Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια φαμίλια σε μια γειτονιά. Ο Στέφανος, η Όλγα κι ο Νικηφόρος, το παιδί τους, δεμένοι όλοι με μιαν αγάπη δυνατή, απ’ αυτές τις αγάπες που περνούν μέσα από τους τοίχους του σπιτιού, πηδούν τα κάγκελα της αυλής και ξεχύνονται στο δρόμο και παντού.
Η γειτονιά είχε σπίτια πολλά μα ο Νικηφόρος ξεχώριζε δυο. Το πρώτο χαμηλό με παλιά καφέ παντζούρια και κεραμίδια που νόμιζες πως με μια δυνατή νοτιά θα σηκωθούν και θα στροβιλιστούν στον ουρανό και στην μικρή αυλή ντενεκέδες με βασιλικούς και δυόσμους. Το άλλο διώροφο, με μεγάλα μπαλκόνια και κάγκελα που στο κέντρο τους σχημάτιζαν έναν αετό δικέφαλο, το συντριβάνι στην αυλή είχε μια γοργόνα στο κέντρο του κι απ’ έξω γύρω γύρω τη Χιονάτη με τους εφτά νάνους, αγαλματάκια χρωματιστά.
Στο πρώτο ζούσε ο φίλος του ο Ματέο με τους γονείς του και τη μεγάλη του αδερφή, μια οικογένεια που ήρθαν από την Αλβανία, για μια καλύτερη ζωή. Ο Ματέο δεν μίλαγε καλά τη γλώσσα του Νικηφόρου, όμως καμία σημασία δεν είχε, το παιχνίδι κι η συντροφιά δεν είχαν ανάγκη από κουβέντες. Έπαιζαν όμορφα σαν να ήταν φίλοι για χρόνια, έτρωγαν παρέα, πότε στο ένα σπίτι πότε στ’ άλλο, πήγαιναν στο νηπιαγωγείο μαζί.
Στο άλλο σπίτι ζούσε ο Αλέξανδρος, αυτός ο δυνατός συμμαθητής του και ο Νικηφόρος πολύ τον θαύμαζε γι’ αυτό, ήθελε να του μοιάσει, να γίνει κι αυτός αρχηγός, να τον ακολουθούν και τον φοβούνται όλοι.
Μια μέρα η Όλγα άκουσε τον γιό της να λέει του Ματέο πως δεν τον ήθελε άλλο για φίλο, να φύγει τώρα, του είπε, και να μην ξαναπατήσει σπίτι του, γιατί αυτός με Αλβανούς παρέα δεν θέλει να κάνει. Τα γαλανά μάτια του Ματέο βούρκωσαν σαν έβγαινε από την πόρτα, δεν έκανα κάτι κακό, ψιθύριζε φεύγοντας.
Η Όλγα πήρε κοντά το γιό της και του ζήτησε εξηγήσεις, ξέρεις τι σημαίνει Αλβανός, του είπε, όχι, έγνεψε ο Νικηφόρος, αλλά ο Αλέξανδρος, που είναι ο πιο δυνατός στην τάξη, μου είπε να μην κάνω παρέα με Αλβανούς.
Κατέβασε η Όλγα έναν χάρτη, τον άνοιξε και φώναξε το γιο της, εδώ, του έδειξε, είναι η Τουρκία κι οι άνθρωποι που μένουν εκεί λέγονται Τούρκοι, εδώ είναι η Ελλάδα κι οι άνθρωποι που μένουν λέγονται Έλληνες κι εδώ είναι η Αλβανία κι οι κάτοικοι της λέγονται Αλβανοί.
Σάστισε ο Νικηφόρος, δηλαδή είναι κράτος, δεν είναι βρισιά, έτσι ακριβώς του είπε η μάνα του, κι ο Ματέο είναι φίλος σου, σ’ αγαπά, να πας τώρα να του ζητήσεις συγνώμη και να του πεις να έρθει να φάτε παρέα μια ωραία μακαρονάδα με μπόλικο τυράκι.
Δεν έμειναν για πολύ ο Ένις κι η Έστερ, τον παράδεισο που περίμεναν δεν τον βρήκαν, λίγα τα μεροκάματα, πήραν τα παιδιά, μάζεψαν το λιγοστό νοικοκυριό τους και γύρισαν στην πατρίδα τους. Ο Νικηφόρος έχασε τον μοναδικό του φίλο.
Το παιδί πήγε δημοτικό όμως κι εκεί ο Αλέξανδρος ήταν ο δυνατός, ο αρχηγός και του Νικηφόρου πολλή εντύπωση του έκανε αυτή η ικανότητα. Ήθελε να τον έχει φίλο, αφού ήταν αυτός που έκανε ό,τι ήθελε πάντα, καλύτερα μαζί του παρά απέναντι του, σκεφτόταν ο Νικηφόρος και προσπαθούσε να τον πλησιάσει, να τον κάνει να γελάσει, ποτέ δεν τον είχε δει να γελά. Έλα να παίξουμε σπίτι, του έλεγε ξανά και ξανά, έχω πολλά παιχνίδια. Θα έρθω ναι, αλλά θα κάνεις ότι σου λέω του είπε ο Αλέξανδρος.
Η Όλγα κι ο Στέφανος άκουσαν φωνές στο σαλόνι, σαν συνθήματα, πετάχτηκαν κι οι δυο και πήγαν προς τα κει. Μπροστά ο Αλέξανδρος καμαρωτός και πίσω ο Νικηφόρος, το ένα χέρι να χαιρετά ναζιστικά και στο άλλο να κρατούν όπλο, κάνοντας παρέλαση ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το τραπέζι και τους καναπέδες: ΑΙΜΑ, ΤΙΜΗ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ φώναζε ο Αλέξανδρος δυνατά, και συνέχιζε γεμάτος ένταση και πάθος: τι αίμα; Τουρκικό, τι αίμα; Αλβανικό, τι αίμα; Σκοπιανών.
Άφωνοι έμειναν οι γονείς από την ταραχή, ο Στέφανος κοκκίνισε, μίλησε αυστηρά στον Αλέξανδρο, του είπε να φύγει από το σπίτι όμως η Όλγα τον πήρε κοντά, γιατί αγόρι μου, λες τέτοια πράγματα, καταλαβαίνεις τι σημαίνουν, που τ’ άκουσες αυτά; Οι γονείς μου τα λένε σπίτι μας, είπε ο μικρός , τον πήρε αγκαλιά η Όλγα και με χαμηλή φωνή άρχισε να του εξηγεί όσο πιο απλά μπορούσε τι σήμαιναν τα λόγια που φώναζε, του έβαλε κι ένα κομμάτι γλυκού με μπόλικο σιρόπι να τον γλυκάνει, δεν μπορούσε να βλέπει θλιμμένα και θυμωμένα παιδικά πρόσωπα.
Το ίδιο βράδυ ο Νικηφόρος άρχισε να γράφει γράμμα στον Άγιο Βασίλη, παιχνίδια δεν ήθελε, δυο πράγματα του ζήτησε, να του φέρει πίσω το φίλο του το Ματέο κι άμα δεν μπορεί, γιατί τα εισιτήρια είναι πολύ ακριβά και καταλαβαίνει πως οι εποχές είναι δύσκολες, να κάνει τον Αλέξανδρο σαν το Ματέο, χαμογελαστό και χαρούμενο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Βίκυ Γεωργούλη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής