Χαμένος παράδεισος

0
566

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ultra.jpgΟ Μαρκ με μεγάλη απροθυμία δέχτηκε να συμμετέχει. Αν οι συνάδελφοί του στην κατασκευαστική εταιρεία που ήταν μάνατζερ πληροφορούνταν κάπως το γεγονός θα του κρεμούσαν κουδούνια. Όχι γιατί δεν θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά εναλλακτικό, αλλά γιατί ήταν κόντρα σε όλο το γιάπι στυλ, του προσγειωμένου και κουλ άντρα που ήθελε να παρουσιάσει.

Όταν του το πρότεινε η Άλις στην αρχή γέλασε. Μετά της το ξέκοψε. Στην τρίτη προσπάθειά της συμφώνησε μόνο και μόνο για να τελειώνει. Η αλήθεια είναι ότι πίστευε στη δουλειά της και ήθελε να τη βοηθήσει. Βέβαια ήταν και καταπληκτική στο κρεβάτι που έκανε τα πράγματα λίγο πιο εύκολα.

******

Δεν θυμόταν πόση ώρα του είπαν ότι θα κρατήσει. O χρόνος κυλούσε αλλά δεν ήξερε αν είχαν περάσει 3, 10 ή 30 λεπτά. Τελικά αποφάσισε να χαλαρώσει και να προσπαθήσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που βίωνε.

Ήταν μέσα στο νερό γυμνός. Άνοιξε τα μάτια μήπως μπορέσει να διακρίνει κάτι γύρω του αλλά μάταια. Βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Ξάπλωσε στο νερό έτσι ώστε να καλύπτονται τα αφτιά του. Το γνωστό βουητό που άκουγες μέσα από τα κοχύλια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Άκουγε το νερό να στάζει ή μήπως ήταν από την κίνηση του νερού;

Παρ’ όλο που ήταν γυμνός δεν κρύωσε. Η  θερμοκρασία γύρω του προσαρμοζόταν αναλόγως. Κατά διαστήματα ένιωθε την πίεση του νερού να έρχεται από διαφορετικά μέρη. Κάποιες πιέσεις ήταν πιο δυνατές και άλλαξε τη θέση του. Όταν τέντωσε τα χέρια του ένιωσε γύρω του ένα μαλακό υλικό σαν ζελατίνα ή λάστιχο, δεν ήταν σίγουρος. Στην προσπάθειά του να αντιληφθεί το χώρο έμοιαζε για λίγο σαν μαριονέτα που κουνιέται πέρα δώθε.

Το σκοτάδι και το νερό είχαν κυριαρχήσει σε όλες τις αισθήσεις του. Γίνεται να ακούσεις το σκοτάδι ή να δεις το νερό; Για να μην τον πιάσει πανικός συγκεντρώθηκε στην αναπνοή του και αφέθηκε στην κίνηση του νερού.  Αναπνοή, εκπνοή, αναπνοή, εκπνοή. Τότε άκουσε και άλλους ήχους.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να αλλάξει στάση σώματος βγάζοντας το κεφάλι του από το νερό. Οι καινούριοι ήχοι ήταν ανεπαίσθητοι στην αρχή αλλά όσο κυλούσε ο χρόνος γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Δεν ήταν σίγουρος αλλά ίσως ήταν μια απομακρυσμένη κόρνα και γυναικείες φωνές. Μετά από λίγο πάλι ησυχία και ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν από την κίνηση του νερού.

******

Υπήρχε τόση ηρεμία που ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πόση ώρα είχε περάσει. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν είχε βιώσει κάτι αντίστοιχο στη ζωή του. Του ήρθαν στο μυαλό τα βουνά και οι πεδιάδες της Παταγονίας. Μέχρι τότε πίστευε ότι εκεί είχε βιώσει το απόλυτο σκοτάδι, την απόλυτη ησυχία. Αλλά εκεί μπορούσε να δει τα αμέτρητα αστέρια πάνω από το κεφάλι του. Να ακούσει τους ήχους από τα ζώα και τα πουλιά που γυρνούσαν γύρω από τη σκηνή του διεκδικώντας το χώρο τους.

Τώρα δεν υπήρχε τίποτα από αυτά για να διεγείρει τις αισθήσεις του. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μόνο τις σκέψεις και την ανάσα του.

******

Μετά από λίγη ώρα το περιβάλλον γύρω του άλλαξε. Ένιωσε ζεστασιά. Και τότε λειτούργησε η όσφρησή του καθώς μύρισε κάτι που ερχόταν από μακριά. Υπό άλλες συνθήκες θα έκλεινε τα μάτια για να συγκεντρωθεί σε αυτό που ήθελε να μυρίσει. Συνειδητοποίησε όμως ότι όλη αυτήν την ώρα είχε κλειστά τα μάτια καθώς είχε κουραστεί να προσπαθεί να βρει ένα σημείο φωτός γύρω του.

Θα στοιχημάτιζε ότι η μυρωδιά ήταν από σοκολάτα. Η σκέψη αυτή ήταν και η μόνη που του ξύπνησε συναισθήματα εδώ και αρκετή ώρα. Η παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν και χαμογέλασε. Του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από το συρτάρι που η μαμά του έβαζε τις αγαπημένες του σοκολάτες και αυτός πήγαινε κρυφά και τις έπαιρνε. Θυμήθηκε μια φορά που είχε σκίσει το μέτωπό του ενώ έπαιζε και ο αδερφός του τον περίμενε σπίτι με μια σοκολάτα και μια αγκαλιά. ‘Πόσο καιρό έχω να δω τον αδερφό μου’, σκέφτηκε.

Ήταν σίγουρος ότι ο αδερφός του έστεκε λίγο πιο εκεί και τον κοιτούσε. Έκανε να απλώσει το χέρι προς εκείνη την κατεύθυνση αλλά τίναξε μόνο το νερό. Η γεύση από τη σοκολάτα ήταν σχεδόν στο στόμα του. Μαζί με κάτι αλμυρό. Από τα δάκρυα που έτρεχαν στο μάγουλό του. Ένιωθε πιο μόνος από ποτέ.

******

Ξαφνικά οι γυναικείες φωνές άρχισαν πάλι και αυτή τη φορά ήταν πιο έντονες. Κίνησε το κεφάλι προς τη μια κατεύθυνση για τις ακούσει καλύτερα. Ένιωσε ένα αμυδρό φως και άνοιξε τα μάτια. Τότε ήταν που άρχισαν τα τοιχώματα γύρω του να αποκτούν σχήμα. Είδε ότι ήταν στρογγυλά, λες και ήταν μέσα σε γυάλα.

Το φως πάνω από το κεφάλι του έγινε πιο έντονο, σαν να έβλεπε τον ήλιο κατάματα. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό του για να προστατέψει τα μάτια του. Φρέσκος αέρας μπήκε στο δωμάτιο και πήρε μια βαθιά ανάσα που του πόνεσε τα πνευμόνια. Ήθελε να πάει προς το φως, προς τον φρέσκο αέρα. Τότε άκουσε το ‘Ευχαριστούμε, μπορείτε να κινηθείτε στην έξοδο’ και κατάλαβε ότι η επίσκεψή του είχε τελειώσει.

******

Ντύθηκε και έκατσε σε ένα δωμάτιο πριν την έξοδο. Μπήκε μέσα η Άλις και τον αγκάλιασε:

Άλις: Μωρό μου, πώς σου φάνηκε; Πες τα μου όλα.

Μαρκ: Σοκαριστικό. Πόση ώρα ήμουν μέσα;

Άλις: 15 λεπτά            .

Μαρκ: Τι; Σοβαρά; Μου φάνηκαν ώρες.

Άλις: Ναι η έκθεση σίγουρα δεν είναι για κλειστοφοβικούς. Πώς σου φάνηκε η μυρωδιά σοκολάτας;

Μαρκ: Ωραία ιδέα. Την κατάλαβα σχεδόν αμέσως.

Άλις: Τέλεια! Ξέρεις είναι από τις πρώτες μυρωδιές που καταλαβαίνουν τα έμβρυα μέσα στην κοιλιά της μαμάς.

Μαρκ: Όπως και οι γυναικείες φωνές, φαντάζομαι.

Άλις: Ναι, κοίτα όλα αυτά δεν επιβεβαιώνονται επιστημονικά απ’ όλους. Αλλά μας φάνηκαν αρκετά εύστοχα για να τα εντάξουμε στην έκθεση. Όπως τις ωθήσεις μέσα στην πισίνα. Και το υγρό στοιχείο φυσικά. Πιστεύεις θα έχει επιτυχία; Θα το δοκιμάσουν;

Μαρκ: Σίγουρα. Αλλά εγώ δεν θα το ξανάκανα.

Αλις: Ναι οκ. Αλλά γιατί το λες έτσι;

Μαρκ: Πάω σπίτι.

Καθώς ο Μαρκ έφευγε από το μουσείο διάβασε την επιγραφή που τοποθετούσαν  εκείνη την ώρα ‘Βιωματική έκθεση: Ζήσε ξανά ως έμβρυο’. Μπήκε στο αμάξι και προσπάθησε να συνέλθει.

Άκουσε τις φωνές που έρχονταν από το καφέ απέναντι και τις κόρνες από τα αμάξια που ήταν σταματημένα στο δρόμο. Μύρισε το καμένο λάδι από την China Town λίγο πιο κάτω και είδε μια γυναίκα να τρέχει για να αγκαλιάσει έναν άντρα που την περίμενε με λουλούδια στα χέρια.

Όλες οι αισθήσεις του ήταν σε πλήρη εγρήγορση αλλά δεν απολάμβανε τον έξω κόσμο.

Ο νους του έτρεχε. Γιατί άραγε δεν θυμόμαστε πώς ζούμε σαν έμβρυα; Λες να νιώθουμε τόσο μόνοι οπότε η μνήμη να επιλέγει να αποβάλλει αυτές τις εμπειρίες; Από την άλλη πώς να προσομοιώσεις σε μια έκθεση τη φωνή της μάνας σου; Την αφή της; Τον ήχο της καρδιάς της;

Έβγαλε το κινητό και πήρε τηλέφωνο αδιαφορώντας για τη διαφορά ώρας στην άλλη άκρη της χώρας.

‘Έλα μάνα σε ξύπνησα’; Η φωνή της εκείνο το απόγευμα του φάνηκε ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει πότε του.

~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Άννα Παπάζογλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής