψώνες, τα ψέματα, ό,τι έκαναν για να εξασφαλίσουν λίγη παραπάνω τροφή για την οικογένεια τους -παίρνοντας ‘την απ’ τον Αφέντη.
Ναι, ο Αλέξης γρήγορα έγινε ο “Αφέντης” κι αλίμονο σ’ εκείνους που νόμιζαν ότι μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν.
Μέσα σε δύο μόλις χρόνια έμαθε να ντύνεται σαν πλούσιος, να τρώει σαν πλούσιος, να διατάζει σαν πλούσιος. Πήγαινε από κτήμα σε κτήμα με το αυτοκίνητο του και κατσάδιαζε τους επιστάτες που δεν πίεζαν περισσότερο τους εργάτες.
Στη Θάλαττα, το χωριό του, δεν ξαναπάτησε ούτε και είδε τη μάνα του ξανά. Ήταν ευτυχισμένος με την περιουσία του και την οικογένεια του, δεν ήθελε να θυμάται τίποτα απ’ τα παλιά.
~~
Η Λήδα, η γυναίκα του, με τον καιρό μαλάκωσε. Σιγά σιγά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον χωρίσει, δεν της το επέτρεπε ο αδελφός της, έπρεπε να μάθει να ζει με κείνον που διάλεξε.
Κι αφού δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τις νυχτερινές συνευρέσεις αποφάσισε να τις κάνει πιο απολαυστικές -για τον Αλέξη κυρίως. Σταμάτησε να του αντιστέκεται. Στην αρχή τον δεχόταν με απάθεια, αλλά μετά κατάλαβε το πάθος του για τα πόδια της και έκανε ό,τι μπορούσε για να το ικανοποιήσει.
Μέχρι που έστειλε την υπηρέτρια στο Κατάκωλο, στο λιμάνι με τα κακόφημα μαγαζιά, για να της αγοράσει κάλτσες. Όχι σαν αυτές που φορούσαν οι κυρίες, μα απ’ τις άλλες, αυτές που έβαζαν οι γυναίκες του λιμανιού. Διχτυωτές και με σχέδια, σε όλα τα χρώματα, με ζαρτιέρες και στολίδια, τις “πουτανίστικες”.
Κάθε βράδυ φορούσε διαφορετικές κι ο Αλέξης αποθέωνε τα πόδια της, φλεγόμενος αλλά μη καιόμενος. Τον έπαιζε και τον χάιδευε με τις πατούσες της ώρες πολλές, μα μόλις τον έβλεπε ότι ήταν έτοιμος να τελειώσει τον τραβούσε να μπει μέσα της.
Έτσι σύντομα, μετά από μερικούς μήνες πάθους, η Λήδα έμεινε έγκυος. Γέννησε ένα αγοράκι κι η ευδαιμονία του Αλέξη ολοκληρώθηκε. Είχε καταφέρει να έχει όλα όσα ήθελε.
~~
Αποφάσισε να βαφτίσουν το παιδί στις 17 Μαρτίου, την ημέρα του Οσίου Αλεξίου, του ανθρώπου του θεού. Και φυσικά θα του έδινε το όνομα του πατέρα του -και δικό του.
Στον παπά της ενορίας, που ήταν λίγο προληπτικός, δεν άρεσε αυτή η επιλογή.
“Είναι κακοτυχία να δώσεις στο παιδί το όνομα του πατέρα σου, που πέθανε τόσο νέος.”
“Κακοτυχία;” είπε ο Αλέξης. “Για δες εμένα, παπά. Σου φαίνομαι για κακότυχος;
Κι αφού του είπε ότι αυτή ήταν η απόφαση του κι ότι δεν υπήρχε λόγος να το συζητάνε, τον ενημέρωσε ότι είχε αποφασίσει να χτίσει παρεκκλήσι σ’ ένα απ’ τα κτήματα του, μια εκκλησία του Άγιου Αλέξη, που θα λειτουργούσε για πρώτη φορά στη βάφτιση του πρωτότοκου γιου του.
Πρωτότοκος, γιατί η Λήδα ήταν πάλι έγκυος, κι όπως φαινόταν απ’ την κοιλιά της, που ήταν μυτερή στον τρίτο μήνα, θα γεννούσε πάλι αγόρι. Όλοι έτσι έλεγαν κι ίσως να είχαν δίκιο.
Ο παπάς ευαρεστήθηκε και του δωσε την ευχή του. Το παρεκκλήσι χτίστηκε γρήγορα, αφού οι υποτακτικοί δούλευαν νυχθημερόν -και αμισθί- για τη χάρη του.
Ο Αλέξης οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή. Το μεγαλύτερο φαγοπότι που ‘χε δει το Χελιδόνι και τα περίχωρα. Όλοι ήταν καλεσμένοι. Προύχοντες και πολιτικοί, δάσκαλοι και χωροφυλάκοι, χωρικοί και βιοπαλαιστές. Όλοι έπρεπε να ‘ναι ‘κει, για να τιμήσουν τον Αλέξη τον Τρίτο.
Μόνο η γιαγιά, η Αρβανίτισσα, δεν θα ‘ταν.
~~
Λίγες μέρες πριν τη βασιλική βάφτιση βρέθηκε στην πόρτα του αρχοντικού η γητεύτρα απ’ τη Θάλαττα και ζήτησε να δει τον Αφέντη.
“Η μάνα σου είναι στα τελευταία της”, του είπε χωρίς να μπει μέσα.
Ο Αλέξης πήγε κι έφερε δυο χρυσές λίρες.
“Αυτά αρκούν για την κηδεία της”, είπε κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
“Περίμενε!” πρόλαβε να του πει η γητεύτρα.
Ο Αλέξης στήθηκε να την ακούσει. Η γητεύτρα έβαλε τα χρυσά στην ποδιά της και του είπε:
“Ξέχασες τη μάνα σου. Ξέχασες τη συμφωνία μας. Ξέχασες τον διάβολο. Αλλά ο διάολος δεν σε ξεχνάει.”
Ο Αλέξης την κλώτσησε στα μούτρα και την γκρεμοτσάκισε απ’ τα σκαλιά.
“Αν σε ξαναδώ στα κτήματα μου, στρίγγλα, θα βάλω να σου σπάσουν όλα σου τα κόκαλα”, της είπε και μπήκε μέσα.
Η γητεύτρα δεν μίλησε. Έκανε μόνο, με το αριστερό της χέρι, τα κέρατα του διαβόλου. Και γύρισε στο χωριό για να θάψει τη Σοφία.
~~
Η βάφτιση έγινε κι ήταν πραγματικά βασιλική. Το μωρό δεν έκλαιγε, ο ήλιος έλαμπε, όλοι έφαγαν και ήπιαν, κι ο Αλέξης ένιωθε ότι όλος ο κόσμος του άνηκε. Και δεν πρόσεξε το πρόσωπο της Λήδας, το χαμόγελο της που θύμιζε την παλιά αρχόντισσα.
Ήταν λυκόφως όταν ξεκίνησαν με το αμάξι για το σπίτι. Κάποια στιγμή, κι ενώ πήγαιναν παράλληλα με το ποτάμι, του είπε να σταματήσει για λίγο, να κατέβει με το μωρό να του δείξει τις λιβελούλες.
Ο Αλέξης δέχτηκε, αλλά της είπε να κάνει γρήγορα, γιατί ήταν και πιωμένος.
Ο Ενιππέας, το ποτάμι, είναι ρηχός και ήρεμος όλο το χρόνο. Εκτός απ’ την άνοιξη που γίνεται χειμαρρώδης.
Ο Αλέξης είδε απ’ τον καθρέφτη την εγκυμονούσα Λήδα, με το νεοβάφτιστο αγκαλιά, να πηγαίνει στην όχθη. Εκεί έκατσε σ’ έναν βράχο, έβγαλε τα παπούτσια της και ξεκίνησε να βγάζει τις κάλτσες. Εκείνος έσκυψε να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα του και καθώς άναβε το τσακμάκι τον φώτισε ο τρόμος.
Βγήκε γρήγορα απ’ το αμάξι και φώναξε τη γυναίκα του. Εκείνη δεν απάντησε κι έτρεξε να την προλάβει.
“Λήδα!” ξαναείπε βλέποντας ‘την να πηγαίνει ξυπόλητη στην άκρη του νερού.
“Ποιος φοβάται τώρα, χωριάτη;” του είπε η Λήδα.
Και πήδηξε στο ποτάμι, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά κι ένα μες στην κοιλιά. Τους κατάπιε χωρίς ν’ ακουστεί κλάμα.
Βούτησε κι ο Αλέξης, κολύμπησε για να τους σώσει, και παραλίγο να πνιγεί κι ο ίδιος. Τελικά πιάστηκε από ένα κλαδί και βγήκε έξω ξέπνοος.
~~
Δεν γύρισε στο αρχοντικό. Επί του ποταμού Ενιππέα έκατσε κι έκλαψε. Το πρωί κρέμασε σε μια ιτιά το σακάκι του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Πήγε κοντά στον Καράτουλα και στη Θάλαττα, σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος όπου του άνηκε μια παράγκα, κι έμεινε εκεί.
Στην αστυνομία δεν ήθελε να μιλήσει. Και στην κηδεία της γυναίκας του και του παιδιού, που ξέβρασε ο ποταμός λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, δεν πήγε. Την περιουσία του και τα δικαιώματα του τα εγκατάλειψε. Πούλησε μόνο το αυτοκίνητο κι αγόρασε μερικά τραπέζια και καρέκλες, κονιάκ, ελληνικό καφέ και παξιμάδια.
Κάποιους αγρότες που περνούσαν απ’ έξω και μπήκαν να τον συλλυπηθούν τους κέρασε τα δέοντα. Εκείνοι ντραπήκαν να φύγουν χωρίς να πληρώσουν κάτι, κι άφησαν λίγες δραχμές. Το ίδιο έκαναν κι οι επόμενοι -κι όσοι πήγαν μετά.
Έτσι, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος, δημιουργήθηκε το καφενείο του Πεντακόσια, και κανείς δεν ξέρει γιατί τον λέγαν έτσι.
~~
Το παράξενο είναι ότι με τα χρόνια το καφενείο του, που είχε μόνο κονιάκ, σκέτο καφέ και παξιμάδια, έγινε σταθμός για τους άντρες της περιοχής -και για κείνους που ‘χαν φύγει στις πόλεις.
Κάθε άντρας με οικογένεια έπρεπε να πηγαίνει εκεί όταν μπορούσε, ίσως για να διώχνει την κακοτυχία απ’ τη ζωή του. Ή μπορεί να το έκαναν για να συλλογίζονται πόσο μάταια ήταν όλα και πόσοι τυχεροί ήταν που είχαν όσα είχαν.
~~
Κανείς δεν ξέρει να σου πει γιατί το κάνει. Ούτε κι εγώ.
Γιατί όποτε βρίσκομαι στη Θάλαττα, σπάνια τώρα πια, πηγαίνω στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια, πίνω τον καφέ μου και το κονιάκ, κι ύστερα φεύγω χωρίς να μιλήσω.
Αλλά βγαίνω εξιλεωμένος.
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πίνακας “Λήδα και κύκνος”, του Λεονάρντο Ντα Βίντσι