Περπατώντας ως τον πόλεμο

0
659

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2-1-1024x768.jpg 2

Και κάπως έτσι ξεκίνησαν. Τόσοι άντρες μαζεμένοι να περπατάνε ο ένας κοντά στον άλλον. Σκέφτηκε να τους μετρήσει, άλλα μόλις πέρασαν από ένα ύψωμα και είδε το πλήθος κατάλαβε ότι τα νούμερα που ξέρει δεν θα του έφταναν. Έτσι συνέχισε να περπατάει πλάι στον Ορέστη.

Περπάταγαν όλη μέρα μέχρι που να δύσει ο ήλιος, κοντά 12 ώρες, αλλά ήταν μαθημένος. Τόσο περπάτημα στα χωράφια με τα ζώα είχε συνηθίσει. Το μόνο που ήξερε ήταν η δουλειά και η οικογένεια του. Έβλεπε όμως άλλους να αγκομαχούν και να μην μπορούν να βαστάξουν. Αν κάνουν έτσι από το πρώτο βράδυ, δεν θα τη βγάλουν μέχρι τη Σοβιετική Ένωση, σκέφτηκε.

Αναρωτήθηκε πόσες μέρες θα τους πάρει να φτάσουν. Παρόλο που είχε ακούσει για τη Σοβιετική Ένωση δεν ήξερε πόσο μακριά βρισκόταν. Δεν είχε καμία εκτίμηση της απόστασης. Γι’ αυτόν, ως τότε, η πιο μακρινή απόσταση ήταν να πάει ως τα Τρίκαλα, που ήταν η πλησιέστερη πόλη για να πάνε στο γιατρό. Μερικές ώρες τους είχε πάρει με τα άλογα, ακόμα το θυμόταν. Ευτυχώς ο πατέρας του άντεξε και κατάφερε να τον βοηθήσει εκείνη τη μέρα ο γιατρός, για να πεθάνει όμως μερικά χρόνια αργότερα.

Είχαν κατασκηνώσει για βράδυ και έτρωγε λίγη μπομπότα που είχε στις προμήθειες του.

Πόσες μέρες λες να μας πάρει να φτάσουμε”, γύρισε και ρώτησε τον Ορέστη.

Γιατί θες να κρατήσεις ημερολόγιο; Λοιπόν, σημείωνε 1 Φλεβάρη 1941, πρώτη μέρα που περπατάμε”, απάντησε γελώντας. Αφού είδε ότι ο φίλος του δεν το έπαιρνε ως αστείο σταμάτησε το πείραγμα και συνέχισε.

Μην σε ανησυχεί, μαζί θα πάμε και μαζί θα γυρίσουμε να βάλουμε πάλι τα σπαρτά μας”.

Ο ίδιος δεν ήταν τόσο σίγουρος. Δεν είναι εύκολο πράγμα ο πόλεμος. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα βγει ζωντανός από όλο αυτό.

Την επόμενη σηκώθηκαν και ο χειμώνας ήταν πιο τσουχτερός, ένιωθε τη θερμοκρασία να πέφτει ακόμα περισσότερο. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος δεν φάνηκε καθόλου. Ψιχάλιζε όλη μέρα. Το βράδυ άκουσαν για τους πρώτους που δεν τα κατάφεραν. Τους παράτησαν στο δρόμο σε άθλια κατάσταση να βρουν μόνοι τους το κοντινότερο χωριό μήπως και τους περιθάλψουν. Καταμεσής του πολέμου όμως οι πιθανότητες ήταν λίγες.

Εκείνο το βράδυ άκουσε τον Ορέστη να βήχει. Δεν έδωσε σημασία όμως και κοιμήθηκε. Το επόμενο πρωί που σηκώθηκαν ο Ορέστης ήταν πιο ζεστός από ότι συνήθως. Ανησύχησε αλλά δεν ήταν και πολλά εκείνα που μπορούσε να κάνει. Έβλεπε όμως τον Ορέστη χαμογελαστό να κάνει σχέδια για την επιστροφή τους.

Οι μέρες περνούσαν. Είχαν βγει πλέον από τη χώρα και συνέχιζαν βόρεια. Έμαθαν ότι βρίσκονταν στη Ρουμανία και είχαν καλύψει τη μεγαλύτερη απόσταση. Λίγες μέρες του έμειναν ακόμα να φτάσουν στη Ρωσία και από εκεί στη Μόσχα να πολεμήσουν. Ο Ορέστης όμως όσο πήγαινε γινόταν και χειρότερα. Τόσο η κούραση, όσο και το κρύο του χειμώνα τον εξουθένωναν και έκαναν χειρότερη τη κατάσταση του. Ο πυρετός αυξανόταν και πλέον δεν τον έριχναν ούτε οι κομπρέσες που φόραγε. Ο βήχας πάλι, είχε ελαττωθεί αλλά όταν τον έπιανε, τον ταλαιπωρούσε μέχρι που έβγαζε φλέματα.

Το κέφι και το χαμόγελο όμως δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Καθώς έπεσε το βράδυ και κατασκήνωσαν, βοήθησε τον Ορέστη να αλλάξει κομπρέσες. Τότε άκουσε το κρώξιμο από μια κουκουβάγια. Η αγωνία στα μάτια του Στέλιου ήταν τόσο εμφανής που την παρατήρησε μέχρι και ο Ορέστης.

Αν για κάθε έναν που πέθαινε ακούγαμε και από μια κουκουβάγια, τις τελευταίες μέρες δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι” είπε γελώντας.

Ο Αλέξανδρος δεν μίλησε και χαμογέλασε νευρικά. Τελείωσαν με τις κομπρέσες και πήγαν να κοιμηθούν. Εκείνο το βράδυ έκανε τον πιο ήσυχο ύπνο χωρίς να τον ξυπνήσει με το βήχα του ο Ορέστης. Το πρωί που σηκώθηκε κοίταξε δίπλα του και κατάλαβε γιατί.



5

Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα. Στενοχωρημένος που άφηνε την Αλίνα. Φοβισμένος για το δρόμο της επιστροφής. Χαρούμενος όμως που θα γύρναγε στην οικογένεια του και θα έπαιρνε και πάλι αγκαλιά τη κόρη του. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, οι Γερμανοί είχαν ηττηθεί και μπορούσε πλέον να συνεχίσει τη ζωή του. Θα έφτιαχνε πάλι από το μηδέν ότι είχε καταστραφεί αλλά παρόλα αυτά είχε ελπίδα για την νέα αρχή.

Ο δρόμος αυτή τη φορά ήταν συντομότερος. Οι Σοβιετικοί είχαν δεχθεί ως δείγμα ευχαρίστησης των Ελληνικών δυνάμεων, να μεταφέρουν τους ελάχιστους που επέζησαν από το πόλεμο μέχρι τα σύνορα της Ελλάδας. Από εκεί μέχρι τη Καλαμπάκα ήταν λίγες μέρες δρόμος. Έφτασε μαζί με τους λίγους συντοπίτες του παρέα μέχρι τα Τρίκαλα και από εκεί ο καθένας πήρε το δρόμο του για το χωριό του.

Άλλη μια μέρα σχεδόν να φτάσει μέχρι το χωριό του και να πάει σπίτι του, από τότε που αποχωρίστηκε και με τον τελευταίο του σύντροφο. Οι δυνάμεις που του είχαν απομείνει ήταν ελάχιστες, αλλά η λαχτάρα να δει πάλι τους δικούς του του έδινε δύναμη και φτερά στα πόδια. Καθόταν και μέτραγε τις μέρες που ήταν μακριά από την οικογένεια του. Είχε πάει 15 Μαΐου του 1945 ο πόλεμος είχε τελειώσει και είχαν περάσει 4 χρόνια 3 μήνες και 15 ημέρες από τότε που είχε φύγει. Ήθελε να κλάψει από τη συγκίνηση του αλλά το κράταγε για όταν έσφιγγε στην αγκαλιά τη γυναίκα και τη κόρη του.

Βάδιζε προς το σπίτι του. Ησυχία. Δεν ακουγόταν τίποτα ούτε από το δικό του ούτε από τα γειτονικά σπίτια. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, νερά υπήρχαν στην πόρτα και όλα φαίνονταν ερειπωμένα σαν από καιρό. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ίσως είχαν παρατήσει το σπίτι και έφυγαν.

Ήθελε να μπει μέσα στο σπίτι και να το ψάξει αλλά κάτι δεν τον άφηνε. Βρήκε το θάρρος και μπήκε. Αυτό που αντίκρισε, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δύο συστάδες κόκαλα. Έναν σκελετό μεγαλύτερο να κρατάει γύρω από έναν μικρότερο. Πιο δίπλα μερικές σφαίρες.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Άρχισε να φωνάζει και να ωρύεται. Βγήκε έξω και ούρλιαζε. Δεν ήξερε αν κάτι θα άλλαζε αλλά δεν είχε τη δύναμη να κάνει τίποτα άλλο. Τότε τον πλησίασε ένας γέρος. Τον αναγνώρισε. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν το όνομα του και άρχισε να κλαίει δίπλα του.

Τον ρώτησε τι έγινε και ο γέρος με τρεμάμενη φωνή του απάντησε ότι οι Γερμανοί μόλις έμαθαν τα μαντάτα για το Βερολίνο άρχισαν από εκδίκηση να σκοτώνουν όσο πιο πολλούς μπορούσαν πριν φύγουν. Πέρασαν και από αυτό το χωριό, μόνο όσοι έλειπαν στα χωράφια εκείνο το απόγευμα γλύτωσαν.

Σηκώθηκε μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που είδε και άκουσε. Έβλεπε το σούρουπο στον ουρανό και περπατούσε ασυναίσθητα προς το χωράφι που τον είχε βρει η γυναίκα του με το γράμμα. Καθώς περπάταγε σκεφτόταν με βλέμμα χαμένο τα όνειρα που έκανε για το γυρισμό. Τον πόλεμο που γλύτωσε και την οικογένεια που άφησε και ήθελε να γυρίσει να δει.

Έφτανε στο χείλος του φαραγγιού και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ότι έκανε όλο αυτό το καιρό. Συνέχισε να περπατάει…



3

Λίγες μέρες μετά το πρωινό που έθαψε βιαστικά τον φίλο του, έφτασαν στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί τους περίμεναν κάποιοι άνδρες με μερικά οχήματα για να τους μεταφέρουν. Είδε τον αρχηγό του τάγματος, τον Λευτέρη, να μιλάει με έναν Ρώσο. Σκέφτηκε να πλησιάσει να ακούσει τι λένε αλλά δεν ήξερε ούτε μία λέξη στα Ρωσικά. Μόλις όμως τους έκαναν νόημα να ξεκινήσουν να επιβιβάζονται ανακουφίστηκε που επιτέλους θα σταματούσαν να περπατάνε. Ρώτησε έναν διπλανό του για να σιγουρευτεί για την ημερομηνία, 7 Μάρτη του 1941. Πέντε ακριβώς βδομάδες συνεχόμενο περπάτημα αλλά επιτέλους είχαν φτάσει. Ο πόλεμος γι’ αυτούς όμως μόλις είχε ξεκινήσει.

Στο δρόμο ο Ταγματάρχης που ήταν στο ίδιο όχημα με αυτόν τους εξήγησε τα επόμενα βήματα. Τα οχήματα θα τους άφηναν κοντά στη Μόσχα. Από εκεί θα ενίσχυαν τα κοντινά στρατόπεδα και μόλις οι Γερμανικές δυνάμεις θα έφταναν κοντά στη Μόσχα θα τις αιφνιδίαζαν με τον αυξημένο αριθμό στρατιωτών.

Όλοι ήταν τρομοκρατημένοι τώρα που έφταναν πιο κοντά στο στόμα του πολέμου αλλά κανείς δεν ήθελε να το δείξει. Μάλλον ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα από το να παραδοθούν σε αυτόν.

Ένιωσε το αμάξι να σταματάει και να τους φωνάζουν να κατέβουν. Μόλις κατέβηκε ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει και ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό που ένιωθε τα κόκαλα του να πονάνε. Έσφιξε πιο πολύ το μπουφάν του πάνω του μήπως και καταφέρει να ζεσταθεί.

Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο μπήκε μέσα στο κτίριο που θα διανυκτέρευαν. Ήταν ήδη άλλοι φαντάροι μέσα που τους σέρβιραν φαγητό και κουβέρτες κάποιες κοπέλες. Πήρε τη θέση του δίπλα από τους άλλους κει περίμενε να του φέρουν το φαγητό και τη κουβέρτα του.

Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να πέφτει άτσαλα από πίσω του. Γύρισε και είδε μια κοπέλα με μερικές κουβέρτες να είναι πεσμένη κάτω. Προσπάθησε να τη βοηθήσει να σηκωθεί ενώ αυτή του μίλαγε στα Ρωσικά ασταμάτητα. Από τις κινήσεις των χεριών της κατάλαβε ότι του ζήταγε συγγνώμη και ότι γλίστρησε και έπεσε επάνω του. Της έκανε νόημα ότι δεν πειράζει ενώ την κοίταζε καλύτερα.

Ήταν μια όμορφη κοπέλα σχεδόν στο ίδιο ύψος με αυτόν, ξανθιά με γαλανά μάτια και μερικές φακίδες στο πρόσωπο της. Το φως ήταν χαμηλό αλλά μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της που κοκκίνιζε καθώς την βοηθούσε να σηκωθεί. Ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα στο στομάχι του και της χαμογέλασε. Τότε του έδωσε μια κουβέρτα χαμήλωσε το κεφάλι και συνέχισε να προχωράει μοιράζοντας κουβέρτες στους υπόλοιπους.



1

Κοίταζε το φαράγγι και χαμογελούσε. Ένιωθε γαλήνη κοντά σε αυτούς του βράχους. Έβλεπε τις γίδες να περπατάνε πάνω στις πέτρες και ζήλευε. Σκεφτόταν να μπορούσε και αυτός να περπατάει και να τρέχει με τόση ευκολία.

Είχε βγάλει τα ζώα για την πρωινή τους βοσκή στο κτήμα κοντά στο σπίτι τους. Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει με τους Γερμανούς αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό τους. Δεν τους είχαν καλέσει όσους ζούσαν ψηλά στα βουνά, ίσως γιατί δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση. Ήλπιζαν να τελειώσει γρήγορα, αλλά ποιος πόλεμος κρατάει λίγο; Όλοι αφήνουν πίσω γυναίκες και ορφανά. Αυτό φοβόταν πιο πολύ. Να μην αφήσει τη γυναίκα του και την μικρή του κόρη μόνες τους απροστάτευτες.

Είδε τη γυναίκα του να έρχεται προς το μέρος του τρέχοντας. Πλησίασε χωρίς να του μιλήσει και είδε τα μάτια της βουρκωμένα. Με χέρι που έτρεμε του έδωσε ένα φύλλο χαρτί και ξεκίνησε να διαβάζει.

Προς κ. Στέλιο Μαυρογιάννη,

Πρέπει να ετοιμαστείτε να αναχωρήσετε, με τις υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις που θα βοηθήσουν τη σύμμαχο Σοβιετική Ένωση, σε 3 μέρες από την ημερομηνία παράδοσης του γράμματος.

Ημερομηνία παράδοσης: 29/01/1941

Αξιωματικός

Χατζηνικολάου Ιωάννης”

Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει ο γράμμα. Τόσες λίγες λέξεις μπορούν να φέρουν τόση δυστυχία. Παρόλο που ήταν κάτι που θα περίμενε αργά ή γρήγορα, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Κοίταξε τη γυναίκα του, αυτή είχε ήδη βάλει τα χέρια στα μάτια της και άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε τι να κάνει για να ην παρηγορήσει. Σάμπως υπήρχε και κάτι να της πει; Στο πόλεμο πήγαινε.

Άφησε τα ζώα να συνεχίζουν ανέμελα τη βοσκή τους και πήγε με τη Χριστίνα σπίτι τους να το πουν στη κόρη τους και να δουν ποιους άλλου κάλεσαν από το χωριό. Μόλις έφτασαν σπίτι είδε το παιδικό του φίλο τον Ορέστη. Τον κοίταξε χωρίς να πει λέξη και τότε βρήκε ο Ορέστης την ευκαιρία να μιλήσει.

Μην σκας φίλε, θα πάμε βόλτα μέχρι τη Σοβιετική Ένωση να νικήσουμε το πόλεμο και θα γυρίσουμε.”

Πάντα χαμογελαστός και με θετική σκέψη. Ήταν κάτι που πάντα θαύμαζε στο φίλο του, αλλά αυτός δεν είχε την ίδια γνώμη. Κίνησε προς το σπίτι που έκατσε αμίλητος με τη γυναίκα του. Έπρεπε να κανονίσουν τι θα πάρει μαζί του και να αποχαιρετιστούν, αλλά είχαν λίγο χρόνο ακόμα. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να την κοιτάζει συνέχεια να τη χορτάσει γιατί μάλλον δεν θα γύριζε ποτέ ξανά στην αγκαλιά της.



4

Οι μέρες περνούσαν και ο Στέλιος με τους περισσότερους από το Ελληνικό σώμα που στελέχωναν το στρατόπεδο παρέμεναν εκεί και έκαναν ασκήσεις. Προσπαθούσαν να μάθουν την οργάνωση του στρατοπέδου και τον τρόπο παράταξης σε κάποια επικείμενη μάχη. Τα περισσότερα βράδια που ξεκουράζονταν στο συσσίτιο έβλεπε την Αλίνα. Για πολλές μέρες δεν της είχε μιλήσει, τι να της πει άλλωστε δεν ήξερε λέξη Ρωσικά.

Ένα απόγευμα την συνάντησε αφού είχαν τελειώσει τις ασκήσεις ενώ κατευθύνονταν στο μαγειρείο και της χαμογέλασε. Τότε του χαμογέλασε κι αυτή και βρήκε την ευκαιρία να πάει κοντά της. Δεν είχε ιδέα τι να της πει πέρα από ένα γεια που είχε μάθει τις τελευταίες μέρες αλλά κάτι τον έσπρωξε. Αυτή του ανταπέδωσε το χαιρετισμό και αφού κατάλαβε ότι δεν ήξερε καμία άλλη λέξη, του έκανε νόημα πως το όνομα της είναι Αλίνα. Ο Στέλιος χαρούμενος που κατάφερε να τον βγάλει από την αμηχανία και ευχαριστώντας από μέσα του την γλώσσα του σώματος, της είπε με νοήματα το όνομα του.

Παρόλο που η συζήτηση εκείνη την μέρα είχε σταματήσει περίεργα τα επόμενα βράδια που συναντιόντουσαν μίλαγαν κάθε φορά και λίγο παραπάνω. Άλλες φορές με νοήματα και άλλες μαθαίνοντας ο ένας στον άλλον κάποιες λέξεις. Ένιωθε μια ιδιαίτερη χημεία ανάμεσα τους όποτε τη συναντούσε και είχε παρατηρήσει το ίδιο και από το μέρος της.

