Μετρώντας μέρες

0
924

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1.jpgΗ Έμιλυ, σηκώθηκε από το κρεβάτι με δυσκολία, προσπαθώντας να καταλάβει αν είναι νύχτα ή μέρα. Όλα γύρω της ήταν θολά. Σύρθηκε μέχρι το νιπτήρα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της, παρασύροντας και κάποια άδεια μπουκάλια μαζί της. Αναγκαστικά έπρεπε να σηκώσει το τηλέφωνο γιατί όσο κι αν του φώναζε να σκάσει, εκείνο συνέχιζε να χτυπάει αδυσώπητα.
«Εσύ είσαι; Βγήκες; Δεν πέθανες; Κρίμα.»

11/12/2019

Δεν έχω ξαναγράψει ποτέ μου ημερολόγιο, όμως η Μαρία, η ψυχολόγος μου πρότεινε να το ξεκινήσω, καθώς είπε ότι θα με βοηθούσε να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά. Δεν έχω ιδέα πως ξεκινάνε και τι ακριβώς πρέπει να γράψω, οπότε θα κάνω μια προσπάθεια να σου συστηθώ.

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, με λένε Έμιλυ Ρίλκεν και είμαι 35 χρονών. Δουλεύω εδώ και περίπου 10 χρόνια σε μία εταιρεία δημοσκοπήσεων ως λογίστρια, από τότε που ήρθα στην Αθήνα. Μεγάλωσα μέχρι τα 24 μου στο Ρέθυμνο και ήρθα εδώ για να ξεκινήσω τη ζωή μου από το μηδέν.

Η Αθήνα, μου ταίριαξε από την πρώτη στιγμή, καθώς εδώ κανένας δεν γνώριζε τίποτα για κανέναν. Δεν υπάρχει το κουτσομπολιό που υπήρχε στο χωριό. Εδώ δεν σε κοιτάνε καλά- καλά, ούτε σε δείχνουν με το δάχτυλο. Ή έστω το κάνουν πιο διακριτικά. Αυτή η αποξένωση που υπάρχει στις πόλεις, ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν.

Βρήκα τη δουλειά στην εταιρεία από την πρώτη κιόλας εβδομάδα που ήρθα εδώ. Δεν περίμενα να με προσλάβουν, αφού εμφανίστηκα στη συνέντευξη μετά από ξενύχτι. Είχα καταφέρει να κρύψω τους μαύρους κύκλους, όμως είμαι σίγουρη ότι βρωμούσα αλκοόλ από χιλιόμετρα. Μπορεί και να με λυπήθηκε, μπορεί να κατάλαβε ότι με τα προσόντα και την εμφάνιση μου δεν επρόκειτο να απορρίψω τη δουλειά, όσο κακοπληρωμένη κι αν ήταν.

Πρόσφατα απέκτησα και δικό μου γραφείο. Αυτή η αλλαγή με διευκολύνει αρκετά, γιατί πέρα από τα τηλέφωνα που είμαι αναγκασμένη να σηκώνω, πλέον δεν έχω ιδιαίτερες επαφές με συναδέλφους.

Στην Αθήνα, έχω καταφέρει να κάνω μία καλή φίλη την Άννα. Η Άννα πριν λίγες εβδομάδες με είχε βρει λιπόθυμη στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι μου και με βοήθησε να μεταφερθώ στο νοσοκομείο. Φώναξε ασθενοφόρο, το οποίο με μετέφερε στο πλησιέστερο νοσοκομείο για πλύση στομάχου.

Για λίγα δευτερόλεπτα της είπαν ότι η καρδιά μου είχε σταματήσει να χτυπάει και χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν απινιδωτή για να με επαναφέρουν. Αν δεν ήταν εκείνη, πιθανά τώρα να μη ζούσα, της το χρωστάω. Kαι γι’ αυτό της υποσχέθηκα ότι θα ξεκινήσω συνεδρίες.

11/01/2020

Έχω αρχίσει να μην την απολαμβάνω την όλη κατάσταση με τη Μαρία και τις μεθόδους της με τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Θέλω να σταματήσω, όμως το έχω υποσχεθεί στην Άννα. Δε θέλω να πω τι αισθάνομαι. Δε θέλω να γράψω τι αισθάνομαι. Θέλω απλά να μην αισθάνομαι.

Η Μαρία, όλο σκαλίζει, σκαλίζει και βγάζει στην επιφάνεια όλα αυτά που εγώ δε θέλω να θυμάμαι. Μου πρότεινε να αυξήσουμε τις συνεδρίες μας σε δύο την εβδομάδα.

Δε θέλω να μιλήσω για τη μάνα μου. Δε θέλω να μιλήσω για τον πατέρα μου. Στην τελική, πάνε χρόνια, δεν τα θυμάμαι καν. Όση προσπάθεια κι αν κάνω να θυμηθώ, δε μου έρχεται τίποτα από εκείνη τη μέρα. Κι εκείνη έχει μια επιμονή, όλα να τα κατευθύνει προς τα εκεί. Δε θυμάμαι τίποτα, αλήθεια.

11/02/2020

«Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να μου μιλήσεις για εκείνη τη μέρα, γι αυτό προτείνω να πάρεις το χρόνο σου και όταν νιώσεις έτοιμη να τα γράψεις στο ημερολόγιο σου αρχικά», μου είπε η Μαρία. Έχω αρχίσει παραδόξως να αισθανομαι καλύτερα και ενώ σκέφτομαι να της μιλήσω, ποτέ δε μου φαίνεται ότι αυτή η φορά είναι η σωστή. Μακάρι να της μιλούσα για αυτά. Αλλά δεν μπορώ. Φοβάμαι.

………………………………………………………………………………………………

Θυμάμαι τη μαμά να φωνάζει. Θυμάμαι τη μαμά να χτυπάει.

11/03/2020

Ο πατέρας μου ήξερε πώς να χειρίζεται τη μάνα μου όταν πολλές φορές έχανε τον έλεγχο. «Χάνω τον εαυτό μου και δεν ξέρω τι κάνω», έλεγε συχνά όταν ζητούσε συγγνώμη. Εκείνος ήξερε πώς να την επαναφέρει, όμως υπήρχαν κι αυτές οι φορές που έλειπε από το σπίτι. Εγώ με την αδερφή μου δεν μπορούσαμε να τη χειριστούμε.

Ήταν 20 Ιανουαρίου του 2007. Είχε δημιουργηθεί αναστάτωση γιατί η αδερφή μου δεν κοιμήθηκε σπίτι. Ο πατέρας έλειπε για δουλειά. Θυμάμαι τη μάνα να θολώνει και να φωνάζει. Την μικρή να προσπαθεί να δικαιολογηθεί, λέγοντας ψέματα. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι της έριξε όσο ξύλο μπορούσε, μέχρι που την άφησε αναίσθητη στο πάτωμα. Στη συνέχεια, πήρε το παλτό της και έφυγε. Δύο μέρες μετά κηδέψαμε την αδερφή μου. Η μάνα μου φυλακίστηκε για ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχής.

Τον πρώτο καιρό ζούσα μόνη μου στο χωριό. Δεν πήγα ποτέ να την δω στη φυλακή. Την φοβόμουν, ακόμα και πίσω από τα σίδερα. Έκανε προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί μας, όμως έτρεμα κάθε φορά που το σήκωνα και άκουγα τον ήχο της φωνής της. Ποτέ μου δεν είχα το θάρρος να της πω πόσο πολύ τη μισώ.

Αύριο αποφυλακίζεται.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Γιωταλία, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.