Όλα αυτά όμως σταμάτησαν τον Σεπτέμβρη του 1941. Η μάχη είχε έρθει στη Μόσχα και ο Στέλιος είχε πάει στο μέτωπο. Μέρα με τη μέρα αγωνίζονταν για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι να απωθήσουν τις Γερμανικές δυνάμεις. Όλον αυτό το καιρό σκεφτόταν την οικογένεια του, αλλά είχε χάσει τις ελπίδες του, ότι θα έβγαινε ζωντανός και θα κατάφερνε να γυρίσει πίσω. Έτσι έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται την Αλίνα. Ίσως το γεγονός ότι ένιωθε μια έλξη ή ότι μπορούσε να τη δει συντομότερα, τον έκαναν να τη φέρνει στο μυαλό τους και κάποιες φορές να θέλει να τη ξαναδεί.

Στα τέλη του 1942, αφού είχαν καταφέρει να απωθήσουν τους Γερμανούς, όσοι επέζησαν τόσο από το πόλεμο όσο και από το τσουχτερό κρύο, γύρισαν στο στρατόπεδο. Εκεί ξαναείδε την Αλίνα. Ήθελε να την αγκαλιάσει από τη χαρά του που την έβλεπε, αλλά δεν ήξερε αν αυτή τον θυμόταν ακόμα. Έτσι μόλις αυτή πήγε και τον πήρε αγκαλιά όταν τον πρωτοαντίκρισε τον αιφνιδίασε και έμεινε εκεί για λίγη ώρα.

Οι επόμενοι μήνες παρά τη δύνη του πολέμου κύλησαν ακόμα πιο ευχάριστα μιας και είχε καταφέρει να μάθει περισσότερες Ρωσικές λέξεις και να συνεννοείται με την Αλίνα όλο και περισσότερο. Προτού αρχίσει όμως να δένεται μαζί της έπρεπε για άλλη μια φορά να φύγει και να πάει στο Στάλινγκραντ να πολεμήσει για άλλη μια φορά.

Βγήκε σώος και από αυτή τη μάχη και αισίως κατάφερε να γυρίσει στη Μόσχα στο ίδιο στρατόπεδο που ήταν και πριν. Η Αλίνα για άλλη μια φορά ήταν εκεί και τον περίμενε. Η χαρά του ήταν διάχυτη. Είχε καταφέρει για άλλη μια φορά να επιβιώσει από μία τόσο ζοφερή μάχη. Συναντιόταν ξανά με την μόνη παρέα που είχε καταφέρει να δεθεί, αλλά παρόλα αυτά κάτι υπήρχε ακόμα μέσα του. Ο καημός να πάει στην οικογένεια του. Να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσει στους δικούς του. Είχε μιλήσει στην Αλίνα για την γυναίκα του και το παιδί του. Αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα έβγαινε ζωντανός από τον πόλεμο για να γυρίσει κοντά τους.

Ο καιρός όμως πέρναγε και ο Στέλιος επιβίωνε. Τόσο από τον πόλεμο, τις μάχες και τους τραυματισμούς, όσο και από το κρύο και τις δύσκολες συνθήκες. Όταν οι Σοβιετικές δυνάμεις έκαναν έφοδο στην Γερμανία και πίστευαν στο τέλος του πολέμου, άρχισε να έχει ελπίδες και να σκέφτεται την επιστροφή του. Αυτό όμως δεν θα ήταν εύκολο να το πει στην Αλίνα γιατί δεν ήθελε να την αφήσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο. Βρήκε για άλλη μια φορά το θάρρος και της είπε ότι μόλις όλα τελείωναν, αν ήταν ακόμα ζωντανός και μπορούσε, θα έπρεπε να επιστρέψει πίσω.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Φώτης Κουνέλης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής